Mark Lanegan – Per rivum ad astra
Ένα κείμενο για τον Mark Lanegan δεν θα μπορούσε παρά να είναι προσωπικό και βιωματικό. Η Μαριάννα Βασιλείου βάζει τις λέξεις η Χρύσα Οικονομοπούλου τις επιλογές των τραγουδιών
Υπάρχουν κάποιοι άντρες που είναι ο ορισμός της «ήρεμης δύναμης». Δεν μιλούν παρά μόνο όταν χρειάζεται, δεν υψώνουν ποτέ τη φωνή τους, δεν προβαίνουν σε έντονες χειρονομίες για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Ενίοτε δεν τους δίνεις καν σημασία. Μέχρι να ανοίξουν το στόμα τους και με μια ήρεμη κουβέντα τους να κάνουν όλο το δωμάτιο να γυρίσει και να τους κοιτάξει έκπληκτο. Ή μέχρι να πιάσουν το μικρόφωνο και να βγάλουν ένα γρέζι στη φωνή τους που μπορεί μέχρι και κοσμογονία να προξενήσει. Και αυτό να το κάνουν χωρίς να χρειαστεί καν να κουνηθούν από τη θέση τους – απλά και μόνο κρατώντας όρθιοι το μικρόφωνο. Έχω την αίσθηση ότι αυτοί οι άντρες έχουν πλήρη συναίσθηση της ζωής. Ξέρουν ότι δεν χρειάζονται φωνές και τσαμπουκάδες για να δείξουν πυγμή ή για να αποδείξουν την αρρενωπότητά τους. Σαν τους λύκους που με ένα βλέμμα επιβάλλονται στην αγέλη τους χωρίς τίποτα περισσότερο. Τέτοιος ήταν και ο Mark Lanegan. Δεν είναι τυχαίο που ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του είναι το “I Am The Wolf”. Ή που διασκεύασε το “The Beast In Me” του Johnny Cash.
Τέτοιος άντρας δεν γίνεσαι όμως χωρίς εμπειρίες που να σου καταδείξουν πόσο εύθραυστη είναι η ζωή και η σωματική ακεραιότητα. Παιδί φτωχής οικογένειας, στα είκοσι του έκανε αγροτικές δουλειές για το χαρτζιλίκι του, μέχρι που ένα τρακτέρ κόντεψε να τον κόψει (κυριολεκτικά) στα δυο, τον άφησε κουτσό και τον ανάγκασε να τραγουδάει ακίνητος και στηριγμένος στο μικρόφωνο για να ξεκουράζει το πόδι του. Έτσι πάει. Επτά φορές πέφτεις, σηκώνεσαι οκτώ και προχωράς προς τον προορισμό σου – είτε αυτός είναι το σπίτι σου, είτε κάτι άλλο.
Ακόμα κι έτσι όμως, δεν χρειαζόταν να κάνει κάτι παραπάνω επί σκηνής. Ο Nick Cave το περιγράφει στα Red Hand Files πολύ καλύτερα από όσο θα μπορούσα να το κάνω ποτέ εγώ, μιλώντας για μια συναυλία το 2003 στην οποία ο Mark Lanegan τραγούδησε το κομμάτι του πατέρα στο “The Weeping Song”: «εγώ ως φρόντμαν κινούμαι πολύ επί σκηνής, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, είναι μια νευρική μου συνήθεια, κάτι σαν νευρωτική αποζημίωση για μια φωνή με την οποία δεν ένιωσα ποτέ άνετα. Κοιτάξτε όμως τον Mark, κοιτάξτε πως μπαίνει στη σκηνή, φυτεύεται μπροστά στο μικρόφωνο, με μια γροθιά με τατουάζ στο μέσο της βάσης του μικροφώνου, με την άλλη να αφήνεται πάνω στο μικρόφωνο, ακίνητος, τεράστιος, αρρενωπός. Όταν έρχεται η ώρα να τραγουδήσει, απλά ανοίγει το στόμα του και απελευθερώνει ένα μπλουζ, ένα μπλουζ βαθιά βιωμένο και απόλυτα κερδισμένο, κι αυτή η φωνή σε κάνει κομμάτια και η ωμή δύναμη του επί σκηνής είναι απόλυτα ταπεινωτική». Αλήθεια είναι αυτό. Βλέπεις το βίντεο και ο χρόνος παγώνει γύρω του. Σαν να βλέπεις κιτρινισμένα φύλλα να πέφτουν από τα δέντρα στροβιλιζόμενα προς το έδαφος.
Ο Nick Cave θα μπορούσε να μιλάει για οποιαδήποτε συνεργασία του – κι από αυτές ο Mark είχε μπόλικες στη ζωή του. Έβγαλε τρία άλμπουμ με την Isobel Campbell των Belle and Sebastian που έχουν μπει σε όλες τις playlist με τίτλο “potential sex songs”, έγινε μόνιμος συνεργάτης (και μέλος για ένα διάστημα) των Queens of the Stone Age, έφτιαξε τους Mad Season με άλλα μέλη των Pearl Jam και των Alice in Chains – χώρια οι συνεργασίες με Moby, Chelsea Wolfe, Martina Topley-Bird, Soulsavers, Tinariwen, Manic Street Preachers, UNKLE και Polly Jean Harvey, μεταξύ πολλών-πολλών άλλων. Οι πιο αγαπημένες μου εμένα βέβαια είναι οι δουλειές που έκανε με τον καλό του φίλο (και αιώνιο έρωτά μου) Greg Dulli – για ευνόητους λόγους. Πέρα από το ντουέτο των Gutter Twins που δημιούργησαν μαζί, συνεργάστηκε και σε τρία άλμπουμ των Twilight Singers. Και διασκεύασε συγκλονιστικά μαζί τους το σπαρακτικό “Live with me” των Massive Attack, αφήνοντας έτη φωτός πίσω του την (σπουδαία σε κάθε περίπτωση) ερμηνεία του Terry Callier.
Αλλά προτρέχω τώρα. Μάλλον πρέπει να ξαναγυρίσω στο (τόσο μακρινά πλέον) τιμημένα 90’s. Τότε που το Σιάτλ ήταν μια κατσαρόλα που κάτω από το καπάκι της έβραζαν οι Mudhoney και οι Nirvana για να σκάσουν ξαφνικά και να δείξουν σε όλο τον πλανήτη ότι το ροκ ποτέ δεν πεθαίνει – και ούτε πρόκειται να πεθάνει ποτέ. O Mark Lanegan ήταν εκεί με τους Screaming Trees και η ιστορία έχει (απο)δείξει ότι αυτοί ήταν το πλέον σημαντικό συγκρότημα της σκηνής του grunge. Άσχετα που με κάθε ευκαιρία τα μέλη τους αλληλοσαμποτάρονταν μεταξύ τους – ή ίσως και εξ αυτού του λόγου. Η ζωή όμως περνάει και ο χρόνος απαλαίνει και ωριμάζει τα πάντα. Μετά το θάνατο του Mark Lanegan, κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο μια συνομιλία του με τον Gary Lee Conner, στην οποία του ζητάει συγνώμη για τη συμπεριφορά του – και αναλαμβάνει και όλη την ευθύνη για αυτή.
Οι Screaming Trees ίσως βέβαια να θεωρούνται οι σημαντικότεροι του grunge γιατί ο Kurt Cobain δεν πρόλαβε να ξεδιπλώσει όλα τα καντάρια του ταλέντου του. Από την άλλη βέβαια, ο Lanegan ήταν αυτός που αγαπούσε τον Lee Hazlewood, που άκουγε βρετανικό punk, που λάτρευε τους New Order και που έμαθε τον Lead Belly στον Kurt Cobain και ηχογράφησε μαζί του ένα άλμπουμ με διασκευές στον παραγνωρισμένο αυτόν καλλιτέχνη. Αν η ερμηνεία του Kurt στο “Where did you sleep last night?” από το “MTV Unplugged in New York” είναι η προαναγγελία ενός επικείμενου θανάτου (την οποία δεν κατάλαβε κανένας), η ερμηνεία του Mark στο ίδιο κομμάτι από το “The Winding Sheet” είναι ο εφιάλτης της επικείμενης προδοσίας (την οποία την υποπτεύεσαι αλλά δεν θέλεις να την πιστέψεις).
Τα 57 δεν είναι ηλικία για να πεθαίνεις. Είναι ηλικία για να δημιουργείς. Ειδικά αν η μοναδική φωνή σου γίνεται όλο και πιο γρεζάτη με τα χρόνια και το χαρμάνι από folk, country και blues που δημιουργείς γίνεται όλο και πιο μοναδικό. Πολλοί συνέκριναν τη φωνή και την ερμηνεία του με αυτή του Tom Waits, μα αυτό είναι απλούστευση. Ο Mark Lanegan δεν είχε το θεατράλε και την ειρωνεία του θείου Tom. Στη φωνή του έβγαινε βάρος αιώνων και τόνοι οδύνης, χωρίς ποτέ να εμφανίζεται μιζέρια. Τουναντίον, η ερμηνεία του έβριθε αξιοπρέπειας και ευαισθησίας. Οι άντρες κλαίνε, απλά από μέσα τους. Φοράνε το μαύρο μακρύ παλτό τους και σπαράζουν μόνοι τους, χωρίς να τους βλέπει κανένας.
Πάντα μου έκανε εντύπωση που ο έρωτας δεν αποτέλεσε την κατ’ εξοχήν θεματολογία του Mark Lanegan. Ακόμα και τα ερωτικά κομμάτια του έχουν μια υπαρξιακή αγωνία μέσα τους. Σαν να τον απασχολεί περισσότερο το νόημα του συναισθήματος παρά το συναίσθημα το ίδιο. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, όλη η τραγουδοποιία του έχει έναν υπαρξιακό τόνο. Ο Lanegan θρηνεί για τον πόνο που είναι συνυφασμένος με τη ζωή και αναπόσπαστο κομμάτι της. Η ζωή είναι επιβίωση. Όχι φρου φρου και αρώματα σε φραουλολίβαδα και κόλλες αλληλογραφίας.
Νομίζω ότι ο Mark Lanegan ήξερε πολύ καλά ότι είχε εξαντλήσει τις έξι από τις επτά ζωές του. Είναι να απορεί κανείς το πώς αυτός ο άνθρωπος (αλκοολικός που έπεσε σε κώμα και επανήλθε από αυτό ουκ ολίγες φορές στη ζωή του, ηρωινομανής σε βαθμό που κόντεψε να χάσει το χέρι του από μολύνσεις, άστεγος κατά διαστήματα, άφραγκος (κυριολεκτικά δεν είχε ούτε δέκα δολάρια στο λογαριασμό του σε κάποια στιγμή της ζωής του), άρρωστος που κυριολεκτικά έμεινε για ένα διάστημα κουφός και τυφλός και πήγε και ήρθε στον άλλο κόσμο από επιπλοκές κορωνοϊού) κατάφερε να μείνει καθαρός τα τελευταία 10-15 χρόνια της ζωής του και να δημιουργήσει τόσο σπουδαία μουσική. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να γράψει και δυο αυτοβιογραφίες για να ξορκίσει όλα τα παραπάνω. Αυτός ο άνδρας ήταν ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της γενιάς του, όχι γιατί κατάφερε να επιβιώσει μετά από όλα αυτά, αλλά γιατί στη μία από τις επτά ζωές που του είχαν απομείνει δημιούργησε την καλύτερη μουσική της καριέρας του – και αυτό του το αναγνωρίσανε άπαντες και άπασες. Δεν ήταν άνθρωπος-γάτα, αλλά σίγουρα έζησε ως τέτοιος. Και αυτό ήταν παραπάνω από αρκετό για να κάνει περήφανο τον David Bowie εκεί που (θέλω να πιστεύω ότι) πήγε να τον βρει.
Η τελευταία συναυλία που πήγα στην προ-Covid εποχή ήταν αυτή του Mark Lanegan στις 29 Νοεμβρίου 2019 στο Principal. Πού να φανταζόμουν τότε ότι λίγους μήνες μετά θα ερχόταν η πανδημία και θα έχανα τον πατέρα μου μέσα σε εξήντα μέρες κυριολεκτικά; Και πώς να υποψιαστώ πώς το επόμενο κείμενο που θα έγραφα για τον Mark Lanegan θα είχε ως αφορμή το θάνατό του; Έγραφα τότε ότι «ο Mark Lanegan ακούγεται καλύτερα τις μικρές σκοτεινές ώρες της νύχτας. Εκεί βασιλεύει και εκείνες τις στιγμές υπηρετεί. Και εύχομαι να το κάνει για πολύ-πολύ καιρό ακόμα – και ζωντανά και από τους δίσκους του» - δεν έτρωγα τη γλώσσα μου καλύτερα; Πόσο παράξενα τα παιχνίδια της ζωής. Αν η γενιά μου έχασε την αθωότητά της με το θάνατο του Kurt Cobain, συνειδητοποίησε ότι δεν είναι αθάνατη με το θάνατο του Mark Lanegan. Οι δικοί μας μουσικοί ήρωες, οι δικές μας μουσικές ηρωίδες, αυτοί και αυτές με τους οποίους ενηλικιωθήκαμε, άρχισαν να φεύγουν. Και αυτό είναι πολύ πολύ οδυνηρό. Ίσως ο θάνατος του Mark Lanegan να είναι ένα από τα πολλά που ακούγονται τώρα τελευταία καμπανάκια για να μας θυμίσει ότι η επιβίωση δεν είναι δεδομένη. Πολλώ δε μάλλον η αθανασία. Απλά η υπενθύμιση αυτή κατεβαίνει μόνο με τη φροντίδα των μουσικών που μας μεγάλωσαν – και με συντροφιά ένα καλό ουίσκι. Καλή μας αντάμωση, αγαπημένε μου Mark Lanegan.
(Τα τραγούδια είναι όλα διασκευές του Mark Lanegan σε κομμάτια άλλων καλλιτεχνών και τα διάλεξε η Χρύσα Οικονομοπούλου, ραδιοφωνική παραγωγός στον Nostos 100.6 και υπεύθυνη στο γραφείο τύπου του Gagarin 205)