5ο Ametric Festival: Μια παρουσίαση

Ο Νικόλας Μαλεβίτσης μιλάει με Félicia Atkinson, Τριστάνο, Will Guthrie και με τους διοργανωτές του χανιώτικου φεστιβάλ πειραματικής μουσικής

Οδεύοντας προς την πέμπτη διοργάνωση του Ametric βρέθηκε χρόνος για μια μικρή συζήτηση  με τον Μανώλη Παππά (Coherent States) μέλους  της ομάδας που το διοργανώνει, καθώς και με τον Τριστάνο και τη Félicia Atkinson. Παραθέτουμε επίσης ξανά τη συνέντευξη του Will Guthrie από την περσινή διοργάνωση καθώς λόγω προβλήματος δε μπόρεσε να έρθει, περιμένοντας να δούμε φέτος το τρομερό σετ του (έχοντας πρόχειρο στα αυτιά μας τον ήχο απο το πρόσφατο δίσκο του γκροyπ του Ensemble Nist Nah 'Spilla' στην Black Truffle)

Η ομάδα του MiC εύχεται στα παιδιά καλή επιτυχία!

Θα θέλατε να μου δώσετε μερικές πληροφορίες για το φετινό Αmetric;

Βεβαίως Νικόλα, το πέμπτο Ametric Festival θα πραγματοποιηθεί στις 12 και 13 Σεπτεμβρίου στον γνωστό Προμαχώνα San Salvatore στα Χανιά. Θα εμφανιστούν οι Nocturnal Emissions, Félicia Atkinson, Will Guthrie, Ilios, Turbo Teeth, Viki Steiri, Devika και Tristanos. Εισιτήρια διημέρου μπορεί να προμηθευτεί κανείς στο δισκοπωλείο Le Disque Noir στα Εξάρχεια, στο αγαπημένο μας bar Σκληρές Ινδίες στην Κυψέλη, στο Second Hand store Handover στη Θεσσαλονίκη, καθώς και στο tap room Rat Race στα Χανιά. Ασφαλώς και διαδικτυακά. Και στην είσοδο του San Salvatore. Συνήθως αυτό είθισται να γράφεται προς το τέλος, αλλά καινοτομώντας θα το γράψω στην αρχή, "ελπίζουμε να σε δούμε φέτος!".

Πως προέκυψε η σύνθεση του φετινού φεστιβάλ; προϋπήρχαν οι ιδέες για αυτό ή ήταν αποφάσεις αυθόρμητες πάνω στις οποίες στήθηκε το φεστιβάλ;
Η σύνθεση του φετινού Ametric αποφασίστηκε μέσα σε μια ημέρα, με γνώμονα την παρουσία καλλιτεχνών που θέλαμε να εμφανιστούν στο φεστιβάλ από παλαιότερα, καθώς και τις ηχητικές γέφυρες που (φανταζόμαστε να) υπάρχουν μεταξύ τους. Αλλά θα πω και συγκεκριμένα. Το όνομα της Félicia Atkinson ήταν από τα πρώτα που συζητήσαμε ποτέ για το Ametric Festival, όντας βέβαιοι πως μια εμφάνισή της στο Salvatore θα είναι απολύτως ηχητικά ταιριαστή και ιδιαίτερη. Το καλλιτεχνικό αποτύπωμα των Nocturnal Emissions μέσα στο χρόνο καθώς και η γενική ηχητική δράση του Nigel Ayers είναι καταστάσεις που μας έχουν επηρεάσει βαθιά, οπότε ήταν κάπως μονόδρομος να του προτείνουμε να έρθει στην Κρήτη. Νομίζω πως το Ametric θα κουβαλάει πάντα συνιστώσες ανάλογης δυναμικής, με αστερίσκο την επίγνωση πως δεν υπάρχουν πια πολλές τέτοιες. O Will Guthrie δεν εμφανίστηκε πέρσι λόγω εκτάκτου γεγονότος, οπότε αντίστοιχος μονόδρομος ήταν η απόφαση να παίξει φέτος. Οι στιγμές που "ταυτίσαμε" τον ILIOS και την Viki Steiri με το Ametric ήταν όταν ακούσαμε τους τελευταίους τους δίσκους, "The tale of the Rüetschi foundry" (antifrost) και "Balm" (alien jams/rekem) αντίστοιχα. Προσωπικά μιλώντας, πρόκειται για τους δύο αγαπημένους μου "εγχώριους" δίσκους του 2024, με τη διαφορά πως δεν είναι καθόλου εγχώριοι. Πέρσι, προς το τέλος του Αυγούστου, ο Turbo Teeth και η Devika έπαιξαν στο pre-Ametric 2024 gig στις Σκληρές Ινδίες, και τα sets τους μας άρεσαν τόσο, που θυμάμαι πως το αποφασίσαμε χωρίς καν να το συζητήσουμε. To έργο του Tristan δεν είναι για την ώρα αποτυπωμένο με όρους δισκογραφίας, οπότε η ιδέα να το αναδείξει στον τόπο καταγωγής του και δη στο Ametric, ολοκλήρωσε το φετινό lineup. Είμαστε ιδιαιτέρως ενθουσιασμένοι με όλους τους ήχους που θα κατακλύσουν τον Προμαχώνα στις 12 και 13 Σεπτεμβρίου.

Έχετε σκεφτεί καθόλου καθώς εξελίσσεται το φεστιβάλ να γίνονται και εκδόσεις κάτω από την ομπρέλα του είτε είναι κάποιος κατάλογος ή δίσκος / κασέτα, μπλούζα ή προς το παρόν λόγω κόστους είναι ιδέα που δε σκέφτεστε;
Σκεφτόμαστε πολλά πράγματα. Έχω φανταστεί αρκετές φορές πως θα ήταν μια καταγραφή του Ametric σε κάποια έκδοση (έντυπη και ηχητική μαζί, γιατί σπάνια αρκεί μόνο το ένα), και έχω παιχνιδίσει (!) με αυτή τη σκέψη, αλλά συνήθως προκύπτει και μια αμφιθυμία στη συνέχεια, η αμέσως επόμενη σκέψη πως μια καταγραφή για την καταγραφή είναι μια κατάσταση αρχειακού χαρακτήρα, που ίσως δεν ταιριάζει σε ένα ζωντανό οργανισμό. Όπως κάθε χρόνο θα υπάρχουν σίγουρα κάποια Ametric t-shirts, αναμνηστικού όμως χαρακτήρα!

Το Ametric λαμβάνει χώρα στα Χανιά, κοντά στα πολύ τουριστικά σημεία της πόλης. Πως αλληλεπιδρά η πόλη με το φεστιβάλ;
Θα είναι μεγάλη μας χαρά, όταν έρθει η ώρα των καλλιτεχνικών αποτιμήσεων, αν διαπιστώσουμε πως επηρεάζουμε την πολιτιστική ζωή των Χανίων με θετικό πρόσημο, και πως το Ametric δεν είναι απλά ένα πυροτέχνημα που εμφανίζεται μια φορά τον χρόνο χωρίς να “ανταλλάξει” ουσιαστικά κάτι με την πόλη. Όπως και με κάθε πόλη, αυτό δεν αφορά μόνο στους μόνιμους κατοίκους της, αλλά όλους τους ανθρώπους γύρω από τους οποίους μια πόλη ζει και ανασαίνει. Όσον αφορά στον τουρισμό, είναι αλήθεια πως ο ακραία αυξανόμενος αριθμός επισκεπτών που δέχεται η Κρήτη (και ειδικά τα Χανιά) κάθε χρόνο επηρεάζει τόσο τη μορφολογία της όσο και την πολιτιστική ζωή της. Αυτό δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και το φεστιβάλ, είτε με την ιδιότητά του ως σταθερού επισκέπτη στην πόλη, είτε με την ιδιότητά του ως φορέα μιας καλλιτεχνική πρότασης της ίδιας της πόλης.

licia Atkinson

Δεν είχα ακούσει δουλειά της Félicia Atkinson παρόλο που το όνομα της για χρόνια το συναντούσα σε καταλόγους, σάιτ, σε αναφορές της Shelter Press (εταιρείας που τρέχει με το σύζυγο της), κ.λ.π. Την πρόσεξα και ομολογώ ότι έχω ενθουσιαστεί καθώς δούλευα για τις ερωτήσεις της συνέντευξης που ακολουθεί και έγινε με αφορμή το Ametric (χάρη στην ομάδα του οποίου μου ανοίχθηκε το σύμπαν της δουλειάς της).

Μπορείτε να ακούσετε δουλειά της εδώ και να ανακαλύψετε τον κόσμο της Shelter Press που προανέφερα εδώ

Θα ήθελες να μου πείς πως γεννήθηκε το ενδιαφέρον να δημιουργήσεις τη δική σου μουσική;

Υπήρχε πολύ μουσική στο διαμέρισμα που μεγάλωσα, απο το ράδιο, από δίσκους και κασέτες, κλασσική μουσική, κλασσική ινδική μουσική, σύγχρονη μουσική, μουσική για παιδιά, γαλλικά τραγούδια των 70s. Μου φάνταζε μαγικό! Η όλη διαδικασία της ηχογράφησης αλλά και της δράσης να ευφευρίσκεις μουσική, ήταν κάτι που με ενθουσίαζε. Οι γονείς μου με έγραψαν στο δημόσιο μουσικό σχολείο όταν ήμουν 4 και ξεκίνησα να παίζω κέλτικη άρπα στα 7. Ένας θείος μου επίσης μας άφησε στο σπίτι ένα πιάνο για λίγα χρόνια και όταν ήμουν 8 ξεκίνησα να μαθαίνω να παίζω και αυτό το όργανο. Εγκατέλειψα όμως το μουσικό σχολείο στην εφηβεία μου, στις αρχές των 90s. Ξεκίνησα να κάνω baby sitting και χρησιμοποιούσα τα χρήματα που έπαιρνα για να αγοράζω ροκ και τριπ χοπ δίσκους καθώς και εισιτήρια συναυλιών καλλιτεχνών όπως P.J. Harvey, Björk, Tindersticks, Mazzy Star...

Από πότε αρχίζει η χρήση κειμένου και φωνής να γίνεται ένα σημαντικό μέρος της δουλειάς σου. Αναρωτιέμαι επίσης πως γεννήθηκε η αγάπη σου για την ακρόαση ομιλιών, φωνών, κ.λ.π. Έχει να κάνει εν μέρει και με τη γαλλική παράδοση της sound poetry (text sound ως δάνειο της αντίστοιχης σουηδικής σχολής) και της πειραματικής ποίησης γενικότερα;

Μου άρεσαν πάντοτε τα ηχητικά βιβλία και οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Διάλεξα την ανάγνωση επειδή οι ικανότητες μου στο τραγούδι δεν είναι καλές. Ανακάλυψα αυτό τον τροπο ανάγνωσης καθώς άκουγα τη Kim Gordon των Sonic Youth σαν έφηβη στα 90s αλλά καθώς και κάποια τραγούδια από P.J. Harvey, Linton Kwesi Johnson ή γαλλική ραπ όπως NTM, IAM or MC Solaar. Επίσης με ενδιέφερε πολύ το θέατρο. Ήμουνα στη θεατρική ομάδα του σχολείου μου και ήμουν αρκετά τυχερή να δώ αρκετές καλές παραστάσεις, ακόμα και όπερες ή παραστάσεις απο ομάδες χορού. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω παραστάσεις των Pina Bausch, Bob Wilson, Claude Regy. Με επηρέασαν επίσης πάρα πολύ. Έγραφα επίσης αρκετή ποίηση και νουβέλες ως έφηβη και η ανάγνωση ήταν ένα μέσο να μοιραστώ τα γραπτά μου.

Πως γεννήθηκε η ιδέα της Shelter Press; Και σχετικά με τη μουσική που εκδίδετε από αυτή, έχετε κάποια συγκεκριμένη γραμμή που ακολουθείτε (π.χ. ηλεκτροακουστική) ή είστε ανοιχτοί σε διάφορα μουσικά είδη εν γένει;

Η Shelter Press δημιουργήθηκε απο τον Bartolomé Sanson, τον σύζυγο μου, κι εμένα από τις στάχτες ενος παλιότερου του project, το Kaugummi books, που κυκλοφορούσε φάνζιν, κασέτες και cd-r. Το είχε συλλάβει ως ένα καταφύγιο για τη μουσική που μας αρέσει και μουσικούς με τους οποίους νοιώθαμε ότι έχουμε αρκετά κοινά στοιχεία, ακούγεται ανορθόδοξο καθώς τέτοιες καταστάσεις συνδέονται τόσο με οικονομικά όσο και διάφορα άλλα ορθολογικά στοιχεία, το καταλαβάίνω, αλλά επίσης πάνω απ όλα έχει να κάνει και με τα συναισθήματα.
Σχετικά με τη δουλειά σου, ήθελα να ρωτήσω για τις επιρροές σου αλλά και για τις συνθέσεις σου, είναι αποτέλεσμα άμεσων αυτοσχεδιασμών ή συνθέσεων; Προτιμάς να συνθέτεις ένα κομμάτι από το να αυτοσχεδιάζεις για τη δημιουργία του;

Είναι μια μίξη και των δύο. Συνήθως συνθέτω ένα ηλεκτροακουστικό κομμάτι δημιουργημένο απο ηχογραφήσεις πεδίου, ηλεκτρονικά και διάφορα όργανα. Συνήθως η φωνή και το πιάνο ή το rhodes είναι ηχογραφήσεις αυτοσχεδιασμών αλλά η σύνθεση στο σύνολο της δεν είναι. Είναι η σχέση μεταξύ της σύνθεσης και του αυτοσχεδιασμού που με ενδιαφέρει. Τις περισσότερες φορές επηρεάζομαι απο βιβλία που διαβάζω, ταινίες που βλέπω και απο τη φύση. Για το τελευταίο μου άλμπουμ, ‘Space as an instrument’, επηρεάστηκα για παράδειγμα απο μερικά βιβλία: Thinking Like an Iceberg του Olivier Remaud, αλλά και ημερολόγια Ιαπώνων συγγραφέων του Μεσαίωνα και την ποίηση της Άννας Αχμάτοβα. Οι ηχογραφήσεις πεδίου και τα όργανα που χρησιμοποίησα ηχογραφήθηκαν στην Ισλανδία, την Ελβετία και τη Νορμανδία. Και κατόπιν όλα μαζί αναμείχθηκαν στο άλμπουμ.

Έχεις κάποια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό σου για την επερχόμενη εμφάνιση σου στο Ametric ή το αφήνεις στις ιδέες εκείνης της στιγμής;

Το ζωνταντό μου σετ θα είναι συνδεδεμένο με τρεις δουλειές, τις δύο τελευταίες κυκλοφορίες μου ‘Space as an instrument’ και ‘Promenades’, και ένα έργο που δουλεύω ακόμα με τίτλο ‘Murmuration’.Πάνω στους ηλεκτροακουστικούς ήχους που θα χρησιμοποιήσω θα προσθέσω φωνή, συνθ και άλλα στοιχεία με τα οποία θα αυτοσχεδιάσω για να παρουσιάσω τη σύνθεση μου.

Ευχαριστώ πολύ!

Τριστάνος

Για τη δουλειά του Τριστάνου δεν ξέρω πολλά, τις λίγες μου γνώσεις τις οφείλω σε πληροφορίες που συνέλεξα από διαδικτυακούς τόπους και από το bandcamp του. Περισσότερες μαθαίνουμε και από την παρακάτω συνέντευξη με αφορμή την εμφάνιση του στο Ametric.

Θα ήθελες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για τη δουλειά σου έως τώρα; Καθώς και για τις επιρροές σου, αλλά και για το πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη δημιουργία των δικών σου ηχοτοπίων;

Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική έγινε μέσω κιθάρας, παίζοντας με φίλους χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι κάνουμε και αυτοσχεδιάζοντας με ό,τι βρίσκαμε μπροστά μας. Μεταφέραμε αυτή τη συνθήκη σε ένα υπόγειο στα Χανιά και αρχίσαμε να διοργανώνουμε δρώμενα, ανοιχτά σε όποιον ή όποια ήθελε να έρθει να παίξει ή να ακούσει.

Με τα χρόνια άρχισα σταδιακά να αλλοιώνω τον κιθαριστικό ήχο, κυρίως μέσω του υπολογιστή. Αυτό, μαζί με το γεγονός ότι έπεσε στα χέρια μου ένα παλιό Roland SH-1, έστρεψε την προσοχή μου προς τα ηχο-χρώματα και κάπως έτσι μπήκα στον κόσμο της ηλεκτροακουστικής και ηλεκτρονικής μουσικής. Στη συνέχεια άρχισα να ανακαλύπτω και να συνδυάζω τεχνικές ψυχοακουστικής, FM synthesis και ηχογραφήσεων πεδίου.

Αναλόγως το μέρος και την συνθήκη, επιλέγω τι θα χρησιμοποιήσω και με ποιόν τρόπο, και παράλληλα ενσωματώνω μια μερική απροσδιοριστία — κάποια στοιχεία μέσα στην όλη διαδικασία που να παραμένουν ανοιχτά ή να αναδύονται μέσα από ένα φάσμα πιθανών εκδοχών. Η σχέση μου με τον ήχο εμπεριέχει και μια πτυχή μη-ελέγχου, την οποία αντιλαμβάνομαι ως δημιουργικό πεδίο.

Μέσα στα χρόνια με έχουν επηρεάσει οι Velvet Underground, Nurse with Wound, Alvin Lucier, Robert Ashley, Eliane Radigue, ο μινιμαλισμός των ’60s και ’70s, Kilbourne, το RAN του Κουροσάβα.

Από τις λίγες πληροφορίες που έχω δει έως τώρα, το έργο σου κινείται τόσο στον τομέα των εγκαταστάσεων σε εσωτερικούς χώρους (π.χ. γκαλερί) όσο και σε ανοικτούς χώρους. Ασχολείσαι επίσης και με ηχογραφήσεις “στούντιο” υλικού.

Τα τελευταία χρόνια το υλικό που ηχογραφώ και επεξεργάζομαι το χρησιμοποιώ κυρίως σε live sets και ηχητικές εγκαταστάσεις. Ένα από τα επόμενα project θα είναι πάντως ένα studio release.

Θα ήθελες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για το υλικό που θα δούμε στο Ametric;

Ηχητικές μάζες σε κίνηση, ηχογραφήσεις πεδίου και αντανάκλαση ήχων πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες.

Will Guthrie

To όνομα του Will Guthrie το ανακάλυψα πριν από περίπου μια εικοσαετία, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες κυκλοφορίες της εταιρείας του Antboy Music σόλο ή σε συνεργασίες και άρχισε να κάνει αίσθηση το παίξιμο του. Εκείνη η δεκαετία θα πέρναγε με διάφορες συνεργασίες, περιοδείες και συναυλίες (προσωπικά πάντοτε θα τον ευχαριστώ για το καταπληκτικό Cinabri, συνεργασία του με τον Ferran Fages, που μου πρότειναν και έξέδωσα στο newsletter μου Αbsurd το 2004). Κατά την άποψή μου, η εξέλιξη του ήχου του θα ερχόταν τη δεκαετία που έφυγε, όταν άρχισε να συνεργάζεται με μουσικούς όπως οι Clayton Thomas και ο Jean Luc Guionnet, δημιουργώντας το καταπληκτικό τρίο των The Ames Room, και κυκλοφόρησε τα δύο καταπληκτικά σόλο άλμπουμ του People Pleaser.

Με αφορμή λοιπόν την εμφάνιση του στο τέταρτο Ametric κάνω μια προσπάθεια χαρτογράφησης των βασικών του project αλλά και κουβέντα για την προσωπική του δουλειά.

Μπορείτε να ακούσετε δουλειές του (το προτείνω ανεπιφύλακτα) εδώ.

Ήταν το "People Pleaser" που μου έδωσε την εντύπωση μετά την κυκλοφορία σου ότι υπάρχει μια αλλαγή στον ήχο σου. Μια μεγάλη αλλαγή, επίτρεψέ μου να πω, τουλάχιστον όσον αφορά τις κυκλοφορίες σου. Δεν ήταν πλέον αυτοσχεδιασμός, ήταν ένα βήμα πέρα από αυτό, ένα πιο δημιουργικό μονοπάτι που είχες διαλέξει. Θα μ' ενδιέφερε επομένως αν θα μπορούσες να μου δώσεις λίγες πληροφορίες για τις επιρροές σου και τις μουσικές που προτιμάς ν' ακούς, καθώς, όσο περισσότερο ακούω τη μουσική σου, τόσο βλέπω τη μίξη διαφόρων μουσικών στυλ κάτι που δείχνει έναν τύπο που έχει ακούσει και ακούει αρκετά διαφορετική και ποικίλη μουσική

Πάντοτε άκουγα και έπαιζα διαφορετικά στυλ μουσικής. Προτού έρθω στην Ευρώπη, δούλευα ως μουσικός, δηλαδή έπαιζα ντραμς και έβγαζα το μεροκάματο μου παίζοντας διαφορετικά μουσικά είδη, περισσότερο τζαζ, αλλά ακόμα και με αφρικάνικες μπάντες, έπαιζα με μια ομάδα χορού φλαμένγκο εκτός των άλλων. Όταν ήρθα στην Ευρώπη, ήταν ευκολότερο να επικεντρωθώ στη μουσική μου, η οποία ήταν περισσότερο πειραματική και συχνά περιελάμβανε αυτοσχεδιασμό, μολοταύτα δεν σταμάτησα να παίζω ποτέ άλλα στυλ μουσικής και με πολλούς διαφορετικούς μουσικούς. Μου αρέσουν οι διαφορετικές μουσικές εμπειρίες και δεν θα ήθελα να ακολουθήσω κάποιο άλλο δρόμο.

Έτσι οι δύο δίσκοι του People Pleaser, ήταν μια προσπάθεια να φέρω αυτές τις διαφορετικές μουσικές εμπειρίες που προανάφερα στο στούντιο χρησιμοποιώντας κάτι που θα το έλεγες χιπ χοπ προσέγγιση στην ηλεκτροακουστική μουσική. Ήθελα να είναι ένα στυλ 'όλα επιτρέπονται', όπου μπορούσα να χρησιμοποιήσω το στούντιο και τη διαδικασία του editing για να 'παντρέψω' διάφορα είδη ηχογραφημένου ήχου (το δικό μου ήχο καθώς και σαμπλαρισμένους ήχους άλλων ανθρώπων), field recordings, ήχους που βρίσκεις τυχαία τριγύρω σου μιξαρισμένους με πιο 'μουσικά' στοιχεία παιγμένα από εμένα, ντραμς, κρουστά, πλήκτρα και άλλα όργανα.

Πώς αποφάσισες να μετακομίσεις στην Ευρώπη; Ήταν μια απόφαση της στιγμής ή κάτι που είχες για καιρό στον νου σου; Στο μυαλό μου, ως Αυστραλός που είσαι, θα φάνταζε πιο άνετη η λύση π.χ. της Βρετανίας. Πώς και αποφάσισες να πας να μείνεις στη Γαλλία;

Μετακόμισα στην Ευρώπη για να μπορώ να δουλεύω με τη δική μου μουσική και να επικεντρωθώ στη δική μου δουλειά, καθώς και να παίζω και σε project διάφορων άλλων ανθρώπων. Επίσης το να είσαι στην Ευρώπη σημαίνει ότι μπορείς να ταξιδεύεις και να παίζεις σχετικά πιο εύκολα σε τόσα πολλά διαφορετικά κράτη και να έρχεσαι σε επαφή με άλλους μουσικούς. Για την ακρίβεια ξεκίνησα τη διαδρομή μου στην Ευρώπη το 2003 από τη Βρετανία. Πήγα στο Λονδίνο γιατί ήθελα να σπουδάσω με τον Eddie Prevost των AMM. Αργότερα μετακόμισα στη Γαλλία για προσωπικούς λόγους και παρόλο που λατρεύω το Βερολίνο δεν θέλησα ποτέ να μείνω εκεί.

Κρίνοντας, τουλάχιστον, από τη μουσική που έχεις εκδώσει ως σήμερα, ένα από τα ενδιαφέροντα σου είναι και η μουσική με gamelan. Το λέω αυτό κρίνοντας από την κυκλοφορία σου αλλά και το project που ακολούθησε, Nist Nah. Θα ήθελες να μου δώσεις μερικές πληροφορίες για αυτή σου την ηχητική εξερεύνηση (τόσο για το project όσο και για την κυκλοφορία);

Έπαιζα με ένα gamelan γκρουπ στη Μελβούρνη στα μέσα των 90s όταν σπούδαζα μουσική. Παίζαμε σαν τα gamelan της Ιάβας, και επίσης έπαιζα ντραμς σε ένα κομμάτι που είχε γραφτεί για κρουστά και gamelan από έναν από τους φίλους μου και παράλληλα καθηγητές μου, τον Andrien Sherriff. Ερωτεύτηκα αυτόν τον ήχο από την πρώτη στιγμή και ήθελα να κάνω ένα project που να παίζει gamelan για αρκετό καιρό. Έχω βρεθεί δύο φορές στην Ινδονησία και τις δύο φορές ήταν απίστευτη εμπειρία. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά στυλ και προσεγγίσεις της μουσικής στην Ινδονησία και ήταν ένα τρομερό ταξίδι έμπνευσης και γνώσης ιδίως η μάθηση της μουσικής τους. Το 2019 είχα τη δυνατότητα να στήσω ένα μικρό γκρουπ που θέλησα να δημιουργήσω με κάποιους φίλους στην Ινδονησία αλλά όλα πήγαν στραβά στα πλάνα μας λόγω του κορωνοϊού. Έπειτα από αυτό δημιούργησα μια άλλη εκδοχή του γκρουπ και ξεκινήσαμε να παίζουμε το 2020 περισσότερο με Γάλλους μουσικούς, το οποίο εξελίχθηκε στο Ensemble Nist-Nah. Η μουσική που παίζουμε είναι επηρεασμένη, έχει πληροφορίες και έμπνευση από διάφορες μουσικές της Ινδονησίας, καθώς και από άλλες μουσικές από gong της Νοτιοανατολικής Ασίας, αλλά δεν παίζουμε καθόλου παραδοσιακή μουσική, παίζουμε δικές μας αυθεντικές συνθέσεις για αυτά τα όργανα.

Η Antboy Music αποτέλεσε το όχημα που κυκλοφόρησες τις πρώιμες δουλειές σου έως περίπου το 2012 που βγήκε το καταπληκτικό 'Sticks, Stones and Breaking Bones', ίσως μιλώντας με σημερινή ματιά, την πιο αγαπημένη μου κυκλοφορία της εταιρείας. Χρωστάω την ανακάλυψη της εταιρείας στις αξέχαστες τρομερές κριτικές του Jerome Noetinger στους καταλόγους της Metamkine (mail order που έκλεισε πριν από περίπου μια δεκαετία και το στοκ του αγοράστηκε από άλλη εταιρεία τη γαλλική Sonoris και δημιουργήθηκε το mail order Cortical Art). Ήταν περισσότερο ένα όχημα που συνόδευε τα πρώτα σου βήματα, από κυκλοφορίες δικές σου, συνεργασίες, (επίτρεψέ μου να πω) και πειραματισμούς με άλλο κόσμο. Αλήθεια η εταιρεία σταμάτησε ή είχες κατά νου να συνεχίσει, αλλά απλά έμεινε ανενεργή καθώς προέκυψαν άλλες δραστηριότητες που τρώνε περισσότερο από το χρόνο σου;

Όντως η Antboy Music ξεκίνησε για να κυκλοφορήσει περισσότερο μουσική μου σε μια εποχή που κανένας δεν ήθελε να το κάνει! Έβγαλα περισσότερο δικές μου δουλειές αλλά και δουλειές από καλλιτέχνες που μου άρεσε η δουλειά τους όπως οι Ernie Althoff, Tim Pledger, Greg Kingston, Matt Earl και Adam Sussmann. Δεν σταμάτησα ποτέ επίσημα την Antboy, επομένως δεν αποκλείω το ενδεχόμενο να επιστρέψει, αν παρουσιαστεί ξανά η ανάγκη να αρχίσω να κυκλοφορώ πάλι τη μουσική μου.

¨Ενας δίσκος που ακούω συνέχεια τελευταία είναι το Electric Rag Live στην Superpang!. Πρέπει να παραδεχθώ ότι είχα υποτιμήσει στην αρχή τη δουλειά σας όταν κυκλοφορήσατε το στούντιο LP σας, καθώς κυκλοφόρησε σε μια εποχή μαζί με διάφορες ακόμα κυκλοφορίες του Jean Luc Guionnett. Δεν το πρόσεξα τότε, αλλά, όταν άκουσα το live LP, κόλλησα με τους ήχους του. Είναι ένα project στο οποίο δουλεύετε και φιλοδοξείτε να το επεκτείνετε ή ήταν μια ιδέα που υλοποιήθηκε και ως ντοκουμέντο της έχουμε αυτούς τους δύο δίσκους που κυκλοφόρησαν;

Το ντουέτο δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας όργανο και ενισχυμένα ντραμς, θέλαμε να φτάξουμε ένα τελείως βρώμικο, άσχημο, σκουπιδοήχο, ένα είδος τραχιάς τζαζ με όργανο που να παίζει πάνω από ενισχυμένα ντραμς. Δεν κάνουμε αρκετές συναυλίες αυτή τη στιγμή αλλά το project ακόμα υπάρχει!

Πώς ήρθες σε επαφή με τον Jean Luc; Μιλώντας για τη συνεργασία σας ως Electric Rag φυσικά το ενδιαφέρον μου θα στραφεί σε ένα άλλο αγαπημένο μου σύνολο τους The Ames Room. Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το σύνολο; Μπορώ να σου πω ότι ακούω το πρόσφατο In Paris αρκετά αυτές τις ημέρες. Είναι μουσική που σε αγγίζει όταν την ακούς ή για να το θέσω καλύτερα, μουσική που μου αρέσει να ακούω σε ένα τζαζ/αυτοσχεδιαστικό φεστιβάλ. Είστε ακόμα ενεργοί ως γκρουπ; Τολμάω να ρωτήσω λόγω του χρονικού κενού από την προτελευταία κυκλοφορία σας μέχρι την έκδοση του ‘In Paris’.

Παίζω με το Jean Luc Guionnet για πολλά χρόνια και μας ενώνουν αρκετά κοινά ενδιαφέρονται οπότε είναι πάντα χαρά να παίζω μαζί του. Ξεκινήσαμε να παίζουμε ως τρίο με το Jerome Noetinger, και, μετά την αποχώρηση του, προχωρήσαμε ως τρίο με την προσθήκη του Clayton Thomas και αρχίσαμε να παίζουμε ως The Ames Room, με τους οποίους περιοδεύσαμε αρκετά και βγάλαμε και κάποιες κυκλοφορίες. Ξεκινήσαμε ως ένα, ας το πούμε, 'κλασσικό' σαξόφωνο, μπάσο, ντραμς σύνολο αλλά πολύ γρήγορα αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με το πως να ξεφύγουμε από αυτά τα δεδομένα μονοπάτια. Ξεκινήσαμε να παίζουμε με μικρές λούπες ως φράσεις που δεν έπεφταν η μια πάνω στην άλλη και νοιώθαμε ότι δημιουργούσαμε μια γλώσσα με αυτό το υλικό που ήταν κάτι το μοναδικό για το δικό μας τρίο. Θέλαμε να είναι ψυχρή, μη ρομαντική εκδοχή της free jazz. Το γκρουπ έριξε τις ταχύτητες του όταν ο Clayton μετακόμισε στο Σύδνεϋ αλλά ελπίζουμε να παίξουμε του χρόνου στο Βερολίνο και ίσως και να κάνουμε και μια περιοδεία του χρόνου εάν όλα πάνε καλά.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι μουσικοί που προτιμάς να συνεργάζεσαι εκτός από συνεργασίες που μπορεί να προκύψουν έκτακτα π.χ. από μια πρόταση ενός φεστιβάλ; Για μια εποχή έμοιαζες πολυάσχολος τόσο παίζοντας σόλο ή με γκρουπ αλλά και με διάφορες συνεργασίες. Αλλά εκτός από τις συνεργασίες, τα γκρουπ και τα σύνολα, έχεις και τη σόλο δουλειά σου. Όπως προανέφερα παρατηρώ μια τρομερή εξέλιξη στη σόλο δουλειά σου σε σύγκριση με παλιότερες κυκλοφορίες σου.

Δεν κάνω σποραδικές συνεργασίες πλέον. Έχω χάσει το ενδιαφέρον μου για αυτοσχεδιασμούς στη σκηνή και προτιμώ να επικεντρώνομαι σε project που δουλεύω με ανθρώπους που θέλω χρόνια να δουλέψω μαζί τους. Μου προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση. Η σόλο δουλειά πάντοτε εξακολουθεί να εξελίσσεται και συνεχίζω να προχωράω μουσικά (αν και μερικές φορές με αργά βήματα) με μουσικές ιδέες που θέλω να παίξω.

Αναρωτιέμαι τι να αναμένουμε από την εμφάνισή σου στο Ametric τον Σεπτέμβριο.

Ελπίζω κάτι το διαφορετικό!