Ένας πλήρης δισκογραφικός χάρτης
Οι δρόμοι τους έφεραν από το thrash μέχρι το progressive, σε μια 35χρονη πορεία η οποία όμως δεν τους έφερε την ευρεία αναγνωρισιμότητα. Ο Χάρης Συμβουλίδης αποτιμά την συμβολή τους δίσκο τον δίσκο.
Σημαντικό μέρος της μουσικής που στεγάζεται κάτω από τη metal ταμπέλα διαμορφώνει έναν πολυδιάστατο «χώρο», γεμάτο με τους δικούς του θρύλους και τους δικούς του ήρωες –ειδικά όσο πάμε προς τα πίσω, στις μέρες άνδρωσης των ποικίλων ηχητικών κλαδιών. Ενδοκοινοτικά, βέβαια, υπάρχουν (όπως και παντού) συγκρούσεις και διαφωνίες, οι οποίες τείνουν όμως να αμβλύνονται στο διάβα του χρόνου: για διάφορους λόγους, ονόματα που κάποτε λοιδορήθηκαν, θάφτηκαν ή απορρίφθηκαν, ξανασυζητιούνται υπό ένα σαφώς πιο θετικό φως, είτε για λόγους νοσταλγικής μυθοποίησης ενός δυναμικού παρελθόντος (που συχνά έχει συμπέσει με τη νιότη του όποιου αναθεωρητή), είτε γιατί η ίδια η εξέλιξη του metal ήχου κατέρριψε τα συντριπτικά στεγανά της «χρυσής» δεκαετίας του 1980, τα οποία από τη φύση τους αποστρέφονταν τα παράδοξα ανακατέματα.
Οι Γερμανοί Mekong Delta αποτελούν καλό παράδειγμα αυτού του δισυπόστατου, αφού όχι μόνο δίχασαν το κοινό σχεδόν με το καλημέρα της ύπαρξής τους –με άλλους να τους θεωρούν κομβική περίπτωση και άλλους να φεύγουν τρέχοντας– μα συνέχισαν να πολώνουν έκτοτε ακόμα και όσους δήλωναν θιασώτες: ήταν καλύτεροι στο thrash ή στο progressive metal; Έπρεπε ή δεν έπρεπε να κάνουν το άλμπουμ Pictures At An Exhibition (1996); Αξίζουν με τον Wolfgang Borgmann πίσω από το μικρόφωνο ή καλώς αντικαταστάθηκε; Πρόκειται για ερωτήματα που ακόμα προκαλούν συζητήσεις, τα οποία ίσως να μη χρειάζονται σαφείς απαντήσεις από τη στιγμή που, είτε έτσι, είτε αλλιώς, το γκρουπ έφτασε φέτος τα 35 χρόνια ιστορίας· αποκτώντας, τελικά, σεβασμό ακόμα και ανάμεσα στους πολέμιους.
Η πορεία των Mekong Delta χωρίζεται σε τρεις διακριτές φάσεις. Η πρώτη ξεκινά από την ίδρυσή τους στην κωμόπολη Φέλμπερτ το 1985 και διαρκεί ως την παραίτηση του Wolfgang Borgmann, το 1989. Με το πρώτο άλμπουμ όπου τραγουδά ο Αμερικανός Doug Lee αρχίζει κατόπιν η δεύτερη (1990), για να ολοκληρωθεί με τη διάλυσή τους το 1997· η τρίτη αφορά την επανασύνδεση του 2006, η οποία καλά κρατεί. Κοινό χαρακτηριστικό, η σταθερή παραμονή του γκρουπ σε ένα underground επίπεδο, αφού, παρά την εκτίμηση μερίδας του metal Τύπου και κάποιων αφοσιωμένων fans, δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν εκείνη τη μαζικότητα που θα τους έφερνε στις έστω και χαμηλότερες θέσεις των παγκόσμιων charts.
Στόχος πάντως του ιδρυτή τους –του (άνωθεν εικονιζόμενου) μηχανικού ήχου και μπασίστα Ralph Hubert– ήταν η δημιουργία μιας στουντιακής μπάντας από δεξιοτέχνες, η οποία θα επισκίαζε σε ποιότητα τις underground κυκλοφορίες του χώρου, σε μια συγκυρία που η (Δυτική, τότε) Γερμανία μετείχε ενεργά στις διεθνείς metal εξελίξεις. Αρχικά ήταν να ονομαστούν Zardoz, μέτρησε όμως περισσότερο το Mekong Delta, καθώς απηχούσε μια αμφιλεγόμενη επιχείρηση των Αμερικανών στον Πόλεμο του Βιετνάμ (Operation Speedy Express), η οποία κατηγορήθηκε για αδιάκριτη σφαγή αμάχων. Σε κορμό του γκρουπ αναδείχθηκαν τελικά οι Rage της εποχής, οι οποίοι λέγονταν ακόμα Avenger και έπαιζαν thrash, απέχοντας από τις (σπουδαιότερες) power μέρες τους: στα φωνητικά και στο μπάσο βρέθηκε ο αρχηγός τους Peter "Peavy" Wagner, ενώ οι Jochen Schröder & Jörg Michael ανέλαβαν (αντίστοιχα) την κιθάρα και τα ντραμς, με τον Hubert να μένει στα μετόπισθεν, ως παραγωγός.
Ως το 1987, είχαν φανεί τα όρια του όλου εγχειρήματος. Νιώθοντας ότι δεν ταίριαζε στο σχήμα, ο Schröder έφυγε –αντικαταστάθηκε από τους δύο κιθαρίστες μιας άλλης διάσημης μπάντας από το Φέλμπερτ, τους Reiner Kelch & Frank Fricke των Living Death. Λίγο μετά παραιτήθηκε και ο Wagner, υποχρεώνοντας έτσι τον Hubert να αναλάβει ο ίδιος το μπάσο και να προσκαλέσει στα φωνητικά τον μουστακαλή Wolfgang Borgmann των Schwarzarbeit. Αυτή η άνωθεν εικονιζόμενη σύνθεση έφτασε στο ιστορικό πλέον ντεμπούτο Mekong Delta (Aaarrg Records, 1987), που χρεώθηκε επισήμως σε ψευδώνυμα: «Kiel» (Borgmann), «Rolf Stein» (Fricke), «Vincent St. Johns» (Kelch), «Björn Eklund» (Hubert) & «Gordon Perkins». Ήταν μια απόφαση του Hubert, η οποία προστάτευε αφενός όσα μέλη είχαν δεσμευτικά συμβόλαια με άλλες δισκογραφικές και αφετέρου δημιουργούσε τζέρτζελο, αποκρύπτοντας τη γερμανική προέλευση του γκρουπ.
Γύρω από αυτό το ομώνυμο πρώτο βήμα των Mekong Delta χτίστηκε ένας μικρός thrash bizarre μύθος, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και ξεπερασμένος μα και δίκαιος. Πλέον, ας πούμε, έχει εξανεμιστεί η όποια αινιγματική γοητεία άσκησαν πίσω στο 1987 τα ψευδώνυμα και οι θολές φωτογραφίες της σύνθεσης, ενώ δεν μας φαίνεται αλλόκοτο (αν και τότε ήταν) ότι έγινε πράξη η τρέλα του Hubert με τον Μοντέστ Μουσόργκσκι, στην απρόσμενα πετυχημένη διασκευή του "The Hut Of Baba Yaga". Την ίδια στιγμή, ωστόσο, συνεχίζει και λάμπει το άστρο μιας άγουρης μπάντας με σημαίνουσες τεχνικές δεξιότητες και κάμποσες ιδέες, η οποία τίμησε το όνομά της γράφοντας απλούς στίχους με κριτική ματιά πάνω στην εμπόλεμη πραγματικότητα.
Ο θεμελιώδης ορίζοντας, βέβαια, δείχνει εγκλωβισμένος στο αψύ και σπιντάτο thrash metal που έπαιζαν εκείνα τα χρόνια οι Rage, αλλά και κάμποσοι ακόμα –έστω κι αν διαθέτει ίντριγκα η άγαρμπη παραγωγή, η οποία «καμουφλάρει» τις μελωδίες κάνοντάς το δύσκολο να τις ακολουθήσεις, παρότι τις ακούς. Ενδιαφέρον είχαν ασφαλώς και κάποια ασυνήθιστα κιθαριστικά riffs, τα οποία παρείχαν συγγένεια προς τους Καναδούς Voivod και τους Αμερικανούς Watchtower, αφήνοντας ίσως και κάτι από τους τιτάνες του progressive rock Yes να παρεισφρύσει στο όλο ανακάτωμα. Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο κατέληγε ακόμα πιο ανορθόδοξο εξαιτίας του Borgmann: δίχως να σκοτίζεται για τα εμφανώς παράφωνα σημεία των ερμηνειών του ή για το ότι αποτέλεσε «love or hate» περίπτωση για όσους πρωτοπροσέγγισαν τη γερμανική μπάντα, ταιριάζει την εκτός τροχιάς κίνησή του και τις τσιριχτές του εξάρσεις τόσο στο υλικό ("Kill The Enemy", "Shivas Return"), όσο και στο κλίμα μιας «λασπωμένης» μίξης ("Without Honour"). [➣ 6/10]
Στις περισσότερες δισκογραφίες, τώρα, το Mekong Delta διαδέχεται το ΕΡ The Gnom (Aaarrg Records, 1987), μα ο χαρακτηρισμός είναι λάθος: πρόκειται για 12ιντσο non-album single, αφού και τα 3 κομμάτια που πλαισιώνουν τη διασκευή στο "The Gnome" του Μοντέστ Μουσόργκσκι προέρχονται από το ντεμπούτο. Η εκ νέου αυτή απόπειρα στον Ρώσο ρομαντικό συνθέτη εντυπώνεται απογοητευτικά επιδερμική και σε κάθε περίπτωση αποσπασματική, έχει δε τον Uli Kusch των Holy Moses ως προσωρινό ντράμερ (υπό το ψευδώνυμο «Patrick Duval»), μιας και ο Jörg Michael βρισκόταν σε περιοδεία με τους Rage. [➣ 4/10]
Με τον Michael ξανά στη θέση του, οι Mekong Delta θα επιστρέψουν με τον πιο συζητημένο δίσκο της πρώτης τους φάσης: το The Music Of Erich Zann (Aaarrg Records, 1988) προξένησε θαυμασμό μα και σύγχυση, αφήνοντας πίσω του ισόποσα εντυπωσιασμένους και βαριεστημένους ακροατές. Εμπνευσμένος από το ομώνυμο διήγημα του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ (1921), ο Hubert στήνει εδώ ένα φιλόδοξο άλμπουμ, αναβαθμίζοντας τόσο την παραγωγή, όσο και την ίδια την τραγουδοποιία. Εντούτοις, μέρος της αίγλης που απολαμβάνει οφείλεται στην αίσθηση που προξένησε τότε το "Interludium (Begging For Mercy)", πιάνοντας εκείνο το τμήμα του μεταλλικού κοινού που έχει μεν εκτίμηση για την κλασική μουσική, μα όχι και ουσιαστική επαφή, προτιμώντας να την ακούει εκτελεσμένη με κιθάρες και ντραμς. Έτσι, ενώ για τους υπόλοιπους δεν ήταν παρά ένας φορμαλιστικά καλοστημένος φόρος τιμής στο soundtrack του Bernard Herrmann για το Ψυχώ του Άλφρεντ Χίτσκοκ (1960), ενδοκοινοτικά αποτιμήθηκε ως πρώιμα επιδραστικό σημείο για την ανάδυση μεταγενέστερων γκρουπ της symphonic σχολής.
Συνεχίζοντας εντωμεταξύ ακάθεκτος στις συζητήσιμες τονικές του αποκλίσεις, ο Wolfgang Borgmann βάζει δύσκολα και στον ακροατή, αλλά και στις προσπάθειες του Hubert για έναν πιο ραφιναρισμένο thrash ήχο, που θα εξορμούσε γενναία προς το απροσδόκητο –είτε μιλάμε για τα ασυγχρόνιστα ντραμς και τα «περίεργα» κιθαριστικά riffs που ακούσαμε και στο ντεμπούτο, είτε για τα επιδιωκόμενα μπολιάσματα των ενορχηστρώσεων με στοιχεία προερχόμενα από τον progressive rock κόσμο ("Epilogue"). Για κάποιους το αποτέλεσμα καταλήγει όμορφα, οργιαστικά ανισόρροπο, η αλήθεια όμως είναι ότι βρίσκει σε διάφορους υφάλους. Όταν πάντως επιτυγχάνεται έστω και οριακά ο συντονισμός της όλης μανίας, προκύπτουν στιγμές σαν το "True Lies", το "Prophecy" ή το "Memories Of Tomorrow". Οι οποίες και τη δυναμική του συγκροτήματος για κάτι σπουδαιότερο μαρτυρούν, αλλά και ως αυτόνομα ιδιόμορφες περιπτώσεις στέκουν, αφού κανείς δεν είχε τότε παρόμοιο ήχο, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό thrash ορίζοντα. [➣ 6,5/10]
Μετά την κυκλοφορία του The Music Of Erich Zann αποχωρεί ο Reiner Kelch και η θέση του στην κιθάρα καταλαμβάνεται από τον Uwe Baltrusch, υπό το ψευδώνυμο «Mark Kaye». Η σύνθεση αυτή θα ηχογραφήσει το ΕΡ Toccata (Aaarrg Records, 1988), με το ομώνυμο κομμάτι να δεσπόζει ως βασικό. Πρόκειται για μια φλύαρη απόπειρα πάνω στην 4η κίνηση του "Piano Concerto no. 1" του Alberto Ginastera, με τον Ralf Hubert να έχει εμφανώς κατά νου τη διασκευή των Emerson, Lake & Palmer καθώς φτιάχνει την ενορχήστρωση. Το υπόλοιπο ΕΡ περιλαμβάνει το "Interludium (2nd version)" –έναν ακόμα αναστοχασμό στη μουσική του Herrmann για το Ψυχώ– καθώς και μια διασκευή στο "Black Betty", απόηχος της rock προσέγγισης των Ram Jam στο κομμάτι (1977), δίχως ιδιαίτερα εύσημα φαντασίας, παρά τη ζέση του Borgmann στο μικρόφωνο. [➣ 4/10]
Στο The Principle Of Doubt (Aaarrg Records, 1989), αρκετοί στίχοι αντανακλούν την επιρροή των αρχικών Chronicles of Thomas Covenant, the Unbeliever, τα οποία παρουσίασε ο Stephen R. Donaldson μεταξύ 1977 και 1979, βάζοντας το δικό του λιθαράκι στη λογοτεχνία φαντασίας. Πάνω σε αυτήν τη βάση, οι Γερμανοί προσπαθούν να μιλήσουν για την πολυπρισματική σχέση ατόμου και κοινωνίας, για την πολιτική και για την τρέλα, με τα λόγια όμως να μένουν σε μάλλον στοιχειώδεις παρατηρήσεις, παρά τη διάθεσή τους για κάτι περισσότερο. Αλλά και κατά τα λοιπά, αν και το σύνολο προκύπτει αρκετά σφιχτοδεμένο, οι Mekong Delta δείχνουν να μην ξέρουν τι να κάνουν τα ήδη κεκτημένα και πού να τα πάνε.
Ιδέες βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν και είναι και αποδοτικές, όπως λ.χ. τα «we don't want you» ομαδικά γρυλλίσματα στο "Once I Believed", που δημιουργούν μια οργισμένη αντίστιξη στα βασικά φωνητικά του Borgmann, ο οποίος με τη σειρά του τραγουδά πιο μετρημένα, προσφέροντας σημαντικά σε καλογραμμένα κομμάτια σαν το "The Jester" ή το "Curse Of Reality". Γενικά, όμως, οι Mekong Delta προσπαθούν να παίξουν πιο περίπλοκα πράγματα με απογοητευτικώς στατικά αποτελέσματα ("Shades Of Doom (Cyberpunk 2)", "Ever Since Time Began"), φανερώνοντας τα πρώιμα όρια στα οποία τσουγκρίζει το thrash bizarre ύφος τους: όσο πιο τεχνικό γίνεται, δηλαδή, τόσο στομώνει η ορμή του, με τις κιθάρες ειδικά να εντυπώνονται στεγνές. Οι δε διασκευές στο "El Colibri" του Julio Sagreras και στο βασικό θέμα του Marius Constanz για την τηλεοπτική σειρά Twilight Zone (ακολουθείται η ενορχήστρωση του Stu Phillips) μάλλον επιβαρύνουν την κατάσταση, αφού ο κόσμος του πρωτότυπου υλικού και αυτός της παρέας του Hubert μένουν καθείς στη ζώνη ασφαλείας του, αντί να ανακατευτούν. [➣ 5/10]
Δεν είναι τυχαίο ότι σημειώθηκαν ραγδαίες εξελίξεις στα ενδότερα των Mekong Delta μετά το The Principle Of Doubt, καθώς αποχώρησαν τόσο ο Fricke, όσο και ο Borgmann. Άλλα γκρουπ ίσως βυθίζονταν σε υπαρξιακή κρίση απέναντι στην έξοδο βασικού κιθαρίστα και τραγουδιστή, όμως ο Hubert αντέδρασε άμεσα, λαμβάνοντας τρεις κομβικές αποφάσεις, που θα έμπαζαν το σχήμα στη δεύτερη φάση της καριέρας του: α) έφερε ως τραγουδιστή τον Αμερικανό Doug Lee, ο οποίος ζούσε τότε στη Γερμανία και ήταν μέλος των Siren β) δεν αντικατέστησε τον Fricke, αφήνοντας όλες τις κιθάρες στον Uwe Baltrusch γ) έκανε και ο ίδιος ένα βήμα πίσω από τη σύνθεση, αποφασίζοντας να μπλέξει βαθύτερα τον thrash ήχο του γκρουπ με τον δοκιμασμένο κλασικό ορίζοντα του Μοντέστ Μουσόργκσκι.
Το Dances Of Death (And Other Walking Shadows) βγήκε στην Aaarrg Records το 1990 και δικαίωσε τον Hubert σε πολλά, αν όχι σε όλα. Οι ζωηρές κιθάρες του Baltrusch δημιούργησαν ξανά την αίσθηση μιας thrash δύναμης πυρός έτσι όπως συνδυάστηκαν με τα ορμητικά ντραμς του Jörg Michael ("True Believers"), ενώ ο Doug Lee αποδείχθηκε ιδανικός ερμηνευτής, καθώς σε στυλ ήταν μεν κοντά στον προκάτοχό του, μα εστίαζε καλύτερα τις τσιρίδες του, χωρίς να βαστάει παράφωνη κόντρα σε riffs και μελωδίες –έμοιαζε βασικά με μια πιο metal εκδοχή του Geddy Lee των Καναδών Rush.
Και ο Hubert, όμως, δεν πήρε τον εύκολο δρόμο, αντιμετωπίζοντας τον Μουσόργκσκι: ενορχηστρώνοντας δηλαδή ένα medley της σειράς συνθέσεων που είναι γνωστές ως "Night On A Bare Mountain", αλλά και μετατρέποντας το Songs Αnd Dances Οf Death από κύκλο τραγουδιών για φωνή και πιάνο σε έργο για φουλ metal μπάντα, επανέλαβε με αξιώσεις και ευρηματικότητα όσα πέτυχε το 1987 στη μικροκλίμακα του "The Hut Of Baba Yaga", βρίσκοντας γέφυρες και διασυνδέσεις που μόνο δεδομένες δεν ήταν τα χρόνια εκείνα και ελάχιστοι άλλοι από τον thrash μικρόκοσμο ήταν σε θέση να εξερευνήσουν με τέτοιες αξιώσεις (οι Αμερικανοί Anacrusis, ας πούμε, ή οι Ελβετοί Coroner). Έτσι, η progressive πτυχή των Mekong Delta κρατήθηκε ζωντανή και περιπετειώδης, δίνοντας πλήρη σάρκα και οστά στο υβρίδιο με την thrash αισθητική που προσπαθούσαν να φτιάξουν. [➣ 7,5/10]
Το Dances Of Death (And Other Walking Shadows) έφερε και την πρώτη συναυλία στην ιστορία τους, η οποία δόθηκε στη Βιέννη τον Νοέμβριο του 1990, σε έναν χώρο 600 ατόμων που γέμισε ασφυκτικά. Μετά το πέρας της, ήρθε ως νέος ντράμερ ο Ελβετός Peter Haas, ενώ αποφασίστηκε να προσληφθεί ξανά δεύτερος κιθαρίστας για τις ανάγκες των ζωντανών εμφανίσεων, με το πόστο να πηγαίνει στον Georg Syrmbos. Ύστερα από μια τόσο κρίσιμη, όσο και απαιτητική περίοδο ανασύνταξης, η μπάντα χρειαζόταν μάλλον και κάποια ανάσα –οπότε η «παράδοση» ετήσιας δισκογραφικής παρουσίας υπηρετήθηκε από το Live At An Exhibition (Metal Machine, 1991), ζωντανά ηχογραφημένο στις 13 Οκτωβρίου 1991 στο TOR 3 του Ντίσελντορφ και στις 14 Οκτωβρίου 1991 στο Hyde Park του Όσναμπρουκ.
Πρόκειται ωστόσο για κυκλοφορία που εν πολλοίς αυτοακυρώνεται λόγω του ήχου της, ο οποίος κρατάει τα πράγματα ξερά και μπουκωμένα, ακόμα και σε σημεία που καταλαβαίνεις ότι οι Mekong Delta στέκονται μια χαρά επί σκηνής. Ο Doug Lee, επίσης, δεν τα καταφέρνει πάντα στις επιλογές από την περίοδο του Wolfgang Borgmann: κάνει δικό του το "True Lies", αλλά στο "The Cure" ή στο "Memories Of Tomorrow" προσπαθεί τόσο πολύ να μην απομακρυνθεί από το πρότυπο, ώστε ακούγεται σαν φτωχός απόηχος εκείνου. [➣ 4/10]
Χρόνια αργότερα, το 2007, το label της μπάντας Zardoz Music θα δώσει στη δημοσιότητα ένα DVD από την ίδια περίοδο ονόματι Live In Frankfurt - Batschkapp 1991, ζωντανά ηχογραφημένο στη Φρανκφούρτη στις 21 Οκτωβρίου 1991. Η ποιότητα βέβαια της εικόνας είναι κοντά σε αυτήν μιας βιντεοκασέτας και το έργο του σκηνοθέτη (που δεν φαίνεται να είχε πολλές γωνίες λήψης στη διάθεσή του) δεν βοηθιέται από τα φώτα και τους καπνούς. Παρά ταύτα αποτελεί αξία και μόνο να βλέπεις τους Mekong Delta εκείνης της εποχής εν δράσει, χώρια τον καλύτερο ήχο, την εμπλουτισμένη setlist (παίχτηκε λ.χ. ολόκληρο το "Dances Of Death", σε μια απολαυστική εκτέλεση) και την υψηλά πωρωτική απόδοση. Ο Doug Lee, επίσης, ανταποκρίνεται καλύτερα στα τραγούδια του Borgmann συγκριτικά με όσα ακούσαμε στο Live At An Exhibition, ενώ το (αναπόφευκτο;) drum solo κρατήθηκε ευτυχώς για το άτυπο encore. [➣ 7/10]
Παρότι λοξοκοίταζαν προς το progressive ήδη από το ντεμπούτο –είτε άμεσα, είτε μέσω της κλασικής μουσικής– οι Mekong Delta παρέμεναν ως τότε μια κατά βάση thrash μπάντα. Αλλά στο Kaleidoscope (Intercord Record Service, 1992) αντέστρεψαν για πρώτη φορά αυτήν την ισορροπία, έστω κι αν το ακαλαίσθητο εξώφυλλο δεν προδίδει τις νέες τους ανησυχίες. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν σταυρόλεξο για όσους τους είχαν αγαπήσει ως μια λοξή thrash περίπτωση: ενώ διαθέτουν οπωσδήποτε την αρτιπαιξία για να χωρέσουν στην prog ταυτότητα, αφήνεται ανοιχτό το ερώτημα αν έχουν και τις απαιτούμενες δημιουργικές δυνάμεις για να την εκπροσωπήσουν με κάποιον ξεχωριστό τρόπο, ώστε να αξίζει τον κόπο το παραμέρισμα των «παραξενιών» και η τιθάσευση της thrash ορμής που είχε αποτελέσει καύσιμο για το ηχητικό υβρίδιο του Dances Of Death (And Other Walking Shadows).
Αλλά οι Γερμανοί χειρίστηκαν καλά την επιχειρούμενη μετατόπιση, αποκρινόμενοι στα παραπάνω μέσω βαρυκόκαλων, μεταιχμιακών τραγουδιών σαν το "Innocent?", το "Sphere Eclipse" (το πρώτο τους βιντεοκλίπ, παρεμπιμπτόντως) ή το "Shadow Walker"· τα οποία διατηρούν αρκετό metal στην όλη εξίσωση, κρατώντας το progressive στοιχείο σε προσβάσιμο επίπεδο, μακριά από στείρες επιδείξεις τεχνικής. Η δε παραγωγή εκπροσωπεί καθαρά κάθε όργανο, έστω κι αν σε σημεία δείχνει να έχει υπερτονιστεί το μπάσο σε βάρος των ντραμς.
Η διασκευή στο "Saber Dance" του Aram Khachaturian ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση, δεν ισχύει πάντως το ίδιο και για την απόπειρα στο "Dance On A Volcano" των Genesis, στην οποία οι κιθάρες αντικαθιστούν ωραία τα πλήκτρα του πρωτότυπου κομματιού και ο Doug Lee τραγουδάει επαρκέστατα, με ένα προσγειωμένο στυλ μακριά από τις ψηλές μεταλλικές νότες, που θα του φανεί χρήσιμο και σε άλλα σημεία του δίσκου. Γενικότερα, επίσης, οι γνωρίζοντες από μουσική θα βρουν διάφορα σημεία να θαυμάσουν –κυρίως τη δουλειά του ηγέτη Ralph Hubert στο μπάσο, που ήταν σαφώς η καλύτερή του μέχρι τότε. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα είναι μάλλον θέμα προέλευσης, κατεύθυνσης και γούστων, παρά μίας και μόνης «σωστής» απάντησης για το πώς πορεύεται το γκρουπ. [➣ 7/10]
Το Visions Fugitives (Intercord Record Service, 1994) θέλησε να ομογενοποιήσει ακόμα περισσότερο το ηχητικό κράμα του Kaleidoscope, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως πρίσμα επιστροφής στις ανησυχίες που έχτισαν το Dances Of Death (And Other Walking Shadows). Έχουμε έτσι ένα άλμπουμ που αρθρώνεται γύρω από μία κεντρική σύνθεση νεοκλασικού ύφους με έξι διακριτά οργανικά μέρη (Suite For Group And Orchestra), δημιουργημένη με πρότυπο το πιανιστικό έργο Visions Fugitives του Σεργκέι Προκόφιεφ. Ένα εύκολο σημείο κριτικής είναι ότι, απουσία ορχήστρας, το «and orchestra» της υπόθεσης υποκαταστάθηκε από πλήκτρα. Περιπτώσεις βέβαια της ίδιας εποχής σαν π.χ. τους Rhapsody του Legendary Tales (1997), προειδοποιούν ότι δεν θα έπρεπε να θεωρούμε τα αποτελέσματα de facto αποτυχημένα· όμως οι Mekong Delta την πατάνε λόγω απειρίας και προχειρότητας.
Το βασικότερο πρόβλημα του Visions Fugitives δεν είναι ωστόσο τα synths, αλλά ότι, μέσα σε μια εκ νέου προβληματική παραγωγή (με ατυχείς επιλογές στη μίξη όσον αφορά π.χ. το πώς ακούγονται τα φωνητικά), κολυμπάνε διάσπαρτες καλές ιδέες ανάκατες με κουραστικά progressive περάσματα ή με φαντεζί αναπτύξεις δανεισμένες από το κλασικό σύμπαν, οι οποίες δεν ισορροπούν σωστά με το thrash στοιχείο: το τελευταίο έχει περιθωριοποιηθεί, ασθμαίνοντας να διασώσει την όποια συνάφειά του με τους Watchtower. Ναι, στο "The Healer" και στο "Imagination" εντοπίζεται κάτι από το καλό πρόσωπο των Γερμανών παρά τις θαμπές ερμηνείες του Doug Lee, ενώ το "Allegro-Mhorams Victory" και το "Dance-The Corrupt" διαθέτουν μια έστω και κλισέ δυναμική (γνώριμη από κινηματογραφικά soundtrack), που θα μπορούσε πράγματι να ακούγεται καλύτερα με ορχήστρα. Κατά τα λοιπά, όμως, μένεις με ένα άλμπουμ βαλτωμένο σε ρηχά νερά, που παρά ταύτα συνεχίζει να έχει φανατικούς θαυμαστές στην prog metal κοινότητα, για λόγους που μάλλον δεν θα καταλάβω ποτέ. [➣ 4/10]
Δύο χρόνια αργότερα ο Doug Lee ήταν τυπικά και μόνο μέλος του σχήματος, ενώ δίπλα στα ονόματα των Hubert & Baltrusch έβλεπες να φιγουράρουν λέξεις όπως «programming» και «samples». Αυτό ήταν το φόντο πίσω από τη δημιουργία του άλμπουμ Pictures At An Exhibition (Bullet Proof & Intercord Record Service, 1996), που εκτέλεσε την πιο φιλόδοξη πιρουέτα στην καριέρα των Mekong Delta, πραγματοποιώντας ολική επαναφορά στο σύμπαν του Μουσόργκσκι. Αυτήν τη φορά για μια πλήρη απόδοση του εμβληματικού του έργου Pictures At An Exhibition (1874), το οποίο παρουσιάστηκε σε δύο παράλληλες, αμιγώς οργανικές, εκδοχές: μία για σκέτο συγκρότημα και μία για γκρουπ και ορχήστρα, με συνολική διάρκεια 1 ώρα και 11 λεπτά. Παρά τις παρελθούσες επιτυχίες με τον Ρώσο συνθέτη, όμως, εδώ η μπάντα δάγκωσε μπουκιά μεγαλύτερη απ' ό,τι χωρούσε στο στόμα της.
Η εκδοχή για συγκρότημα βασίζεται αποκλειστικά στην progressive πλευρά των ανησυχιών των Hubert & Baltrusch. Κι αυτό είναι εξαρχής κακό μαντάτο, γιατί ήδη από το 1971 έχει κατατεθεί μια τέτοια προσέγγιση από τους Emerson, Lake & Palmer, που, ευπρόβλεπτα, καταλήγει μπούσουλας για ό,τι ακούμε εδώ. Αντίστοιχα, ως πρότυπο της εκδοχής για γκρουπ και ορχήστρα αναδεικνύεται η διάσημη ενορχήστρωση του Maurice Ravel (1922).
Με εξοβελισμένο λοιπόν κάθε thrash στοιχείο, οι Γερμανοί παίζουν όσο πιο κοντά μπορούσαν στις εν λόγω αναφορές. Αλλά έτσι, αν και δεν καταλήγουν σε κάτι το εμφανώς ακαλαίσθητο, κάνουν τη χειρότερη δυνατή επιλογή· αφενός αποδέχονται αμαχητί ότι θα μείνουν στη σκιά των επιρροών τους, αφετέρου το εγχείρημα αποδεικνύεται πέρα από το επίπεδό τους. Φαίνεται ας πούμε στην κιθάρα του Baltrusch, η οποία κελαηδούσε σε προηγούμενα άλμπουμ, μα εδώ εντυπώνεται δύσκαμπτη και ξερή (μέχρι και στο γνώριμο "The Hut Of Baba Yaga"). Τελευταίο δε καρφί στο φέρετρο των φιλοδοξιών, ήταν η επανάληψη της ίδιας κατάστασης που είδαμε και στο Visions Fugitives: προβλέπεται δηλαδή εκτέλεση για ορχήστρα ενώ δεν υπάρχει καμία τέτοια συνεργασία, με αποτέλεσμα τα μέρη εκείνης να αποδίδονται μέσω ρηχών και κάπως φτηνών προσπαθειών από μη φυσικά μέσα. [➣ 4/10]
Ως το 1997, οι Mekong Delta ήταν πλέον παρελθόν, για λόγους που δεν έχουν γίνει ιδιαίτερα σαφείς. Έκτοτε, μάλιστα, κυκλοφόρησαν διάφορες φήμες για τον Ralph Hubert –άλλες τον ήθελαν να ζει στην Τουρκία, άλλες να μην είναι καλά στην υγεία του. Όλες πάντως αποδείχθηκαν ανυπόστατες, αφού επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο το 2006, έχοντας την όρεξη να ξαναστήσει το συγκρότημα. Πράγμα που έγινε σύντομα πράξη, με τους Mekong Delta της τρίτης πλέον φάσης να έχουν τον Peter "Lake" Sjöberg των Theory In Practice στην κιθάρα, τον Uli Kusch των Masterplan στα ντραμς (είχε εμφανιστεί ως «Patrick Duval» και στο single The Gnom, πίσω στο 1987) και τον Πολωνό Leo Szpigiel των Duke ως τραγουδιστή.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του Lurking Fear (AFM, 2007), γίνεται σαφές –σαφέστατο– ότι το επανενωμένο γκρουπ θέλησε να πιάσει το νήμα από την thrash περίοδό του, τηρώντας αποστάσεις από το Kaleidoscope και (κυρίως) το Pictures At An Exhibition. Είναι μια επιλογή που προσφέρει ευθύς εξαρχής κάποιες εγγυήσεις στους παλιούς fans, αν και στην πράξη δείχνει τους Mekong Delta ακινητοποιημένους σε ένα ήδη τακτοποιημένο παρελθόν. Από την άλλη, αυτό το σχετικώς απλό, ακούραστα επιθετικό και συχνά «ανώμαλο» thrash με τις κατά το δοκούν progressive αποκλίσεις και τις εφορμήσεις στην κλασική μουσική, διατηρεί όλη του την αψύτητα· και σε τραγούδια όπως τα "Purification", "Defenders Of The Faith" και "Ratters" θυμίζει εύκολα τους λόγους που κάποτε ξεχώρισαν τους Γερμανούς μεταξύ των ομοίων τους.
Οι διασκευές βέβαια σε Ντμίτρι Σοστακόβιτς ("Moderato", "Allegro Furioso", "Allegro") ίσως φρενάρουν τον συνολικό καλπασμό, ανήκουν πάντως στις επιτυχημένες στιγμές του διαρκούς φλερτ του Hubert με τον συγκεκριμένο κόσμο. Τέλος, ο Leo Szpigiel φοράει με χαρακτηριστική άνεση τα παπούτσια των προκατόχων του, γενόμενος ένας ακόμα αμφιλεγόμενος τραγουδιστής των Mekong Delta: με τις υψηλοσυχνοτικές του metal τσιρίδες μπορεί να δημιούργησε πρόβλημα επαφής σε κάμποσους ακροατές, αλλά εν τέλει όχι μόνο ταίριαξε γάντι στο ιδιότυπο thrash κλίμα, μα αποτέλεσε και αιτία απογείωσής του. [➣ 7/10]
Παρά την επιτυχημένη επανεκκίνηση, ο Hubert δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να διατηρήσει τη σύνθεση που έφτιαξε το Lurking Fear. Ως το επόμενο δηλαδή βήμα είχαν φύγει όλοι και εμφανίζεται η ομάδα που λίγο-πολύ ακόμα τον πλαισιώνει στις μέρες μας: ο τραγουδιστής Martin "LeMar" Rammel, ο βασικός κιθαρίστας Erik Grösch, o δεύτερος κιθαρίστας Benedikt Zimniak και ο ντράμερ Alex Landenburg. Στο μεσοδιάστημα μάλιστα των δύο άλμπουμ, αυτή η εκδοχή ήρθε για πρώτη φορά και στην Ελλάδα, αν και τελικά έπαιξε μόνο στην Αθήνα (Οκτώβριος 2008, με support σχήματα τους Verdict Denied και Poem), καθώς η εμφάνιση της Θεσσαλονίκης ακυρώθηκε λόγω θεμάτων του χώρου διεξαγωγής (Cult Club, για όσους το θυμούνται). Μετά βίας ωστόσο πήγαν 100 άτομα να τους δουν στο Texas Necropolis, επιβεβαιώνοντας ότι, παρά τη θέση τους στην ιστορία, παρέμεναν μια υπόθεση για λίγους.
Στο Wanderer On The Edge Of Time (Aaarrg Records, 2010), ο Hubert ξαναγυρνά στην πάγια φιλοδοξία του να δημιουργήσει ένα εκτενές έργο με καταβολές στην κλασική μουσική, το οποίο θα εκτελείται από metal μπάντα, αντί για συμφωνική ορχήστρα. Μπροστά λοιπόν στο όραμα, το thrash στοιχείο παραμερίζει για μία ακόμα φορά –δίχως ευτυχώς να αφήνεται κι εκτός, αφού ενίοτε μπουκάρει εντυπωσιακά στο μείγμα, όπως λ.χ. συμβαίνει στο "The Apocalypt: World In Shards (La Maison Dieu)"– προκειμένου να ανοίξει χώρος σε μια πολυσχιδή και τεχνικά απαιτητική progressive προσέγγιση, δομημένη με μπόλικα οργανικά ιντερλούδια και με τραγούδια τύπου "Α Certain Fool Plus (Movement 1)".
Το αποτέλεσμα δεν είναι για όλα τα γούστα, πάντως πρόκειται για γραμμή πλεύσης που υπηρετείται επαρκέστατα, προσφέροντας καλό πεδίο στον νέο τραγουδιστή Martin LeMar ώστε να δείξει τι μπορεί να πετύχει ("The 5th Element (Movement 2)", "King With Broken Crown (Le Diable)"), κατέχοντας μια φωνή που μοιάζει μεν φτωχότερη συγκριτικά με εκείνες των προκατόχων του, αλλά αισθάνεται πιο στα νερά της στις ζητούμενες prog αναπτύξεις. Βέβαια, η αυστηρή συγκρότηση του όλου πλαισίου και η σημασία που δόθηκε στις λεπτομέρειες των συνθέσεων κάπου συμπίεσε τις μελωδίες, οδηγώντας σε ένα στατικό αποτέλεσμα με συγκεκριμένο «ταβάνι» έμπνευσης· με αποτέλεσμα ακόμα και μια στάνταρ στιγμή με καθαρές επιφάνειες σαν το "Affection (L' Amoureux)", να ηχεί σαν λυτρωτικό ξέφωτο ύστερα από σφιχτοκουμπωμένα prog metal instrumentals σαν τα "Intermezzo" και "Interlude 4". Από την άλλη, σε μια εποχή που πλέον οι Mekong Delta λογίζονται ως βετεράνοι κι έχουν πάψει να παίζουν μόνοι τους στο πεδίο το οποίο συνδημιούργησαν, δεν θα πρέπει να περνάει στα ψιλά η ικανότητά τους να παραδίδουν δίσκους με τέτοιο μουσικό επίπεδο. [➣ 6,5/10]
Σε συνεντεύξεις, κατόπιν, η απόφαση για το άλμπουμ Intersections (Steamhammer, 2012) με τις εκ νέου ηχογραφήσεις των Γερμανών σε 10 συνθέσεις από τη δράση τους μεταξύ 1987 και 1994, προβλήθηκε ως αίτημα των fans, οι οποίοι ζητούσαν κατά καιρούς «τα παλιά» με καλύτερο ήχο. Οπωσδήποτε, όμως, υπακούει και στην πάγια τάση των καλλιτεχνών να «πειράζουν» το παρελθόν τους –πρακτική που συχνά βέβαια δικαιώνει το τελευταίο (με όλα τα τεχνικά του μειονεκτήματα), παρά το νέο φως που υποτίθεται κομίζει το πιο έμπειρο παρόν. Εδώ, πάντως, τα πράγματα περισσότερο καταλήγουν σε ένα άβολο κομψί κομψά, παρά λογίζονται ως αναφανδόν αποτυχημένα ή επιτυχημένα.
Είναι δηλαδή γεγονός ότι επιλογές σαν το "The Cure", το "The Healer", το "Sphere Ecliplse" ή το "Heroes Grief" ευνοούνται σημαντικά από τις δυνατότητες των μοντέρνων στούντιο, αποκτώντας πιο «γυαλισμένο» πρόσωπο, με εμπλουτισμένες κιθάρες και δυναμικά, αληθώς καλοστημένα ντραμς. Από την άλλη, όσο και να το προσπαθεί, ο Martin LeMar δεν είναι ούτε Wolfgang Borgmann, ούτε Doug Lee: φέρνει αναντίρρητα το πάθος του ("Memories Of Tomorrow", "Prophecy") και κάνει μια γενναία προσπάθεια, ρίχνοντας στη μάχη όλες του τις δυνάμεις. Στην αναμέτρηση όμως με το δεδομένο υλικό φαίνεται ότι του λείπει το κρίσιμο στοιχείο του χαρακτήρα, ακόμα κι αν γενικά τραγουδάει ορθότερα και πιο συμμαζεμένα από τους προκατόχους του. Άλλωστε πολλά από όσα έκαναν τους Mekong Delta σημείο αναφοράς δεν είχαν να κάνουν με το «σωστό», αλλά με το συμβατικά «λάθος», που κατέληγε απρόβλεπτα ταιριαστό. [➣ 5/10]
Ως το In A Mirror Darkly (Steamhammer, 2014) είχε πια φύγει ο δεύτερος κιθαρίστας Benedikt Zimniak, χωρίς να αντικατασταθεί. Οι σχετικές ηχογραφήσεις οδήγησαν σε ένα άλμπουμ με ρίζες στον ήχο των Γερμανών, το οποίο άρεσε μεν στη μερίδα κοινού που ακολουθεί πιστά το progressive metal ιδίωμα, αλλά δεν βρήκε ανάλογη συμπάθεια εκτός αυτής. Οι Mekong Delta κρατούν εδώ ένα μεταλλικό υπόβαθρο (φανερό λ.χ. στο riff που χτίζει το "Janus"), από το οποίο και επιτίθονται με πολύπλοκους ρυθμούς, διαρκείς εναλλαγές και εκτενή χρήση leitmotifs, αν και προσέχουν να μη σχηματίσουν κάποιον δύστροπο λαβύρινθο: τα κομμάτια δίνουν πάσα το ένα στο άλλο, δημιουργώντας έτσι μια σφιχτή αίσθηση συνόλου.
Καλές ιδέες υπάρχουν –και, στην ολοκληρωμένη τους τουλάχιστον μορφή, βγάζουν σε αξιόλογες στιγμές σαν το "The Armageddon Machine" και το "The Sliver Ιn God's Eye". Κατά τα λοιπά, το άλμπουμ χάνει αρκετά σε ταυτότητα, με τις ατόφιες συνθέσεις να αποτυπώνονται κουλουριασμένες στον περίτεχνο κόσμο τους. Μέρος πάντως του προβλήματος απογείωσης είναι και ο LeMar, ο οποίος αδυνατεί να πάρει στους ώμους του αυτό το πυκνογραμμένο και εν τέλει ανελαστικό υλικό, φωτίζοντας ερμηνευτικά τις διάφορες πτυχές του. Το αποτέλεσμα δεν είναι και για πέταμα, αλλά υστερεί σε σχέση με τους άμεσους προκατόχους του στη δεδομένη φάση της μπάντας, εξαιρουμένου του Intersections. [➣ 6/10]
Προλαβαίνοντας στο νήμα την παγκόσμια κρίση με τον κορωνοϊό, οι Mekong Delta επέστρεψαν φέτος με το Tales Of A Future Past (Butler, 2020), με τον Peter "Lake" Sjöberg να βρίσκεται και πάλι στη θέση του κιθαρίστα. Γιορτάζουν έτσι άτυπα τα 35 χρόνια από την ίδρυσή τους με 55 λεπτά μουσικής καλά οριοθετημένα. Γνωρίζοντας ότι έχουν πια φτάσει στην άκρη του δημιουργικού τους ορίζοντα, παίρνουν ψήγματα ιδεών από διάφορες φάσεις της μακράς τους διαδρομής και τα αναδιαπραγματεύονται, φρεσκάροντας ουσιαστικά μόνο την πρόσοψη –την παραγωγή δηλαδή και τις λεπτομέρειες της ενορχήστρωσης, που φροντίζουν ώστε ο γενικότερος «αέρας» να μην ηχεί παλιός.
Παρά τη συντηρητική «συνταγή», τραγούδια σαν τα "Mental Entropy", "A Colony Of Liar Men" και "When All Hope Is Gone", αλλά και οργανικά με ανατολίτικες κλίμακες όπως το "Landscape 2 - Wasteland", βγάζουν τους Γερμανούς ασπροπρόσωπους, κρατώντας την ένταση ψηλά καθώς το μελωδικό progressive τσιγαρίζεται με το τεχνικό thrash metal. Παράλληλα, βοηθούν και τον Martin LeMar να σταθεί καλά, ακόμα και για όσους δεν θα τον τοποθετήσουμε ποτέ δίπλα στον Doug Lee, τον Wolfgang Borgmann ή ακόμα και τον Leo Szpigiel. Όλα αυτά, βέβαια, ίσως να μη φαντάζουν και πολλά για τις υψηλές ιντερνετικές ταχύτητες και την εύκολη διάσπαση προσοχής της εποχής μας· εντούτοις είναι, εφόσον μιλάμε για ένα γκρουπ που έφτασε να υπάρχει επί 35 χρόνια με τους δικούς του όρους, δίχως ποτέ να του δοθεί η οποιαδήποτε εμπορική ανάσα από τους κεντροευρωπαϊκούς καταλόγους επιτυχιών. [➣ 6,5/10]