25 χρόνια Alicia Keys: Οι περιπέτειες μιας «βασίλισσας της soul», 1997-2022

Αν και ξεκίνησε με τραγούδι με τίτλο "Fallin'", η πορεία της διόλου τέτοια δεν ήταν. O Χάρης Συμβουλίδης την καταγράφει δίσκο τον δίσκο, σε ένα άρθρο του μεγέθους, της λεπτομέρειας και του κριτικού σεβασμού που αρμόζει στον 'τίτλο' της

Κάτι παραπάνω από μια εικοσαετία πριν, το άλμπουμ Songs Ιn A Minor καλωσορίστηκε σαν μικρός σεισμός φρεσκάδας σε εκείνη τη «μαύρη» μουσική που ναι μεν κρατούσε από την κλασική soul, μα ήθελε πια να λικνίζεται σε R'n'B ρυθμούς, λοξοκοιτώντας και προς τη mainstream pop, αλλά και προς το χιπ χοπ. Βέβαια, μιλούσαμε ήδη τότε για neo-soul και ήδη είχαν κυκλοφορήσει ορόσημα σαν το Brown Sugar του D' Angelo (1995) ή το Maxwell's Urban Hang Suite του Maxwell (1996). Καβαλώντας λοιπόν στο ίδιο κύμα, η Alicia Keys πέτυχε να γίνει μία από τις μεγαλύτερες σταρ του καινούριου μιλένιουμ: θεμελίωσε μια καριέρα με παγκόσμιες πωλήσεις 30.000.000 αντιτύπων, ενώ το Rolling Stone φρόντισε να τη στέψει νέα «βασίλισσα της soul».

Παιδί ενός μαύρου και μιας λευκής με ιταλικές ρίζες, η Alicia Augello-Cook (όπως είναι το πραγματικό της όνομα) μεγάλωσε ως τέκνο ανύπαντρης μητέρας: αν και την αναγνώρισε, ο πατέρας της ήταν συνήθως απών από τη ζωή της· αργότερα, ως ενήλικη πια, τον φώναζε απλώς Craig. Μεγάλωσε επίσης σε οικονομικό στριμωξίδι, με τη μάνα της να κάνει μέχρι και τρεις διαφορετικές δουλειές προκειμένου να τα βγάλουν πέρα. «Μου έμαθε πώς να επιβιώνεις», θα έλεγε στα χρόνια της διασημότητάς της. Και ήταν κάτι ποικιλοτρόπως απαραίτητο σε μια συνοικία της Νέας Υόρκης σαν το Hell's Kitchen, όπου στο γύρισμα των 1980s προς τα 1990s ανθούσε ακόμα το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία.

Εκείνες π.χ. οι διακοσμημένες πλεξούδες στα μαλλιά, οι οποίες θα γίνονταν τόσο χαρακτηριστικές της, ξεκίνησαν σαν τρόπος μασκαρέματος του φύλου της, ώστε να κοντράρει τον φόβο που της δημιουργούσαν οι δρόμοι της γειτονιάς. «Από τη μία ήταν ένα μέρος γεμάτο με μαστρωπούς, ναρκοδιακινητές και βελόνες κι από την άλλη, μόλις λίγο πιο πέρα, βρίσκονταν τα μεγάλα φώτα του Μπροντγουέι», εξήγησε στο Reader's Digest.

Παράλληλα, πάντως, γεννήθηκε κι ένα ενδιαφέρον για τη μουσική, μέσω των δίσκων της Ella Fitzgerald και του Curtis Mayfield που απολάμβανε η μητέρα της στις κυριακάτικες ανάπαυλες. «Η μάνα μου είναι η πιο μαύρη λευκή γυναίκα που έχω γνωρίσει», θα έγραφε στην αυτοβιογραφία της. Το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Keys οφείλεται στην αγάπη που ανέπτυξε για το πιάνο, ήδη από τα 7 της. Στην εφηβεία, βέβαια, τα γούστα έκλιναν προς τον Prince και τον Marvin Gaye, αλλά και προς το χιπ χοπ του Notorious B.I.G. ή τον σέξι R'n'B ήχο των Salt-N-Pepa. Ωστόσο οι σπουδές την κράτησαν σε επαφή και με τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ και τον Σοπέν.

Αναδυόμενη κατόπιν ως αυτόνομη καλλιτέχνιδα, εμπεριείχε και τους δύο κόσμους. Όπως και μια πειθαρχημένη εκτελεστική δεξιοτεχνία, που εντυπωσίασε όσους αντιπροσώπους δισκογραφικών έδωσαν βάση στο πρώτο της demo. Το 1997, μόλις στα 16, βρέθηκε λοιπόν με συμβόλαιο στην Columbia, με την οποία κι έκανε το επίσημό της ντεμπούτο, ηχογραφώντας μια διασκευή στο γνωστό χριστουγεννιάτικο άσμα "The Little Drummer Boy" (1941) –έγινε "Little Drummer Girl" για την περίπτωσή της, μπαίνοντας τελικά στη συλλογή Jermaine Dupri Presents 12 Soulful Nights Of Christmas (1998). Γρήγορα όμως ανακάλυψε ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως τα είχε φανταστεί. «Ήταν μια διαρκής μάχη», θα έλεγε αργότερα, συμπληρώνοντας ότι και δέχτηκε σεξουαλικές προτάσεις και αντιμετωπιζόταν συνάμα με μια νοοτροπία τύπου «μα είσαι τόσο μικρή, δεν ξέρεις τι πρέπει να κάνεις».

Προκειμένου να αποφύγει το στραβό κλίμα η Alicia Keys άρχισε να γράφει και να ηχογραφεί στο σπίτι, με τον σύντροφό της Kerry "Krucial" Brothers να λειτουργεί ως μουσικός συνοδοιπόρος και συμπαραγωγός. Όταν έφτασε όμως η ώρα να παρουσιάσει τα τραγούδια της, η εταιρεία τα απέρριψε και της ανακοίνωσε ότι θα έφερνε μια νέα ομάδα, ώστε να την οδηγήσει σε έναν πιο ραδιοφωνικό ήχο. Ταυτόχρονα της ζήτησε να χάσει βάρος και να αρχίσει να φτιάχνει διαφορετικά τα μαλλιά της. Αλλά η Keys στύλωσε τα πόδια. Και αντέτεινε ότι η Columbia είχε λάθος όραμα, ζητώντας να αποδεσμευτεί από το συμβόλαιό τους· κίνηση που στη μουσική βιομηχανία της εποχής ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.

Έγινε τότε μεγάλο τουρτουλούκι, πάντως με τη στήριξη του μάνατζέρ της Jeff Robinson έφυγε και στις αρχές του 1999 πήγε στην Arista. Ο Clive Davis, βέβαια, είναι κι αυτός γνωστός παρεμβατικός –σε άλλο άρθο εδώ στο MiC μπορείτε να δείτε τι τράβηξαν οι Ace Of Base στα χέρια του. Την Keys, όμως, εκτίμησε ότι έπρεπε να την αφήσει ήσυχη. «Υπήρχε πράγματι ο κίνδυνος τα ποπ ραδιόφωνα να τη βρουν πολύ urban και τα urban πολύ παραδοσιακή», θα εξηγούσε, «μα ήταν από εκείνους τους λίγους καλλιτέχνες που πρέπει να αφήσεις τον κόσμο να τους ανακαλύψει μόνος του». Κι εκείνη του ανταπέδωσε την εμπιστοσύνη: όταν μέσα στο 2000 έστησε την ολόδική του J Records στα πλαίσια της Arista, τον ακολούθησε.

Με μια κρίσιμη σπρωξιά από την Oprah Winfrey, η οποία δέχτηκε να φιλοξενήσει την άγνωστη νεαρή στο λαοφιλέστατο τηλεοπτικό της σόου, το Songs Ιn A Minor [J Records, Ιούνιος 2001] στρογγυλοκάθισε στο νούμερο 1 της Αμερικής, ενώ συνάντησε και μια παγκόσμια επιτυχία που άγγιξε και τη χώρα μας: Βρετανία #6, Γαλλία #12, Αυστραλία #3, Γερμανία #2, Ελλάδα #5. Έδειξε λοιπόν να δικαιώνει πανηγυρικά την όλη στάση της Keys. Μια εικοσαετία μετά, πάντως, χάρη στο bonus υλικό που συνόδευσε ένα μικρό πλήθος εκδόσεων και επανεκδόσεων, έχουμε το προνόμιο μιας συνολικότερης επισκόπησης των τότε sessions. Αποκαλύπτεται έτσι ένα δραστήριο εργαστήριο ιδεών, αλλά και κάμποσα αδιέξοδα· τα οποία δείχνουν ότι, παρά τα εμφανή της λάθη, η Columbia είχε ενδεχομένως και κάποια δίκια.

Βέβαια, η τελική επιλογή για το τι μπήκε στο ντεμπούτο και τι όχι κρίνεται εν πολλοίς ορθή, αφού δικαίως κόπηκαν κομμάτια σαν το "I Won't (Crazy World)" ή το "Crazy (Mi Corazon)". Όχι όμως και το "Rear View Mirror": ένα γερό τραγούδι, το οποίο ξοδεύτηκε χωρίς λόγο στο soundtrack της κωμωδίας Dr. Dolittle 2. Πολύ ωραίο είναι και το ανέκδοτο remix στο "Woman's Worth" με τη συμμετοχή του σπουδαίου ράπερ Nas, αλλά είναι λίγο μεταγενέστερο των αρχικών ηχογραφήσεων.

Το Songs Ιn A Minor προέκυψε ωστόσο αναίτια μακρύ σε διάρκεια, επιμένοντας να συμπεριλάβει τραγούδια νωθρά και άχρωμα, που καταντούν βαρίδια τόσο για τη συνολική του εικόνα, όσο και για την αίγλη με την οποία το έντυσαν κάποιες υπερενθουσιώδεις κριτικές. Δεν ξέρουμε βέβαια με ακρίβεια τι παρουσίασε η Keys στην Columbia, πίσω στο 1998· το "Fallin", ας πούμε, σίγουρα δεν ήταν ανάμεσά τους. Αν βασίστηκε λοιπόν σε τραγούδια σαν το "Butterflyz", το "Goodbye" ή το "Caged Bird", να με συγχωρεί η καλλιτεχνική ελευθερία, το ένστικτο και η αγέρωχη εφηβική φιλοδοξία, αλλά κι εγώ θα πρότεινα να δουλέψει με ένα επιτελείο για κάτι καλύτερο.

Ασφαλώς, η ταυτότητα του Songs Ιn A Minor προσδιορίζεται εν τέλει από τις επιτυχίες του και όχι από τις αδυναμίες του. Πρώτα-πρώτα, είναι ένα ντεμπούτο που έχει με το μέρος του το υπερ-ατού της κλασικής παιδείας της Keys, η οποία φροντίζει μάλιστα να το δείξει με το καλημέρα: στο "Piano & I" παίζει τη θρυλική Σονάτα του Σεληνόφωτος του Μπετόβεν (1801), με τη λόγια μουσική παρακαταθήκη της Ευρώπης να πλουτίζει διάφορα σημεία και στη συνέχεια. Το κέντρο βάρους, όμως, δίνεται σε μια soul νέας κοπής, η οποία έχει ανακατευτεί με το αναδομημένο R'n'B που κήρυξαν στα 1990s γκρουπ σαν τις TLC, τις En Vogue, ακόμα και τις Xscape, μιας και η Kandi Burruss καταφτάνει προσκεκλημένη στο "Jane Doe".

Πάνω απ' όλα, πάντως, ίπταται το γκραν σουξέ “Fallin'” (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #3, Γαλλία #5, Αυστραλία #7, Γερμανία #2, Ελλάδα #10). Μια σύνθεση με λιτότητα και φαντασία, η οποία μετασχημάτισε ένα sample από το "It's Α Man's Man's Man's World" του James Brown (1966) για να στήσει μια πλατφόρμα διαλόγου για τα μέσα και τα έξω μιας μοντέρνας ερωτικής σχέσης. Είναι βέβαια κι ένα τοπίο όπου η Keys ξετυλίγει τις σημαίνουσες φωνητικές της δυνάμεις, αλλά και την εν γένει διαφοροποιημένη της ματιά: αντί να ποντάρει λ.χ. σε ένα βιντεοκλίπ με χορευτικά, όπως ήταν τότε η νόρμα στο R'n'B, τη βλέπουμε επισκεπτήριο σε φυλακή, στον έγκλειστο εραστή της.

Το βάθος της δουλειάς αποκαλύπτεται κατόπιν χάρη στο φεμινιστικών αποχρώσεων "Woman's Worth", ενώ υπάρχει και μια χαριτωμένη διασκευή στο "How Come U Don't Call Me Anymore?" του Prince που λέγεται ότι άρεσε ακόμα και στην Αυτού Εξοχότητά του. Το "Girlfriend" αναπτερώνει έξυπνα τη Michael Jackson κληρονομιά με βάση ένα sample από το "Brooklyn Zoo" του Ol' Dirty Bastard (1995), ενώ το ντουέτο με τον Jimmy Cozier "Mr. Man" φλερτάρει με τη λάτιν ρυθμολογία, παρουσιάζοντας την άλλη πλευρά του ερωτικού στίχου της Keys, αφού εδώ είναι εκείνη που διαολίζεται και σκέφτεται την απιστία. Έτσι, παρά τα απογοητευτικώς πλαδαρά σημεία, το Songs Ιn A Minor διατηρείται ως ένα ανά στιγμές πολύ καλό άλμπουμ, το οποίο πέτυχε επιπλέον να θεωρηθεί επιδραστικό για το πού πήγαινε η μαύρη μουσική στην αρχή των '00s. [➣ 7,5/10]

Η ιστορία θα έμενε βέβαια ελλιπής εάν δεν σημειώναμε ότι η προώθηση του δίσκου έπεσε πάνω στην επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, η οποία επηρέασε ιδιαίτερα την Keys. Λίγες μέρες πριν το χτύπημα της Αλ-Κάιντα είχε συμμετάσχει στο Artists Against AIDS Worldwide εγχείρημα, ενώνοντας τη φωνή της σε μια σπέσιαλ διασκευή στο "What's Going On" του Marvin Gaye (1971) για την ενίσχυση του αγώνα κατά του AIDS. Λόγω των εξελίξεων, όμως, αποφασίστηκε μέρος των κερδών να δοθεί στον Ερυθρό Σταυρό για την ανακούφιση των θυμάτων.

Κατά τα λοιπά, το αποτέλεσμα αυτού του "What's Going On" [Play-Tone & Columbia, Οκτώβριος 2001] μένει στο έτσι κι έτσι μιας αστραφτερής παρέλασης μεγάλων σταρ (Backstreet Boys, Bono, Jennifer Lopez, Christina Aguilera, Destiny's Child κ.ά.): στα 4 λεπτά και 20 δεύτερα που κρατά το original mix του Jermaine Dupri χάνεις κάπου και το αυθεντικό τραγούδι του Gaye και το ποιος λέει τι πότε. Και το ίδιο ισχύει, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό για το remix του Αμερικανού DJ και παραγωγού Marc Kinchen, το οποίο τέθηκε επικεφαλής μιας χωριστής maxi έκδοσης βινυλίου. [➣ 5,5/10]

Ξεπερνώντας την 11η Σεπτεμβρίου, η Alicia Keys συναντήθηκε με τη δημοφιλή ράπερ Eve, όταν αμφότερες κλήθηκαν από τη συμπατριώτισσά τους Angie Stone για τις ανάγκες ενός remix στο τραγούδι "Brotha", από το τότε άλμπουμ της Mahogany Soul.

Το επονομαζόμενο "Brotha part II" μιλούσε για τους μαύρους άντρες που γίνονται στυλοβάτες στις ζωές των μαύρων γυναικών (αποτελώντας δηλαδή «brothas») και ήταν ένα συμπαθές κομμάτι με γνήσια soul χρώματα, το οποίο ενσωμάτωνε κι ένα sample από το "I'll Play The Blues For You" του Albert King (1972). Τελικά συμπεριλήφθηκε στο Mahogany Soul, μα κόπηκε και ως αυτόνομο single [J Records, Οκτώβριος 2001]. Η συμμετοχή της Keys δεν είναι πάντως κάτι το σπουδαίο. [➣ 6,5/10]

Εντωμεταξύ κρατούσε καλά η επιτυχία των τραγουδιών του Songs In A Minor, κάτι που οδήγησε στο συνοδευτικό άλμπουμ Remixed & Unplugged Ιn A Minor [J Records, Οκτώβριος 2002]. Εκεί περιλήφθηκαν remixes στο αυθεντικό υλικό, μια ζωντανή unplugged εμφάνιση της Keys στο KeyArena του Σιάτλ τον Αύγουστο του 2002, αλλά κι ένα φρέσκο σουξέ –το "Gangsta Lovin", σε εκρηκτική συνεργασία με την Eve. Επιπλέον, αποφασίστηκε ότι το Krucialkeys Sista Girl remix που σκάρωσε για το "Girlfriend" ο Kerry Brothers θα σταδιοδρομούσε ως single στη Βρετανία.

Και οι δύο «όψεις» αυτού του δίσκου έχουν τις χάρες τους. Τα συναυλιακά στιγμιότυπα μπορεί να είναι σύντομα και να βασίζονται στο ασθενέστερο υλικό του Songs In A Minor, ωστόσο η Keys τα ανεβάζει κατηγορία με το παίξιμό της στο πιάνο και τις εκφραστικότατες ερμηνείες της, γνωρίζοντας δίκαιη αποθέωση από το κοινό. Στα remixes οι Neptunes δίνουν ρέστα «φανκάροντας» το "How Come You Don't Call Me" –το οποίο λαμβάνει και μια γουστόζικη εισαγωγή, με εκείνους να ρωτούν ρυθμικά «Alicia, what'd you wanna do?» και την Keys να τους απαντά «I wanna do it again!». Το “Fallin'”, επίσης, βρίσκεται να κλείνει το μάτι στο χιπ χοπ φιλοξενώντας ρίμες από τον Busta Rhymes και τον Rampage, ενώ ακόμα και το αναιμικό "Butterflyz" πετυχαίνει να μεταμορφωθεί χάρη στο περιποιημένο remix του «πολύ» Roger Sanchez. [➣ 7/10]

O κύκλος του Songs In A Minor έκλεισε με το λανσάρισμα του "Girlfriend" ως single στην Αμερική [J Records, Νοέμβριος 2002]. Για άγνωστους λόγους, όμως, για το 12ιντσο maxi δεν προτιμήθηκε το δοκιμασμένο στη Βρετανία Krucialkeys Sista Girl remix, αλλά προκρίθηκε ένα club remix του Phil Tan. Το οποίο ναι μεν αναβάθμισε τον ρυθμό, προφανώς στοχεύοντας στις πίστες των νεοϋορκέζικων clubs των '00s, μα δεν πρόσφερε καμία επιπλέον διάσταση στο ορίτζιναλ κομμάτι. [➣ 6/10]

Αρχίζοντας πια να κινείται προς το «δύσκολο δεύτερο άλμπουμ», η Alicia Keys εμπιστεύτηκε τον ως τότε άσημο Kanye West για την παραγωγή του "You Don't Know My Name". Το αποτέλεσμα εξοπλίστηκε με ένα ωραίο βιντεοκλίπ δια χειρός Chris Robinson –στο οποίο συμπρωταγωνιστούσε μάλιστα ο ράπερ Mos Def– και όλα κύλησαν πρίμα, καθώς το single βρέθηκε στο #3 της Αμερικής και στο #19 της Βρετανίας.

Στα πλαίσια της αμερικάνικης έκδοσης εμφανίστηκε κι ένα 12ιντσο maxi ονόματι You Don't Know My Name (Remixes) [J Records, Νοέμβριος 2003], με επικεφαλής ένα HeartBeat remix του Manny Marroquin, όπου συμμετείχε και ο ράπερ T-Rex. Δύο ακόμα b-sides ακολούθησαν την ίδια συνταγή, φέρνοντας στο πλάι της Keys τον Fabolous και τον Freeway, ενώ μία άλλη μίξη δοκίμασε reggae ρυθμούς. Τίποτα πάντως δεν υπηρέτησε το ορίτζιναλ κομμάτι, το οποίο βρέθηκε να θαμπώνει στα μετόπισθεν ενώ παρέμενε καλύτερο από ό,τι νέο δοκιμαζόταν πάνω του. [➣ 5,5/10]

Το The Diary Of Alicia Keys [J Records, Δεκέμβριος 2003] κέρδισε το νούμερο 1 της Αμερικής και διατήρησε τη δημιουργό του ως σημαίνουσα διεθνή σταρ, καταγράφοντας μια καινούρια αυτοπεποίθηση: δεν αντιδρά πλέον με «ναι, τι;» ύφος κάθε που παίζει κάτι κλασικό στο πιάνο, ενώ νιώθει άνετα να εντάξει δύο ιντερλούδια κι ένα «νυχτερινό» ("Harlem's Nocturne") ή να σαμπλάρει ανερυθρίαστα το Κονσέρτο για Βιολί του Γιοχάνες Μπραμς (1878) για τις ανάγκες του "Karma". Παράλληλα ακολουθείται η ίδια βασική συνταγή του Songs In A Minor, δίχως άγχος για τις συγκρίσεις με το «μαύρο» παρελθόν ή για τυχόν λοξοδρομήσεις πέραν της soul ευθείας. Ωστόσο υπήρξε και ο αναμενόμενος ύφαλος: το άλμπουμ διαδέχτηκε ένα μεγάλο δισκογραφικό μπαμ, μπροστά στο οποίο φάνηκε κατά τι υποδεέστερο.

H εντύπωση βασίζεται στην απουσία ενός τραγουδιού με το γκελ του “Fallin'”, εντούτοις είναι απατηλή, γιατί δεν λείπουν οι καλές στιγμές. Πώς δηλαδή να μη θαυμάσεις την κάψα της από απόσταση έλξης που πραγματεύται το "You Don't Know My Name", τα δεύτερα φωνητικά του "So Simple", την παραγωγή του DJ Premier στο "Streets Of New York", το αφιλτράριστο πάθος του "When You Really Love Someone" ή το συνθετικό βάθος στο "Karma" και στη χαμηλών τόνων soul του "If I Ain't Got You", που στοχάζεται πάνω στον θάνατο της Aaliyah και στην 11η Σεπτεμβρίου; Και πώς να μην παραδεχτείς τις ανάσες και τις αισθαντικές, πλούσιες ερμηνείες, που βοηθούν την Keys να σταθεί ακόμα κι απέναντι στο Παράδειγμα μιας Gladys Knight, στη διασκευή του "If I Was Your Woman" (1970);

Το αληθινό πρόβλημα με το The Diary Of Alicia Keys είναι ότι, όπως και ο προκάτοχός του, πλατειάζει φιλοξενώντας κάμποσο δεύτερο υλικό. Με το οποίο οι παραπάνω στιγμές ανακατεύονται κάπως άτσαλα, δημιουργώντας έτσι μια ροή με συχνά πάνω και κάτω. Αμέσως μετά το "If I Ain't Got You", ας πούμε, το σύνολο χάνει απότομα τον βηματισμό του με τα "Diary", "Dragon Days" και "Wake Up", παρουσιάζοντας μόνο αναλαμπές ως το απογοητευτικό φινάλε με τα "Samsonite Man" και "Nobody Not Really". Προκύπτει λοιπόν μια πτήση με μεσαίο «υψόμετρο», η οποία βγαίνει λίγο-πολύ ισάξια με το Songs In A Minor, μείον τον δικό του αντίκτυπο. [➣ 7/10]

Όταν έφτασε η σειρά του "If I Ain't Got You" να εκπροσωπήσει το The Diary Of Alicia Keys ως single, στη Γαλλία και σε μερικές ακόμα χώρες της Ευρώπης εμφανίστηκε ένα CD single [J Records, Φεβρουάριος 2004] όπου πρωταγωνιστούσε μια νέα εκτέλεση ντουέτο με τον Usher, ο οποίος εκείνα τα χρόνια λογιζόταν ως ένα από τα πιο «χοτ» ονόματα στον R'n'B ήχο των '00s.

Και δεν είναι καθόλου τυπική διαδικασία, όπως ίσως σπεύσει να υποθέσει κάποιος καχύποπτος. Ο Usher μπαίνει ωραία σε αυτή την πιανιστική soul μπαλάντα και συνεισφέρει μια ζεστή ερμηνεία, που δένει όμορφα τόσο με τη φωνή της Keys, όσο και με το γενικότερο κλίμα. [➣ 7/10]

Η συνεργασία αυτή, εντωμεταξύ, άνοιξε μια απροσδόκητη πόρτα. Ο Usher βρέθηκε λίγο μετά στα τελειώματα του άλμπουμ Confessions, που έμελλε να τον μετατρέψει από ανερχόμενο όνομα σε σταρ. Με τους παραγωγούς του, ωστόσο, έψαχναν μια γυναικεία φωνή για να πουν ντουέτο ένα κομμάτι ονόματι "My Boo". Φτιάχτηκε λοιπόν ένα demo με την Kortney Kaycee Leveringston –και όχι με τη Beyoncé, όπως πιστεύουν ορισμένοι– αλλά δεν ικανοποίησε. Κι έτσι σκέφτηκαν την Alicia Keys.

Τραγουδισμένο από την οπτική γωνία δύο πρώην εραστών, το "My Boo" [LaFace, Αύγουστος 2004] αποδείχθηκε μεγάλη επιτυχία (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #5). Διακρίνεται βέβαια μια διάχυτη γλυκερότητα, μάλλον χαρακτηριστική για τον '00s ήχο τέτοιων R'n'B μπαλάντων. Ωστόσο η ερμηνευτική «χημεία» μεταξύ των δύο συνεργατών την υπερνικά, έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν φτάνει ποτέ τα ύψη άλλων ανάλογων στιγμών της εποχής, όπως λ.χ. του "Dilemma" των Nelly & Kelly Rowland. [➣ 6/10]

Το ζήτημα του τρίτου άλμπουμ της Alicia Keys τακτοποιήθηκε με την έκδοση ενός live, κίνηση που ίσως προξενεί απορία για μια νέα καλλιτέχνιδα. Αλλά οι ανά την Αμερική συναυλίες είχαν αποδειχθεί σε ένα από τα δυνατότερα χαρτιά της, δίνοντας την ευκαιρία στο κοινό το οποίο τη γνώριζε από τα FM να διαπιστώσει τόσο τη φλόγα, όσο και το μουσικό της υπόβαθρο. Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν που το ηχογραφημένο στο Brooklyn Academy of Music της Νέας Υόρκης Unplugged [J Records, Οκτώβριος 2005] πήγε καρφί στο νούμερο 1 των Ηνωμένων Πολιτειών, έστω κι αν βρήκε χλιαρότερη ανταπόκριση στις μεγάλες αγορές εκτός συνόρων.

Ένα από τα πιο εύστοχα σχόλια που ειπώθηκαν για τον δίσκο ήταν ότι μπορεί η Alicia Keys να έπαιξε unplugged, έφτασε όμως σε μια ηλεκτρισμένη περφόρμανς. Πράγματι, το ακούς ξεκάθαρα αυτό στο "Karma" ή στο δυναμικό φινάλε, όπου μαζί της στη σκηνή παρατάχτηκαν ο Mos Def με τον Damian Marley για το "Love It Οr Leave It Alone/Welcome Τo Jamrock". Ενδιάμεσα, εντούτοις, υπήρξαν και σκαμπανεβάσματα: το "A Woman's Worth", αν και επενδύθηκε με ένα sample από το "Footsteps Ιn Τhe Dark" των Isley Brothers (1977), αποτυπώθηκε άνευρο. Το ίδιο συνέβη και με το “Fallin'”, ενώ ουδείς κατάλαβε την επιμονή της να συμπεριλάβει το εντελώς αδιάφορο νέο τραγούδι "Unbreakable", στηρίζοντάς το μάλιστα και ως single.

Από την άλλη, η Keys εντυπωσιάζει με το πώς πυρακτώνει αργά-αργά το "Streets Οf New York (City Life)", με το πόσο άψογα κινεί τη φωνή της στο "If I Was Your Woman" και στο "Every Little Bit Hurts" της Brenda Holloway, αλλά και με τη διασκευή της στο "Wild Horses" των Rolling Stones, σε απρόσμενο ντουέτο με τον Adam Levine των Maroon 5. Όπως βέβαια συμβαίνει και με έτερα unplugged από όσα κατά καιρούς έστησε το MTV, συστήνεται να δει κανείς το DVD, αντί να ακούσει απλά το CD, αφού παίζει και η εικόνα τον ρόλο της για όσα συζητιούνται εδώ. Τα οποία έφτασαν να εντυπωσιάσουν ακόμα και τον Bob Dylan, αν κρίνουμε από το ότι ανέφερε λίγο μετά (2006) την Alicia Keys στους στίχους του τραγουδιού του "Thunder On The Mountain". [➣ 6,5/10]

Στη συνέχεια, η ανάγκη της Νεοϋορκέζας σταρ για έμπρακτη ενίσχυση του (συνιδρυμένου από εκείνη) οργανισμού Keep Α Child Alive, την οδήγησε στον Bono των U2 –μάλλον αναπόφευκτο, όταν μιλάμε για Δυτικές φιλανθρωπίες στην Αφρική– με τον οποίον αποφασίστηκε να κόψουν σε single μια διασκευή στο "Don't Give Up" των Peter Gabriel & Kate Bush (1986). Μάλιστα, η Keys είχε τότε την ευκαιρία να δουλέψει η ίδια την παραγωγή, με συνεργάτη τον Steve Lillywhite.

Το τραγούδι ανατιτλοφορήθηκε σε "Don't Give Up" (Africa) και εμφανίστηκε τον Δεκέμβριο του 2005 ως ψηφιακό single, διαθέσιμο αποκλειστικά μέσω iTunes. Το αποτέλεσμα ήταν κακό. Ο Bono κινείται φορμαλιστικά, χωρίς ιδιαίτερη διάδραση με την Keys, που με τη σειρά της δεν βρίσκει τρόπο να επικοινωνήσει με το κομμάτι και αρχίζει έτσι τις φωνασκίες και τα τραβηγμένα soul «φιογκάκια». Το έξοχο κλίμα, αλλά και το μήνυμα της αυθεντικής σύνθεσης, στέκουν θρυμματισμένα. [➣ 3/10]

Τον Ιούνιο του 2006 η J Records παρέδωσε τη μπαλάντα "Diary" από το The Diary Of Alicia Keys στον Κουβεϊτιανό DJ Hani Adnan Al-Bader για remixes, τα οποία απάρτισαν έπειτα το ψηφιακό ΕΡ Diary (Dance Vault Remixes).

Στο βασικό Hani remix ο Al-Bader κατάφερε να ανεβάσει επίπεδο το ανιαρό ορίτζιναλ κομμάτι εντάσσοντας καλοφτιαγμένα beats, τα οποία κόμισαν το νεύρο που έλειπε δίχως να τσαλαπατήσουν την ταυτότητά του. Η ισορροπία κινδυνεύει λίγο, αλλά εν τέλει κρατιέται τόσο στο extended club mix, όσο και στο dub mix, ενώ στο Hani mixshow τονίζονται ένα τσικ παραπάνω τα φωνητικά. Και της ίδιας της Keys, αλλά και των συμμετεχόντων Jermaine Paul και Tony! Toni! Toné!. [➣ 6/10]

Παράλληλα, μια πρόσκληση να τραγουδήσει στο πλευρό του ανερχόμενου Cham ώθησε την Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα σε εξερευνήσεις προς Καραϊβική μεριά.

Το "Ghetto Story" [Madhouse/Atlantic, Ιούνιος 2006] βασιζόταν βέβαια σε πολύ γνώριμα dancehall κόλπα, απηχούσε πάντως και αρκούντως βιωματικά το μεγάλωμα των συντελεστών του σε επικίνδυνες φτωχογειτονιές, κάτι που εν τέλει πέρασε στο κοινό (Η.Π.Α. #77). H Keys στέκεται εδώ αρκετά καλά, δίνοντας ωραίο «χρώμα» στο ρεφρέν, παρότι στα κουπλέ ψιλο-δυσκολεύεται να ακολουθήσει την τζαμαϊκανή ρυθμολογία. [➣ 6,5/10]

Με τις neo-soul πωλήσεις να πέφτουν, εντωμεταξύ, δεν ήταν λίγοι όσοι αναρωτήθηκαν αν η Νεοϋορκέζα θα κατάφερνε να παραμείνει στον αφρό. Το As I Am [J Records, Νοέμβριος 2007] έδωσε ηχηρή απάντηση, χαρίζοντάς της ένα ακόμα νούμερο 1 στην Αμερική και καλές θέσεις στις μεγάλες μουσικές αγορές της υφηλίου. Καταπέλτης της επιτυχίας ήταν φυσικά το λαμπερό "No One" (Η.Π.Α. #1, Βρετανία #6, Γαλλία #5, Αυστραλία #3, Καναδάς #2, Γερμανία #3): μια απλή ερωτική μπαλάντα, που όμως τραγουδήθηκε με τέτοια φόρα από την Keys, ώστε καταγράφηκε ως μία από τις καλύτερες του είδους της για τη δεκαετία των '00s.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, το As I Am κινδύνεψε να ιδωθεί ως «το άλμπουμ με το "No One"». Και ήταν μια υπαρκτή απειλή, την οποία δεν ξόρκισαν ούτε οι συνεργασίες με τον John Mayer ("Lesson Learned"), ούτε τα bonus DVD των deluxe επανεκδόσεων με τα live στιγμιότυπα από το Hollywood Bowl και το Coronet Theatre του Λονδίνου. Η Keys αποφάσισε εδώ να κλίνει προς τα όσα έκανε τότε ο John Legend. Μπουρδούκλωσε έτσι τη soul της με μια καλοφτιαγμένη μα και κάπως κλισέ pop, ξοδευόμενη σε κάμποσες χαμηλομεσαίου τέμπο μπαλάντες με (ως επί το πλείστον) αδιάφορα ερωτόλογα. Από τα οποία έλειψε η ματιά του Songs In A Minor ακόμα κι όταν φιλοδόξησαν να μιλήσουν για μια "Teenage Love Affair".

Αν πετυχαίνει εν τέλει να αποβεί συμπαθητικό μες τα πέρα-δώθε του, το As I Am το οφείλει στο ότι η δημιουργός του παίρνει πάνω της ακόμα και τα πιο στερεοτυπικά τραγούδια: το "Wreckless Love", το "Superwoman", το "Like You'll Never See Me Again" ή το "The Thing About Love" αναπνέουν πρώτα και κύρια χάρη στις από καρδιάς ερμηνείες της, που βοηθούν να παραβλέψεις τα γλυκανάλατα των ενορχηστρώσεων και των στίχων. Παρά ταύτα, δεν παύει να κρούεται ένας κώδωνας κινδύνου, καθώς η Alicia Keys δείχνει περικυκλωμένη πλέον από έναν εφησυχασμένο κομφορμισμό. [➣ 6,5/10]

Στον απόηχο της επιτυχίας του As I Am η J Records αποφάσισε να βγάλει το EP Remixed [Αύγουστος 2008], το έκανε όμως αποκλειστικό για την Ιαπωνία, ώστε να ενισχύσει την εμφάνιση της Keys στο Summersonic Festival εκείνου του καλοκαιριού. Δείχνει ρουτινιάρικη υπόθεση, ωστόσο το label είχε κλείσει τους Black Eyed Peas για ένα σπέσιαλ remix στο "If I Ain't Got You". Όπως είναι λογικό τέθηκε επικεφαλής του ΕΡ, με την υπόλοιπη διάρκεια να επισημοποιεί remixes που ως τότε υπήρχαν μόνο σε promo κυκλοφορίες –μεταξύ τους μια απόπειρα του Kanye West (που πλέον είχε κάνει όνομα) στο "If I Ain't Got You" και μια μίξη στο "Karma" η οποία παιχνίδιζε με τη νέα τάση του reggaeton, χρόνια πριν γίνει κυρίαρχη μόδα στο διεθνές mainstream.

Παρά τη φήμη τους, πάντως, οι Black Eyed Peas δεν πέτυχαν εδώ κάτι πέραν του απλώς συμπαθητικού, αν και μετασχημάτισαν εύστοχα το "If I Ain't Got You" από μπαλάντα σε τραγούδι με ανεβασμένο τέμπο. Ούτε και ο Kanye West πέτυχε βέβαια κάτι το ιδιαίτερο. Ως σαφής έκπληξη του ΕΡ προκύπτει έτσι το "Karma", το οποίο όχι μόνο προσαρμόζεται στους reggaeton ρυθμούς, μα βρίσκει και την Keys να τραγουδά παρέα με τον «βαρύ» Bimbo από το Πουέρτο Ρίκο, σε μια ωραία εναλλαγή φωνών. Από τα υπόλοιπα κομμάτια ξεχωρίζει ένα remix του Salaam Remi στο "No One", καθώς το βαπτίζει επιτυχώς σε reggae ενορχήστρωση, βάζοντάς την Keys να το πει ντουέτο με τον Junior Reid. [➣ 6,5/10]

Όταν τώρα σε προ(σ)καλούν να είσαι εσύ που θα πεις το τραγούδι των τίτλων της επόμενης Τζέιμς Μποντ ταινίας, και μάλιστα σε συνεργασία-έκπληξη με τον Jack White των White Stripes, δεν αρνείσαι. Πόσο μάλλον αν μιλάμε για το Quantum Of Solace, τη δεύτερη δηλαδή ταινία με τον Ντάνιελ Κρεγκ, που είχε κάνει θραύση στο ντεμπούτο του ως 007. Η Keys ερμήνευσε λοιπόν ντουέτο με τον White το κομμάτι του "Another Way To Die" [Third Man & J Records, Σεπτέμβριος 2008], το οποίο δεν έκανε μεγάλη εντύπωση στο αμερικάνικο κοινό αλλά άρεσε στη Βρετανία (#9), στη Γερμανία (#8), σίγουρα δε στη Φινλανδία, όπου ανέλπιστα για όλους βρέθηκε ...στο νούμερο 1!

Μέχρι και σήμερα, πάντως, δεν έχω καταφέρει να βγάλω άκρη με το τι είχαν τότε κατά νου ο Jack White με την Alicia Keys. Η μεταξύ τους χημεία στο μικρόφωνο ξεπηδά ανέλπιστη, μα το "Another Way To Die" αφενός αναζητεί παράξενες ισορροπίες μεταξύ rock και κάτι άλλου (το οποίο απομένει απροσδιόριστο), αφετέρου δείχνει παράταιρο με τον Τζέιμς Μποντ, παρά τα σημεία των στίχων που εμφανώς παραπέμπουν εκεί. Δεν ξέρω λοιπόν αν τελικά είναι ένα από τα πιο ιδιαίτερα ή ένα από τα χειρότερα τραγούδια που έχουν σχετιστεί με τον θρυλικό πράκτορα. Παλιότερα έκλινα προς τη δεύτερη απάντηση, πλέον θα κινηθώ προς την πρώτη βάζοντας [➣ 6,5/10]

Η Keys ψηνόταν πάντως και για συνεργασίες με λιγότερο λουσάτο προφίλ, πόσο μάλλον αν της πρόσφεραν την ευκαιρία να φλερτάρει ξανά με τη λάτιν μουσική, που είχε δείξει να την ενδιαφέρει ήδη από την αρχή της καριέρας της. Το δοκίμασε λοιπόν συμμετέχοντας στο "Looking For Paradise" του επιτυχημένου Ισπανού τραγουδιστή Alejandro Sanz [WEA Latina, Σεπτέμβριος 2009], για το οποίο έκανε μάλιστα και ταξίδι στη Βαρκελώνη, όπου γυρίστηκε το σχετικό βιντεοκλίπ.

Το "Looking For Paradise" πήγε νούμερο 1 στην Ισπανία κι έκανε μικρή αίσθηση και στην Αμερική, μένει όμως κομματάκι μετέωρο το πόσο λάτιν μπορεί να θεωρηθεί: η ενορχήστρωση κοιτάει προς μια pop/rock αισθητική βρετανικών καταβολών, ενώ ο Sanz, παρά τα χρώματά του, φέρνει αρκετά σε Σπανιόλο Bryan Adams. Η Νεοϋορκέζα σταρ συμμετέχει πάντως με κέφι, συμβάλλοντας σε ένα αποτέλεσμα λίγο-πολύ συμπαθές. [➣ 6/10]

Το ίδιο περίπου διάστημα, ο «πολύς» Jay-Z αποφάσισε ότι ήθελε τη δική της φωνή για το "Empire State Of Mind" [Roc Nation/Atlantic, Οκτώβριος 2009], το οποίο θεωρείται δικαίως ως ένα από τα καλύτερα στιγμιότυπα της πορείας του και επιβραβεύτηκε με ένα νούμερο 1 στις Η.Π.Α., σαρώνοντας παράλληλα τα διεθνή ραδιόφωνα, μεταξύ τους και το ελληνικό.

Με ένα έξοχο beat δια χειρός του Βρετανού παραγωγού Al Shux κι ένα άριστα τοποθετημένο πιανιστικό sample από τη διασκευή των Moments στο "Love On A Two-Way Street" (1970), το "Empire State Of Mind" είναι με έναν δικό του τρόπο το "New York, New York" της μαύρης Αμερικής· άλλωστε ο Jay-Z αυτοπεριγράφεται στους στίχους ως νέος Frank Sinatra. Η Alicia Keys συνεισφέρει εδώ κάποια από τα πιο εντυπωσιακά φωνητικά της καριέρας της, ωθώντας έτσι το κομμάτι να ακούγεται ως μια αληθινά χρυσή τομή μεταξύ soul και χιπ χοπ. [➣ 8/10]

Το άλμπουμ The Element Οf Freedom κυκλοφόρησε στον απόηχο του "Empire State Of Mind" [J Records, Δεκέμβριος 2009], με την Keys να αναζητά, κατά δήλωσή της, «έναν νέο ήχο κι έναν νέο εαυτό». Και δεν ήταν λίγοι όσοι υπέθεσαν ότι αυτό είχε να κάνει με τις μεγάλες αλλαγές στην προσωπική της ζωή, αφού η σχέση που διατηρούσε από το 1996 με τον Krucial Brothers έληξε. Ως αιτία αποκαλύφθηκε ο καινούριος έρωτας με τον ράπερ και παραγωγό Swizz Beatz, με τον οποίον και παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα. Παρά ταύτα, ο δίσκος μάλλον δεν σηματοδότησε τον νέο εαυτό που αναζητούσε, αφού επακολούθησε μία ακόμα σημαντική ρήξη με το παρελθόν: το τέλος της συνεργασίας με τον μάνατζερ Jeff Robinson (2010), ο οποίος την είχε ανακαλύψει και ήταν μαζί της πριν καν το πρώτο της demo.

Το άλμπουμ κόμισε έναν καινούριο ήχο, αφού εδώ η Alicia Keys δεν ποιεί πια soul, αλλά pop. Και μάλιστα μια pop με διόλου διακριτικά ηλεκτρονικά στοιχεία, απόρροια ενός ξαφνικού έρωτα με το Moog και με τα βιντάζ συνθεσάιζερ. Το "Love Is Blind" –ένα πολύ καλοφτιαγμένο τραγούδι– τη δείχνει να δρασκελίζει με γενναιότητα στο νέο σκηνικό, αν και πρόκειται για ψευδαίσθηση: σύντομα το The Element Οf Freedom υποχωρεί σε μια ζώνη ασφαλείας γεμάτη πιανιστικές μπαλάντες και μεσαία ή χαμηλά τέμπο. Μια απόπειρα για κάτι ζωηρότερο θα γίνει μόνο σαν έρθει η Beyoncé για ένα ντουέτο στο "Put It On A Love Song", που αποδείχθηκε όμως κατώτερο των προσδοκιών (ένα βιντεοκλίπ με τις δυο τους να χορεύουν και να τραγουδούν στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έμεινε στα συρτάρια).

Ασφαλώς, η Aμερικανίδα ντίβα το είχε ξαναπαίξει το παιχνίδι με τις μεσαιοχαμηλές συχνότητες και ξέρει έτσι πώς να ισορροπεί πάνω στα κλισέ, άσχετα αν το φόντο είναι soul ή pop. Φέρνει λοιπόν κι εδώ τη δεδομένη εμπειρία, πότε βάζοντας το πάθος να κουβαλήσει τα τραγούδια ("Love Is My Disease"), πότε δείχνοντας ότι και το τετριμμένο mainstream μπορεί να έχει τη νοστιμιά του αν υπηρετηθεί με θέρμη ("Doesn't Mean Anything"), πότε γράφοντας μια κομματάρα σαν το "Try Sleeping With A Broken Heart", με κάτι από την κρυστάλλινη ευφυΐα του Prince. Μόνο που αυτή τη φορά καταφέρνει απλά να μη χάσει μεταχειριζόμενη τέτοια κόλπα –και όχι να κερδίσει.

Κατά τα λοιπά, δηλαδή, το άλμπουμ ξεπέφτει στην ανώδυνη πλαδαρότητα όλων τούτων των "Un-thinkable (I'm Ready)", "Distance And Time", "How It Feels To Fly", "Like The Sea", ενώ η Keys ξεμένει και από ιδέες, καταλήγοντας να γράψει το "Empire State Οf Mind part II: Broken Down" σαν soul-ful συνέχεια της επιτυχημένης της συνεργασίας με τον Jay-Z. Διάλεξε μάλιστα να μη βάλει μια έτοιμη ηχογράφηση στην οποία συμμετείχε κι εκείνος, ώστε να το κρατήσει ως μπαλάντα. Φυσικά, από κεκτημένη ταχύτητα, οι πωλήσεις αποτυπώθηκαν λίαν ικανοποιητικά. Μάλιστα, ο δίσκος άρεσε ιδιαίτερα στη Βρετανία, που την επιβράβευσε με το πρώτο της νούμερο 1 εκεί. Αλλά το κοινό στις Η.Π.Α. δείχνει να κρύωσε γρήγορα με τα όσα άκουσε, αφήνοντας έτσι όλα της τα singles εκτός top-20. [➣ 6/10]

Τον Δεκέμβριο του 2010 η Alicia Keys ένωσε ξανά δυνάμεις με την Eve για το ψηφιακό single "Speechless": ένα τραγούδι αφιερωμένο στον νεογέννητο γιο της Egypt, που συνάμα ήταν και χριστουγεννιάτικο δώρο στον Swizz Beatz, αφού δόθηκε αποκλειστικά μέσω της δωρεάν MP3 σειράς του Monster Mondays.

Φροντισμένα μα ρουτινιάρικα πράγματα, παρά το sample από το "Devil Ιn Α New Dress" του Kanye West, το οποίο έκλεισε το μάτι στο My Beautiful Dark Twisted Fantasy του –έναν οριακό δίσκο για τα σύγχρονα «μαύρα» πράγματα, στον οποίον η Keys είχε ήδη συνεισφέρει φωνητικά. Ευτυχώς δηλαδή που σκέφτηκε να καλέσει την Eve, καθώς έφερε μια κάποια ενέργεια με το γνώριμα αεράτο της στυλ. [➣ 5,5/10]

Ένα ακόμα ψηφιακό single ήρθε τον Αύγουστο του 2011, όταν ο Swizz Beatz την προσκάλεσε να τραγουδήσει στο μουσικό σκέλος της προώθησης της νέας διαφημιστικής καμπάνιας της Reebok, στοχευμένης σε είδη υπόδησης.

Στο "International Party" φιγουράρει σε πρώτο πλάνο ο κόσμος του συζύγου της με τα ραπαρίσματα, τα παχιά ηλεκτρονικά beats, τις λευκές Lotus, την έντονα club διάθεση. Παρά ταύτα, εξαιρουμένου του καλοβαλμένου ρεφρέν –όπου συνεισφέρει και τα φωνητικά της η Keys– το υπόλοιπο κομμάτι το λες μέχρι και κακό. [➣ 4/10]

Αν και η RCA το κυκλοφόρησε αργότερα, το άλμπουμ VH1 Storytellers ήταν ζωντανά ηχογραφημένο τον Μάιο του 2012 στα Metropolis Studios της Νέας Υόρκης, για τις ανάγκες της μουσικής σειράς Storytellers του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου VH1.

Το όλο στήσιμο αυτής της εκπομπής μοιάζει αρκετά με τα Unplugged του MTV κι έτσι δεν είναι περίεργο που η Keys κάνει εδώ ό,τι περίπου είχε κάνει και πριν χρόνια εκεί. Με τη διαφορά, βέβαια, ότι στέκεται πλέον ως μια πιο ώριμη σταρ, η οποία νιώθει άνετα και όταν κάθεται στο πιάνο και όταν σηκώνεται να αντικρίσει το κοινό. Ως εκ τούτου, είναι (και πάλι) προτιμότερο να δει κανείς το DVD, παρά να ακούσει σκέτο το CD: η εμπειρία εμπλουτίζεται σημαντικά.

Οι fans, ασφαλώς, προτιμούσαν ένα live άλμπουμ με υλικό από την περιοδεία Piano & I: An Intimate Evening with Alicia Keys and Her Piano (2011). Και δεν έχουν άδικο. Εντούτοις το VH1 Storytellers αποδεικνύεται μια καλοστημένη και ως εκ τούτου καλοδεχούμενη υπόθεση, έστω κι αν η πρωταγωνίστρια το παρακάνει μάλλον στο μπλα-μπλα. Το μπάσιμο ειδικά με το "No One", το καινούριο "Brand New Me" και το "You Don't Know My Name" είναι πολύ δυνατό, με το ενδιαφέρον να διατηρείται κατόπιν λιγότερο ή περισσότερο αμείωτο, τόσο σε στιγμές με δεδομένη κλάση σαν το “Fallin'” ή το (ολοκαίνουριο, τότε) "Girl On Fire", όσο και σε πιο χαμηλούς τόνους, σαν εκείνους λ.χ. του "Not Even The King". [➣ 7/10]

Το καλοκαίρι του 2012, έπειτα, έφερε μια ηχηρή χιπ χοπ συνεργασία, όταν ο 50 Cent κάλεσε εκείνη και τον Dr. Dre για να συμμετάσχουν στο non-album single "New Day" [Shady, Aftermath & Universal, Ιούλιος 2012].

Καθώς το '00s άστρο του ράπερ έδυε, τα πήγε έτσι κι έτσι απο εμπορικής άποψης (Η.Π.Α. #79). Αδίκως, όμως, γιατί, αν και προσπαθούσε να μοιάσει στο "Empire State Of Mind", ήταν τραγούδι με ωραίες ισορροπίες μεταξύ pop κι ενός χιπ χοπ με πιο «ζόρικο» προφίλ, με ουσιώδη cameo από την Alicia Keys και τον Dr. Dre, αλλά και μ' ένα έξυπνο sample του Ρόμπερτ ντε Νίρο, παρμένο από την ταινία A Bronx Tale. [➣ 7/10]

Τον Σεπτέμβριο του 2012 η RCA (που ενδιαμέσως είχε απορροφήσει την J Records) έβγαλε σε single το προαναφερθέν "Girl On Fire", αναθέτοντάς του να γίνει προπομπός δισκογραφικής επιστροφής. Και πέτυχε διάνα. Εξοπλισμένο με ένα βιντεοκλίπ της Sophie Muller όπου η Keys εμφανιζόταν πότε ως απαστράπτουσα ντίβα και πότε ως εργαζόμενη μητέρα, σκαρφάλωσε στο #11 της Αμερικής και στο #5 της Βρετανίας. Παρέμεινε δε μια αυτόνομη υπόθεση, καθώς για το νέο άλμπουμ επιλέχθηκε τελικά ένα ακόμα καλύτερο Inferno remix, με τη Nicki Minaj να συνεισφέρει ρίμες σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της δικής της καριέρας.

Το "Girl On Fire" χρησιμοποίησε ευφυώς ένα sample από το "The Big Beat" του Billy Squier (1980), ενώ βασιζόταν σε μια οικεία μα καλοφτιαγμένη ποπ αισθητική με την οποία –για να είμαστε αντικειμενικοί– μπορούσε να ζήσει τόσο το εμπόριο δίσκων, όσο και η κριτική. Είχε δε και μια Alicia Keys φορμαρισμένη, που πραγματικά το απογείωσε με την ερμηνεία της, πραγματοποιώντας έτσι εντυπωσιακή είσοδο στη νέα δεκαετία. Έστω κι αν ήταν η τελευταία της συνάντηση με τη μαζική επιτυχία. [➣ 7,5/10]

Το άλμπουμ Girl On Fire [RCA, Νοέμβριος 2012] της χάρισε ένα ακόμα νούμερο 1 στην Αμερική, επιμένοντας στην πορεία που είχε χαράξει το The Element Οf Freedom. Και τι δεν συμβαίνει εδώ... Στο Inferno remix του "Girl On Fire" ήρθε όπως είπαμε η Nicki Minaj στα καλύτερά της. Στο "When It's All Over" έχει τον Jamie xx στις ηλεκτρονικές ενορχηστρώσεις, να σαμπλάρει ακόμα και τον μικρό γιο της Egypt στις ραφές τους, ενώ στο "Tears Always Win" αναθέτει στον Bruno Mars να τη διακτινίσει στα μαύρα 1960s. Πότε επίσης ξεσπά σε αναπάντεχα αλληλούια (στο φινάλε του "101"), πότε αφήνεται σε αργόσυρτες soul μπαλάντες αισθησιακά τραγουδισμένες παρέα με τον Maxwell ("The Fire We Make"), πότε σε ανακατασκευές ήδη δεδομένων hits διά χειρός Swizz Beatz ("New Day" χωρίς χιπ χοπ ρίμες, μα με τα δυναμικά της ε-ε-ε σε πρώτο πλάνο).

Σε όλα τούτα η Alicia Keys είναι υπέροχη δίχως εξαιρέσεις: αστράφτει στο προσκήνιο με τη φωνάρα της και το ερμηνευτικό της πάθος, δείχνοντας π.χ. στο "Brand New Me" γιατί διαθέτει μια χάρη ανώτερη του υλικού της (ή του όποιου pop σιδερώματος κλήθηκε να επιτελέσει η Emeli Sandé, εν προκειμένω). Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι έχει πάψει να βολεύεται σε έναν ορίζοντα που λίγο-πολύ παραμένει εκείνος τουSongs To A Minor. Παρά τις κινήσεις εξωστρέφειας, δηλαδή, δεν υπάρχει πραγματικό φλερτ με τις αλλαγές της εποχής, όσες έφεραν στο «μαύρο» προσκήνιο φιγούρες σαν τη Beyoncé, τον Drake ή τον Kendrick Lamar. Σημασία, βέβαια, έχει ότι δεν παύει να βγάζει ενδιαφέρουσες δουλειές. Έστω κι αν θα την ωφελούσε λίγη συνθετική περιπέτεια παραπάνω. [➣ 7,5/10]

Την ίδια περίπου εποχή δέχτηκε και μια αναπάντεχη πρόταση από την Ιταλία, τη χώρα της απώτερης καταγωγής της μητέρας της: η τραγουδοποιός Giorgia της έστειλε μια μπαλάντα ονόματι "Pregherò", ρωτώντας αν την ενδιέφερε να το πουν ντουέτο.

«Δεν πίστεψα ότι θα απαντούσε», δήλωσε η Giorgia στο Italy Magazine, «όμως πήρε τον χρόνο της να το δοκιμάσει και να το προσαρμόσει πάνω της και επικοινώνησε πάνω που τελειώναμε το άλμπουμ Senza Paura. Επέμεινε μάλιστα να τραγουδήσει κι ένα τμήμα στα ιταλικά». Λαμβάνοντας την ονομασία "I Will Pray (Pregherò)", το κομμάτι σταδιοδρόμησε τελικά και ως ψηφιακό single [Microphonica, Νοέμβριος 2013]. Δεν είναι κάτι σπουδαίο, πρόκειται ωστόσο για μπαλάντα με χώρους για τις φωνές των δύο πρωταγωνιστριών, τους οποίους κι εκμεταλλεύονται σωστά. [➣ 5,5/10]

Στην επόμενη κίνησή της, η Alicia Keys βρέθηκε αφενός να συν-συνθέτει με τον Hans Zimmer, αφετέρου να συμπράττει με τον Kendrick Lamar σε παραγωγή Pharrell Williams. Καρπός όλων αυτών ήταν το "It's On Again", το οποίο κόσμησε το soundtrack της ταινίας The Amazing Spider-Man 2, αλλά βγήκε και ως ψηφιακό single [Columbia, Μάρτιος 2014].

Στα βασικά του, βέβαια, το τραγούδι ήταν της Keys, αφού ο Lamar φτύνει μερικές νευρικές ρίμες στο ξεκίνημα, έχοντας ως φόντο το πιάνο της και τα έγχορδα του Zimmer, αφήνοντάς έπειτα το πεδίο στη φωνή της. Έγινε πάντως το επιδιωκόμενο νεύμα προς τους νεότερους, ενώ ο Pharrell το προίκισε με ένα γουστόζικο R'n'B beat, το οποίο δημιούργησε μια πιο μοντέρνα πρόσοψη για την εκφραστικότητά της, άψογα εναρμονισμένη με το ξυρισμένο στο πλάι κεφάλι της στο βιντεοκλίπ, αλλά και με τον στίχο «I am a lonely hero, trying to fight my battles». [➣ 7/10]

Λίγους μήνες μετά η καλλιτέχνιδα επανήλθε με το non-album single "We Are Here" [RCA, Σεπτέμβριος 2014], το οποίο συντονίστηκε με το κάλεσμά της μέσω Facebook για έναν κόσμο με λιγότερη φτώχεια και καταπίεση, με καλύτερα δικαιώματα για τις γυναίκες και τους ομοφυλόφιλους και με περισσότερο ακτιβισμό υπέρ του περιβάλλοντος. Η ίδια δώρισε μάλιστα 1.000.000 δολάρια σε 12 διαφορετικούς οργανισμούς που στήριζαν τέτοιες δράσεις, προτρέποντας τους fans να πράξουν αναλόγως.

Η Keys καταθέτει εδώ απροκάλυπτα πολιτικούς στίχους, καλώντας λ.χ. σε συζήτηση για το Ισραήλ και την Παλαιστίνη, για τις συνέπειες της οπλοκατοχής στις Η.Π.Α. ή της επιδημίας Έμπολα στην Αφρική. Επιστρέφει εντούτοις στη γνώριμη φόρμα της θερμά δοσμένης πιανιστικής μπαλάντας, με εξτρά –και κάπως εκνευριστικά– ρυθμικά στοιχεία σε επίπεδο παραγωγής, που «μυρίζουν» Swizz Beatz. Και μένει σε (υπερ)δοκιμασμένα μοτίβα, χωρίς να έχει εμπνευστεί κάτι ιδιαίτερο πέρα από το μήνυμα, το οποίο με τη σειρά του διακρίνεται από όλη την αφέλεια που συνήθως συνοδεύει τέτοιες κινήσεις όταν εκπορεύονται από την ευκατάστατη ελίτ της Αμερικής. [➣ 4/10]

Απόρροια της ίδιας εξωστρεφούς πολιτικοποίησης ήταν και το "We Gotta Pray" [RCA, Δεκέμβριος 2014]: μία ακόμα πιανιστική μπαλάντα, που δημοσιεύτηκε αποκλειστικά μέσω YouTube ως διαμαρτυρία για τη δολοφονία των Αφροαμερικανών Eric Garner (Νέα Υόρκη, Ιούλιος 2014) και Michael Brown Jr. (Φέργκιουσον, Αύγουστος 2014) από την αμερικανική αστυνομία.

Οι προθέσεις της Keys παραμένουν ειλικρινείς, όμως τα αποτελέσματα σκοντάφτουν στο αξιοπρεπώς πληκτικό και σε μια στιχουργική η οποία μοιάζει με μπροσούρα Δημοκρατικών που ίσως θέλουν, μα έχουν προ πολλού χάσει την επαφή με τα κοινωνικά στρώματα που επιθυμούν να εκφράσουν, καταφεύγοντας έτσι σε στοχασμούς τύπου «Do you know who you are? Do you know who we are?». [➣ 4/10]

Αντιθέτως, το "28 Thousand Days" [RCA, Ιούλιος 2015] ήρθε ως αντανάκλαση ενός άρθρου που προσδιόριζε ότι ο μέσος όρος ηλικίας ενός ανθρώπου της εποχής μας ανέρχεται στα 76 έτη, τα οποία ισούνται με 28 χιλιάδες ημέρες. Και χρησιμοποιήθηκε έπειτα σε μια διαφήμιση της Levi's για γυναικεία τζην παντελόνια.

Για ακόμα μία φορά η Keys ανακατεύει τον Swizz Beatz στη δημιουργική διαδικασία, ο οποίος επιμένει να παρεμβάλλει ρυθμικά στοιχεία που δεν της πάνε, προφανώς για να «ανεβάσει» τραγούδια τα οποία από τη φύση τους δεν είναι όσο ενεργητικά τα θέλει η διαφημιστική καμπάνια μιας μεγάλης εταιρείας. Το αποτέλεσμα μπορεί να αναδεικνύεται καλύτερο εν συγκρίσει με τις φιλανθρωπικές σούπες που είχαν προηγηθεί, δεν υπερβαίνει όμως το ευπρεπώς αδιάφορο. [➣ 5/10]

Στα πλαίσια της προώθησης για το επερχόμενο άλμπουμ της, το εξωστρεφές single "In Common" που σκαρώθηκε με τη βοήθεια του Carlo "Illangelo" Montagnese –επί χρόνια συνεργάτη του The Weekn'd– συνοδεύτηκε από ένα ψηφιακό ΕΡ ονόματι In Common (The Remixes), όπου πρωταγωνιστούσε ένα remix του Βρετανού παραγωγού Lil Silva [RCA, Μάιος 2016].

Πράγματι, ο pop χαρακτήρας του "In Common" και οι επιδερμικές λάτιν πινελιές στον βασικό κορμό, το καθιστούσαν πρόσφορο έδαφος για remixes. Εντούτοις ο Lil Silva δεν παρείχε κάτι το ξεχωριστό: ορισμένα ρυθμικά έχουν τονιστεί ένα τσικ, κατά τρόπο προσεγμένο μεν, μα και κάπως δειλό. Στα b-sides αναλαμβάνουν πιο διάσημα ονόματα, σαν τον Kenny "Dope" Gonzalez (Masters At Work, The Bucketheads) και τον Black Coffee, αλλά μόνο η μίξη του τελευταίου έχει όντως το αναζητούμενο «κάτι». [➣ 6/10]

H συνεργασία με τον Illangelo επεκτάθηκε ύστερα και στο "Back To Life", ένα νέο τραγούδι γραμμένο ειδικά για το soundtrack της ταινίας της Mira Nair Queen Of Katwe [Walt Disney Records, Νοέμβριος 2016].

Παρά τη φήμη του, όμως, ο Καναδός παραγωγός περιορίστηκε σε ένα φρεσκάρισμα μιας κατά τα λοιπά τυπικής Alicia Keys μπαλάντας στο πιάνο. Η οποία ναι μεν στήθηκε και ερμηνεύτηκε προσεγμένα, μα δεν έφτασε και ως το αξιομνημόνευτο. [➣ 5/10]

Τέσσερα χρόνια μετά το Girl On Fire, το Here [RCA, Νοέμβριος 2016] βρήκε την Alicia Keys δοσμένη σε διαφορετικές ανησυχίες. Στοχαζομένη πάνω στην αφροαμερικανική της κληρονομιά, παραμερίζει την pop και επιλέγει σαφείς «μαύρους» χρωματισμούς, πηγαίνοντας πότε προς τη soul, πότε προς την πιανιστική τζαζ, πότε προς το χιπ χοπ –με το επιτελείο των παραγωγών της να κρατάει το όλο πράγμα ηχητικά επίκαιρο. Δεν είναι τυχαίο ότι το μόνο πιο pop τραγούδι της συγκομιδής, το συμπαθές single "In Common", κόντεψε να μείνει εκτός άλμπουμ, μπαίνοντας τελικά μόνο στη deluxe έκδοση.

Το στοίχημα εδώ δεν είναι μικρό. Το Here αρχίζει με μια ηχηρή δήλωση («I'm Nina Simone in the park, and Harlem in the dark»), συζητά στη συνέχεια ζητήματα φτώχειας, καταπίεσης και ναρκωτικών στα γκέτο, θίγει την κατάσταση στην Αφρική ("She Don't Really Care/1 Luv"). Η Keys φτάνει να μιλήσει ακόμα και για τις οικογένειες με τους κάμποσους ανά περιόδους θετούς γονείς, έχοντας ως προφανές πρότυπο τη δική της με τον Swizz Beatz στο έτερο single "Blended Family (What You Do For Love)", το οποίο αποκτά και ραπ ταυτότητα χάρη στις ήσυχες ρίμες του A$AP Rocky. Καθώς δε ο δίσκος προχωρά, η βεντάλια της θεματικής ανοίγει προς περαιτέρω πτυχές του σύγχρονου δικαιωματισμού (π.χ. body shaming, ομοφυλοφιλία).

Αυτή η στόχευση, ωστόσο, καταλήγει υπονομευτική. Και όχι γιατί δεν υπάρχει ειλικρίνεια. Η Keys έχει ζήσει στο πετσί της κάποια δύσκολα χρόνια, μα φοβάμαι ότι δεν γίνεται να μη σκεφτείς ότι πάει πια πολύς καιρός από τότε που είχε τέτοια βιώματα. Με αποτέλεσμα να ξεμένει η φαρέτρα από βέλη με αληθή κοινωνική αιχμή και οι στίχοι να θολώνουν σε έναν ουμανισμό γενικόλογο και ασαφή, βρίσκοντας στόχο μόνο σε λίγες περιπτώσεις, όπως λ.χ. στο "Girl Can't Be Herself", στο "Illusion Of Bliss" ή στο "Hallelujah". Το οποίο κατέληξε αδικαιολόγητα στη deluxe edition, ενώ είναι από τα πιο ολοκληρωμένα και καλοτραγουδισμένα κομμάτια του Here κύκλου.

Μουσικά και ερμηνευτικά, πάντως, το Here ιντριγκάρει. Πρώτα και κύρια γιατί φιλοδοξεί να λειτουργήσει σαν σύνολο με διαρκή ροή, χρησιμοποιώντας ιντερλούδια απαγγελιών στα οποία μπορεί να λήγει ένα κομμάτι και να αρχίζει παράλληλα ένα άλλο. Ορισμένα μάλιστα στέκουν και αυτόνομα, όπως π.χ. το "Elevate", όπου εμφανίζεται και ο (μη αναγραφόμενος στα credits) Nas ή το καταιγιστικό "Elaine Brown", που αντανακλά μια φιγούρα γνώριμη στους Αφροαμερικάνους τόσο από τους Μαύρους Πάνθηρες, όσο και από την υποψηφιότητά της για την προεδρία της Αμερικής με το Πράσινο Κόμμα. Η Keys προσφέρει παλμό και ενέργεια με το πιάνο και τη φωνή της, οδηγώντας σε καλολουστραρισμένα αποτελέσματα στο "Pawn It All", στο "The Gospel" ή στα προαναφερθέντα "Hallelujah", "Girl Can't Be Herself" και "Illusion Of Bliss". Στο δε "She Don't Really Care/1 Luv" ανακατεύει εύστοχα soul, τζαζ και χιπ χοπ έχοντας στο πλάι της έναν κορυφαίο μουσικό σαν τον Roy Ayers ενόσω σαμπλάρει το "One Love" του Nas, από το εμβληματικό Illmatic (1994).

Κάποια άλλα τραγούδια, βέβαια, αδυνατούν να μείνουν στη μνήμη για πολύ μετά την ακρόαση ("Kill Your Mama", "Where To Begin Now", "Holy War"), με αποτέλεσμα να προσγειώνουν τις φιλοδοξίες του δίσκου. Τις καλλιτεχνικές τουλάχιστον, καθότι εμπορικά κερδήθηκε το #2 των Η.Π.Α., ενώ στήριξαν και οι διεθνείς αγορές, αν και όχι με τα νούμερα στα οποία ήταν μαθημένη παλιότερα η Αμερικανίδα σταρ. [➣ 7/10]

Παράλληλα με το Here είχαμε και την εμπλοκή της Alicia Keys στο αμερικάνικο The Voice ως καθηγήτριας φωνητικών, κάτι που οδήγησε και σε διάφορα ντουέτα με τα ταλέντα που ανέλαβε να κοουτσάρει. Με τη Wé McDonald, λ.χ., η οποία βρέθηκε στο Team Alicia για την 11η σαιζόν του τηλεοπτικού σόου, είπε το "Ave Maria" της Beyoncé (2008), το οποίο απόκτησε και στουντιακή μορφή, εμφανιζόμενο ως ψηφιακό single τον Δεκέμβριο του 2016, αποκλειστικά μέσω iTunes.

Το "Ave Maria", τώρα, είναι ένα εν γένει μέτριο κομμάτι, το οποίο στοχεύει στην ανάδειξη της τραγουδίστριας που θα το πει –κι εδώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε δύο πολύ καλές φωνές. Ενώ όμως προσφέρουν τα πρέποντα, δεν οδηγούν το ορίτζιναλ υλικό σε νέα εδάφη, ούτε και κομίζουν κάτι που θα σε κάνει να προτιμήσεις τη δική τους διασκευή. [➣ 6/10]

Ο Ιανουάριος του 2017 ξεκίνησε δυναμικά, με ένα φρέσκο τραγούδι ονόματι "Sweet F'n Love", για το οποίο η Alicia Keys έφερε στην κονσόλα ένα συζητημένο νέο όνομα, τον Αϊτινο-Καναδό Kaytranada. Ο τελευταίος επαν-επεξεργάζεται για χάρη της το παλιότερό του κομμάτι "Hot Jazzybelle" (2013), φέρνοντας ένα έντονο house beat δίπλα στη ρετρό τζαζ ενορχήστρωση, με τη φωνή της Keys να «κάθεται» πάνω τους με έναν γλυκό, ερωτικό τρόπο.

Η συνεργασία δεν έβγαλε πάντως και σε κάτι το φοβερό και ίσως γι' αυτό να έμεινε απλά σε επίπεδο ψηφιακού single στο Soundcloud, ως ανεξάρτητη κυκλοφορία. Ο Matthew Ramirez του Pitchfork τα βρήκε βέβαια όλα ωραία, ωστόσο η αλήθεια είναι ότι το μπιτάκι δεν κολλάει καλά με τα φωνητικά και η συνύπαρξη δεν περπατάει. [➣ 5/10]

Λίγες μέρες μετά η καλλιτέχνιδα ξαναχτύπησε με ένα ακόμα ανεξάρτητο ψηφιακό single μέσω Soundcloud, με τίτλο "That's What's Up". Το λανσάρισμά του στόχευε στον εορτασμό των 35ων γενεθλίων της, ήρθε δε συνοδεία κι ενός βιντεοκλίπ, στο οποίο τη βλέπουμε να το τραγουδά ενώ παίρνει το αφρόλουτρό της, πίνοντας ένα ποτήρι (κόκκινο) κρασί.

Το "That's What's Up" σαμπλάρει το "Low Lights" του Kanye West, αλλά κάπου εδώ τελειώνουν όσα ενδιαφέροντα έχεις να επισημάνεις γι' αυτό. Δεν διαθέτει ιδιαίτερο ειρμό, δεν βρίσκει παρά έναν δανεικό παλμό, ακόμα και τα φωνητικά της Keys είναι απογοητευτικά. [➣ 4/10]

Το ψηφιακό EP Vault Playlist Vol. 1 [RCA, Απρίλιος 2017] κοίταξε απρόσμενα πίσω στον χρόνο, σε υλικό φτιαγμένο με τον Krucial Brothers, έχοντας ως βασικό κομμάτι μια ακουστική εκτέλεση του "No One" (1997) και ως θεμελιώδη «κράχτη» το μέχρι πρότινος αδημοσίευτο "A Place To Call My Own", το οποίο υπήρχε ήδη από το 2011.

Ως ένα από τα καλύτερα τραγούδια της Keys, το "No One" λάμπει εύκολα (και) σε αυτή την απογυμνωμένη πιάνο/φωνή εκδοχή, η οποία έχει βέβαια το ατού μιας εξαιρετικής ερμηνείας εκ μέρους της. Είναι λοιπόν μια καλοδεχούμενη εναλλακτική εκτέλεση, αν και σε καμία περίπτωση δεν παραβγαίνει στο πρωτότυπο. Τα b-sides ακολουθούν την ίδια βασική λογική, με αυξομειώσεις ενδιαφέροντος. Το "A Place To Call My Own", για παράδειγμα, αποδείχθηκε ότι καλώς είχε μείνει αδημοσίευτο. [➣ 6,5/10]

Έναν χρόνο αργότερα η Alicia Keys προσκλήθηκε από τον James Bay για μια ντουέτο επανεκτέλεση της μπαλάντας του "Us", η οποία κυκλοφόρησε τελικά και σε single [Republic, Μάιος 2018], λόγω ίσως της συνεχιζόμενης πέρασης του Άγγλου τραγουδοποιού στην αμερικάνικη αγορά.

Καταντάει ίσως κουραστικό να γράφουμε τις ίδιες και τις ίδιες παρατηρήσεις, εντούτοις και η Keys βρίσκεται ξανά-μανά ασχολούμενη με μπαλάντες που μοιάζουν αρκετά η μία με την άλλη στη γενικότερη στόχευση και κατασκευή τους. Το "Us" είναι οριακά καλύτερο σε σύγκριση με τον σχετικό σωρό, όχι όμως και τόσο καλό ώστε να το θυμάσαι. [➣ 5/10]

Στο "Raise A Man" [RCA, Φεβρουάριος 2019], η Αμερικανίδα σταρ ένιωσε ξανά την ανάγκη να εκπέμψει ένα μήνυμα, για την ανάγκη να μεγαλώνει σωστά και με αγάπη ένας μαύρος άνδρας στην Αμερική των καιρών μας, ώστε (προφανώς) να συμπεριφέρεται αναλόγως και ως ενήλικας. Κάτι συναφές με ένα άρθρο της Suzan Johnson Cook στη Huffington Post (ονόματι Raising And Loving Up On Black Men: The Story of a Proud Mom with Two BMWs), τέλος πάντων, εμπλουτισμένο με διδαχές από τα βιβλία του Steve Harvey.

Όπως συνέβη και με ανάλογα μηνύματα στο παρελθόν των non-album singles της Alicia Keys, το "Raise A Man" διακρίνεται από μια ανθρωποκεντρικώς αφελή διδακτικότητα με γλυκερές απολήξεις περί ἥξεις ἀφήξεις αγάπης. Μουσικά, πάντως, αν και εγγράφεται στον γνώριμο μπαλαντοειδή ορίζοντα, διαθέτει κάτι από τις πρώτες μέρες της δημιουργού του, ειδικά στο πιανιστικό μπάσιμο, το οποίο φέρνει έναν αέρα από Nina Simone. [➣ 5,5/10]

Μια πολύτιμη διέξοδος από την υπνωτική ευθεία της μπαλάντας φάνηκε όταν ο Πορτορικάνος Pedro Capó αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη latin pop επιτυχία του "Calma" (2018) λανσάροντας σε single ένα σπέσιαλ Alicia remix με τη συμμετοχή της, πάνω σε ένα προϋπάρχον remix διά χειρός Farruko [Sony Latin, Απρίλιος 2019].

Η συνεργασία έλαβε μάλιστα κι επίσημο βιντεοκλίπ με την υπογραφή του Edgar Estevez και αποδείχθηκε πετυχημένη υπόθεση, μπάζοντας ξανά την Keys στο top-100 των Η.Π.Α. (#71), μετά από 7 χρόνια. Ήταν επίσης μια ευχάριστη έκπληξη να την ακούμε να τραγουδά στα ισπανικά σε κάτι κεφάτο και χαλαρό, έστω και κατά δεδομένα πορτορικάνικο τρόπο. [➣ 6,5/10]

Λίγο μετά, εκκινώντας το λανσάρισμα ενός νέου δίσκου, αποφάσισε να ενισχύσει το single "Show Me Love" (μια συνεργασία με τον Miguel) κλείνοντας το μάτι στην trap γενιά που είχε πλέον αρχίσει να κυριαρχεί εμπορικά. Ανέθεσε λοιπόν στον 21 Savage να της φτιάξει ένα επίσημο remix, καλώντας τον να συνεισφέρει και ρίμες [RCA, Σεπτέμβριος 2019].

Γενικά, πάντως, το τραγούδι αυτό δεν αποδείχθηκε αντίστοιχο ούτε των προδιαγραφών του (ως προπομπού καινούριου δίσκου), ούτε των συμμετοχών του. Το remix είναι βέβαια ελαφρώς καλύτερο, καθώς φωτίζει περισσότερο τον καλοδεχούμενα χαλαρωτικό χαρακτήρα της σύνθεσης, καθώς και μερικά ωραία σημεία στο πώς συμπλέουν οι φωνές της Keys και του Miguel. Εντούτοις μένει σε λίγα πράγματα, παρά την αναπτέρωση που επιχειρεί να φέρει στην εκκίνηση η παρεμβολή του 21 Savage. [➣ 6/10]

Το "Show Me Love" επιλέχθηκε πάντως να είναι αυτό που θα εκπροσωπούσε την Alicia Keys στην αποκλειστική σειρά Spotify Singles της γνωστής ψηφιακής πλατφόρμας διάθεσης μουσικής. Για τις ανάγκες της, λοιπόν, μπήκε με τον Miguel στα Jungle City Studios και το επανηχογράφησαν ζωντανά. Εκεί, επίσης, έγραψε και μια σόλο διασκευή στο "Ocean Eyes" της Billie Eilish (2016), η οποία χρησιμοποιήθηκε ως άτυπο b-side [RCA, Δεκέμβριος 2019].

Η νέα αυτή εκτέλεση του "Show Me Love" διαθέτει τον δέοντα επαγγελματισμό, αλλά δεν κατορθώνει να προσθέσει κάτι σε όσα ξέραμε ήδη για το κομμάτι –είναι μάλλον η λιγότερο ελκυστική εκδοχή του. Αντιθέτως, το "Ocean Eyes" αποδεικνύεται ταμάμ για την πιάνο/φωνή προσέγγιση της Keys, η οποία στέκεται ωραία, αν και η καθαροί τόνοι της ερμηνείας της ίσως να το λουστράρουν λίγο παραπάνω απ' όσο έπρεπε. Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι η διασκευή μετρά πάνω από 24.000.000 ακροάσεις στο Spotify, δωδεκαπλάσιες του "Show Me Love". [➣ 6/10]

Ενόψει Χριστουγέννων, στη συνέχεια, η Alicia Keys έβγαλε το ψηφιακό single The Christmas Song [RCA, Δεκέμβριος 2019], όπου διασκεύασε το αγαπημένο στο αμερικάνικο κοινό "Chestnuts Roasting On An Open Fire" των Nat King Cole Trio (1946).

Η προσέγγιση δεν είναι κακή, παραμένει όμως γεγονός ότι το τραγούδι αυτό έχει γνωρίσει πολλές καλύτερες εκτελέσεις. Παρότι ήταν φαινομενικά στα μέτρα της, η Keys δεν πέτυχε σπουδαία πράγματα λέγοντάς το. [➣ 5/10]

Η Alicia Keys έκλεισε έπειτα τη δεκαετία των 2010s με μια κίνηση κλάσης. Μουσικά μιλώντας, το άλμπουμ Alicia [RCA, Σεπτέμβριος 2020] φιλοδόξησε να επανασυνδεθεί με την pop, ενσωματώνοντας παράλληλα στοιχεία από μια πληθώρα ηχητικών κατευθύνσεων, παρότι φρόντισε να διατηρήσει τα μεσαία/χαμηλά τέμπο στα οποία αρέσκεται η δημιουργός του. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, ότι η Keys το είδε σαν προσωπική υπόθεση, αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά τον κύριο όγκο μιας αληθώς προσεγμένης παραγωγής. Ο στιχουργικός τομέας, την ίδια στιγμή, στόχευσε και πάλι σε μια παλέτα ευρύτερη του ερωτικού ρεπερτορίου, θίγοντας (και) ζητήματα κοινωνικά, υπαρξιακά ή αυτοπροσδιορισμού. Επιμένοντας έτσι να αντικατοπτρίζει μια επίκαιρη προοδευτικότητα στην οποία η Νεοϋορκέζα ντίβα δείχνει διαρκή δέσμευση, πλέον όμως κι ένα κάπως καλύτερο κεντράρισμα.

Αυτό που εντυπωσιάζει στο Alicia είναι ότι η Keys παραμένει στα θεμελιώδη της μια soul τραγουδίστρια και πιανίστρια ταγμένη στις φλογερές μπαλάντες, όπως δείχνει ξεκάθαρα σε στιγμές σαν το "Gramercy Park", το "Good Job" ή το ντουέτο με τον Khalid "So Done". Την ίδια στιγμή μπορεί όμως και να κρατήσει αυτή την ταυτότητα σαν «χαλί», μεταμορφωνόμενη πάνω του σε ερμηνεύτρια με ισχυρή pop δυναμική, ικανή να πατήσει με άνεση ακόμα και σε περιβάλλον με ηλεκτρονικά beats.

Έτσι, η radio-friendly ανάταση του "Love Looks Better" την περπατά σε pop μονοπάτια, το έξοχο "Time Machine" κλείνει το μάτι στους Funkadelic των 1970s, το "Underdog" ενσωματώνει ρυθμούς από την Καραϊβική για να πετύχει ένα κολλητικό, uptempo αποτέλεσμα, το "Wasted Energy" τη βρίσκει να ντουετάρει με τον απολαυστικό Τανζανό σταρ Diamond Platnumz πάνω σε dub βάθρο (η deluxe έκδοση περιλαμβάνει κι ένα remix στο οποίο προστίθεται η νέα τραγουδοποιός Kaash Paige), στο "Jill Scott" φέρνει δίπλα της την ομώνυμη τραγουδίστρια να συμβάλλει με τα spoken word της σε ένα ντελικάτο αποτέλεσμα, στο "Perfect Way To Die" διαφημίζει τα προσόντα της στο μικρόφωνο δίνοντας ζωή και παλμό σε μια πολύ στάνταρ μπαλάντα, στο κεφάτο "Me x 7" φροντίζει να υπάρξει περιθώριο για να χωρέσουν οι χιπ χοπ ρίμες της Tierra Whack, ενώ στο "3 Hour Drive" φτιάχνει ένα υπόδειγμα σύγχρονης «μαύρης» pop σε ερωτικό, downtempo φόντο, με τον καλεσμένο Sampha να φτάνει στην καλύτερή του στιγμή.

Το ευδιάκριτο πρόβλημα του Alicia εντοπίζεται στη μακρά διάρκειά του, η οποία γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν ασχοληθεί κανείς με τη deluxe έκδοση, όπου δεν προστίθεται μόνο το προαναφερθέν remix στο "Wasted Energy", αλλά και μια εναλλακτική εκδοχή του "3 Hour Drive" με τον Sir στη θέση του Sampha, καθώς κι ένα μπαλαντοντουέτο με τη Brandi Carlile ονόματι "A Beautiful Noise". Αυτό, σε συνδυασμό με τη γνωστή εμμονή της Alicia Keys σε soul-ful πιανιστικές μπαλάντες φτιαγμένες με μια στάνταρ ρουτίνα, απειλεί σε διάφορα σημεία το σύνολο, κρατώντας το παγιδευμένο σε εύηχα, καλοστημένα κλισέ. Τελικά, πάντως, η ροή παραμένει στιβαρή και τέτοια σημεία τοποθετούνται σοφά στη tracklist, ώστε να υπάρχουν μεν, μα χωρίς να δημιουργούν «κοιλιές» ή να εκπέμπουν υπερβολική νωθρότητα.

Επιπλέον, ο στιχουργικός αλτρουισμός κεντράρει όπως είπαμε λίγο καλύτερα σε σύγκριση π.χ. με το Here, παρότι παραμένει συζητήσιμος σε εκτόπισμα και ουσία: όσο ωραία κι αν ηχεί το "Underdog", λ.χ., στο οποίο έχει βάλει συνθετικά το χεράκι του και ο Ed Sheeran, είναι δύσκολο να δεχτείς εν έτει 2021 το «αν πιστέψεις στις δυνάμεις σου, θα τα καταφέρεις» κάλεσμα για υπέρβαση των ταξικών ορίων. Πόσο μάλλον αν ζεις σε μια Αμερική που χρειάστηκε μια προεδρία Ντόναλντ Τραμπ για να ιδρώσει λίγο τους αγαπημένους Δημοκρατικούς της Keys, αναγκάζοντάς τους να ξαναποκτήσουν μια (κάποια) επαφή με το πώς πραγματικά ζει ο πολύς κόσμος έξω από τους ευκατάστατους της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον Ντι-Σι.

Οι επικλήσεις ενότητας του "Authors Οf Forever" γλιστράνε επίσης σε μια καταγέλαστη αφέλεια για το πώς οικοδομούνται οι κοινωνικές δυναμικές που αποκλείουν ορισμένους ανθρώπους, η αναφορά του "Good Job" στους εργαζόμενους που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή επί κορωνοϊού δεν είναι εύστοχη, ενώ η διαμαρτυρία της Keys για τη συνέχιση της αστυνομικής βίας σε βάρος των Αφροαμερικάνων των Η.Π.Α. κρίνεται επιεικώς χλιαρή: περισσότερα καταλαβαίνεις από εκείνο το I Can't Breath μπλουζάκι στο βιντεοκλίπ της Gina Prince-Bythewood για το "Love Looks Better", παρά ακούγοντας το "A Perfect Way To Die".

Στην τελική αποτίμηση, πάντως, το Alicia αναδύεται νικηφόρα μέσα από όλα τούτα τα ευδιάκριτα μειονεκτήματα. Τα κάμποσα καλά του τραγούδια, η αίσθηση της ηχητικής περιπέτειας και πάνω απ' όλα οι καταπληκτικές ερμηνείες της φορμαρισμένης Keys, το καθιστούν ένα από τα πιο αξιοσημείωτα άλμπουμ της καριέρας της. [➣ 7/10]

Κατόπιν, λίγο πριν χτυπήσει για τα καλά ο κορωνοϊός, αποφασίστηκε να τονωθεί το προφίλ του "Time Machine", οπότε εμφανίστηκε το ψηφιακό single Time Machine (Remixes), έχοντας ως επικεφαλής ένα remix του Γάλλου DJ, ηθοποιού και παραγωγού Cedrick Gervais [RCA, Φεβρουάριος 2020]

Έχοντας ήδη έναν ηλεκτρονικό ποπ καμβά, το "Time Machine" ήταν ταμάμ για όσους ήθελαν να ελιχθούν πάνω του με καινούριες μίξεις. Ο Gervais δεν πέταξε λοιπόν την ευκαιρία να βάλει την πινελιά του, συνεισφέροντας ένα πολύ ωραίο remix. Τα b-sides δεν αποδείχθηκαν αναλόγως εμπνευσμένα, ωστόσο δεν χάλασαν τις γενικά καλές εντυπώσεις. [➣ 7/10]

Το "Time Machine" έδωσε τη σκυτάλη των singles στο "Underdog", το οποίο έκανε ακόμα μεγαλύτερο γκελ. Για να το εκμεταλλευτεί, το επιτελείο της Alicia Keys λάνσαρε αρχικά ένα παράλληλο ψηφιακό single με μια ακουστική του εκτέλεση [RCA, Μάρτιος 2020].

Απογυμνωμένο σε φωνή/πιάνο εκδοχή, το "Underdog" είναι αλήθεια ότι διατηρεί τη χάρη του, έστω κι αν το ρυθμικό ορίτζιναλ συνεχίζει να κερδίζει στα σημεία. Εδώ, μάλιστα, αφήνονται περισσότεροι χώροι ώστε να προσέξεις το παίξιμο της Keys και τον τρόπο με τον οποίον μεταχειρίζεται διάφορες όψεις της φωνής της. [➣ 6,5/10]

Παράλληλα, ωστόσο, αποφασίστηκε να αξιοποιηθεί και το πιο ρυθμικό προφίλ του κομματιού, μέσω ενός φουλ ανανεωμένου remix, το οποίο έφερε δίπλα στην Alicia Keys τους reggae τραγουδιστές Protoje και Chronixx [RCA, Μάρτιος 2020].

Αυτό το "Underdog" καταλήγει να ακούγεται σαν ολότελα καινούριο τραγούδι, κάτι που ίσως δεν αποτελεί και τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση για το αποτέλεσμα. Παραμένει πάντως αρκούντως γουστόζικο. [➣ 6/10]

Λίγο μετά εμφανίστηκε ένα ακόμα ψηφιακό single ενόψει Χριστουγέννων, το "Winter Time" [RCA, Δεκέμβριος 2020], σε συνεργασία με τη Sabrina Claudio.

 

 

 

 

Χαριτωμένο μα όχι και κάτι το σπουδαίο, το "Winter Time" μιλάει για τα θέλγητρα του χειμώνα, πριμοδοτώντας μέσω της Alicia Keys την κατά βάση indie τραγουδοποιία της Claudio. Άλλωστε το κομμάτι μπήκε στον δίσκο της Christmas Blues. [➣ 6/10]

Ο εξοντωτικός κύκλος των non-album singles της Alicia Keys συνεχίστηκε απρόσμενα με ένα ακόμα remix στο "Underdog" [RCA, Μάιος 2021].

Έχοντας στο πλάι της τη συμπατριώτισσα Nicky Jam και τον Πορτορικανό τραγουδιστή Rauw Alejandro, η Νεοϋορκέζα καλλιτέχνιδα επιχειρεί εδώ μία ακόμα φουλ ανασκευή στο αρκετά επιτυχημένο της τραγούδι. Τα αποτελέσματα αναδεικνύονται συμπαθητικά, με μια καλοδεχούμενη latin pop πινελιά, αν και το ορίτζιναλ κομμάτι παραμένει ανώτερο. [➣ 6,5/10]

Τον Σεπτέμβριο του 2021 η Keys αποδέχτηκε πρόσκληση της Janelle Monáe να ενώσει τη φωνή της με άλλες 15 Αμερικανίδες του καλλιτεχνικού και κοινωνικοπολιτικού στερεώματος (Beyoncé, Zoë Kravitz, Professor Kimberlé Crenshaw κ.ά.) για τις ανάγκες του 17άλεπτου non-album single Say Her Name (Hell You Talmbout), το οποίο ρίχτηκε στις ψηφιακές πλατφόρμες από τη Wonderland Arts Society –την αρτίστικη κολεκτίβα γύρω από τη Monáe.

Βασικά, πρόκειται για μια ανανεωμένη, μακρύτερη εκδοχή του single "Hell You Talmbout", με το οποίο η Janelle Monáe διαμαρτυρήθηκε το 2015 κατά της αστυνομικής βίας ενάντια στους Μαύρους Αμερικανούς. Η κεντρική ιδέα παραμένει ίδια εδώ, με το περιεχόμενο να εστιάζει τώρα σε 61 μαύρες γυναίκες που έπεσαν θύματα της αστυνομικής αυθαιρεσίας στις Η.Π.Α. των τελευταίων ετών. Αν και από ένα σημείο και μετά η «συνταγή» γίνεται μονότονη καθώς απλώνεται στα 17 λεπτά, πρόκειται για ένα κομμάτι ρυθμικό και μαχητικό, το οποίο στέκεται και ξέχωρα από το μήνυμα που κομίζει. Η Keys έχει μάλιστα την τιμή να ξεκινήσει τις αναφορές, στεκόμενη στη Rekia Boyd, στη Latasha Walton και στην Atatiana Jefferson. [➣ 6,5/10]

«Δεν δέχομαι την αποτυχία», είχε πει η Alicia Keys στην Kiki Von Glinow της Huffington Post (2013). Όμως η απόφασή της για μια γρήγορη επιστροφή μετά το Alicia την οδήγησε στη μεγαλύτερη κατρακύλα της καριέρας της: διαψεύδοντας ακόμα και τα χειρότερα σενάρια –τα οποία την ήθελαν να μένει λίγο έξω από τα 10 πρώτα της Αμερικής, για πρώτη φορά– το διπλό άλμπουμ Keys [RCA, Δεκέμβριος 2021] καταβαραθρώθηκε στο #41, ενώ αγνοήθηκε εντελώς στη Βρετανία. Έδειξε έτσι να κλείνει ο κύκλος που άνοιξε 20 χρόνια πριν με το Songs In A Minor, με τη Νεοϋορκέζα σταρ να σπρώχνεται στο περιθώριο των εξελίξεων της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.

Παρά τη διπλή διάρκεια, τα τραγούδια του Keys είναι λίγο-πολύ συγκεκριμένα· μας συστήνονται όμως με διαφορετική φιλοσοφία. Στο Original μισό του δίσκου, η δημιουργός τους αναλαμβάνει η ίδια την παραγωγή και τα κρατάει όπως συνήθως της αρέσουν: χαμηλοφωτισμένα, εσωτερικά, προσωπικά. Στο Unlocked μισό, από την άλλη, τα παραδίδει στα χέρια του παραγωγού Mike WiLL Made-It, σαν να θέλει να τα βγάλει στον έξω κόσμο, «ντύνοντάς» με ρυθμούς κατάλληλους π.χ. για το αυτοκίνητο ή για μια club έξοδο. Αναλόγως βέβαια, αλλάζει και τον τρόπο με τον οποίον τα ερμηνεύει.

Τώρα, αν δεχτούμε ότι οι δίσκοι κρίνονται βασικά στην πρώτη εντύπωση, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί τόσες κριτικές θεώρησαν το Keys αποτυχημένο, συνοδοιπορώντας με την εμπορική του εικόνα. Το άλμπουμ ξεκινάει θεαματικά, με τον καλεσμένο Pusha T να μπαίνει πάνω από το εισαγωγικό πιάνο του "Plentiful" ραπάροντας για τη Μύκονο και για το ότι «the Devil's always preying on the weaker souls». Στη συνέχεια όμως χάνεται σε ατέλειωτες mid-tempo στιγμές που ξεθωριάζουν εύκολα, με την Keys να φτάνει σε ένα αναπόφευκτο όριο για το πόσο ακόμα μπορεί να βασίζεται στην ίδια πιάνο-soul συνταγή, πότε επικαλούμενη τη Sade (τη σαμπλάρει κιόλας, στο "Best Of Me"), πότε την Aretha Franklin, πότε τη Nina Simone.

Η εικόνα αυτή δεν είναι λαθεμένη και οπωσδήποτε εξηγεί πολλά από όσα πράγματι δεν λειτουργούν εδώ. Ωστόσο λέει μόνο τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αποκαλύπτεται με επαναληπτικά παιξίματα, που ξεκαθαρίζουν διάφορες ωραίες γωνίες του Keys στις οποίες πείθεσαι να σταθείς, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο. Όπως λ.χ. στον ράθυμο αισθησιασμό του "LALA", ένα ντουέτο με τον Swae Lee των Rae Sremmurd με sample από το "In The Mood" του Tyrone Davis (1979). Το "Nat King Cole", επίσης, είναι ένα καλοστημένο (σχεδόν τζεϊμπσμποντικό) και καλοτραγουδισμένο κομμάτι για το τι σημαίνει να μένεις «unforgettable» –και ωφελείται πολύ στην Unlocked εκδοχή του από τη σύντομη μα καταιγιστική έλευση του Lil Wayne– ενώ το "Paper Flowers" αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η Alicia Keys μπορεί να μεταμορφώσει μια ρουτινιάρικη υπόθεση σε φλογερώς γήινη ενατένιση με υπαρξιακές απολήξεις («I don't wanna live forever anyway»), άσχετα αν ντουετάρει με τη Brandi Carlile ή όχι.

Και υπάρχουν πολλά ακόμα σημεία όπου η Keys ρίχνει απλά τους γνώριμους άσσους των φωνητικών δυνατοτήτων και των εκφραστικών ερμηνειών για να σώσει (ακόμα) μία απαστράπτουσα μα ψιλομέτρια παρτίδα κομματιών από το χασμουρητό και την piano soul ανυποληψία ("Dead End Roads", "Daffodils" κ.ά.). Αν κάτι άλλαξε αυτή τη φορά, λοιπόν, είναι ότι ίσως έφτασε στον δικό της «ορίζοντα γεγονότων» –θες γιατί βιάστηκε να γυρίσει στο προσκήνιο, θες γιατί το διπλό άλμπουμ έπεσε βαρύ στις ψηφιακές και αποσπασματικές μας εποχές, θες γιατί έλειψαν τα ηχηρά singles. Σε μια κατάσταση, δηλαδή, όπου αφενός η ίδια δεν μπορεί πια να διαφύγει, αφετέρου το κοινό κουράστηκε.

Αλλά αυτή δεν είναι παρά εξήγηση φτιαγμένη στο μυαλό ενός καρεκλοκένταυρου κριτικού, ο οποίος βαυκαλίζεται ότι τα πράγματα κινούνται βάσει δημιουργικής ποιότητας ή με άξονα το «σοφό» αισθητήριο του κόσμου. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι οι μεν κριτικοί άκουσαν το Keys μία φορά και βιαστικά, ενώ το άλμπουμ πάτωσε (για τα δεδομένα του, άλλοι θα σκότωναν να είναι #41 στις Η.Π.Α.) επειδή η RCA αρνήθηκε να το κυκλοφορήσει σε CD, για λόγους που παραμένουν ασαφείς.

Περισσότερη σημασία έχει λοιπόν ότι, χάρη στην Alicia Keys, ο δίσκος στέκει μέσα στη μεγάλη του διάρκεια και στο άβολο κομψί/κομψά του. Άλλη ιστορία, τώρα, αν η Νεοϋορκέζα σταρ χρειάζεται να σκεφτεί την επανεφεύρεση του εαυτού της και τη διαφυγή από μια ζώνη ασφαλείας στην οποία κρύβεται αποτελεσματικά εδώ και 20 χρόνια. [➣ 6,5/10]

Σε κάθε περίπτωση, η Alicia Keys δεν άργησε να αντεπιτεθεί. O Φεβρουάριος του 2022 τη βρίσκει λοιπόν στο πλευρό του Kanye West και του Fivio Foreign για το νέο single "City Of Gods", το οποίο έγινε δεκτό με αρκετό ενθουσιασμό τόσο στον μουσικό Τύπο, όσο και στα social media.

Πρόκειται για έναν φόρο τιμής στον 22χρονο TDott Woo, ράπερ και καλό φίλο του Fivio Foreign, που δολοφονήθηκε πριν κάποιες μέρες έξω από το σπίτι της γιαγιάς του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, λίγο αφότου είχε υπογράψει το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο. Για τον Fivio Foreign τα έχουμε ξαναπεί εδώ στο MiC –το συγκεκριμένο κομμάτι αναμένεται να μπει στο ντεμπούτο άλμπουμ B.I.B.L.E., το οποίο θα κυκλοφορήσει την άνοιξη.

Κατά τα λοιπά, το "City Of Gods" υμνεί τη Νέα Υόρκη, με την Alicia Keys να αντανακλά τον θρύλο του "Empire State Of Mind", αλλά να απηχεί και τους Chainsmokers, αφού οι στίχοι «New York City, please go easy on me tonight» τους οποίους τραγουδά προέρχονται από το δικό τους "New York City" του 2015. Το σύνολο δεν είναι κάτι το φοβερό, ούτε κάτι τόσο «φρέσκο» όσο παρουσιάστηκε από ορισμένους ενθουσιώδεις. Είναι πάντως αρκούντως συμπαθητικό, ενώ ξαναβάζει το όνομα της Keys στη μαρκίζα της επικαιρότητας δίπλα σε έναν από τους κύριους εκπροσώπους της «hot» drill σκηνής των σύγχρονων Η.Π.Α., 25 χρόνια μετά την πρώτη της ηχογράφηση για την Columbia. [➣ 6,5/10]