Motion Pictures
Σε μια έκθεση με κινούμενες προσωπογραφίες του Andy Warhol μπορείς ακόμα και να ερωτευθείς. Του Γιάννη Πολύζου
Έκθεση για τον Άντυ Γουόρχολ στο MoMA. Πιο νεοϋορκέζικο event μάλλον δεν μπορεί να ζητήσει κανείς. Εκτός κι αν παρακολουθούσαμε τους Beastie Boys στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν. Ή τους Mets στα πλέι οφ. Η αλήθεια ωστόσο είναι πως η έκθεση μ' αυτή τη μορφή έκανε το ντεμπούτο της στο Βερολίνο, για να ταξιδέψει έπειτα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μπουένος Άιρες, το Μαϊάμι, τη Μόσχα και την Πράγα. Η Νέα Υόρκη είναι ο τελευταίος της σταθμός.
Ξεκινάμε λοιπόν μια βόλτα στον έκτο όροφο του μουσείου, δίχως να γνωρίζουμε -επίτηδες- λεπτομέρειες για ό,τι πρόκειται να δούμε. Αλλά στο πρώτο δωμάτιο δε μας περιμένει κάποια ευχάριστη έκπληξη. Το φιλμάκι Sleep δείχνει απλώς τον Τζον Τζιόρνο να κοιμάται σε... αργή κίνηση, ενώ το διαβόητο Blowjob πρέπει να είναι ό,τι πιο βαρετό έχει αποτυπωθεί στο σέλιλοιντ. Η διπλανή αίθουσα όμως είναι εντελώς άλλη ιστορία: όπου κι αν στραφείς ο χώρος σού επιστρέφει το βλέμμα. Και πραγματικά δεν ξέρεις πού να πρωτοκοιτάξεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60, αφού είχε πειραματιστεί με τις μεταξοτυπίες της Μαίριλιν και μια σειρά από φωτογραφίες ταυτότητας, ο Γουόρχολ άρχισε να συνθέτει "κινούμενες προσωπογραφίες". Γνωστές αρχικά ως stillies, Living Portrait Boxes και αργότερα ως Screen Tests, τούτες οι ολιγόλεπτες ταινίες παρουσιάζουν ανθρώπους από το οικείο περιβάλλον του μα και πολλούς από τους καλλιτέχνες, μουσικούς, ποιητές, συλλέκτες κ.λπ. που απαρτίζανε την αβάν γκαρντ σκηνή της εποχής. Κάποιοι απ' αυτούς ποζάρανε στο Φάκτορυ, στην Ανατολική 47η Οδό. Άλλους τους κινηματογράφησε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση. Όταν τράβηξε τα πρώτα φιλμ, σε ουδέτερο φόντο, ζήτησε από τα μοντέλα του να μην κινούνται και να μη μιλάνε.
Είναι ωστόσο αμφίβολο ότι είχε φανταστεί ένα σκηνικό σαν το σημερινό: μια έκθεση όπου ο θεατής βρίσκεται εκτεθειμμένος. Όπου τα πορτραίτα είναι ζωντανά και σε κοιτάνε. Βέβαια, πόσο "ζωντανό" είναι το καθένα τους εξαρτάται κι από το θέμα. Η εικόνα του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ας πούμε, δε θα σε βοηθήσει να ξεκαθαρίσεις με την πρώτη ματιά αν πρόκειται για φωτογραφίες ή για φιλμ. Ο Ντένις Χόπερ, απ' την άλλη, δε στέκεται ακίνητος ούτε δευτερόλεπτο. Μα όπως κι αν είναι γυρισμένα, τούτα τα δεκατρία screen tests συναγωνίζονται για να κερδίσουν την προσοχή σου. Αν λόγω των επιβλητικών διαστάσεων είναι δύσκολο να συγκεντρωθείς μόνο σε ένα, το γεγονός ότι μεταβάλλονται διαρκώς καθιστά αυτή την προσπάθεια σχεδόν μάταιη.
Οπωσδήποτε θ' αφιερώσεις αρκετό χρόνο στα πρόσωπα που για κάποιο λόγο θεωρείς οικεία. Κι είναι πολύ πιθανό ότι θα δοκιμάσεις να προβάλεις σε τούτες τις εικόνες ό,τι γνωρίζεις και νιώθεις γι' αυτά. Η Nico για παράδειγμα θα σου φανεί όσο μυστηριώδης τη φαντάζεσαι. Αναρωτιέσαι αν ο φακός έχει καταγράψει τη μελαγχολία που θα την κατέτρωγε μερικά χρόνια αργότερα, αν πρόκειται για αμηχανία ή απλώς για βαριεστιμάρα. Ή και τα τρία μαζί. Ο Λου Ρηντ, ανέκφραστος, αδιάφορος, απαθής, μοιάζει να σου δίνει το κλειδί για την ερμηνεία του στην "Μπανάνα", ερμηνεία που έμελλε να εμπνεύσει τρεις γενιές νεοϋορκέζων μουσικών και όχι μόνο. Ίσως επίσης ν' αντιλαμβάνεσαι γιατί ο Τζον Κέιλ ήθελε να του σπάσει τα μούτρα, από τις πρώτες κιόλας μέρες της γνωριμίας τους. Δε φταίγανε τα ναρκωτικά: κάποιες στιγμές έχει ένα μπλαζέ ύφος, σαν να σου λέει "Τι κοιτάς ρε μαλάκα;".
Όσο για την Έντι Σέντζγουικ, ακόμη και σ' ένα τετράλεπτο φιλμάκι μπορεί να σ' αφήσει άφωνο. Δεν είναι μόνο η ομορφιά της. Είναι οι φευγαλέες κινήσεις των ματιών και των χειλιών της, είναι η έκφρασή της που αλλάζει αμέσως μόλις νομίσεις ότι την προσδιόρισες, είναι, τέλος, η παιδιάστικη γοητεία της που είναι ταυτόχρονα απόλυτα μοιραία. Ακινητοποιημένος για ώρα μπροστά της, δεν απορείς καθόλου που υπήρξε πηγή έμπνευσης για ένα τραγούδι σαν το Femme Fatale -ίσως να μη στέκει ως χαρακτηρισμός αλλά βρίσκεις το πρόσωπό της συγκινητικό. Στην έκτη ή έβδομη επανάληψη αυτής της υπνωτιστικής λούπας έχεις σχεδόν εκστασιαστεί, στ' αλήθεια περιμένεις ότι από στιγμή σε στιγμή η Έντι θα σου μιλήσει.
Το πράγμα αλλάζει με τα πρόσωπα που γνωρίζουμε λίγο ή καθόλου. Η Σούζαν Σόνταγκ μοιάζει με τη Σούζαν Σόνταγκ μόνο αφού κοιτάξουμε τον τίτλο του πορτραίτου της, κι ακόμη κι έτσι την προσπερνάμε. Ο Ντένις Χόπερ είναι αγνώριστος για ακόμη μια φορά και σε κάνει ν' αναρωτηθείς αν γι' αυτό ευθύνεται κάποια ιδιότητα του προσώπου του ή αν όντως είχε το ταλέντο να μεταμορφώνεται διαρκώς. Κάποιοι beautiful people που περιτριγύριζαν τον Γουόρχολ, όπως η Ντόνιεϊλ Λούνα κι ο Τζίνο Πιζέρτσιο, φαίνονται σέξι κι ανάλαφροι και τίποτα παραπάνω. Το ίδιο κι η Τζέιν Χόλτζερ η οποία εμφανίζεται να βουρτσίζει τα δόντια της με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο ή ο Πολ Αμέρικα που είναι αμερικανάκι όνομα και πράμα: μπριγιαντίνη στα μαλλιά, τσιχλόφουσκα, μονόπετρο δαχτυλίδι κι ένα χαμόγελο Colgate.
Αυτή η ελαφρότητα είναι και η εντύπωση που μένει τελικά, κι είναι πολύ πιθανό ότι αποτελούσε επιδίωξη του Γουόρχολ. Η τέχνη του συνίσταται στον τρόπο που μας κάνει να δούμε μ' άλλο μάτι την επιφάνεια των πραγμάτων. Εάν θαυμάζουμε κάτι, συνήθως είναι η καινούρια χρήση μιας απλής ιδέας: εν προκειμένω ότι σκέφτηκε να κινηματογραφήσει τα θέματά του στην ταχύτητα των ομιλούντων ταινιών (24 καρέ ανά δευτερόλεπτο) σκοπεύοντας να τα προβάλει στην ταχύτητα του βωβού κινηματογράφου (16 καρέ ανά δευτερόλεπτο). Κι ότι φαντάστηκε πως κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα τις ανεπαίσθητες κινήσεις των προσώπων, τον υποβλητικά αργό ρυθμό με τις υπνωτιστικές παρενέργειες που περιγράψαμε πιο πριν. Τα πορτραίτα του είναι ακίνητα και όμως κινούνται, παγωμένα σ' ένα φιλμ τεσσάρων λεπτών και ζωντανά στο διηνεκές. Μα αν αφαιρέσουμε τα συμφραζόμενα, αν δε γνωρίζουμε ότι πρόκειται για μια δουλειά του Γουόρχολ στηριγμένη στο συγκεκριμένο κόνσεπτ, μπορεί να μας φανεί ότι δεν έχει και τόσο νόημα η όλη ιστορία.
Στην ουσία θαυμάζουμε αυτό που βλέπουμε, την ομορφιά της Έντι Σέντζγουικ για παράδειγμα ή την απάθεια του Λου Ρηντ. Όχι την επιλογή του θέματος και την απεικόνισή του παρά το θέμα αυτό καθεαυτό. Ο Γουόρχολ με τούτες τις κινούμενες προσωπογραφίες κατάφερε, μάλλον εν αγνοία του, να προσεγγίσει την ουδετερότητα του καλλιτέχνη, την απουσία ύφους που όρισε ο Ρολάν Μπαρτ όταν απ' άλλη αφορμή μιλούσε για το "βαθμό μηδέν της γραφής". Φυσικά ένα παρόμοιο επίτευγμα είναι αξιοθαύμαστο. Όπως κι ότι κατάφερε να στήσει ολόκληρη καριέρα, να κερδίσει δόξα, χρήμα, υστεροφημία, δουλεύοντας με το καθημερινό και το ασήμαντο.