40 χρόνια από το ντεμπούτο των Violent Femmes
Από τότε που κυκλοφόρησε αποτέλεσε σάουντρακ πολλών νεανικών χρόνων. Και όχι μόνο "των δικών μας"... Του Τάσου Βαφειάδη.
Ήταν πριν πέντε χρόνια όταν η Ελένη, μαθήτρια Α΄ Λυκείου τότε, μπήκε στην τάξη με ένα μαύρο μπλουζάκι με το κοριτσάκι των Violent Femmes. Δεν ήταν ασυνήθιστο να βλέπουμε μαθητές και μαθήτριες με μπλουζάκια συγκροτημάτων, αλλά τα ονόματα που κυρίως παίζουν είναι άλλα. Nirvana, Guns n’ Roses, Metallica, Queen άντε και Beatles (μου έχει τύχει και Smiths!). Μέχρι εκεί. Violent Femmes όμως ποτέ μέχρι τότε και ποτέ ξανά.
Μετά το μάθημα για τον Πίνακα που έφτιαξε 150 χρόνια πριν o (τεράστιος) Ρώσος χημικός Mendeleyev, δεν άντεξα και ρώτησα την Ελένη αν ξέρει το συγκρότημα ή απλά φοράει το μπλουζάκι γιατί της αρέσει η εικόνα (μην γελάτε, μου έχει τύχει με το logo των Ramones). Μου απάντησε χαμογελαστά και χαμηλόφωνα (όπως πάντα μιλούσε), ότι προφανώς τους ξέρει και ότι της αρέσουν πολύ. Σκέφτηκα να τη ρωτήσω αν θυμάται που τους άκουσε για πρώτη φορά (μια που πιστεύω ότι όλοι θυμούνται πότε άκουσαν για πρώτη φορά Violent Femmes), αλλά θεώρησα ότι η ερώτηση είναι άστοχη για μια δεκαεξάχρονη και δεν το έκανα.
Η ιστορία του συγκροτήματος ξεκινά το 1981 στο Μιλγουόκι, όταν ο μπασίστας Brian Ritchie και ο ντράμερ Victor DeLorenzo ένωσαν τις μουσικές τους αναζητήσεις. Η ιδέα του ονόματος προέκυψε ως αστείο, όταν ένας φίλος του Ritchie τον ρώτησε με τι ασχολείται ο μεγάλος του αδελφός και αυτός για να δείξει ότι (ο αδελφός του) είναι «τυπάς», απάντησε πως παίζει σ’ ένα συγκρότημα που ονομάζεται Violent Femmes. Τους φάνηκε εύηχο, αντιφατικό και το κράτησαν.
Την ίδια χρονιά, ένας γνωστός του Ritchie του προτείνει ν’ ακούσει κάποιον που λέγεται Gordon Gano (ο οποίος δεν είχε κλείσει τα 18 και ήταν ακόμα μαθητής) χαρακτηρίζοντάς τον ως «ένας μικροκαμωμένος μιμητής του Lou Reed». Ο Ritchie πηγαίνει να δει τον Gano, γνωρίζονται και o τελευταίος τον καλεί να έρθει να παίξει μαζί του την επόμενη κιόλας μέρα. Ο Gano θα εμφανιζόταν σε μια συναυλία στο σχολείο του για το καλωσόρισμα των νέων μελών της μαθητικής κοινότητας National Honor Society. Είχε ενημερώσει τον καθηγητή της μουσικής του ότι θα παίξει τη μπαλάντα “Good friend” (που θα ηχογραφηθεί στο μέλλον για τις ανάγκες του τρίτου τους δίσκου, “The blind leading the naked”), τραγούδι που ταίριαζε στην περίσταση. Ωστόσο, όπως θυμάται o Ritchie, «Παίξαμε το τραγούδι του Gano, “Gimme the car”, Κάποιοι από τους στίχους ήταν κάπως σκληροί για ν’ ακουστούν σε σχολείο και γκρεμίσαμε τον τόπο!». Έγινε μια μικρή εξέγερση μετά το τραγούδι από τους μαθητές που άκουσαν στίχους όπως, “Come on dad gimme the car tonight / I got this girl I wanna....”, που είχε ως αποτέλεσμα και να διαγράψουν τον Gano από τη National Honor Society και να τον αποβάλουν από το σχολείο (“I hope you know that this will go down on your permanent record”). Να σημειωθεί πως ο δάσκαλος της μουσικής υπερασπίστηκε το δικαίωμα του Gano στην ελεύθερη έκφραση.
Μετά από αυτή την επεισοδιακή βραδιά, ο Ritchie κατάλαβε πως είχε βρει κάτι πολύ περισσότερο από έναν μουσικό για να παίζει παρέα και πρότεινε στον Gano να προσχωρήσει στο μουσικό σχήμα που είχε με τον Victor DeLorenzo. Ο DeLorenzo έχασε εκείνη τη φοβερή βραδιά, μια που εκείνο το διάστημα περιόδευε στην Ευρώπη με τον θίασο του πειραματικού θεάτρου Theater X, καλύπτοντας τη θέση ενός νεαρού που λεγόταν William Dafoe…
Έτσι ενώθηκαν οι τρεις τους. Ο Ritchie έφερε το ιδιαίτερο ακουστικό μαριάτσι μπάσο του, ο DeLorenco το ιδιαίτερο «τρανσόφωνο» τύμπανό του (ένα floor tom τύμπανο καλυμμένο μ’ έναν μεταλλικό κουβά!) και ο Gano τα εντελώς ιδιαίτερα τραγούδια του. Τραγούδια που είχε γράψει όταν ήταν 16 και 17 ετών. Μάλιστα, το θρυλικό “Kiss off” (που χορέψαμε μέχρι τελικής πτώσεως στα νιάτα μας) το έγραψε στα 15 του!
Οι γονείς τους Gano ήταν ηθοποιοί και ο πατέρας του στη συνέχεια έγινε Βαπτιστής ιερέας. Πιθανότατα αυτή η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ απαγόρευσης προγαμιαίων σχέσεων που ορίζει η θρησκεία και έξαρσης ορμονών που ορίζει η εφηβεία, οδήγησαν τον Gano (που είχε κι ένα καλλιτεχνικό υπόβαθρο) σε μια πληθώρα τραγουδιών που με ξεκάθαρους στίχους, χωρίς φλυαρίες, ποιητικές εκφράσεις και φανφάρες, χαρακτηρίζουν την οργή και την σεξουαλική ένταση κάθε εφήβου σε κάθε εποχή.
Ο ακατέργαστος ήχος και οι τραχείς στίχοι των Violent Femmes ήταν εκτός οποιουδήποτε γνωστού μουσικού πλαισίου. Ούτε πανκ, ούτε φολκ, ούτε κάντρι, ούτε κάτι άλλο. Ελάχιστα μαγαζιά τους δέχονταν να παίξουν και έτσι ξεκίνησαν να εμφανίζονται σε πολυσύχναστα μέρη στους δρόμους του Μιλγουόκι. Ένα από αυτά ήταν και έξω από το Oriental Theatre όπου πάντα υπήρχε κόσμος που περίμενε στην ουρά για εισιτήρια.
Tον Αύγουστο του 1981, σε μια από εκείνες της υπαίθριες εμφανίσεις τους έξω από το Oriental Theatre, τους βλέπει ο James Honeyman-Scott των Pretenders που θα έπαιζαν την ίδια μέρα στο θέατρο. Εντυπωσιάζεται, φωνάζει την Chrissie Hynde, η οποία τους καλεί το βράδυ να παίξουν τρία τραγούδια πριν από τους Pretenders. Οι Violent Femmes δεν χάνουν την ευκαιρία. Αρχικά, το κοινό σαστίζει με ό,τι ακούει, αλλά μέχρι το τρίτο τραγούδι χοροπηδά.
Εκείνη την περίοδο τους ανακαλύπτει κι ο παραγωγός Mark Van Hecke και τους καλεί να φτιάξουν ένα ντέμο στο στούντιό του. Το φθινόπωρο του 1981 γίνεται η ηχογράφηση εννιά τραγουδιών. Τα πρώτα έξι του μελλοντικού ντεμπούτου τους (“Blister in the sun”, “Kiss off”, “Please do not go”, “Add it up”, “Confessions” και “Prove my love”) μαζί με το “Girl trouble” (εμφανίστηκε στον πέμπτο δίσκο τους “Why birds sing?”), “Breakin' up” (υπάρχει στον έκτο δίσκο τους, “New Times”) και το “Waiting For The Bus” (που τελικά μπήκε στη συλλογή “Add It Up (1981–1993)”). Με τα τραγούδια ανά χείρας ο Van Hecke άρχισε να χτυπάει τις πόρτες διάφορων δισκογραφικών εταιριών της Νέας Υόρκης, αλλά τζίφος!
Μέχρι που ο Alan Betrock πρώην εκδότης του περιοδικού New York Rocker προσφέρεται να κυκλοφορήσει το άλμπουμ στην εταιρία του Shake Records. Έτσι τον Ιούλιο του 1982 ξεκινάνε τις κανονικές ηχογραφήσεις. Ωστόσο, ο Betrock το μετανιώνει και οι Femmes βρίσκονται πάλι στο αέρα. Επειδή όμως ήδη έχουν σπαταλήσει αρκετά χρήματα στο στούντιο και δεν θέλουν να πάνε χαμένα, αποφασίζουν να συνεχίσουν. Υπάρχει, βέβαια, ένα μικρό πρόβλημα… δεν έχουν δεκάρα! Δανείζονται 10.000 $ από τον πατέρα του DeLorenzo για να τελειώσουν τις ηχογραφήσεις και ας μην έχουν συμβόλαιο.
Η ηχογράφηση γίνεται σε ένα ετοιμόρροπο στούντιο, λίγο έξω από το Μιλγουόκι, το οποίο όμως διέθετε πολύ ωραία ακουστική και παλιά μικρόφωνα που έδιναν μια παλιομοδίτικη χροιά στην ηχογράφηση. Οι Violent Femmes ηχογράφησαν ζωντανά τον δίσκο με ελάχιστες προσθήκες στη συνέχεια. Ο Gano είχε αρκετά τραγούδια για δύο άλμπουμ, αλλά μετά από βέτο που έθεσε ο Ritchie απορρίφθηκαν όσα έχουν θρησκευτικό περιεχόμενο (θα μπουν στο επόμενο LP, “Hallowed ground”) και ηχογραφούνται τα υπόλοιπα, φτιάχνοντας ένα πραγματικά μοναδικό αποτέλεσμα. Όπως είχε πει ο Ritchie, «Ξέραμε πως το άλμπουμ έπρεπε να έχει δέκα τραγούδια και ξέραμε ποια δέκα θα πρέπει να ηχογραφήσουμε».
Ένα μήνα μετά, οι Femmes ανοίγουν τη συναυλία του Richard Hell στο CBGB στη Νέα Υόρκη. Εκεί τους βλέπει ο μουσικός και κριτικός των New York Times Robert Palmer (καμία σχέση με τον γνωστό τραγουδιστή) και αφιερώνει ένα μεγάλο μέρους του άρθρου του σε αυτούς. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ένα κείμενο σε μια μεγάλη εφημερίδα μπορεί να καθορίσει την καριέρα σου. Έτσι, μετά από λίγο, υπογράφουν συμβόλαιο με την Slash Records. Το μόνο που λείπει τώρα είναι το εξώφυλλο.
Ο φωτογράφος που είχε αναλάβει το εξώφυλλο, κυκλοφορούσε σε μια γειτονιά στο Λος Άντζελες όταν είδε την Billie Jo Campbell, ένα τρίχρονο κοριτσάκι μ’ ένα λευκό φουστανάκι να περπατά με τη μητέρα του. Χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, προσφέρει 100 $ στη μητέρα για να τον αφήσει να φωτογραφήσει τη μικρή για το εξώφυλλο ενός δίσκου. Η μητέρα δέχεται. Έτσι κι αλλιώς το συγκρότημα δεν το ξέρει κανένας… Με όλα έτοιμα, το ντεμπούτο των Violent Femmes κυκλοφορεί στις 13 Απριλίου του 1983.
Θα ήταν ωραίο κλισέ να πούμε πως από εδώ και πέρα «τα υπόλοιπα είναι ιστορία», αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Το άλμπουμ είχε ελάχιστες μεταδόσεις από τα επαγγελματικά ραδιόφωνα και τον πρώτο χρόνο πήγε άπατο. Το ίδιο έγινε και με το “Gone daddy gone”, το μοναδικό σινγκλ που κυκλοφόρησε από τον δίσκο (με το φοβερό σόλο ξυλόφωνο). Ωστόσο, ο δίσκος μίλησε στην καρδιά των εφήβων μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο που λίγα άλμπουμ είχαν μιλήσει μέχρι τότε. Από στόμα σε στόμα και κυρίως από (αντιγραμμένη) κασέτα σε (αντιγραμμένη) κασέτα ξεκίνησε με έναν εντελώς υπόγειο τρόπο και πέρα από κάθε τυπική προώθηση και διαφήμιση, να μεταδίδεται σαν ιός στους φοιτητές και στις φοιτήτριες και να παίζεται στα κολεγιακά ραδιόφωνα. Αργά αλλά σταθερά, χρόνο με το χρόνο, άρχισε να πουλάει δεκάδες και στη συνέχεια εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Έτσι, το 1987 έγινε χρυσός στις ΗΠΑ με 500.000 αντίτυπα και το 1991 ξεπέρασε το 1.000.000 αντίτυπα και έγινε πλατινένιος. Μάλιστα, οι Violent Femmes το κατάφεραν αυτό χωρίς να εισέλθουν στο Τοπ 200 των άλμπουμ! (Αμφιβάλω αν υπάρχουν άλλοι δίσκοι με αυτό το ιδιότυπο ρεκόρ.) Λίγους μήνες αργότερα ο δίσκος, μετά βίας, κατάφερε να φτάσει τη θέση 171, την υψηλότερη που έχει φτάσει μέχρι σήμερα, παρόλο που έχει ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια πωλήσεις στις ΗΠΑ.
Οι Violent Femmes συνέχισαν να γράφουν καλά τραγούδια, χωρίς όμως κάποιο από τα επόμενα άλμπουμ τους να έχει αυτήν την απήχηση. Ωστόσο, η ουσία δεν βρίσκεται στους αριθμούς (αν και αυτοί δείχνουν κάτι), αλλά στο πώς ένας δίσκος που δεν κατηγοριοποιούνταν σε κάποιο συγκεκριμένο είδος και τρεις καλλιτέχνες εντελώς έξω από τα ροκ στερεότυπα (ούτε χίπικα, ούτε μαύρα, ούτε σκισμένα ρούχα, ούτε παραμάνες, ούτε χαρακτηριστικά μαλλιά, ούτε τίποτα) κατάφεραν ν’ αγγίξουν εκατομμύρια νεαρούς και νεαρές σε ολόκληρο τον κόσμο και να προσφέρουν δέκα τραγούδια που έγιναν το σάουντρακ των νεανικών μας χρόνων. Ίσως γιατί μίλησαν σε όσους ήταν θυμωμένοι, εύθραυστοι και αισθάνονταν ότι δεν ανήκαν κάπου. Ίσως, γιατί ακούγοντας αυτά τα δέκα τραγούδια είπαμε, «Έτσι ακριβώς νιώθω!».
Αφιερωμένο στη μνήμη της Ελένης, που βρισκόταν στο τρένο από Αθήνα για Θεσσαλονίκη το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου του 2023.
Πηγές