Νέοι ορίζοντες μουσικού πολιτισμού: Απάτητες κορυφές της περιόδου 2010 - 2019
Η ECM κλείνει φέτος τα πενήντα της χρόνια, η δεκαετία μας οσονούπω κλείνει τα... δέκα, καλές αφορμές αμφότερες για την Ελένη Φουντή για μια κριτική ματιά προς τα πίσω
Μια φορά και έναν καιρό, το μακρινό 1969 στο Μόναχο, ο Manfred Eicher παρέα με τον Karl Egger και τον Manfred Scheffner ίδρυσαν μία από τις σπουδαιότερες δισκογραφικές εταιρείες του κόσμου. Ο Eicher δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με την παραγωγή τότε. Ένας οργανοπαίχτης της τζαζ ήταν με ένα όνειρο (το παραμύθι ακούγεται αίφνης ολίγον μελό, αλλά υπόσχομαι ότι υπάρχει plot twist).
Το όνειρο έγινε κάτι περισσότερο από πραγματικότητα φυσικά. Η ECM (Edition of Contemporary Music) κλείνει φέτος μισό αιώνα αδιάλειπτης παρουσίας στη τζαζ, τον αυτοσχεδιασμό, την κλασική, εν τέλει σε όλες τις εκφάνσεις του παγκόσμιου μουσικού γίγνεσθαι που εκφράζει το όραμα του Eicher για “τον πιο όμορφο ήχο μετά τη σιωπή”, που σηματοδοτεί τον μουσικό χαρακτήρα του label, ένα ηχηρό παρών στη βιομηχανία του ήχου σε καλλιτεχνική βάση, υποβαθμίζοντας κατά το δυνατόν την εμπορική διάσταση.
Όλα αυτά τα χρόνια, η ECM έχει εκδώσει δίσκους αναφοράς, από το “Free At Last” (1969) του Mal Waldron Trio, το αγαπημένο μου “Improvisations For Cello And Guitar” (1971) των David Holland και Derek Bailey, το εντελώς υπέροχο “Timeless” (1975) του John Abercrombie σε συνεργασία με τους Jan Hammer και Jack DeJohnette που ως τίτλος τερματίζει την κυριολεξία, δουλειές - ορόσημα του Jan Garbarek, του Dave Liebman, του Keith Jarrett, του Charlie Haden και των Art Ensemble Of Chicago, δύο αριστουργήματα του τεράστιου Roscoe Mitchell τα τελευταία χρόνια (“Composition / Improvisation Nos. 1, 2 & 3” (2007), “Bells For The South Side” (2017)) και πόσα άλλα.
Παράλληλα, αρχής γενομένης από το 1984, το αδερφάκι ECM New Series λειτουργεί ως πλατφόρμα ανάδειξης συνθετών από την προ μπαρόκ περίοδο μέχρι τη σύγχρονη κλασική και τη “μινιμαλιστική” (έχω σοβαρές ενστάσεις για τον τρόπο που χρησιμοποιείται ο όρος, δηλαδή θεωρώ πως μεγάλο μέρος σεβαστών “μινιμαλιστών” παρουσιάζουν εκ του αποτελέσματος μαξιμαλιστικό τελικά έργο σε επίπεδο παραγωγής, ενορχήστρωσης, συχνά και σύλληψης ακόμα, αλλά τον χρησιμοποιώ τώρα συμβατικά για να συνεννοούμαστε) σκηνή. Κάπως έτσι συνυπάρχουν ο Josquin des Prez με τον Arvo Pärt αλλά και τον Steve Reich ή την Meredith Monk.
Κάπως έτσι, με το ένα αδερφάκι ή το άλλο, ακούσαμε επίσης πολύ αξιόλογες δουλειές της Ελένης Καραϊνδρου (πέρα από το soundtrack για το “Βλέμμα του Οδυσσέα” (1995) του Αγγελόπουλου, ξεχωρίζω προσωπικά και το περσινό “Tous Des Oiseaux”), της Σαβίνας Γιαννάτου με τους Primavera En Salonico, του Σωκράτη Σινόπουλου (εξαιρετικό το φετινό “Metamodal”, το βρήκα ωραιότερο κι από το δημοφιλές “Eight Winds” (2015) ακόμα), της Μαρίας Φαραντούρη και άλλων σημαντικών Ελλήνων καλλιτεχνών.
Όλα τα παραμύθια έχουν δράκο όμως. Ο Eicher δημιούργησε την ECM ως μια ευρεία αλλά συγκεκριμένη πολιτιστική πρόταση, θέτοντας αυστηρά κριτήρια για το μουσικό και το εικαστικό μέρος, ώστε ήχος - λόγος - εικόνα να διέρχονται από ένα πρίσμα υψηλής αισθητικής που δεν διαπραγματεύεται τα χαρακτηριστικά της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αλλάξει ο τρόπος που ακούμε μουσική, που βλέπουμε τον κλασικισμό, την τζαζ, τον αυτοσχεδιασμό. Ταυτόχρονα όμως, με τα χρόνια, η αυστηρά καλλιτεχνική βάση που ανέφερα παραπάνω, έμεινε σε μεγάλο βαθμό δέσμια της αυστηρότητας. Η ECM πάντα έβγαζε και βγάζει αριστουργηματικούς δίσκους, όμως τα τελευταία αρκετά χρόνια νομίζω πως αυτά τα απαρέγκλιτα (που στην πορεία έγιναν στενά) αισθητικά πλαίσια έδωσαν άλλοθι στον Eicher για να μας δίνει επιπλέον και δεκάδες αρκετά αδιάφορα άλμπουμ κάθε χρόνο, που αναμασούν τα ίδια κλισέ, τις ίδιες εμμονές και με την ίδια γραφιστική προσέγγιση ακόμα.
Μέσα στη θάλασσα ατολμίας βέβαια κρύβονται και αληθινά ποιήματα. Καθώς κλείνει λοιπόν η τρέχουσα δεκαετία σιγά σιγά, με τον Eicher να τοποθετεί στην τούρτα το πεντηκοστό κεράκι της ECM σε τριήμερο πάρτυ γενεθλίων στη Θεσσαλονίκη τον περασμένο Μάρτιο, σκέφτηκα ότι δεν είναι άσχημη ιδέα να συγκεντρώσω μερικούς δίσκους που ξεχώρισα τα τελευταία δέκα δύσκολα χρόνια της θολής αμηχανίας, έναν για κάθε χρονιά. (Τόσο κολύμπι να τους βρω έριξα άλλωστε). Δεν θα συμπεριλάβω την ECM New Series. Θεωρώ πως είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, για άλλη ειδική αναφορά. Μιλάμε λοιπόν για το μεγάλο αδερφάκι μόνο.
..Μισό λεπτό όμως, έχω υποσχεθεί και ένα plot twist!
Δεν ξέρω αν μας το φυλούσε για τα φετινά γενέθλια, αν είναι σύμπτωση, ή απλώς η νιοστή επιβεβαίωση πως η ζωή αντιγράφει την τέχνη (ή αντίθετα την κακή τηλεόραση που λέει και ο Γούντι Άλεν – εξαρτάται από την οπτική του καθενός), πάντως ο κύριος Eicher φέτος μας δίνει τον έναν μεγάλο δίσκο μετά τον άλλο. Τι έχουμε εδώ λοιπόν; Ένα ιστορικό label, ένα παγκόσμιο κανάλι διαλόγου μεταξύ μουσικών, χρόνων και τόπων, σε ένα γερό comeback;
.. Σιγά μην το χρειάζεται, άκου comeback. Χρόνια πολλά και πάντα τέτοια ECM:
Ketil Bjørnstad - Remembrance (2010)
Μπορεί να μην είναι ο καλύτερος δίσκος του πιανίστα Ketil Bjørnstad αυτός, είναι όμως νομίζω μία αξιολογότατη βουτιά στον ρομαντικό κλασικισμό. Επίσης, είναι από τις σπάνιες φορές που ο Bjørnstad συνεργάζεται με σαξοφωνίστα, εδώ τον Tore Brunborg, ο οποίος εμφυσεί στον δίσκο αυτοσχεδιαστική ελευθερία και λυρισμό. Προσωπικά, ξεχωρίζω ακόμα περισσότερο τη συμβολή του ντράμερ Jon Christensen, που με την πρωτοποριακή, σχεδόν επιθετική θα έλεγα, προσέγγισή του δίνει ιδιαίτερο βάθος στη δουλειά του Bjørnstad και αναδεικνύει την ρευστότητα του ήχου ανάμεσα στην αυτοσχεδιαστική τζαζ και τον νεοκλασικισμό.
Craig Taborn - Avenging Angel (2011)
Ομαδικός παίκτης συνήθως, ο Taborn αποφασίζει εδώ για πρώτη φορά να εμφανιστεί σόλο στο πιάνο (και στην ECM) και το αποτέλεσμα τον δικαιώνει απόλυτα. Ο δίσκος είναι αληθινό ρεσιτάλ ιμπρεσιονιστικού αυτοσχεδιασμού. Ο ήχος είναι σύνθετος, οι ρυθμικές εναλλαγές προσφέρονται αφειδώς, είναι απαιτητικό άκουσμα ο άγγελος της εκδίκησης. Ωστόσο, δεν είναι η επίδειξη κάποιας βιρτουοζιτέ εδώ το θέμα. Ο Taborn ακούγεται εκρηκτικά εμπνευσμένος και ευκρινής μαζί. Το νήμα του αυτοσχεδιασμού είναι πολύχρωμο και μπερδεμένο, αλλά το ξεμπλέκει ανά πάσα στιγμή με κλειστά μάτια. Ένα έργο - κόσμημα στον κατάλογο της ECM, με πρωταγωνιστή το πιάνο ως πηγή φινέτσας και εκφραστικότητας.
Eivind Aarset - Dream Logic (2012)
Ξεκίνησε κιθάρα στα 12, όταν άκουσε Jimi Hendrix. Στην πορεία ήρθαν οι Black Sabbath και ο Jon Hassell και αργότερα ο Terje Rypdal με τον Jan Garbarek, που έβαλαν τον Eivind Aarset στον ήχο της ECM. Ίσως αυτή η διαδρομή συνέβαλε στην αισθητική ευρύτητα και το μοναδικό κιθαριστικό ύφος του, που εδώ λειτουργεί ως όχημα εξερεύνησης συναισθημάτων μέσα σε όνειρο, σχεδόν σε παραίσθηση. Μαζί με τον παραγωγό Jan Bang, έχουν φτιάξει ένα πολυμορφικό ηλεκτροακουστικό ambient κομψοτέχνημα, που αλλού μου θυμίζει τις ερήμους του Fennesz και αλλού την ένταση του Murcof, κάποιες φορές το πιτσικάτο συνδιαλέγεται με τα ηλεκτρονικά εφέ και το υπέροχο “Homage To Greene” δεν γίνεται να μην πατάει στο “Albatross” των Fleetwood Mac του Peter Green. Το ωραιότερο με αυτό το άλμπουμ είναι ότι δεν ηχογραφήθηκε για να ταιριάζει στην ECM, ωστόσο ο Eicher ζήτησε να το κυκλοφορήσει. Δίσκος που λάμπει στο σκοτάδι, σαν τη γοητεία του ρίσκου.
Stephan Micus - Panagia (2013)
Σχεδόν 20 χρόνια μετά το “Athos” (1994), ο γερμανός οργανοποιός και συνθέτης επιστρέφει στη βυζαντινή και την ελληνική θρησκευτική παράδοση για να τιμήσει την Παναγία, ως πανανθρώπινο σύμβολο γυναικείας ενέργειας. Ο δίσκος έχει παγκόσμιο θεματικό χαρακτήρα, δηλαδή δεν αναφέρεται σε κάποιο τοπικό λατρευτικό γίγνεσθαι, πράγμα που εκφράζεται και μουσικά εδώ, εξ ου και δεν χρησιμοποιούνται καθόλου ελληνικά όργανα (και επειδή δεν ξέρει να τα παίζει, όπως θυμάμαι ότι είχε πει σε μια παλιά συνέντευξή του). Ακούμε έγχορδα από τη Βαυαρία, το Πακιστάν, την Ινδία, την Κίνα και μία 14χορδη κιθάρα που επινόησε ο ίδιος, σε μια κυκλική εναλλαγή οργανικών κομματιών και θρησκευτικών ύμνων. Μια “Panagia” συγκινητική, που αναβλύζει ιερότητα, ένας δίσκος που ξεπερνά τα μουσικά όρια και γίνεται μνημείο πολιτισμού.
Vijay Iyer - Mutations (2014)
Ο άνθρωπος δεν κάθεται φρόνιμα και μπράβο του. Ενώ είχε χτίσει ένα αξιοσέβαστο όνομα ως τζαζ πιανίστας και συνθέτης (ενδιαφέρον, ίσως όχι άνευ σημασίας, trivia: έχει ακολουθήσει κλασικές σπουδές στο βιολί επί 15ετία, αλλά ασχολείται με το πιάνο στο οποίο είναι αυτοδίδακτος), ο Iyer επιλέγει να ντεμπουτάρει (ως leading όνομα) στην ECM με έναν δίσκο μουσικής δωματίου. Όχι εξ ολοκλήρου, καθώς το “Mutations” περιλαμβάνει στοιχεία αυτοσχεδιασμού, ωστόσο εδώ δίνεται έμφαση στη σύνθεση μέσω μιας σουίτας σε δέκα μέρη για έγχορδα, τριών κομματιών για πιάνο και electronics κατά περίπτωση. Η αλληλεπίδραση του πιάνου με τα βιολιά, τη βιόλα, το βιολοντσέλο και η σύμπλευση αυτοσχεδιασμού με τις παρτιτούρες δημιουργούν μια συναρπαστική ατμόσφαιρα ρέοντος συναισθήματος, με τα φαντάσματα του Béla Bartók και του Bill Evans να το γιορτάζουν χορεύοντας. Ακούστε και θα τα δείτε κι εσείς.
Sokratis Sinopoulos Quartet - Eight Winds (2015)
Προσπαθώ να αποφύγω μία ακόμα αναφορά σε σταυροδρόμια και γέφυρες Ανατολής και Δύσης, γιατί κρίμα να κακοπέφτουμε σε χιλιοφορεμένα κλισέ για έναν τόσο εξαιρετικό δίσκο, αλλά το βλέπω κάπως δύσκολο. Ο Σινόπουλος με τη λύρα του, τον Yann Kerim στο πιάνο, το μπάσο του Δημήτρη Τσεκούρα και τον ντράμερ Δημήτρη Εμμανουήλ έχουν οκτώ ανέμους με το μέρος τους και αυθεντικό όραμα ελευθερίας. Είναι τζαζ το “Eight Winds”; Έχει στοιχεία βυζαντινά; Αιγαιοπελαγίτικα; Φολκ αυτοσχεδιασμός; Είναι δυτικότροπο μέσα στην ελληνικότητά του; (οι ενστερνιζόμενοι την άποψη ότι ανήκομεν εις την Δύσιν, candlemass την χάρη παρακαλώ). Δεν έχει σημασία νομίζω. Στα χέρια του Σινόπουλου, η λύρα κουβαλάει την ιστορία αιώνων με ευθύνη, ευαισθησία, παράπονο και αισιοδοξία, και το βλέμμα καρφωμένο στο αύριο. Το καθάριο ηχόχρωμα της μαγείας.
Michael Formanek, Ensemble Kolossus - The Distance (2016)
Λοιπόν, αυτός είναι ένας δίσκος ορόσημο για τη σύγχρονη τζαζ. Σε πείσμα του εμμονικού σχεδόν κυνηγιού της ταμπέλας της μινιμαλίλας (που, για να επαυξήσω κιόλας το προηγούμενο σχόλιό μου με αυτή την ανόητη μόδα, έχουμε φτάσει στο σημείο να βαφτίζονται “μινιμαλιστικά” κάτι έργα όπου γίνεται της τρελής στην ενορχήστρωση, μόνο και μόνο επειδή μια neoclassical μελωδία παίζει σε λούπα), ο Michael Formanek με την ορχήστρα του, Ensemble Kolossus, δημιουργούν εκρηκτική μαξιμαλιστική τζαζ. 19 μουσικοί, όλοι σπουδαίοι συνθέτες και αυτοσχεδιαστές (Chris Speed, Tim Berne, Mary Halvorson και δεν συμμαζεύεται) εμπνέονται από τον Oliver Messiaen και τον Charles Mingus (το ακούω), το μέταλ (το ψιλοακούω κατά τόπους), επαναπροσδιορίζουν τη big band jazz και μας δίνουν έναν δίσκο που τελικά διατρέχει την ιστορία της μουσικής και είναι ανάγκη να ακουστεί. The Distance, από πολύ κόσμο εκεί έξω.
Roscoe Mitchell - Bells For The South Side (2017)
Μετά από σχεδόν μισό αιώνα αμφισβήτησης ορίων και κανόνων, ο Roscoe Mitchell, συνιδρυτής των θρυλικών Art Ensemble Of Chicago και εικονική φιγούρα της avant-garde jazz, ηχογραφεί ζωντανά στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σικάγου αυτό τον απίστευτο διπλό δίσκο, που είναι γιορτή εμπειρίας και δήλωση υπεροχής. Μαζί του ένα ευρύ σχήμα πρωτοκλασάτων μουσικών, όπως ο Craig Taborn, ο Tyshawn Sorey (που ειδικά τα τελευταία χρόνια θεωρώ ότι ανθεί δισκογραφικά), ο William Winant και άλλοι, σε οργιάζουσα έμπνευση, που αρνείται τις υφολογικές δεσμεύσεις. Πιάνο, τρομπέτα, κλαρινέτο, ντραμς, διπλό μπάσο, tubular bells, βιμπράφωνο, glockenspiel, φλάουτο, electronics, εννοείται τα σαξόφωνα του Mitchell, κρουστά, ξανά κρουστά, πολλά κρουστά οδηγούν αυτό το έπος, που όμως δεν χρειάζεται να θορυβεί για να εντυπωσιάσει. Η ησυχία ηγεμονεύει εκεί που πρέπει και η οχλαγωγία ομοίως. Τζαζ, με δόσεις free improvisation, επιρροές από Ξενάκη και Varèse, το “Bells For The South Side” είναι αέρας ελευθερίας και μια νέα μουσική. Από αυτές που ακούγονται κάθε χίλια χρόνια.
Barre Phillips - End To End (2018)
Τον κύκλο του σόλο κοντραμπάσου στη δισκογραφία της τζαζ άνοιξε πρώτος ο Barre Phillips το 1968 (μου φαίνεται αδιανόητο το ότι δεν καταγράφεται ανάλογη κυκλοφορία νωρίτερα). 50 χρόνια μετά, με τον παρόντα δίσκο, αποφάσισε να ολοκληρώσει την προσωπική του πορεία (πέσαμε σε κοπάδι χρυσών γενεθλίων). Κάκιστο νέο, καθώς από τα πρώτα κιόλας λεπτά καταλαβαίνεις ότι ο Phillips βρίσκεται σε τεράστια φόρμα και μακάρι να αλλάξει γνώμη, να μας δώσει ακόμα περισσότερη μουσική. Το “End To End” χωρίζεται σε τρεις σουίτες, “Quest”, “Inner Door”, “Outer Window”, μέσα από τις οποίες ο Phillips δείχνει όλη του τη μαεστρία στον αυτοσχεδιασμό, στο παίξιμο με δοξάρι ή πιτσικάτο, φτιάχνοντας μουσικά μοτίβα με υπέροχες αντιθέσεις, κοινά θέματα και αναπάντεχη ρυθμική ροή, που δείχνουν τεράστια εμπειρία αλλά και φρεσκάδα. Ο δίσκος αποπνέει το στοιχείο του ρίσκου και της συνοχής της μουσικής ταυτόχρονα. Αυτό που συμβαίνει πού και πού όταν η ιστορία τέμνει τη στιγμή εκεί που πρέπει.
David Torn, Tim Berne, Ches Smith - Sun Of Goldfinger (2019)
Αυτός ο δίσκος, για το μεγαλείο του οποίου δεν μου φτάνουν οι λέξεις, είναι η αλήθεια που λάμπει στο βάθος της διαδρομής. Εκεί που οι ιδιοσυγκρασίες συναντιούνται για να εξερευνήσουν τον ήχο, ωθούμενες από την αδημονία για το άγνωστο με σύμμαχο την γνώση. Ο κιθαρίστας David Torn, ο Tim Berne στο σαξόφωνο και ο ντράμερ Ches Smith οδηγούνται σε μία ασύλληπτης ευρηματικότητας fusion δίνη, στην οποία η free jazz, το noise, ο πειραματικός ηλεκτρονικός ήχος και η avant rock / progressive rock σκηνή ανατρέπουν κανόνες και συμβάσεις με αφοπλιστική άνεση και αυτοπεποίθηση, σαν να πρόκειται για μια απλή ρουτίνα της καθημερινότητας. Τα ηλεκτρονικά του Torn και του Smith πάνω στα οποία αυτοσχεδιάζει το τρίο συμπλέουν σε μια εκρηκτική, γόνιμη όσμωση με το πιάνο του Craig Taborn, τα έγχορδα του Scorchio Quartet, το live looping και τους Mike Baggetta, Ryan Ferreira στις κιθάρες, σε ένα ηχητικό αποτέλεσμα που συναρπάζει, που οι αποστάσεις του ατονάλ από τον θόρυβο και τη τζαζ εξαφανίζονται, που κάθε επόμενη, ευφάνταστη στιγμή σου συστήνεται η περιπέτεια. Δεν είναι μόνο ένας από τους καλύτερους δίσκους που έχω ακούσει εδώ και πολλά χρόνια. Για μένα είναι μια θριαμβευτική υπενθύμιση προσωπικών σταθερών, σημείων αναφοράς και αισθητικών σχημάτων, εν τέλει, του λόγου που ψάχνω συνέχεια, που θέλω να ακούω μουσική.
ΥΓ. Σαν υστερόγραφο, σαν ένα έξτρα ενθουσιώδες να-σας-χαιρόμαστε-ρε-παιδιά, μερικοί ακόμα δίσκοι της φετινής θριαβευτικής χρονιάς για την ECM.
Areni Agbabian - Bloom (2019)
Γιατί η Areni λέει τα ομορφότερα παραμύθια με την ανάλαφρη μα επιβλητική φωνή της. Σε έναν καμβά folk ευαισθησίας, αρμένικης παράδοσης του Komitas, πιάνου της σαγήνης, λιγοστών μελετημένων κρουστών, η Agbabian ρίχνει γέφυρες από την αυτοσχεδιαστική τζαζ στη χορωδιακή κουλτούρα, φτιάχνοντας μια γλώσσα λυρισμού που ανθεί, που στίλβει μέσα στην κομψή λαϊκότητά της.
Vijay Iyer, Craig Taborn - The Transitory Poems (2019)
Γιατί σε αυτή τη ζωντανή ηχογράφηση στη Βουδαπέστη βρέχει πιάνα, ποταμούς έμπνευσης, καταρράχτες αυθορμητισμού, περιπέτεια και απόδραση (από τη γη), πάνω απ’ όλα τέχνη και επικοινωνία μεταξύ δύο σπουδαίων μουσικών της πιανιστικής κουλτούρας, που, συν τω χρόνω, γνωρίζονται όλο και καλύτερα κι εδώ φτάνουν σε θαυμαστές κορυφές συνεννόησης. Γιατί μεγάλος είναι ο αυτοσχεδιαστής που ακούει. Σαν τον Iyer και τον Taborn.
Stephan Micus - White Night (2019)
Ναι, πάλι αυτός. Γιατί από την Τανζανία και την Ναμίμπια μέχρι τα Ιμαλάια, ο Stephan Micus διατρέχει τις μουσικές του κόσμου, παίζει όλα τα όργανα μόνος του, φτιάχνει και δικά του, τραγουδάει σε μια γλώσσα δικής του επινόησης, μας δίνει ακόμα μια εμπειρία διαπολιτισμικότητας, ακόμα έναν αριστουργηματικό δίσκο. Είμαστε τυχεροί που υπάρχουν τέτοιοι μουσικοί.