Μια (σχεδόν) αποκλειστικά εβραϊκή υπόθεση
Η ύπαρξη αυτού που αποκαλούμε "δυτικός πολιτισμός" στον 20ο αιώνα θα ήταν αδιανόητη δίχως την συμβολή των Εβραίων, της μουσικής συμπεριλαμβανομένης. Ο Δημήτρης Κάζης εστιάζει την ματιά του σε μια καθοριστική για αυτήν φέτα χρόνου και χώρου
Το αφιέρωμα αυτό στην αρχική του μορφή μεταδόθηκε μέσω του zoom σαν διαδικτυακό σεμινάριο από την πλατφόρμα Rembrandt and the Cat.
Η δεκαετία του 60 ήταν μια εποχή δημιουργικής έκρηξης στη μουσική σε όλο τον κόσμο και η Νέα Υόρκη, που από τις αρχές της ιστορίας της ηχογραφημένης μουσικής ήταν το κέντρο της, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Συναρπαστικά πράγματα συνέβησαν και καταπληκτική μουσική βγήκε από την πόλη στα 60s, παρόλο που στα μέσα της δεκαετίας έχασε τα πρωτεία της από το Λονδίνο στο οποίο ανήκει δικαιωματικά ο τίτλος του κέντρου του κόσμου της μουσικής, της μόδας και της νεανικής κουλτούρας για εκείνα τα χρόνια.
Γιατί λοιπόν περιορίζω το θέμα στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης; Μέσα στα χρόνια, όσο ασχολούμουν με τη Νέα Υόρκη και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, διαπίστωνα ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πρωταγωνιστών της είχε εβραϊκές ρίζες. Οι περισσότεροι προερχόταν από το Μπρούκλιν, που είχε τόσο μεγάλη και δυναμική εβραϊκή κοινότητα (τη μεγαλύτερη στην ιστορία) που ένας ραβίνος στα μέσα του 20ου αιώνα το χαρακτήρισε πραγματική γη της επαγγελίας.
Μπορούμε να πούμε με ακρίβεια πάνω από τα 3/4 ότι η ιστορία των Εβραίων μουσικών των 60s της πόλης είναι η ιστορία της μουσικής της πόλης των 60s, και αυτό σίγουρα αξίζει ένα αφιέρωμα. Δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με το klezmer και τα υπόλοιπα καθαρά εβραϊκά είδη μουσικής που αφορούν μόνο τους ίδιους, δεν έχει και νόημα άλλωστε. To θέμα μας δεν είναι η εβραϊκότητα αλλά η οικουμενική μουσική από Εβραίους δημιουργούς.
Η ιστορία μας ξεκινάει 10 χρόνια πριν από τα 60s και με 3 ώρες διαφορά πιο δυτικά από τη Νέα Υόρκη. Το 1950 γνωρίζονται στο Los Angeles δύο δεκαεπτάχρονοι, γεννημένοι και οι δύο το 1933, ο στιχουργός Jerry Lieber και ο πιανίστας και συνθέτης Mike Stoller (o οποίος βρίσκεται ακόμη εν ζωή). O Jerry Leiber μεγάλωσε στη Βαλτιμόρη και από παιδί κουβαλούσε κάρβουνα και πετρέλαιο για τις σόμπες από το οικογενειακό μαγαζί στους μαύρους που ζούσαν στις φτωχές νότιες συνοικίες και δεν είχαν καν ρεύμα. «Με αγαπούσαν εκεί» είπε ο ίδιος. «Τους πήγαινα απαραίτητα υλικά και μου φερόταν καλά. Ήμουν ανάμεσά τους όλη μέρα και απορρόφησα την κουλτούρα, τη γλώσσα, το ρυθμό, τη νοοτροπία, τα αισθήματα, μέχρι και την κουζίνα τους».
Ο Stoller ήταν από τη Νέα Υόρκη. Oι οικογένειές τους είχαν βρεθεί στο LA για επαγγελματικούς λόγους. Με τη γνωριμία τους διαπιστώνουν ότι είναι και οι δύο οπαδοί αλλά και βαθείς γνώστες της μαύρης μουσικής, ειδικά των rhythm ‘n’ blues και περιφρονούν το mainstream της εποχής που απευθυνόταν στο λευκό ακροατήριο και αποτελούνταν ως επί το πλείστον από ελαφρά και γλυκανάλατα ακούσματα.
Άρχισαν αμέσως να γράφουν τραγούδια, και η πρώτη τους επιτυχία στα R&B charts, στον κατάλογο επιτυχιών που αφορούσε αποκλειστικά τη μαύρη μουσική, ήρθε με το Hound Dog που έγραψαν το 1952 και έγινε επιτυχία το 1953 από την Big Mama Thornton. To καλοκαίρι του 1956 ο Stoller ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας το πλοίο του, το Andrea Doria, συγκρούστηκε με το MS Stocholm και ο Stoller έφτασε στη Νέα Υόρκη με άλλο πλοίο, αφού τον είχε περιμαζέψει μια ναυαγοσωστική λέμβος. Στο λιμάνι τον περίμενε ο Leiber για να του ανακοινώσει ότι το Hound Dog το τραγούδησε ο Elvis και το πήγε στο Νο1. Η αντίδρασή του ήταν «ποιος Έλβις;».
Από τότε ξεκίνησε μια μακροχρόνια και ιδιαίτερα παραγωγική και κερδοφόρα συνεργασία ανάμεσα στο δίδυμο των δημιουργών και στον Έλβις, ο οποίος βέβαια δεν ήταν Εβραίος, αν και το μεσαίο του όνομα ήταν το κατ’ εξοχήν εβραϊκό Aaron, που έφερε επιτυχίες όπως το Jailhouse Rock, το King Creole και το You’re so square. Oι Lieber & Stoller ήταν εξαιρετικά ταλαντούχοι, εργατικοί και ανοιχτοί σε διάφορες επιρροές και έτσι ανανέωσαν τη μαύρη μουσική ενσωματώνοντας σ’ αυτήν μουσικά και στιχουργικά στοιχεία από τη λευκή και τη λατινοαμερικάνικη. Έπαιξαν τεράστιο ρόλο στη γέννηση του rock ‘n’ roll και το 1957, στα 25 τους, αποκαλούνταν νονοί ή ακόμη και παππούδες του είδους. Στα 1958 γράφτηκε σε ένα άρθρο ότι είναι οι Rogers & Hammerstein (συνθέτης και λιμπρετίστας του μουσικού θεάτρου του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, θρύλοι του Broadway και επίσης Εβραίοι της ΝΥ με γερμανικές ρίζες).
Το 1957, αφού πούλησαν την εταιρία που είχαν ιδρύσει με το όνομα Spark Records στην Atlantic, μετέφεραν την έδρα τους στη Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκαν στο περιβόητο Brill Building.
To κτίριο Brill βρίσκεται στο 1619 της λεωφόρου Broadway, στην καρδιά του Μανχάταν, λίγες εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Times Square. Χτίστηκε το 1931 και πήρε το όνομά του από έναν που είχε το μαγαζί του με είδη ραπτικής στο ισόγειο και μετά από χρόνια δουλειάς αγόρασε ολόκληρο το κτίριο (η αποθέωση του αμερικάνικου ονείρου). Από τη δεκαετία του 40 ήδη ήταν η καρδιά της μουσικής βιομηχανίας, μια που είχαν γραφεία εκεί οι σπουδαιότεροι μουσικοί παραγωγοί, εκδότες, ατζέντηδες αλλά και συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδοποιοί της πόλης. Στο ισόγειό του υπήρχε το εστιατόριο The Turf όπου κλεινόταν οι δουλειές, και είχε 20 τηλεφωνικούς θαλάμους για να εξυπηρετεί τους θαμώνες του, ιδιαίτερα εκείνους δεν είχαν γραφεία στο κτίριο.
Στο Brill και στα υπόλοιπα κτίρια που στέγαζαν τις ίδιες δραστηριότητες, και βρισκόταν όλα εκεί γύρω, μπορούσες να έχεις το τραγούδι σου έτοιμο σε μια μέρα. Ένας νέος που δεν ήξερε μουσική αλλά είχε μια καλή ιδέα για ένα τραγούδι έβρισκε εκεί κάποιον να του το γράψει στο πεντάγραμμο, έκλεινε συμβόλαιο με έναν παραγωγό, έβρισκε ενορχηστρωτή, μουσικούς και τραγουδιστές, το ηχογραφούσαν στο στούντιο που βρισκόταν συνήθως στο υπόγειο, και αν ήταν τυχερός βρισκόταν και εταιρεία για να το κυκλοφορήσει. Καθετοποιημένη παραγωγή. Χιλιάδες τραγούδια έχουν γίνει με παρόμοιο τρόπο, και αν όχι σε μια μέρα σε λίγες, και πολλά από αυτά είναι αριστουργήματα που θα ακούγονται για πάντα. Ο όρος «μουσική του Brill building» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ποπ που κυριαρχούσε στα τέλη της δεκαετίας του 50 – αρχές του 60 και ήταν σχεδόν αποκλειστικά από Εβραίους δημιουργούς και μαύρους ερμηνευτές. Στο Brill οι Εβραίοι τραγουδιστές και τραγουδίστριες ήταν εξαιρέσεις, ανάμεσά τους η Lesley Gore, πρότυπο ανεξάρτητης νέας γυναίκας της εποχής με επιτυχίες όπως το It’s my Party και το You don’t own me, δύο από τα πρώτα φεμινιστικά τραγούδια στην ιστορία της ποπ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνεργασίας σαν αυτή που αναφέρθηκε παραπάνω είναι ο Burt Bacharach και ο Hal David, που γνωρίστηκαν μέσα στο Brill και έγιναν ένα από τα πιο πετυχημένα ζευγάρια δημιουργών στην ιστορία της ποπ με ασύλληπτης ομορφιάς τραγούδια όπως το I say a little prayer το Walk on by και το Baby it’s you, περιορίζοντας τις αναφορές στο πλαίσιο που περιγράψαμε.
Ένα άλλο δίδυμο που είχε τη βάση του στο Brill ήταν ο Kenny Young, που ήταν ο ίδιος μετανάστης πρώτης γενιάς, γεννημένος στην Ιερουσαλήμ και ο Arthur Resnick, γεννημένος στη ΝΥ αυτός, που δεν είχαν τόσο πολλές επιτυχίες αλλά έγραψαν αυτό το αθάνατο αριστούργημα των Drifters Under the Boardwalk.
Το πιο φημισμένο ίσως ζευγάρι δημιουργών του Brill μετά τους Leiber/Stoller ήταν ο Doc Pomus και ο Mort Schuman.
O Doc Pomus (πραγματικό όνομα Jerome Solon Felder) μεγάλωσε στο Williamsburg του Μπρούκλιν, την καρδιά της εβραϊκής κοινότητας. Είχε αρρωστήσει μικρός από πολιομυελίτιδα και περπατούσε με πατερίτσες.
Λάτρευε τα blues και προσπαθούσε για χρόνια να κάνει καριέρα σαν τραγουδιστής και στιχουργός, αλλά δεν είχε καταφέρει τίποτε αξιόλογο μέχρι που γνώρισε τον Schuman, 11 χρόνια μικρότερό του και ιδιαίτερα ταλαντούχο και γοητευτικό. Η συνεργασία τους έδωσε εκατοντάδες τραγούδια (λέγεται ότι έγραφαν 12 τη βδομάδα) ανάμεσά τους επιτυχίες με τον Έλβις σαν το Viva Las Vegas, το Little Sister και το Suspicion και αριστουργήματα όπως το Sweets for my sweet, το This Magic Moment, το Save the last dance for me και το Teenager in love, την μεγάλη επιτυχία του Dion, ενός Ιταλοαμερικάνου μάγκα από το Μπρονξ με θαυμαστές όπως ο Lou Reed και ο Paul Simon που τον έχει αποκαλέσει «ο βασιλιάς των δρόμων της ΝΥ». O Mort Schuman αργότερα μετακόμισε στη Γαλλία όπου έκανε μεγάλη καριέρα σαν singer/songwriter στα γαλλικά.
Τα χρόνια του Brill building ήταν η χρυσή εποχή και για τους Leiber & Stoller. Δεκάδες τραγούδια τους έγιναν τεράστιες επιτυχίες, Νο1 και χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, κυρίως με τους Coasters (Yakety Yak), τους Clovers (Love Potion No9), τους Drifters και τον τραγουδιστή των τελευταίων Ben E. King (Stand by me). To 1960 έβγαλαν με τον τελευταίο το τραγούδι Spanish Harlem, ένα δείγμα αυτού που είπαμε προηγουμένως, της ενσωμάτωσης στοιχείων από διάφορες μουσικές κουλτούρες στα τραγούδια τους, στην παραγωγή του οποίου συνεργάστηκαν με ένα νεαρό κιθαρίστα που χρησιμοποιούσαν στις ηχογραφήσεις τους, έναν κοντό ατίθασο τύπο, Εβραίο από το Bronx, με το όνομα Phil Spector.
O Phil Spector είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο στην ιστορία της ποπ. Θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής, ότι είναι (μαζί με τον Joe Meek από την απέναντι ακτή του Ατλαντικού) ο πρώτος πραγματικός παραγωγός στην ιστορία της, ο πρώτος που δεν ηχογραφούσε απλά τους μουσικούς αλλά έφτιαχνε με τη βοήθεια της τεχνολογίας δίσκους που ακούγονταν συναρπαστικά. Ο ήχος του περιγράφηκε με τον όρο wall of sound και χαρακτηριστικό του ήταν τα αλλεπάλληλα στρώματα από πνευστά και έγχορδα που γέμιζαν ακουστικά το χώρο. Εδώ να αναφέρουμε για την ιστορία ότι ο όρος «ηχητικό τείχος» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1884 σε ένα άρθρο των New York Times που περιέγραφε το ανακαινισμένο θέατρο Νιμπελούγκεν του Ρίχαρντ Βάγκνερ στο Μπάιρόιτ, όπου για πρώτη φορά η ορχήστρα τοποθετήθηκε μέσα σε χαντάκι ανάμεσα στη σκηνή και το ακροατήριο και παρήγαγε αυτό το αόρατο τείχος. Ο Spector έπαιρνε τραγούδια από το Brill building και το πρακτορείο Aldon και έβαζε τα γνωστότερα girl groups της εποχής να τα τραγουδήσουν, κρατώντας τα καλύτερα για τις Ronettes, με την τραγουδίστρια των οποίων Veronica Bennett ήταν ερωτευμένος και έγινε η δεύτερη σύζυγός του με το όνομα Ronnie Spector.
Για να πετύχει το τέλειο πετούσε με τις τραγουδίστριες στο Los Angeles για να ηχογραφήσει με τους καλύτερους session μουσικούς της εποχής, το περιβόητο Wrecking Crew, κεντρική μορφή των οποίων ήταν ο ντράμερ Hal Blaine, γιος Εβραίων μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη και ίσως ο ντράμερ με τις περισσότερες ηχογραφήσεις στην ιστορία, που σε ένα τραγούδι των Ronettes έπαιξε την πρώτη εμβληματική εισαγωγή τραγουδιού με τύμπανα στην ιστορία της ποπ, εισαγωγή η οποία δεν προοριζόταν καν να ακουστεί στο δίσκο.
O Spector είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές της μουσικής του 20ου αιώνα, έχει δουλέψει με τους μεγαλύτερους, από τους Beatles, και σαν σύνολο και χωριστά με τον Lennon και τον Harrison, και τον Leonard Cohen μέχρι τους Ramones και την Tina Turner.
Υπάρχουν ιστορίες τρόμου με όλους αυτούς, με βίαια ξεσπάσματα και όπλα να βγαίνουν μέσα στο στούντιο. Από το 2013 είναι στη φυλακή καταδικασμένος για το φόνο της ηθοποιού Lana Clarkson που βρέθηκε νεκρή από πυροβολισμό στη βίλα του στο Hollywood, παρόλο που ο ίδιος επιμένει ότι ήταν ατύχημα. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που όταν ο Doc Pomus καθηλώθηκε σε αναπηρικό καροτσάκι στα μέσα των 60s του έστειλε μια λευκή επιταγή, όπως αναφέρει ο Leonard Cohen στην αυτοβιογραφία του.
H Aldon ήταν η εταιρία που είχε ιδρύσει στα 29 του ο Don Kirshner μαζί με τον Al Nevis, εξ’ ου και το όνομα. Ο Kirshner, που αποκαλούνταν «ο άνθρωπος με τα χρυσά αυτιά», είχε ανακαλύψει τον Neil Sedaka - δημιουργό πολλών επιτυχιών με πιο γνωστή ανάμεσά τους το Oh Carol που λέγεται ότι είναι γραμμένο για την Carole King – τον οποίο είχαν απορρίψει πολλοί και ήταν ο πρώτος που πλήρωνε δίκαια και απέδιδε δικαιώματα στους καλλιτέχνες, γεγονός σχεδόν σκανδαλώδες για ένα σινάφι πoυ κυριαρχούσε η απληστία και τα αρπακτικά. H έδρα του ήταν στο αποκαλούμενο Music Building, στο 1650 της Broadway, δυο τετράγωνα πιο πάνω από το Brill και με αξιοσημείωτα χαμηλότερο ενοίκιο.
Στις αρχές των 60s είχε συμβόλαια με καμιά εικοσαριά νέους τραγουδοποιούς, κυρίως Εβραίους του Μπρούκλιν που προερχόταν από τα ίδια 2-3 σχολεία, παιδιά με κλασικές σπουδές στο πιάνο που είχαν μεγαλώσει ακούγοντας ροκ εν ρολ, ανάμεσά τους ονόματα όπως ο Neil Diamond, ο Paul Simon και τρία νεαρά ζευγάρια στη δουλειά και στη ζωή, τον Barry Mann με την Cynthia Weil, τον Gerry Goffin με την Carole King (Cline) που παντρεύτηκαν το 1959, με την Κάρολ 17 χρονών και τριών μηνών έγκυο και τον Jeff Barry με την Ellie Greenwich.
Οι τελευταίοι έγραψαν το Be Μy Βaby που είδαμε παραπάνω και λίγα χρόνια αργότερα το Leader of the Pack που πήγε στο Νο1 με τις Shangri-Las σε παραγωγή του George “Shadow” Morton στις πρόβες του οποίου έπαιξε πιάνο ένας δεκαπεντάχρονος Εβραίος από το Μπρονξ. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στη μουσική βιομηχανία της οποίας έγινε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα, ο έκτος - και τρίτος σόλο καλλιτέχνης - σε πωλήσεις στην ιστορία, η καριέρα του οποίου όμως ξεκίνησε στα 70s και δε μας αφορά στο παρόν: ο Billy Joel.
Οι τραγουδοποιοί του Kirshner δούλευαν σε χωρίσματα που είχαν μέσα ένα γραφείο και ένα πιάνο, και μέσα από αυτά βγήκαν χιλιάδες τραγούδια, εκατοντάδες από αυτά επιτυχίες. Ενδεικτικά αναφέρω τα Will You Love Me Tomorrow από τις Shirelles και The Locomotion από την Little Eva των Goffin/King (η “little” Eva Narcissus Boyd ήταν η μπέιμπυ σίτερ που πρόσεχε το μωρό τους), τα You’ve Lost That Lovin’ Feeling από τους Righteous Brothers και Walking In The Rain από τις Ronettes των Weil/Mann και το Be my Baby των Ronettes από των Greenwich/Barry.
Το πιο χαρακτηριστικό ίσως από όλα είναι ένα τραγούδι που έγραψαν οι Mann/Weil μαζί με τους Leiber/Stoller και μιλάει ακριβώς για το δρόμο που δούλευαν και διασκέδαζαν, ένας ύμνος στη ζωή της Νέας Υόρκης των πρώιμων 60s, το On Broadway από τους Drifters που έχουν πει δεκάδες άλλοι μέσα στα χρόνια, ανάμεσά τους ο George Benson και ο Neil Young.
Όλοι αυτοί βγήκαν περίπου στην ανεργία μέσα σε μια νύχτα το 1964 με την έλευση των Beatles. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ όλοι αυτοί ήταν συνομήλικοι με τους Beatles έγιναν διάσημοι πριν από αυτούς και οι Beatles ήταν θαυμαστές τους, έχουν παίξει μάλιστα σε δίσκο τους τραγούδι των Goffin & King, το Chains. Ακόμη πιο ειρωνικό είναι το ότι εμβληματικά τραγούδια της Βρετανικής Εισβολής είναι γραμμένα από αυτούς ακριβώς: To Do Wah Diddy Diddy από τους Barry & Greenwich και το We ‘Ve Got To Get Out Of This Place από τους Mann & Weil.
Δεν ήταν όμως όλοι ξετρελαμένοι με την ποπ του Brill building εκείνη την εποχή, ούτε θα ήταν δυνατόν άλλωστε. Κάποιοι την έβρισκαν ρηχή και σαχλή και έψαχναν πιο «αυθεντικές» μορφές μουσικής για να εκφραστούν. Στην Αγγλία αυτό το μικρό αλλά όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι του κοινού στράφηκε στην παραδοσιακή Dixieland jazz και στην Αμερική στην folk. H ειρωνεία εδώ είναι ότι και τα δύο αυτά είδη μέσα στην «αυθεντικότητά» τους είναι απλοϊκά μπροστά στο μουσικό πλούτο των δημιουργών του Brill building.
To folk κίνημα της ΝΥ είχε έδρα του το Greenwich Village και συγκεκριμένα κάποια καφέ στις οδούς Bleecker και McDougal με πιο διάσημα ανάμεσά τους το Folk City, το Bitter End και το Café Au Go Go στην Bleecker και το Café Wha στη McDougal. Εκεί έφτασε στις 24/1 του 1961, με ωτοστόπ μετά από μια περιπλάνηση ενός χρόνου στην Αμερική, ο Robert Zimmerman από το Χίμπινγκ της Μινεσότα, “ένα μέρος που έκανε πολύ κρύο για να γίνεις επαναστάτης” όπως έλεγε. Είχε ξεκινήσει σαν οπαδός του Έλβις που έπαιζε rock ‘n’ roll αλλά γρήγορα άφησε την ηλεκτρική κιθάρα για την ακουστική και στράφηκε στην folk. Εκείνα τα χρόνια ειρωνευόταν την ποπ του Brill (Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς, ούμπι ντούμπι ντου) – η ειρωνεία ήταν βασικό συστατικό της περσόνας που κατασκεύασε. Είχε από την πρώτη στιγμή καταστρωμένο το σχέδιό του και κατασκευασμένο το μύθο του. Το πρώτο παραμύθι που πούλησε στα μέσα (τα οποία χειριζόταν δεξιοτεχνικά από την αρχή) ήταν ότι ήταν ορφανός και είχε φτάσει στη ΝΥ λαθρεπιβάτης σε εμπορικό τραίνο.
Πρόκειται φυσικά για τον Bob Dylan, όπως άλλαξε το όνομά του για να τιμήσει τον αγαπημένο του ποιητή Dylan Thomas, που λίγα χρόνια πριν έπινε στην κυριολεξία μέχρι θανάτου στο White Horse στην Hudson str λίγα τετράγωνα πιο κάτω. Αν και δεν γεννήθηκε ούτε μεγάλωσε στη ΝΥ το όνομά του ταυτίστηκε μαζί της όσο λίγοι. Με τα δικά του λόγια, γεννήθηκε πολύ μακριά από εκεί που έπρεπε να είναι και γύρισε σπίτι.
O Dylan ήρθε στην πόλη άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μέσα σε ένα χρόνο όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν και σε έναν ακόμη ήταν σούπερσταρ, αφήνοντας πίσω στην αφάνεια όλους όσους στην αρχή τον ειρωνευόταν για τη φωνή του και την πολιτική του αφέλεια, όπως την αντιλαμβανόταν αυτοί (δεν είναι μυστικό ότι η folk κοινότητα ανήκε στην Αριστερά, πολλοί ήταν μέλη του ΚΚ, και όλοι ξέρουμε πόσο δογματικοί μπορεί να γίνουν). Ήτανε με διαφορά ο πιο έξυπνος και πιο ταλαντούχος απ’ όλους και επέβαλλε από την αρχή τους δικούς του όρους. H επιτυχία ήρθε όταν ο κοινός τους μάνατζερ Albert Grossman έδωσε το Blowin’ in the wind (που το είχε παίξει ζωντανά σε λίγους ανθρώπους και όλοι αναγνώρισαν με την πρώτη το μεγαλείο του, κοινώς έπαθαν την πλάκα τους) οι μεγαλύτεροι σταρ της φολκ σκηνής και όχι μόνο, το τρίο Peter Paul and Mary το ηχογράφησαν και το πήγαν στο Νο1. Ο πρώτος ανάμεσά τους Peter Yarrow είναι Εβραίος Νεοϋορκέζος γεννημένος στο Μανχάταν.
Πολλοί ήταν εκείνοι που νόμιζαν ότι θα τον πατρονάρουν πολιτικά ή καλλιτεχνικά αλλά αυτός πάντα έκανε αυτό που ήθελε. Μετά από δυο-τρία χρόνια κυριαρχίας στη φολκ σκηνή ανακάλυψε εκ νέου τις ροκ εν ρολ ρίζες του, φόρεσε δερμάτινα παντελόνια και μαύρα γυαλιά τη νύχτα και δημιούργησε την εικόνα του ροκ σταρ όπως την ξέρουμε. Όταν εμφανίστηκε το 1965 στο φεστιβάλ του Νιούπορτ με ηλεκτρική κιθάρα το φολκ κοινό που τον λάτρευε έπαθε σοκ, έγινε μέσα σε μια νύχτα από Μεσσίας Ιούδας και λέγεται ότι ο Pete Seeger, o πατριάρχης του φολκ κινήματος, προσπάθησε να κόψει το καλώδιο του ρεύματος με ένα τσεκούρι για να σταματήσει το «αίσχος».
Ο Ντύλαν ήταν ο πρώτος που έγραψε σοβαρό ροκ στίχο και με αυτόν έγινε η μετάβαση από το παιδικό ροκ εν ρολ στο ενήλικο ροκ. Λένε ότι όταν ο Gerry Goffin διάβασε τους στίχους του Ντύλαν οι δικοί του του φάνηκαν τόσο ανούσιοι που έσχισε όλες του τις σημειώσεις και τα ανέκδοτά του τραγούδια.
Κομβικά μέλη στην πρώτη ροκ μπάντα του Ντύλαν ήταν δύο επίσης Εβραίοι μουσικοί, ο κιθαρίστας Michael Bloomfield από το Σικάγο, από τους πρώτους ήρωες της ηλεκτρικής κιθάρας με πολύ σημαντικό ρόλο στη διάδοση των μπλουζ στο λευκό mainstream κοινό, σήμερα είναι ξεχασμένος από το μεγάλο κοινό και ο κιθαρίστας και οργανίστας Al Kooper από το Queens που έγινε διάσημος μέσα σε μια νύχτα όταν έπαιξε το εμβληματικό Hammond στις 15 Ιουνίου του 1965 στο στούντιο της Columbia, ένα κτίριο στο 207 της Ανατολικής 30ης οδού, ανάμεσα στη 2η και την 3η λεωφόρο, που αποκαλούνταν «η εκκλησία» επειδή αυτό ακριβώς ήταν αρχικά, και γκρεμίστηκε το 1982, σε ένα τραγούδι που μόλις είχε γράψει ο Ντύλαν στην καλύβα του Peter Yarrow στο Woodstock όπου είχε κρυφτεί αποφασισμένος να παρατήσει τη μουσική και να γίνει συγγραφέας.
O Al Kooper αργότερα ένωσε τις δυνάμεις του με κάποιους νέους μουσικούς της πόλης που, συμπτωματικά ή όχι, ήταν Εβραίοι, ανάμεσά τους ο Danny Kalb που είχε παίξει με τον Ντύλαν στα 15 του και ο Steve Katz που αργότερα έφτιαξε τους Blood, Sweat & Tears, και έφτιαξαν τους Blues Project, ένα από τα πρώτα πειραματικά σχήματα στην ιστορία του ροκ.
Ο Dylan όμως δεν ήταν ο μόνος Εβραίος της φολκ σκηνής. Το 1962 έφτασε στη ΝΥ από το Τέξας ο Phil Ochs, γιος ενός νεοϋορκέζου γιατρού, εξαιρετικά ταλαντούχος μουσικός και πολιτικά στρατευμένος στην Αριστερά και ιδιαἰτερα μαχητικός. Έγινε κεντρική μορφή του αντιπολεμικού κινήματος όπως και αυτού για τα πολιτικά δικαιώματα. Δυστυχώς δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει την διπολική διαταραχή και αυτοκτόνησε στα 35 του το 1976, αφού είχε τραγουδήσει για όλες τις ειδήσεις που άξιζε. Στον πρώτο του δίσκο που είχε ακριβώς αυτό τον τίτλο, All the news that’s fit to sing, παράφραση του All the news that’s fit to print που ήταν το λόγκο των NY Times, έπαιξε κιθάρα μαζί του ο Danny Kalb. To album έβγαλε η Elektra records του Jac Holzman, ιστορική εταιρεία που έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διάδοση της φολκ, του φολκ ροκ και αργότερα της ψυχεδέλειας.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, έβγαλε τον πρώτο του δίσκο με τίτλο Alice’s Restaurant ο Arlo Guthrie, γιος του πατριάρχη της αμερικανικής φολκ Woody Guthrie από την δεύτερη γυναίκα του που ήταν Εβραία της ΝΥ. Ο Arlo μεγάλωσε σαν Εβραίος, στα 70s έγινε καθολικός και τελικά κατέληξε να πιστεύει στα πάντα, μια τυπική πορεία εσωτερικής αναζήτησης την νεοϋορκέζων που σατίρισε μοναδικά ένας άλλος Εβραίος της ΝΥ που ξεκίνησε και έγινε διάσημος στα 60s, o Woody Allen στο Η Χάνα και οι αδερφές της. Το ομώνυμο τραγούδι που διαρκεί 18 λεπτά, ένας συνδυασμός φολκ, θεατρικής μουσικής και κωμικής παρλάτας, έγινε στάνταρ για την πιο αποκλειστικά αμερικανική γιορτή, την ημέρα των ευχαριστιών.
Άλλος ένας μουσικός της φολκ, όχι τόσο διάσημος μια που δεν τραγουδούσε αλλά έπαιζε μόνο μπάντζο, πολύ σημαντικός ωστόσο, ήταν ο Εric Weissberg, μαθητής του Pete Seeger από τα δέκα του χρόνια στο Village. Έπαιξε με τα μεγαλύτερα ονόματα και είχε τη στιγμή της δόξας του το 1972 στην ταινία Deliverance (γνωστή στην Ελλάδα με τον τίτλο Όταν ξέσπασε η Βία) όταν ντούμπλαρε τον ηθοποιό Billy Redden στην ιστορική σκηνή της μουσικής μονομαχίας. Κιθάρα στην ίδια ηχογράφηση έπαιξε ένας εξίσου σημαντικός μουσικός εβραϊκής καταγωγής, ο Steve Mandel.
H folk δεν ήταν το μόνο εναλλακτικό μουσικό κίνημα με πολιτικές και αντιπολεμικές ευαισθησίες της εποχής. Το 1964 στο Lower East Side δημιουργήθηκε το κατά πολλούς πρώτο underground ροκ γκρουπ της ιστορίας, οι Fugs, που πήραν το όνομα τους από τη λέξη που χρησιμοποιεί ο Norman Mailer στο βιβλίο του Οι γυμνοί και οι νεκροί για να αντικαταστήσει τη λέξη με τα 4 γράμματα. Πυρήνας τους ήταν τρεις ποιητές, ο Ed Sanders, ο Kendel Kardt και ο Tuli Kupferberg, που μεγάλωσε σε οικογένεια που μιλούσε Yiddish στη ΝΥ, και στην αρχική τους σύνθεση είχαν το ψυχεδελικό φολκ ντούο Holy Modal Rounders (οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τη λέξη ψυχεδέλεια στη μουσική) που αποτελούνταν από τον βιολιστή Peter Stampfler και τον κιθαρίστα Steve Weber, που είχαν αφήσει πίσω τους την κλασική φολκ φόρμα. Βάση τους ήταν το Peace eye, το βιβλιοπωλείο που άνοιξε ο Σάντερς στο 147 της Avenue A. Οι στίχοι και η όλη παρουσία τους ισορροπούσε ανάμεσα στην αβανγκάρντ και στο γκροτέσκο.
Ο Τuli ήταν ο δημιουργός αυτής της διάσημης γελοιογραφίας που έγινε και τίτλος δίσκου – συλλογής που συμμετείχε και ο ίδιος, και από τις μεγαλύτερες μορφές της αμερικανικής αντικουλτούρας. Λέγεται ότι στο Ουρλιαχτό του Άλεν Γκίνσμπεργκ (άλλος κορυφαίος Εβραιοαμερικάνος ποιητής, κεντρική μορφή της beat λογοτεχνίας, κίνημα που ξεκίνησε στη ΝΥ στα 50s) ο Τuli είναι «ο άνθρωπος που πήδηξε από τη γέφυρα του Μπρούκλιν και έφυγε άγνωστος και ξεχασμένος» που αναφέρεται στους στίχους.
Οι Fugs έκαναν σκληρή σάτιρα στο πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο μέσα από το ροκ και ο πρώτος τους δίσκος ήταν μέσα στους 25 αγαπημένους του David Bowie, όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του λίγα χρόνια πριν πεθάνει. To video που συνοδεύει το τραγούδι τους Kill For Peace είναι ενδεικτικό.
Πίσω στο mainstream. To 1957 ανέβηκε στο Broadway ένα μιούζικαλ βασισμένο στην ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, με τη δράση του να τοποθετείται στη δυτική πλευρά του Μανχάταν και στη θέση των Καπουλέτων και των Μοντέγκων είχε δυο αντίπαλες συμμορίες λευκών και Πορτορικανών, τους Jets και τους Sharks αντίστοιχα. Η επιτυχία του ήτανε στιγμιαία, τεράστια και παγκόσμια και το 1961 κυκλοφόρησε η ταινία που βασίστηκε σ’ αυτό.
Πρόκειται βέβαια για το West Side Story, που οι βασικοί συντελεστές του ήταν όλοι Εβραίοι: o Ernest Lehman που έγραψε το σενάριο, o Arthur Laurentis στο βιβλίο του οποίου βασίστηκε, ο παραγωγός και σκηνοθέτης Robert Wise, o σκηνοθέτης και χορογράφος Jerome Robbins, ο Steven Sondheim που έγραψε τους στίχους των τραγουδιών και ο Leonard Bernstein που έγραψε τη μουσική.
Ήταν όλοι γεννημένοι και μεγαλωμένοι στη Νέα Υόρκη εκτός από τον Bernstein, γιος προσφύγων από την Ουκρανία που μεγάλωσε λίγο πιο βόρεια στη Μασαχουσέτη, αλλά ήταν ήδη από τους πιο διάσημους νεοϋορκέζους, διευθυντής της Φιλαρμονικής και ο πρώτος Αμερικανός που διεύθυνε στη Σκάλα του Μιλάνου, στο πόντιουμ της οποίας πέθανε κατά τη διάρκεια πρόβας ο προκάτοχός του Δημήτρης Μητρόπουλος.
To America από την ταινία μέσα από την καταπληκτική μουσική, χορογραφία και τους έξυπνους υπαινικτικούς στίχους θίγει τα μεγαλύτερα κοινωνικά και πολιτικά θέματα της εποχής με τρόπο πιο καίριο από αυτό των κινημάτων διαμαρτυρίας και τα περνάει στο μεγάλο κοινό.
Η γειτονιά της πόλης στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία, όπου έγιναν και τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας, κατεδαφίστηκε ολόκληρη για να χτιστεί το Lincoln Center, συγκρότημα κτιρίων που στεγάζει τη Φιλαρμονική, τη Metropolitan Opera, το μπαλέτο της ΝΥ και το φημισμένο ωδείο Julliard.
Η πρώτη πρεμιέρα συμφωνικού έργου στη νέα έδρα της φιλαρμονικής στο Lincoln Center ήταν, μετά από παραγγελία του Bernstein, το συμφωνικό έργο Connotations του Aaron Copland, φημισμένου νεοϋορκέζου συνθέτη και παιδιού Εβραίων προσφύγων από τη Λιθουανία, μια σύνθεση σε δωδεκάφθογγο σύστημα που δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από όλους, προκάλεσε σκάνδαλο και αποδοκιμασίες όπως είχε γίνει και με την Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Στραβίνσκι στο Παρίσι 49 χρόνια νωρίτερα. Το κοινό της κλασικής μουσικής δεν είναι ούτε τόσο ανοιχτόμυαλο ούτε τόσο κόσμιο όσο θέλει να πιστεύει.
Μένοντας στον χώρο της σύγχρονης λόγιας πρωτοποριακής μουσικής, λίγα χρόνια αργότερα, το 1967, φτάνει στην πόλη από το Παρίσι, όπου είχε σπουδάσει με υποτροφία Φουλμπράιτ, ένας ακόμη απόγονος Εβραίων της Λιθουανίας (όπως ο Copland) μεγαλωμένος στη Βαλτιμόρη (τρεις ώρες με το αυτοκίνητο από τη ΝΥ) που θα έγραφε τα καλύτερα έργα του λίγο αργότερα, αφού θα είχε δουλέψει σαν υδραυλικός και ταξιτζής στην πόλη που θα έμενε κι αυτός για πάντα, ο Philip Glass.
Ένα ακόμη μεγάλο κεφάλαιο στη μουσική του 20ου αιώνα είναι η τζαζ κέντρο της οποίας ήταν πάντα και συνεχίζει να είναι η ΝΥ. Τζαζίστες από όλη την χώρα εγκαταστάθηκαν εκεί και έγιναν Νεοϋορκέζοι. Θεωρείται, και είναι κατά κύριο λόγο, κομμάτι της μαύρης μουσικής αλλά πολλοί είναι και οι λευκοί που έχουν γράψει και παίξει τζαζ στο υψηλότερο επίπεδο. Ειρωνικά, το κομμάτι με τις περισσότερες πωλήσεις στην ιστορία της τζαζ, και πιθανότατα το πιο γνωστό απ’ όλα, είναι από το τετραμελές σύνολο ενός λευκού πιανίστα, το έχει γράψει ο λευκός σαξοφωνίστας του γκρουπ Paul Desmond (Εβραίος γεννημένος και μεγαλωμένος στο San Francisco αλλά κάτοικος NY) ηχογραφήθηκε το 1959 στη Νέα Υόρκη (στην εκκλησία, το ίδιο στούντιο που 6 χρόνια αργότερα ηχογραφήθηκε το Like a rolling stone) και έγινε παγκόσμια επιτυχία το 1961.
Την ίδια χρονιά που έγινε χιτ το Take Five ξεκινάει η τρέλα των Αμερικάνων με τη bossa nova, ένα βραζιλιάνικο είδος που είναι ένα μίγμα από ρυθμούς της σάμπα με μια πιο κουλ τζαζ προσέγγιση και στοιχεία ευρωπαϊκής μουσικής. Ήταν τέτοια η μανία μαζί της που το 1963 οι Mann & Weil έγραψαν το τραγούδι Blame It On The Bossa Nova που έγινε χιτ με τη φωνή της Eydie Gormé.
Την bossa nova γνώρισε στην Αμερική ο κιθαρίστας Charlie Byrd αλλά ο μουσικός που το όνομά του έχει συνδεθεί περισσότερο μαζί της είναι ο Stan Getz (πραγματικό όνομα Stanley Gayetski) Εβραίος από την Φιλαδέλφεια με προγόνους από την Ουκρανία. Ο δίσκος τους του 1962 Big Band Bossa Nova που ηχογραφήθηκε και αυτός στην εκκλησία έκανε αίσθηση, αλλά ο πραγματικός θρίαμβος ήταν μετά από ένα χρόνο, όταν ήρθε στη ΝΥ ο σημαντικότερος συνθέτης του είδους, ο Antonio Carlos Jobim, ο μεγαλύτερος σταρ, ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Joao Gilberto και η σύζυγός του Astrud, που θα έκανε το ντεμπούτο της σαν τραγουδίστρια και έγραψαν μαζί τον οριακό δίσκο Getz/Gilberto. Ο βελούδινος ήχος του Getz, που τον απέκτησε παίζοντας χρόνια cool jazz, και η αιθέρια φωνή της Astrud το έκαναν ένα μοναδικό αριστούργημα.
Ένας ακόμη Εβραίος με σημαντική παρουσία στην τζαζ σκηνή της ΝΥ ήταν ο Lee Konitz που έπαιξε με τον Miles Davis το 1948-48 στο Birth of the Cool. Ήταν τότε που είχαν ρωτήσει τον Μάιλς γιατί πήρε λευκό σαξοφωνίστα κι εκείνος τους απάντησε επειδή είναι ο καλύτερος (βρείτε μου έναν μαύρο που παίζει σαν τον Lee Konitz). O Lee Konitz ζούσε στη Νέα Υόρκη μέχρι τα 92 του χρόνια και στις 15 Απριλίου του 2020 πέθανε από Covid-19.
Το 1964 ο Doc Pomus φέρνει στην Pickwick records έναν 25χρονο τραγουδοποιό από το Μπρούκλιν για να δοκιμαστεί. Ο θρύλος λέει ότι στο μοναδικό μάθημα κιθάρας που είχε παρακολουθήσει ζήτησε από το δάσκαλο να του μάθει τα τρία ακόρντα ενός τραγουδιού του Carl Perkins και αυτό ήταν ό,τι χρειαζόταν να ξέρει.
Αμέσως πιάνει δουλειά σαν συνθέτης, στα πρότυπα τoυ Brill building. Το όνομά του είναι Lou Reed και είναι Εβραίος αλλά ο πραγματικός του Θεός είναι το ροκ εν ρολ, όπως δηλώνει. Ο πατέρας του, λογιστής στο επάγγελμα, έχει αλλάξει το όνομα της οικογένειας από Ραμπίνοβιτς στο πιο αμερικάνικο Ρηντ, όπως κάποιοι άλλοι έκαναν το Παπαδόπουλος (που έχει την ίδια έννοια με το Ραμπίνοβιτς) Πάπας, και τον έχει υποχρεώσει στην εφηβεία να περάσει θεραπεία με ηλεκτροσόκ για να θεραπευτεί από τις κρίσεις πανικού και την αντικοινωνική του συμπεριφορά (κατά άλλους και από τις ομοφυλοφιλικές του τάσεις).
H Θεραπεία είχε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα, μια που ο Lou έμεινε διαβόητος για τις εξαρτήσεις και τις σεξουαλικές του παρεκτροπές. Λίγο αργότερα γνωρίζεται με τον John Cale, έναν Ουαλό μουσικό από τη σχολή του (όχι Εβραίου) πρωτοποριακού συνθέτη La Monte Young και η γνωριμία τους είναι η αρχή της σύνθεσης των Velvet Underground, που είναι από τα πιο επιδραστικά σχήματα του ροκ αν και στην εποχή τους πούλησαν ελάχιστους δίσκους και ήταν πρακτικά άγνωστοι πέρα από το avant garde καλλιτεχνικό και μποέμ κοσμικό κύκλωμα της ΝΥ, στο οποίο τους επέβαλλε ο Andy Warhol που έγινε μαικήνας και παραγωγός τους και οι ίδιοι τακτικοί στο Factory, το στούντιο και ατελιέ του που ήταν ταυτόχρονα κλειστό κλαμπ για λίγους. Ο πρώτος ομώνυμος δίσκος τους του 1967 με την Nico, που έμεινε στην ιστορία σαν «η μπανάνα» επειδή στο εξώφυλλο είχε ακριβώς μια μπανάνα ζωγραφισμένη από τον Warhol, δεν λείπει από καμιά λίστα κριτικού για τους 10 πιο σημαντικούς στο ροκ.
Ο Lou Reed έμεινε στο πλευρό του Doc Pomus μέχρι το τέλος της ζωής του και μετά το θάνατό του του αφιέρωσε το άλμπουμ Magic and Loss, από κοινού σ’ αυτόν και στην Rotten Rita, μια τρανς θαμώνα του Factory που αποκαλούνταν Δήμαρχος και ενθάρρυνε τις καλλιτεχνικές ανησυχίες όλων όσων ήταν στον κύκλο της.
Την ίδια εποχή πάνω-κάτω σύχναζε στο Factory ένας σιωπηλός Καναδός καμιά δεκαετία μεγαλύτερος από τους Velvets. Ο ένας του παππούς ήταν ραβίνος και ο άλλος από τους ιδρυτές του Καναδο-ιουδαϊκού κογκρέσου. Δεν είχε πετύχει τίποτα σπουδαίο ως τότε στη συγγραφική καριέρα που ονειρευόταν να κάνει, μετακόμισε από το Μόντρεαλ στη ΝΥ και εγκαταστάθηκε για λίγο στο Chelsea Hotel, στο 222 της Δυτικής 23ης οδού, που ήταν από παλιά καλλιτεχνικό στέκι και πυρήνας δημιουργίας (το 2001 Οδύσσεια του διαστήματος του Arthur Clarke και το On The Road του Κέρουακ γράφτηκαν στα δωμάτιά του) και εκείνη την εποχή ήταν η βάση της ροκ ελίτ με ενοίκους μεταξύ άλλων τον Jimi Hendrix και τον Bod Dylan. O ίδιος πίστευε ότι δεν μπορεί να παίξει κιθάρα και να τραγουδήσει και ο πρώτος δίσκος του δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, αλλά οι θαυμαστές του στο χώρο της μουσικής δεν είχαν την ίδια γνώμη. Σιγά σιγά έχτισε όνομα και φήμη, και ως τα τέλη της δεκαετίας ο Leonard Cohen θεωρούνταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές και τραγουδοποιούς με ένα απολύτως προσωπικό ύφος βασισμένο στη φολκ αλλά και με μεγάλο κύρος στο ροκ ακροατήριο.
Έγινε κι αυτός Νεοϋορκέζος για ένα πολύ μεγάλο διάστημα και εκεί έγραψε τα περισσότερα αριστουργήματά του, αν και με αξιοσημείωτη δυσκολία. Μνημειώδης έχει μείνει η συζήτησή του με τον Bob Dylan όπου του εξομολογήθηκε ότι μπορεί να του πάρει και δυο χρόνια για να ολοκληρώσει ένα τραγούδι ενώ ο Μπομπ του είπε ότι το τελείωνε σε 20 λεπτά και δεν το ξανακοιτούσε. Το ξενοδοχείο το απαθανάτισε στο τραγούδι που έγραψε για τη σύντομη σχέση του με την Τζάνις Τζόπλιν στο δωμάτιό του.
O Leonard Cohen στα 32 του το 1966 ήταν πολύ μεγάλος για να γίνει διάσημος σε μια εποχή που το μότο ήταν «μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από τα 25». Η Janis Ian από την άλλη παραήταν μικρή. Στα 15 της, μαθήτρια στο καλλιτεχνικό γυμνάσιο της ΝΥ και κόρη δύο άθεων ελευθεριακών Εβραίων, έγραψε το Society’s Child, ένα τραγούδι για τον έρωτα μιας λευκής με έναν μαύρο, θέμα ταμπού εκείνη την εποχή, που σχεδόν κανένας ραδιοφωνικός σταθμός δεν δέχτηκε να το παίξει, παρόλο που την παρουσίασε με διθυραμβικά σχόλια ο ίδιος ο Bernstein στην τηλεοπτική εκπομπή του.
Το Society’s child ήταν μια παραγωγή του George “Shadow” Morton, συνθέτη και παραγωγού που είχε κι αυτός την έδρα του στο Brill building και είχε πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Λίγο αργότερα ανακάλυψε τους Vanilla Fudge, ένα γκρουπ που διασκεύαζε ροκ και σόουλ τραγούδια με σκληρό ήχο και ψυχεδελικές επιρροές και θεωρούνται από τους προπάτορες του hard rock και του heavy metal. Κεντρική μορφή τους ήταν ο οργανίστας και τραγουδιστής Mark Stein.
Πίσω στα κορίτσια με τις ακουστικές κιθάρες. Οι κόρες του Richard Simon, εκδότη από το Μπρονξ και συνιδρυτή του μεγάλου εκδοτικού οίκου Simon & Schuster, που είχε πεθάνει το 1960, ξεκίνησαν να παίζουν ζωντανά το 1964 και μέχρι το τέλος της δεκαετίας έβγαλαν τρεις δίσκους. Η μεγαλύτερη από τις δύο Lucy έκανε μια αξιοπρεπή καριέρα γράφοντας μουσική και τραγούδια για θεατρικές παραστάσεις του Broadway στα 70s, αλλά αυτή που ξεχώρισε ήταν η μικρή που δεν είναι άλλη από την Carly Simon που στην τεράστια καριέρα της ερμήνευσε μέχρι και τραγούδι τίτλων αρχής ταινίας του James Bond, δουλειά που κάθε φορά ανατίθεται σε έναν από τους 2 - 3 μεγαλύτερους σταρ της κάθε εποχής. Από τα πιο χαρακτηριστικά τους τραγούδια ήταν η μελοποίηση από την Lucy ενός παιδικού νανουρίσματος του 19ου αιώνα.
Μία ακόμη γυναίκα Νεοϋορκέζα τραγουδοποιός, και τραγουδίστρια με εντυπωσιακή φωνή που εκτεινόταν σε τρεις οκτάβες, εβραϊκής καταγωγής ήταν η Laura Nyro, που στα 19 της εμφανίστηκε στο θρυλικό ποπ φεστιβάλ του Μόντερεϊ και στο τέλος της δεκαετίας είδε πολλά τραγούδια της να ηχογραφούνται από κορυφαία ονόματα.
Το 1966 τα girl groups είχαν σχεδόν εξαφανιστεί και οι Beatles είχαν σοβαρέψει και άφηναν μαλλιά και μούσια. Η ανάγκη για αγνή εφηβική ποπ όμως δεν σταματάει ποτέ. Οι παραγωγοί Bob Rafelson και Bert Schneider αποφάσισαν να στήσουν ένα τηλεοπτικό σήριαλ με ήρωες ένα ποπ γκρουπ που προσπαθεί να τα καταφέρει μέσα από κωμικές καταστάσεις. Αφού βρήκαν τέσσερεις νέους ηθοποιούς που ήταν και μουσικοί (ή το αντίστροφο) μέσα από πολλές οντίσιον προσέλαβαν τον Don Kirshner για να φροντίσει για τη μουσική. Αυτός δεν έψαξε πολύ, πήρε τηλέφωνο τους παλιούς του συνεργάτες από την Aldon και τους ανακοίνωσε ότι θα περάσουν σε πωλήσεις τους Beatles. Όλοι γέλασαν φυσικά. Δεν άργησε να επιβεβαιωθεί. Το δεύτερο μόλις single τους ήταν το πρώτο σε πωλήσεις στις ΗΠΑ το 1967, έμεινε 7 βδομάδες στο Νο1 της Αγγλίας, και συνολικά μέσα στο 1967 (τη χρονιά που βγήκε το Sgt. Pepper’s και οι Stones έβγαλαν το Between the buttons και το Their Satanic majesties) οι Monkees πούλησαν περισσότερους δίσκους από τους δύο μαζί. To single ήταν ένα τραγούδι του Neil Diamond σε παραγωγή Jeff Barry με τίτλο I’m A Believer.
Oι Monkees στη συνέχεια αυτονομήθηκαν, απαίτησαν να λένε και να παίζουν δικά τους τραγούδια, και τα κατάφεραν πολύ καλά μάλιστα, και η κόντρα τους με τον Kirshner είχε σαν αποτέλεσμα ο τελευταίος να απολυθεί από την παραγωγή. Δεν ήταν όμως από αυτούς που το βάζουν κάτω. Μαζί με τον Jeff Barry έφτιαξαν το τέλειο ποπ τραγούδι, ανάλαφρο, χαρούμενο και με σεξουαλικούς υπαινιγμούς, και για να έχει το κεφάλι του ήσυχο έβαλε αυτή τη φορά να το τραγουδήσουν καρτούν.
To Sugar Sugar είναι το τέλειο δείγμα bubblegum pop, είδος που ξεκίνησε επηρεασμένο από τους Monkees και το διαμόρφωσε και εκμεταλλεύτηκε κυνικά, βγάζοντας ξεδιάντροπα χαζοχαρούμενα τραγούδια, ένα δίδυμο παραγωγών οι Jerry Kasenetz και Jeff Katz με την εταιρία τους Super K productions και σουξέ όπως το Simon Says (στην Ελλάδα το ξέρουμε καλά σαν Τρελοκόριτσο) και το Yummy Yummy Yummy των Ohio Express, γραμμένο από τον Artie Resnick και τον Joey Levine.
Μια που είμαστε στο χώρο της ποπ, θα ήταν τεράστια παράλειψη αν δεν αναφέραμε και μια από τις μεγαλύτερες σταρ της, Εβραία από το Μπρούκλιν και αυτή, που έκανε πολλές παράλληλες καριέρες στο τραγούδι, στο θέατρο και στο σινεμά σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης, με τεράστια επιτυχία σε όλες. Πρόκειται για ένα τεράστιο ταλέντο με καταπληκτική φωνή και αυθεντική κωμική φλέβα και αυτοσαρκασμό, όπως φαίνεται από τη φωτογραφία που ανέβασε πρόσφατα στο twitter.
Παρόμοιες περιπτώσεις με την Barbra Streisand, αλλά λίγα σκαλιά παρακάτω στην επιτυχία, είναι ο Barry Alan Pincus, επίσης γεννημένος στο Μπρούκλιν, που έγινε διάσημος με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Barry Manilow και η Bette Midler, γεννημένη στη Χονολουλού αλλά καταχωρημένη στη συλλογική μνήμη σαν Νεοϋορκέζα μια που έκανε τεράστια καριέρα, στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το τραγούδι επίσης, με βάση την πόλη αυτή.
To 1966 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη ο Μάνος Χατζιδάκις και έμεινε εκεί έξι χρόνια. Η συνεργασία του με τους New York Rock & Roll Ensemble, το γκρουπ τριών Νεοϋορκέζων Εβραίων σπουδαστών του Julliard, των Michael Kamen, Dorian Rudnytsky και Martin Fulterman, έδωσε το άλμπουμ Reflections. O Fulterman αργότερα έγινε διάσημος με το όνομα Mark Snow, μεταξύ άλλων για το θέμα της σειράς X-Files και ο Kamen με το πραγματικό του σαν σόλο καλλιτέχνης αλλά και ενορχηστρωτής για ονόματα όπως οι Pink Floyd και οι Queen.
Από τις κορυφαίες μορφές ανάμεσα στους Εβραίους, και όχι μόνο, καλλιτέχνες της ΝΥ των 60s είναι ο Paul Simon. Νεοϋορκέζος μεγαλωμένος στο Flushing, μια εβραϊκή συνοικία του Queens και συμφοιτητής της Carole King στο Queens College, αφού πέρασε από το Μπρόντγουεϊ 1950 και είχε κάποιες επιτυχίες σαν songwriter άλλαξε στρατόπεδο και πέρασε στην φολκ.
Ένωσε τις δυνάμεις του με τον παλιό του φίλο και γείτονα Art Garfunkel, με τον οποίο έπαιζαν μαζί από παιδιά κάτω από το όνομα Tom & Jerry. Αυτή τη φορά χρησιμοποίησαν τα πραγματικά τους ονόματα και το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο τους άλμπουμ Wednesday morning, 3 A.M. το οποίο κυριολεκτικά πάτωσε. Ο Paul τότε πήρε την κιθάρα του και έφυγε για το Λονδίνο, όπου άρχισε να παίζει σε κάποια φολκ καφέ που μόλις είχαν ανοίξει αντιγράφοντας εκείνα του Βίλατζ. Μέχρι τον Ιούνιο του 1965 που ο παραγωγός Tom Wilson (παραγωγός του Like a rolling stone που ηχογραφήθηκε πάνω κάτω τις ίδιες μέρες) είχε την ιδέα να προσθέσει ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο και τύμπανα σε ένα τραγούδι του δίσκου που το ντουέτο το έλεγε με μοναδική συνοδεία την ακουστική κιθάρα του Simon και το τραγούδι αυτό πήγε στο Νο1 του ποπ chart και ήταν ένα από αυτά που γέννησαν το φολκ ροκ. Μιλάμε φυσικά για το Sound of Silence που εκτίναξε τους Simon & Garfunkel στην κορυφή για να μείνουν εκεί μέχρι τις αρχές των 70s.
Όλα εκείνα τα υπέροχα τραγούδια όπως το Homeward Bound, το America, το The Boxer, το Mrs Robinson και τόσα άλλα βγήκαν μέσα από ένα νοσηρό κλίμα μίσους και ζήλειας, που ξεκίνησε από τα πρώτα τους βήματα. Το 1957 σαν Tom & Jerry είχαν κάνει μια μικρή επιτυχία, και τότε ο Simon είχε μια πρόταση να βγάλει δυο singles σόλο την οποία δέχτηκε. Ο Garfunkel ένιωσε προδομένος και οι δρόμοι τους χώρισαν ως το 1964 που ξαναβρέθηκαν και ξεκίνησε η δεύτερη καριέρα που τους έκανε εκατομμυριούχους. Η εμπιστοσύνη ανάμεσά τους όμως δεν αποκαταστάθηκε ποτέ. Ο Simon είχε διάφορα θέματα και φοβίες για τα οποία έκανε ψυχοθεραπεία και ο Garfunkel έπαιζε συνέχεια με τις ανασφάλειές του (το ότι δεν είχε τόσο καλή φωνή, το ότι είχε δυσκολία στις σχέσεις με τις γυναίκες, ακόμη και το ότι ήταν κοντός) επιδεινώνοντας έτσι την κατάστασή του. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο και το 1971 αποφάσισαν να χωρίσουν. Από τότε επανασυνδέθηκαν πολλές φορές, τα λεφτά ήταν πάντα πολλά, αλλά η έχθρα δεν έσβησε ποτέ και το αποδεικνύουν δεκάδες δηλώσεις και συνεντεύξεις και των δύο.
Η τελευταία και μεγαλύτερή τους επιτυχία μαζί ήταν το καλύτερο ίσως τραγούδι τους, το Bridge over troubled water. Στο τραγούδι παίζει κρουστά ο Hal Blaine, και κατά την ηχογράφηση έσερνε αλυσίδες στο πάτωμα του στούντιο για να αναπαραστήσει το ταραγμένο νερό, και πιάνο ο επίσης Εβραίος και μέλος του Wrecking Crew Larry Knechtel. Οι δυο τους, που έπαιξαν σε εκατοντάδες δίσκους της εποχής μαζί, ανάμεσά τους και το απόλυτο αμερικανικό αριστούργημα Pet Sounds, δίνουν στον ήχο ένα βάθος σαν να βγαίνει από μια τεράστια άδεια αίθουσα συναυλιών.
Με το τραγούδι αυτό κλείνουν συμβολικά τα 60s στην Αμερική όπως με το Let it be στην Αγγλία. Δεν είναι τυχαίο που και τα δύο είναι μελαγχολικά και αφήνουν μια πικρή αίσθηση. Mε αυτό κλείνει και το αφιέρωμα που ελπίζω να έδειξε γιατί τα 60s στη Νέα Υόρκη στη μουσική ήταν μια (σχεδόν) αποκλειστικά εβραϊκή υπόθεση.