4ο Ametric Festival: Μια παρουσίαση

Ο Νικόλας Μαλεβίτσης μιλάει με Άννα-Μαρία Ράμμου, Σοφία Ζαφειρίου, Will Guthrie και με τους διοργανωτές του χανιώτικου φεστιβάλ πειραματικής μουσικής

Το Ametric θυμάμαι ότι έσκασε απότομα, εν μέσω πανδημίας και όλων των αλλαγών που έφερε αυτή. Την πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε είχα την αίσθηση ότι ήταν φάση που έγινε σαν ιδέα που έσκασε εκείνη τη στιγμή και θα τέλειωνε, όμως μετά από λίγους μήνες, σε κουβέντες με τον Μανώλη Παππά και τον Γιάννη Κοντανδρεόπουλο της Coherent States, κατάλαβα ότι σκέφτονταν να το προχωρήσουν περισσότερο παρέα με τον Τάσσο Γραμματικό της OCD που το ξεκίνησαν και να το εξελίξουν ως φεστιβάλ. Έως σήμερα διάφορα ονόματα έχουν παίξει στο φεστιβάλ όπως οι Zoviet France, Gael Segalen, Kassel Jaeger, Christina Vantzou, για να αναφέρω κάποιους από το εξωτερικό, αλλά έχει δώσει βήμα και σε αρκετούς εγχώριους μουσικούς επίσης να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, ενώ με τον τρόπο που εξελίσσεται δείχνει ότι εξελίσσεται σε ένα τρομερό ετήσιο φεστιβάλ πειραματικής μουσικής. Η κάτωθι συνέντευξη έγινε με αφορμή το επερχόμενο Ametric που θα λάβει χώρα από τις 12 έως τις 14 Σεπτεμβρίου στα Χανιά.

Περισσότερες πληροφορίες για το φεστιβάλ μπορείτε να βρείτε εδώ.

Στις ερωτήσεις για την ομάδα του Ametric απαντούν παρακάτω ο Τάσος Γραμματικός (Τ) και ο Μανώλης Παππάς (Μ)

Πως ξεκίνησε η ιδέα του Αmetric;

(Τ) Η ιδέα ξεκίνησε το 2021 εν μέσω πανδημίας. Είχε μόλις τελειώσει ο κύκλος μου στο RIDE, με μετακλήσεις αρκετών σημαντικών εκπροσώπων της πειραματικής σκηνής, οπότε το Ametric ουσιαστικά ήρθε σαν φυσική συνέχεια. Υπήρχε άλλωστε από καιρό μέσα μου η επιθυμία να γίνει ένα site specific Φεστιβάλ στην μικρή Πλατεία του Προμαχώνα San Salvatore. Έτσι πραγματοποιήθηκε με τους γνωστούς περιορισμούς, λόγω covid και πολύ μικρή προσέλευση το πρώτο Ametric Festival. O Francois J. Bonnet (Kassel Jaeger), η Christina Vantzou και ο John Also Bennet ταξίδεψαν στην Ελλάδα για να μοιραστούν τη σκηνή με τη Μαρία Παπαδομανωλάκη (Dalot), τον Αναστάσιο Κοκκινίδη (EMDY), τον Γιάννη Παπαδάκη (Olla Via) και τον Άρη Στάθη (ΦΛΕ.ΚΑ).

Δεν φοβηθήκατε ότι η επιλογή πόλης και ίσως και η εποχή που διεξάγεται, συνήθως δηλαδή γύρω στα μέσα Σεπτέμβρη, ίσως αποθαρρύνουν άλλο κόσμο που θα ήθελε να ταξιδέψει να το παρακολουθήσει; Από την άλλη κατανοώ ότι η έδρα της OCD τουλάχιστο είναι τα Χανιά οπότε δικαιολογείται. Η Coherent States πώς εμπλέκεται στην όλη παραγωγή;

(Τ) Όπως λέω και σε φίλους για τα Χανιά: September is the new August. Έχουμε την ευχή και κατάρα τα Χανιά να είναι ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς προορισμούς της Ελλάδας, με αρκετά πιο διευρυμένη τουριστική περίοδο σε σχέση με άλλα νησιά. Αυτό λειτουργεί θετικά στην δεξαμενή potential υποστηρικτών του Ametric, αλλά ταυτόχρονα κάνει το κόστος της διαμονής και των πτήσεων κάπως υψηλότερο.

(Μ) Το πρώτο Ametric Festival πραγματοποιήθηκε στα Χανιά στην πιο δύσκολη δυνατή συγκυρία, οπότε νομίζω πως όλοι οι βάσιμοι και λογικοί “φόβοι” που αναφέρεις σταμάτησαν κατά μια έννοια να έχουν πρωτεύοντα ρόλο στις σκέψεις που ακολούθησαν κατά τα επόμενα χρόνια. Το festival έχει ένα συγκεκριμένο concept που αποτελεί την βάση του, ο χώρος και ο χρόνος είναι εξαιρετικής σημασίας για τη διεξαγωγή του. Η έδρα του OCD Project είναι στην πόλη και η Coherent States εμπλέκεται ως συμπαραγωγός του festival, οπότε οι δύο αυτές οντότητες ορίζουν την ενιαία οντότητα Ametric.

Τι προβλήματα έχετε αντιμετωπίσει και αντιμετωπίζετε με τη διοργάνωση; Σίγουρα η αρχή θα ήταν δύσκολη καθώς ακόμα έβγαινε ο πλανήτης από την παράλυση του κορονοϊού. Αλλά σχετικά με το χώρο διεξαγωγής, ημερομηνίες, κ.α. αντιμετωπίζετε προβλήματα; Άδειες, κλπ με δήμους, νομαρχίες, κ.ά.;

(Τ) Εγώ σαν βασικό πρόβλημα βλέπω το αυξημένο κόστος μιας παραγωγής εκτός Αθηνών στην καρδιά της τουριστικής περιόδου. Απαιτείται μεγάλη οργάνωση τόσο σε θέματα backline (που ίσως δεν είναι διαθέσιμο στην Κρήτη), όσο και σε έγκαιρο κλείσιμο πτήσεων/διαμονής.

(Μ) Δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόβλημα διοργάνωσης ακριβώς, αλλά το festival έπεσε θύμα απάτης από τον Danilo Pellegrinelli, booking agent του Geir Jenssen (Biosphere), ο οποίος επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του Biosphere στο festival χωρίς να ενημερώσει ποτέ τον ίδιο, και εξαφανίστηκε με το ποσό της προκαταβολής. Ο ίδιος ο Geir Jenssen μας το αποκάλυψε όταν έμαθε από την ανακοίνωση του lineup το γεγονός πως θα εμφανιζόταν στο festival! Υπήρξε πολύ υποστηρικτικός και έκανε ανάλογη τοποθέτηση στα social media. Το θέμα έχει πάρει τη νομική οδό. Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ουδείς από μας είχε την όρεξη να ανακαλύψει κάτι τέτοιο την επόμενη της ανακοίνωσης του προγράμματος. Όπως καταλαβαίνεις, οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα έχει παρουσιαστεί φαντάζει (πλέον) ιδιαιτέρως μικρό.

Πώς αποφασίζετε τα line up κάθε φεστιβάλ; Υπάρχουν συγκεκριμένες ιδέες και προσπαθείτε να τις υλοποιήσετε κάθε χρονιά πέρα από τη διαθεσιμότητα των εκάστοτε καλλιτεχνών;

(Μ) Στο μυαλό μας υπάρχει μια γραμμή που ενώνει κάπως όλα τα acts που εμφανίζονται. Αυτή η γραμμή μπορεί να μην είναι ευθεία και επιπλέον μπορεί οι συνδέσεις να μην είναι εμφανείς με την πρώτη ματιά. Υπάρχει μεγάλη συζήτηση και brainstorming γύρω από το concept και αισθανόμαστε πολύ χαρούμενοι που μέχρι τώρα η όλη διαδικασία λειτουργεί. Για να απαντήσω στην ερώτηση, κάποιες ιδέες προϋπήρχαν του Ametric, οι περισσότερες όμως αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται μέσω της διάδρασης και με γνώμονα αυτό που θέλουμε να είναι το festival στο κεφάλι μας. Οι διαθεσιμότητες σαφώς και είναι παράγοντας της εξίσωσης, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Ένα κάπως πιο προσωπικό σημείο για εμένα είναι όταν το Ametric φιλοξενεί καλλιτέχνες με τους οποίους -ως Coherent States- έχουμε είτε δισκογραφική συνεργασία είτε κάποιο επερχόμενο δισκογραφικό πλάνο. Για παράδειγμα, στο φετινό lineup υπάρχει η Marijn Verbiesen (Red Brut) και ο Will Guthrie. Μέσα στο 2024 θα κυκλοφορήσουμε (σε συμπαραγωγή με την ολλανδική Dead Mind Records και τη γερμανική Econore) το τρίτο album της Red Brut σε μορφή βινυλίου, ενώ ετοιμάζεται μια νέα κυκλοφορία του Will Guthrie σε κασσέτα. Είμαι κάπως διπλά χαρούμενος όταν συμβαίνει αυτό, όταν δηλαδή η συνεργασία ξεπερνάει το στάδιο του one off και εξελίσσεται σε κάτι κάπως μεγαλύτερο στα μάτια μου.

(Τ) Συμπληρώνοντας τα όσα είπε ο Μανώλης, ουσιαστικά ακροβατούμε μεταξύ acts τα οποία θα θέλαμε προσωπικά να ακούσουμε στην συγκεκριμένη συνθήκη και acts τα οποία θεωρούμε πως έχουν ένα σχετικό engagement. Η τομή των 2 υποσυνόλων συνήθως είναι το υποψήφιο lineup. Κατόπιν κοιτάμε ποια μουσικά σχήματα είναι μέσα στο budget που ορίζουμε κάθε χρόνο και έτσι προκύπτει η τελική μορφή του Ametric. Στα του φετινού lineup, είμαι πολύ χαρούμενος που θα δω live τον δημιουργό της αλγοριθμικής rave σκηνής Mark Fell σε proper PA και σε ταιριαστό venue. Ιδιαίτερη σημασία για μένα, έχει και η προσθήκη μια μέρας αφιερωμένης στην κρητική δημιουργία. Σε αυτήν συμμετέχουν οι Σοφία Σαρρή, ο Χρήστος Γαρμπιδάκης -με το alias Dergar- και το duo Media Luna (Δημήτρης Μπαρνιάς – Φωτεινή Κόκκαλη)

Υπάρχουν και παράλληλες δραστηριότητες που τρέχουν στην πόλη στα πλαίσια του φεστιβάλ ή είναι κάτι που δεν έχετε δοκιμάσει ακόμα, αλλά το σκέφτεστε για το μέλλον; Ακόμα ίσως και εκδόσεις αναφορικά μόνο με το φεστιβάλ πριν (για την οικονομική υποστήριξη του) ή κατά τη διάρκεια ως 'αναμνηστικά' του;
(Μ) Υπάρχουν! Πέρσι για παράδειγμα το Ametric φιλοξένησε την έκθεση για τα 30 χρόνια των Αργεντίνων Reynols, μια από τις αγαπημένες μου στιγμές του festival. Ανάλογες παράλληλες δράσεις προγραμματίζονται και για φέτος. Έχουμε δεκάδες ιδέες για τις εκδόσεις που αναφέρεις. Η προσωπική μου αγαπημένη θα ήταν κάθε version του festival να συνοδεύεται και από μια μουσική κυκλοφορία σε φυσική μορφή, αποκλειστικά διαθέσιμη τις ημέρες διεξαγωγής του. Ένας συγκεντρωτικός κατάλογος με συνεισφορά των καλλιτεχνών. Ένα Ametric fanzine που θα μπορούσε να βρει κανείς σε πιο κρυμμένα σημεία του Ενετικού Κάστρου των Χανίων. Μπορώ να συνεχίσω για πολλή ώρα, οπότε θα σταματήσω. Πέρσι φτιάξαμε μερικά όμορφα t-shirts, να ένα απτό “αναμνηστικό”. Θα φτιάξουμε και φέτος!

(Τ) Προσωπικά θα μου άρεσε πολύ η ιδέα της διεξαγωγής workshops με στόχο την διάδραση των μουσικών που συμμετέχουν στο Ametric με την τοπική καλλιτεχνική, και όχι μόνο, κοινότητα. Επίσης, θα έβλεπα το αποτέλεσμα αυτής της διάδρασης να καταλήγει σε κάποιο release από Coherent States από κοινού με Ocd Project.

Εκτός το μεράκι και την τρέλα, βασικό θέμα και η βιωσιμότητα του, πως έχουν πάει τα προηγούμενα φεστιβάλ; Υπήρχε ανταπόκριση από το κοινό και προσέλευση (και δεν αναφέρομαι στους 5-10 τρελαμένους ανά τη χώρα που θα κατέβουν ένα Σαββατοκύριακο σε μία πόλη να δουν ένα φεστιβάλ αλλά στους κατοίκους των Χανίων).

(Τ) Μιλώντας με αριθμούς στο πρώτο Ametric βρέθηκαν 15 άτομα και στο τελευταίο περίπου 150. Ελπίζουμε και στο φετινό να ακολουθήσουμε την ανοδική τάση από χρονιά σε χρονιά που έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα.

(Μ) Έχω μεγάλη συμπάθεια για τους ανθρώπους που ανεξαρτήτως συνθηκών θα κάνουν τα πάντα για να βρεθούν σε μια πόλη στην άλλη άκρη της Ελλάδας για να παρακολουθήσουν κάτι που βρίσκουν ενδιαφέρον. Ακόμα και αν είναι 5-10 (όντως τόσοι ήταν στην αρχή!), κάνουν τη διαφορά, είναι ο πυρήνας της απεύθυνσης. Κάθε χρόνο ο αριθμός αυτός μεγαλώνει. Ο κόσμος της πόλης έχει αγκαλιάσει την προσπάθεια. Πέρυσι μιλήσαμε με αρκετούς ανθρώπους από το εξωτερικό που επέλεξαν να επισκεφθούν την Κρήτη λόγω του Ametric. Φέτος λαμβάνω τόσα μηνύματα που πιστεύω πως θα είναι αρκετά περισσότεροι.

Όσον αφορά τη σύμπραξη τόσο της OCD και της Coherent States τι προβλήματα αντιμετωπίζετε με αυτή τη συνεργασία; Σίγουρα η απορία μου είναι κατά πόσο το mail order της OCD όσον αφορά τους δίσκους είναι βιώσιμο βγάζοντας τα έξοδα του ή έχει να κάνει περισσότερο με μεράκι από το οποίο ισορροπούν ενίοτε τα οικονομικά και το ένα σκέλος της εταιρείας καλύπτει την όποια οικονομική αβαρία του άλλου; Από την πλευρά της Coherent States που, ας μου επιτραπεί, κινείται σε πιο D.I.Y. μονοπάτια, τι είδους προβλήματα μπορεί να προκύπτουν;
(Μ) Τόσο η Coherent States και το OCD Project, όσο και το Ametric το ίδιο, εδώ που τα λέμε, είναι παράπλευρες δραστηριότητες τριών ανθρώπων με κανονικές δουλειές και την ανάλογη καθημερινότητα που αυτές επιφέρουν. Δεν θα γινόταν να επιτευχθεί κανενός είδους συνεργασία, αν η οποιαδήποτε σύμπραξη είχε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε επιπλέον δομικά προβλήματα.

(Τ) Το OCD project είναι η κλασσική περίπτωση turn your passion into a full time(?) job. Συνδυάζει την αγάπη μου για την craft μπίρα και την πειραματική μουσική. Για να σου δώσω και inside πληροφορία η μπίρα πληρώνει τους λογαριασμούς περισσότερο από το mail order. To Ametric σίγουρα δεν έχει βιοποριστικούς σκοπούς και δεν ξέρω αν θα το συνέχιζα, αν δεν έμπαιναν στην εξίσωση ο Μανώλης και ο Γιάννης από Coherent States. Με βάση την συνεργασία μας αυτή χτίστηκε μια φιλική σχέση για την οποία είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος.

Θα θέλατε να μου δώσετε μερικές πληροφορίες για το επερχόμενο Ametric; Τι να περιμένουμε από ονόματα και σε ποιο χώρο των Χανίων θα διεξαχθεί; Υπάρχουν παράλληλες δραστηριότητες που θα διεξαχθούν ή όχι;
(Μ+Τ) Το Ametric Festival 2024, όπως κάθε χρόνο θα διεξαχθεί στον Προμαχώνα San Salvatore στα Χανιά. Είναι ένας κυκλικός χώρος (μέρος ενός πύργου) εντός των οχυρώσεων του Ενετικού Κάστρου των Χανίων. Φέτος το festival θα είναι για πρώτη φορά τριήμερο (από διήμερο που ήταν τα προηγούμενα έτη) και θα φιλοξενήσει εμφανίσεις των Rafael Anton Irisarri, Mark Fell, Will Guthrie, Red Brut, Σοφία Σαρρή, Άννα Μαρία Ράμμου, Σοφία Ζαφειρίου, Dergar (Χρήστος Γαρμπιδάκης) και το νεοσύστατο duo Media Luna (Δημήτρης Μπαρνιάς – Φωτεινή Κόκκαλη) που θα κάνει το live ντεμπούτο του στο Ametric. Είμαστε παραπάνω από ενθουσιασμένοι με το φετινό lineup. Παράλληλες δράσεις θα υπάρχουν και θα ανακοινωθούν τον αμέσως επόμενο καιρό.

Άννα-Μαρία Ράμμου

Το όνομα της 'Αννας Μαρίας Ράμμου το πρόσεξα για πρώτη φορά πριν από μερικά χρόνια όταν αναφέρθηκε σε κάποιες συναυλίες στην Αθήνα. Λόγω διάφορων προβλημάτων εκείνης της εποχής δυστυχώς δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω περισσότερο τη δουλειά της εκτός από αναφορές και αναρτήσεις στα social. Και την πρόσεξα πολύ περισσότερο με το πανέμορφο "Easter A" κασσέτα που κυκλοφόρησε στη Γαλλική Vice de Forme.

Η κάτωθι συνέντευξη έγινε με αφορμή τη συναυλία της στο επερχόμενο Ametric.

Μπορείτε να ανακαλύψετε τη δουλειά της στην ιστοσελίδα της και στο bandcamp.

Έχω διαβάσει σε αναφορές και σε μια συνέντευξη σου στο Strummer radio ότι ήσουν 10 χρόνια στο εξωτερικό. Θα ήθελες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για τις εντυπώσεις σου από τη ζωή έξω και, κυρίως, κατά πόσο σε βοήθησε στην προσωπική σου εξέλιξη, ιδίως όσον αφορά το καλλιτεχνικό κομμάτι;

Για την ακρίβεια βρισκόμουν 10 χρόνια εκτός Αθήνας, γιατί μέσα σε αυτά τα χρόνια έκανα και μια στάση στη Μυτιλήνη. Εκεί ήταν που έγινε η αλλαγή που θα έφερνε την “προσωπική μου εξέλιξη”. Σε ένα νησί που η καθημερινότητα είναι πανέμορφη, υπάρχει ηρεμία και περικλείεσαι από την ομορφιά της φύσης. Μέχρι που το μεγάλο κύμα προσφύγων άρχισε να καταφθάνει και εκεί αναθεωρήσαμε πολλοί ό,τι είχαμε ως τότε δεδομένο. Γενικά κάθε πόλη που έχω ζήσει έχει συνεισφέρει σε αυτό που είμαι σήμερα, σε ό,τι δημιουργώ. Ωστόσο η παραμονή μου στο Λονδίνο και η εργασία μου σε κατάστημα δίσκων βινυλίου είναι αυτή που με έφερε σε επαφή με έναν όγκο πληροφοριών, ακουσμάτων και τρόπων ζωής και δημιουργίας που με ξεμπλόκαρε και με πήγε παρακάτω δημιουργικά. Βρέθηκα σε μια πόλη που το να είσαι καλλιτέχνης δεν ήταν ντροπή, αλλά τρόπος ζωής και μάλιστα βιώσιμος. Σίγουρα με τις δυσκολίες μιας μεγαλούπολης και χωρίς να έχω αυταπάτες ότι κάποιος θα ζούσε από τη μουσική δημιουργία αυτή καθεαυτή. Άκουσα πολλή μουσική, έκανα μεγάλες συζητήσεις με τους συναδέλφους μου, πήρα βοήθεια σε τεχνικά ζητήματα κι είχα την πολυτέλεια να πειραματιστώ και να ονειρευτώ.

Πώς αποφάσισες να αρχίσεις να δημιουργείς τα δικά σου ηχοτοπία; Και τι μεθόδους χρησιμοποιείς για τα κομμάτια σου; Field recordings και ηλεκτρονικά ή και άλλα μέσα;

Ξεκίνησα με την ηλεκτρική μου κιθάρα και μερικά πεταλάκια. Προσπαθούσα να την κάνω να ακούγεται αγνώριστη γιατί είχα βαρεθεί να παίζω συμβατικά. Έπειτα ήθελα να πω πιο ολοκληρωμένες ιστορίες και πήρα το λάπτοπ και έφτιαξα ηχοτόπια. Είχα στο μυαλό μου το μοντάζ και τις κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες παραμένουν η μεγάλη μου αγάπη. Μετά θέλησα να εξελίξω τον ήχο μου και αναζητώντας πιθανές πηγές στράφηκα εκεί έξω. Υπάρχει πληθώρα ήχων γύρω μας και μέσα στον θόρυβο κρύβεται τόση πληροφορία. Κατά τη γνώμη μου σε ένα noise κομμάτι μπορείς να αλιεύσεις όλα τα συναισθήματα που θες να νιώσεις. Έτσι άρχισα να ηχογραφώ ό,τι μου τραβούσε την προσοχή. Στον πυρήνα της δημιουργίας μου παραμένει η επεξεργασία του σήματος. Είτε αυτό έρχεται από μία κιθάρα είτε είναι μια ηχογράφηση περιβάλλοντος είτε είναι ένα συνθεσάιζερ. Χρησιμοποιώ από diy synths και διάφορα αντικείμενα με contact mics μέχρι semi modular synths, field recordings, πετάλια κιθάρας, κάποια patches από Max MSP και Pure Data. Λίγο από όλα κι ανάλογα την περίοδο που διανύω. Τώρα παίζω περισσότερο με hardware κυρίως λόγω της αμεσότητάς τους.

Είναι σημαντική για εσένα η σχέση εικόνας και ήχου ή όχι; Ρωτάω γιατί τα λίγα μικρά βίντεο που έχεις στο site σου μ' άρεσαν πολύ, ιδίως το ‘Plusion’ και το ‘In Between Space’. Ήταν μουσική που ταιριάζει απόλυτα με την εικόνα. Έχεις σκεφτεί να δουλέψεις περισσότερο σε μουσική και ήχους για soundtarck;

Σε ευχαριστώ πολύ. Έτσι ξεκίνησα άλλωστε, με το να κάνω μουσική για μικρά βιντεάκια. Όπως ανέφερα ο κινηματογράφος είναι μεγάλη μου αγάπη. Η σύζευξη ήχου και εικόνας με απασχολεί και σε θεωρητικό επίπεδο (αγαπημένος ο Michel Chion). Η συνεργασία μου στο Λονδίνο με τον Casavecchia για το Pulsion ήταν μια υπέροχη εμπειρία καθότι μοιραζόμασταν μια κοινή αισθητική και λειτούργησε πολύ ωραία η minimal μουσική που του έστειλα για την ταινία του. Εδώ, στην Αθήνα, έχω δώσει μουσική μου σε κάποιους καλλιτέχνες, είτε για visual art ή για performance, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο να βρεις τους κατάλληλους συνεργάτες και τις κατάλληλες συνθήκες.

Τι προτιμάς περισσότερο, να δουλεύεις στο στούντιο ή να γυρνάς παίζοντας ζωντανά; Αν και είναι διαφορετικό συναίσθημα, πόσο μάλλον ότι παίζοντας ζωντανά σου δίνει την επαφή με τον κόσμο, ιδίως αν είσαι και σε άλλη πόλη ή χώρα, και την επαφή με άλλο περιβάλλον. Είπα να ρωτήσω από τη μία βλέποντας τις αναρτήσεις από τα live στο Instant Chavires και Cave 12, αλλά και ακούγοντας το ‘Easter A’ πρόσφατα που μου άρεσε πολύ σαν κυκλοφορία ηχητικά, τολμώ να πω σε σχέση με τις άλλες δύο που έχεις ανεβασμένες (φευ δεν έχω ακούσει περισσότερες δουλειές σου).

Είναι αλήθεια ότι είναι δύο πολύ διαφορετικές διαδικασίες. Ξεκίνησα κάνοντας πιο εγκεφαλικές δημιουργίες, κι ενίοτε εννοιολογικές. Την τελευταία χρονιά αυτό άλλαξε και η διαδικασία μου περιλαμβάνει κυρίως αυτοσχεδιασμό. Το Easter-a ήταν η γέφυρα των δύο αυτών διαδικασιών. Ηχογράφησα στο στούντιό μου ώρες πειραματισμού με αυτοσχέδια synths / αντικείμενα, και έπειτα δημιούργησα τα κομμάτια με τη νηφαλιότητα που έχω όταν βρίσκομαι μπροστά στο λάπτοπ. Η επόμενη μου κυκλοφορία θα είναι μουσική από τα φετινά μου live και θα αποπνέει αυτή την αίσθηση του ζωντανού κι απρόβλεπτου. Τώρα θα ξεκινήσω να δουλεύω πάλι πιο εγκεφαλικά, αφού ξέθαψα διάφορες ηχογραφήσεις που θέλω να εξελίξω στο στούντιο. Οπότε για να απαντήσω στο τι προτιμώ, θα πω ότι προτιμώ το αποτέλεσμα του στούντιο αλλά τη διαδικασία του ζωντανού, και για να με ανταμείψει το αποτέλεσμα του ζωντανού, μετά ως ηχογράφηση, πρέπει να διατηρεί την ατμόσφαιρα που είχε τη στιγμή που παρουσιάστηκε.

Θα ήθελες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για το σετ που θα δούμε στο Ametric;

Το σετ στα Χανιά θα έχει σίγουρα στοιχεία από τα φετινά μου live, δηλαδή μια μίξη trippy drone, noise και percussion. Όμως θα είναι προσαρμοσμένο στον εν λόγω χώρο καθώς πάντα προσαρμόζω τα σετ μου ανάλογα με το πού παρουσιάζω. Δεν σου κρύβω ότι είμαι ενθουσιασμένη που θα βρίσκομαι σε ένα μέρος όπως τα Ενετικά τείχη. Θα ήθελα λοιπόν να δημιουργήσω μια κατάσταση μέθεξης μεταξύ του κοινού και του χώρου μέσω της μουσικής μου. Θα δείξει.

Σοφία Ζαφειρίου

Το όνομα της Σοφίας Ζαφειρίου επίσης το πρόσεξα πριν απο λίγα χρόνια χάρη στα social media, περισσότερο στο Insta και αναφορές σε συναυλίες της, επίσης βλέποντας και πρόσφατα δείγματα της δουλειάς της. Αν μη τι άλλο, μιλώντας για τη Βόρεια Ελλάδα που ζω, μου άρεσαν πολύ οι φωτογραφίες και τα ελάχιστα βίντεο από τα αποκριάτικα δρώμενα στη Νάουσα. Με αφορμή αυτά τα λίγα ψήγματα δουλειάς της έγινε η κάτωθι συνέντευξη για το επερχόμενο Ametric.

Πως θέλησες να φτιάξεις τη δική σου μουσική; Προέκυψε από επιρροές που είχες ή ξαφνικά;

Προέκυψε από υλικά ονείρων και αυτοσχεδιασμών, που με έφεραν κοντά στην πειραματική μουσική μάλλον αναπάντεχα. Μια κινητήριος δύναμη σίγουρα ήταν και είναι το να φτιάχνουμε τεχνολογία πέρα από το φάσμα του χρηστικού. Μετά από αυτό όμως, οι άνθρωποι που άκουσα με επηρέασαν περισσότερα από όλα, και όλες οι ζωντανές μουσικές τους.  

Έχει παίξει ρόλο στις επιρροές και στον τρόπο σκέψης και δουλειάς σου η καταγωγή σου; Αναφέρομαι περισσότερο σε καταβολές εθίμων όπως τα αποκριάτικα με Γενίτσαρους και Μπούλες ή όλη η παράδοση με τα χάλκινα στη Βόρεια Ελλάδα;

Μεγάλωσα στη Νάουσα, οπότε τα έθιμα αυτά και οι παραδόσεις, για μένα είναι βιωμένοι ρυθμοί, καταστάσεις, άνθρωποι, γειτονιές. Ηχογραφώ εδώ και μερικά χρόνια κατά την περίοδο της Αποκριάς στην πόλη, περισσότερο σαν ένα συνωμοτικό ρευστό συλλογικό αρχείο. Ένα χαρακτηριστικό νομίζω που με έχει επηρεάσει ιδιαίτερα, είναι ότι οι καταστάσεις αυτές καθ’ ομολογία γίνονται, έστω κι αν κουβαλάνε ένα τεράστιο και πολύ παλιό συνονθύλευμα από μύθους και φανφάρες (sic), και μάλιστα σε έναν χώρο δημόσιο, αυτοσχεδιαστικό, εφήμερο, συλλογικό και φαντασιακό. Η διαπεραστικότητα επίσης πολλών οργάνων, με τα drones ψηλών συχνοτήτων, αλλά και το συναίσθημα που παραδεχόμαστε για αυτές, νομίζω βρίσκουν κάποιες φορές το δρόμο τους στα set μου.

Από τα διάφορα project με τα οποία έχεις ασχοληθεί αποκομίζω την εντύπωση ότι σε ενδιαφέρει επίσης η διαπολιτισμικότητα και τα σημεία εκείνα που συναντώνται πολιτισμοί είτε γεωγραφικά είτε πολιτιστικά.

Η διαπολιτισμικότητα αρχικά είναι ευρωπαϊκή, δυτική έννοια, που εμφανίστηκε “από τα πάνω” και διόλου ουδέτερη. Τώρα, η γεωγραφία ή η αναπαράσταση γενικότερα αυτών των σημείων συνάντησης εμπεριέχει υποκειμενικότητες, αφηγήσεις, μυθοπλασίες αλλά και αποικιοκρατικά ψήγματα.

Δεν είμαστε δηλαδή κάποια διακριτά σημεία στο χάρτη, αλλά κινητοί αστερισμοί θέσεων, κατακερματισμένων τοποθεσιών και εκτοπισμένων χαρτών. Και ίσως κάποιες φορές το να ακούσουμε γύρω μας, μπορεί να σημαίνει να αναζητήσουμε στιγμές οικειότητας, σημεία σύνδεσης, ή απαρχές αλληλεγγύης. Οι ενισχυτές, οι σιωπές, οι μίκτες, τα faders και οι επαναλήψεις ίσως συνιστούν δηλαδή στοιχεία ποιητικά ή ταραχοποιά, για να δημιουργήσουμε χώρους για να μοιραζόμαστε ό,τι μας λείπει.

Θα ήθελες να μου δώσεις λίγες περισσότερες πληροφορίες για τη δουλειά σου ως τώρα; Και τις ιδέες / project που δουλεύεις αυτή την εποχή;

Αυτή τη στιγμή, μόλις έχω γυρίσει από ένα residency στη Γαλλία, όπου φιλοξενήθηκα στο APO33, ένα διαθεματικό δημιουργικό και τεχνολογικό εργαστήριο που είναι ενεργό σχεδόν 20 χρόνια στην πόλη της Nantes. Στα πλαίσια του προγράμματος Toolkit of Care, με απασχόλησε ερευνητικά η έννοια στη σκήνωσης κι έτσι έφτιαξα μια μεγάλη πολυκαναλική ηχητική εγκατάσταση με χοντρό καλώδιο ρεύματος, στην οποία το κοινό εισέρχεται και δημιουργεί ένα χώρο ακρόασης. Το ηχητικό υλικό είναι ένα δικό μου συνονθύλευμα από υψηλές συχνότητες, κουρδίσματα της ανατολικής Μεσογείου, ηχογραφήσεις πεδίου, αλλά και ηχογραφήσεις με το γλυπτό που λειτουργεί και ως κεραία λήψης πολύ χαμηλών συχνοτήτων. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι το τέλος του Αυγούστου, αν τυχόν βρεθεί κανείς εκεί.

Τι θα είχες να πεις για το σετ που θα δούμε στο Ametric;

Το καινούργιο μου υλικό είναι κάποιες ηλεκτρομαγνητικές ηχογραφήσεις που έκανα με αυτή τη μεγάλη στοιχειοκεραία που έφτιαξα στη Γαλλία. Είμαι ενθουσιασμένη για το Ametric, που ανοίγω τη μέρα που εμφανίζονται ο Will Guthrie και ο Mark Fell, αλλά και για το τοπίο του Σαν Σαλβατόρε όπου θα παίξουμε.

Will Guthrie

To όνομα του Will Guthrie το ανακάλυψα πριν από περίπου μια εικοσαετία, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες κυκλοφορίες της εταιρείας του Antboy Music σόλο ή σε συνεργασίες και άρχισε να κάνει αίσθηση το παίξιμο του. Εκείνη η δεκαετία θα πέρναγε με διάφορες συνεργασίες, περιοδείες και συναυλίες (προσωπικά πάντοτε θα τον ευχαριστώ για το καταπληκτικό Cinabri, συνεργασία του με τον Ferran Fages, που μου πρότειναν και έξέδωσα στο newsletter μου Αbsurd το 2004). Κατά την άποψή μου, η εξέλιξη του ήχου του θα ερχόταν τη δεκαετία που έφυγε, όταν άρχισε να συνεργάζεται με μουσικούς όπως οι Clayton Thomas και ο Jean Luc Guionnet, δημιουργώντας το καταπληκτικό τρίο των The Ames Room, και κυκλοφόρησε τα δύο καταπληκτικά σόλο άλμπουμ του People Pleaser.

Με αφορμή λοιπόν την εμφάνιση του στο τέταρτο Ametric κάνω μια προσπάθεια χαρτογράφησης των βασικών του project αλλά και κουβέντα για την προσωπική του δουλειά.

Μπορείτε να ακούσετε δουλειές του (το προτείνω ανεπιφύλακτα) εδώ.

Ήταν το "People Pleaser" που μου έδωσε την εντύπωση μετά την κυκλοφορία σου ότι υπάρχει μια αλλαγή στον ήχο σου. Μια μεγάλη αλλαγή, επίτρεψέ μου να πω, τουλάχιστον όσον αφορά τις κυκλοφορίες σου. Δεν ήταν πλέον αυτοσχεδιασμός, ήταν ένα βήμα πέρα από αυτό, ένα πιο δημιουργικό μονοπάτι που είχες διαλέξει. Θα μ' ενδιέφερε επομένως αν θα μπορούσες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για τις επιρροές σου και τις μουσικές που προτιμάς ν' ακούς, καθώς, όσο περισσότερο ακούω τη μουσική σου, τόσο βλέπω τη μίξη διαφόρων μουσικών στυλ κάτι που δείχνει έναν τύπο που έχει ακούσει και ακούει αρκετά διαφορετική και ποικίλη μουσική

Πάντοτε άκουγα και έπαιζα διαφορετικά στυλ μουσικής. Προτού έρθω στην Ευρώπη, δούλευα ως μουσικός, δηλαδή έπαιζα ντραμς και έβγαζα το μεροκάματο μου παίζοντας διαφορετικά μουσικά είδη, περισσότερο τζαζ, αλλά ακόμα και με αφρικάνικες μπάντες, έπαιζα με μια ομάδα χορού φλαμένγκο εκτός των άλλων. Όταν ήρθα στην Ευρώπη, ήταν ευκολότερο να επικεντρωθώ στη μουσική μου, η οποία ήταν περισσότερο πειραματική και συχνά περιελάμβανε αυτοσχεδιασμό, μολοταύτα δεν σταμάτησα να παίζω ποτέ άλλα στυλ μουσικής και με πολλούς διαφορετικούς μουσικούς. Μου αρέσουν οι διαφορετικές μουσικές εμπειρίες και δεν θα ήθελα να ακολουθήσω κάποιο άλλο δρόμο.

Έτσι οι δύο δίσκοι του People Pleaser, ήταν μια προσπάθεια να φέρω αυτές τις διαφορετικές μουσικές εμπειρίες που προανάφερα στο στούντιο χρησιμοποιώντας κάτι που θα το έλεγες χιπ χοπ προσέγγιση στην ηλεκτροακουστική μουσική. Ήθελα να είναι ένα στυλ 'όλα επιτρέπονται', όπου μπορούσα να χρησιμοποιήσω το στούντιο και τη διαδικασία του editing για να 'παντρέψω' διάφορα είδη ηχογραφημένου ήχου (το δικό μου ήχο καθώς και σαμπλαρισμένους ήχους άλλων ανθρώπων), field recordings, ήχους που βρίσκεις τυχαία τριγύρω σου μιξαρισμένους με πιο 'μουσικά' στοιχεία παιγμένα από εμένα, ντραμς, κρουστά, πλήκτρα και άλλα όργανα.

Πώς αποφάσισες να μετακομίσεις στην Ευρώπη; Ήταν μια απόφαση της στιγμής ή κάτι που είχες για καιρό στον νου σου; Στο μυαλό μου, ως Αυστραλός που είσαι, θα φάνταζε πιο άνετη η λύση π.χ. της Βρετανίας. Πώς και αποφάσισες να πας να μείνεις στη Γαλλία;

Μετακόμισα στην Ευρώπη για να μπορώ να δουλεύω με τη δική μου μουσική και να επικεντρωθώ στη δική μου δουλειά, καθώς και να παίζω και σε project διάφορων άλλων ανθρώπων. Επίσης το να είσαι στην Ευρώπη σημαίνει ότι μπορείς να ταξιδεύεις και να παίζεις σχετικά πιο εύκολα σε τόσα πολλά διαφορετικά κράτη και να έρχεσαι σε επαφή με άλλους μουσικούς. Για την ακρίβεια ξεκίνησα τη διαδρομή μου στην Ευρώπη το 2003 από τη Βρετανία. Πήγα στο Λονδίνο γιατί ήθελα να σπουδάσω με τον Eddie Prevost των AMM. Αργότερα μετακόμισα στη Γαλλία για προσωπικούς λόγους και παρόλο που λατρεύω το Βερολίνο δεν θέλησα ποτέ να μείνω εκεί.

Κρίνοντας, τουλάχιστον, από τη μουσική που έχεις εκδώσει ως σήμερα, ένα από τα ενδιαφέροντα σου είναι και η μουσική με gamelan. Το λέω αυτό κρίνοντας από την κυκλοφορία σου αλλά και το project που ακολούθησε, Nist Nah. Θα ήθελες να μου δώσεις μερικές πληροφορίες για αυτή σου την ηχητική εξερεύνηση (τόσο για το project όσο και για την κυκλοφορία);

Έπαιζα με ένα gamelan γκρουπ στη Μελβούρνη στα μέσα των 90s όταν σπούδαζα μουσική. Παίζαμε σαν τα gamelan της Ιάβας, και επίσης έπαιζα ντραμς σε ένα κομμάτι που είχε γραφτεί για κρουστά και gamelan από έναν από τους φίλους μου και παράλληλα καθηγητές μου, τον Andrien Sherriff. Ερωτεύτηκα αυτόν τον ήχο από την πρώτη στιγμή και ήθελα να κάνω ένα project που να παίζει gamelan για αρκετό καιρό. Έχω βρεθεί δύο φορές στην Ινδονησία και τις δύο φορές ήταν απίστευτη εμπειρία. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά στυλ και προσεγγίσεις της μουσικής στην Ινδονησία και ήταν ένα τρομερό ταξίδι έμπνευσης και γνώσης ιδίως η μάθηση της μουσικής τους. Το 2019 είχα τη δυνατότητα να στήσω ένα μικρό γκρουπ που θέλησα να δημιουργήσω με κάποιους φίλους στην Ινδονησία αλλά όλα πήγαν στραβά στα πλάνα μας λόγω του κορωνοϊού. Έπειτα από αυτό δημιούργησα μια άλλη εκδοχή του γκρουπ και ξεκινήσαμε να παίζουμε το 2020 περισσότερο με Γάλλους μουσικούς, το οποίο εξελίχθηκε στο Ensemble Nist-Nah. Η μουσική που παίζουμε είναι επηρεασμένη, έχει πληροφορίες και έμπνευση από διάφορες μουσικές της Ινδονησίας, καθώς και από άλλες μουσικές από gong της Νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά δεν παίζουμε καθόλου παραδοσιακή μουσική, παίζουμε δικές μας αυθεντικές συνθέσεις για αυτά τα όργανα.

Η Antboy Music αποτέλεσε το όχημα που κυκλοφόρησες τις πρώιμες δουλειές σου έως περίπου το 2012 που βγήκε το καταπληκτικό 'Sticks, Stones and Breaking Bones', ίσως μιλώντας με σημερινή ματιά, την πιο αγαπημένη μου κυκλοφορία της εταιρείας. Χρωστάω την ανακάλυψη της εταιρείας στις αξέχαστες τρομερές κριτικές του Jerome Noetinger στους καταλόγους της Metamkine (mail order που έκλεισε πριν από περίπου μια δεκαετία και το στοκ του αγοράστηκε από άλλη εταιρεία τη γαλλική Sonoris και δημιουργήθηκε το mail order Cortical Art). Ήταν περισσότερο ένα όχημα που συνόδευε τα πρώτα σου βήματα, από κυκλοφορίες δικές σου, συνεργασίες, (επίτρεψέ μου να πω) και πειραματισμούς με άλλο κόσμο. Αλήθεια η εταιρεία σταμάτησε ή είχες κατά νου να συνεχίσει, αλλά απλά έμεινε ανενεργή καθώς προέκυψαν άλλες δραστηριότητες που τρώνε περισσότερο από το χρόνο σου;

Όντως η Antboy Music ξεκίνησε για να κυκλοφορήσει περισσότερο μουσική μου σε μια εποχή που κανένας δεν ήθελε να το κάνει! Έβγαλα περισσότερο δικές μου δουλειές αλλά και δουλειές από καλλιτέχνες που μου άρεσε η δουλειά τους όπως οι Ernie Althoff, Tim Pledger, Greg Kingston, Matt Earl και Adam Sussmann. Δεν σταμάτησα ποτέ επίσημα την Antboy, επομένως δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να επιστρέψει, αν παρουσιαστεί ξανά η ανάγκη να αρχίσω να κυκλοφορώ πάλι τη μουσική μου.

¨Ενας δίσκος που ακούω συνέχεια τελευταία είναι το Electric Rag Live στην Superpang!. Πρέπει να παραδεχθώ ότι είχα υποτιμήσει στην αρχή τη δουλειά σας όταν κυκλοφορήσατε το στούντιο LP σας, καθώς κυκλοφόρησε σε μια εποχή μαζί με διάφορες ακόμα κυκλοφορίες του Jean Luc Guionnett. Δεν το πρόσεξα τότε, αλλά, όταν άκουσα το live LP, κόλλησα με τους ήχους του. Είναι ένα project στο οποίο δουλεύετε και φιλοδοξείτε να το επεκτείνετε ή ήταν μια ιδέα που υλοποιήθηκε και ως ντοκουμέντο της έχουμε αυτούς τους δύο δίσκους που κυκλοφόρησαν;

Το ντουέτο δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας όργανο και ενισχυμένα ντραμς, θέλαμε να φτάξουμε ένα τελείως βρώμικο, άσχημο, σκουπιδοήχο, ένα είδος τραχιάς τζαζ με όργανο που να παίζει πάνω από ενισχυμένα ντραμς. Δεν κάνουμε αρκετές συναυλίες αυτή τη στιγμή αλλά το project ακόμα υπάρχει!

Πώς ήρθες σε επαφή με τον Jean Luc; Μιλώντας για τη συνεργασία σας ως Electric Rag φυσικά το ενδιαφέρον μου θα στραφεί σε ένα άλλο αγαπημένο μου σύνολο τους The Ames Room. Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το σύνολο; Μπορώ να σου πω ότι ακούω το πρόσφατο In Paris αρκετά αυτές τις ημέρες. Είναι μουσική που σε αγγίζει όταν την ακούς ή για να το θέσω καλύτερα, μουσική που μου αρέσει να ακούω σε ένα τζαζ/αυτοσχεδιαστικό φεστιβάλ. Είστε ακόμα ενεργοί ως γκρουπ; Τολμάω να ρωτήσω λόγω του χρονικού κενού από την προτελευταία κυκλοφορία σας μέχρι την έκδοση του ‘In Paris’.

Παίζω με το Jean Luc Guionnet για πολλά χρόνια και μας ενώνουν αρκετά κοινά ενδιαφέρονται οπότε είναι πάντα χαρά να παίζω μαζί του. Ξεκινήσαμε να παίζουμε ως τρίο με το Jerome Noetinger, και, μετά την αποχώρηση του, προχωρήσαμε ως τρίο με την προσθήκη του Clayton Thomas και αρχίσαμε να παίζουμε ως The Ames Room, με τους οποίους περιοδεύσαμε αρκετά και βγάλαμε και κάποιες κυκλοφορίες. Ξεκινήσαμε ως ένα, ας το πούμε, 'κλασσικό' σαξόφωνο, μπάσο, ντραμς σύνολο αλλά πολύ γρήγορα αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με το πως να ξεφύγουμε από αυτά τα δεδομένα μονοπάτια. Ξεκινήσαμε να παίζουμε με μικρές λούπες ως φράσεις που δεν έπεφταν η μια πάνω στην άλλη και νοιώθαμε ότι δημιουργούσαμε μια γλώσσα με αυτό το υλικό που ήταν κάτι το μοναδικό για το δικό μας τρίο. Θέλαμε να είναι ψυχρή, μη ρομαντική εκδοχή της free jazz. Το γκρουπ έριξε τις ταχύτητες του όταν ο Clayton μετακόμισε στο Σύδνεϋ αλλά ελπίζουμε να παίξουμε του χρόνου στο Βερολίνο και ίσως και να κάνουμε και μια περιοδεία του χρόνου εάν όλα πάνε καλά.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι μουσικοί που προτιμάς να συνεργάζεσαι εκτός από συνεργασίες που μπορεί να προκύψουν έκτακτα π.χ. από μια πρόταση ενός φεστιβάλ; Για μια εποχή έμοιαζες πολυάσχολος τόσο παίζοντας σόλο ή με γκρουπ αλλά και με διάφορες συνεργασίες. Αλλά εκτός από τις συνεργασίες, τα γκρουπ και τα σύνολα, έχεις και τη σόλο δουλειά σου. Όπως προανέφερα παρατηρώ μια τρομερή εξέλιξη στη σόλο δουλειά σου σε σύγκριση με παλιότερες κυκλοφορίες σου.

Δεν κάνω σποραδικές συνεργασίες πλέον. Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για αυτοσχεδιασμούς στη σκηνή και προτιμώ να επικεντρώνομαι σε project που δουλεύω με ανθρώπους που θέλω χρόνια να δουλέψω μαζί τους. Μου προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση. Η σόλο δουλειά πάντοτε εξακολουθεί να εξελίσσεται και συνεχίζω να προχωράω μουσικά (αν και μερικές φορές με αργά βήματα) με μουσικές ιδέες που θέλω να παίξω.

Αναρωτιέμαι τι να αναμένουμε από την εμφάνισή σου στο Ametric τον Σεπτέμβριο.

Ελπίζω κάτι το διαφορετικό!