Aquaserge

Πιθανότητες ευτυχίας στην περιοχή της αυτοσχέδιας πολυπολιτισμικής πρεσβείας

Ο Παναγιώτης Σταθόπουλος ιχνηλατεί την πορεία του γαλλικού αυτού σχήματος, τόσο ευμετάβλητης και ποικιλόμορφης που θέτει μεγάλες προκλήσεις στην περιγραφή της

Το 2021 παρέδωσε μπόλικες επαρκείς σε ποιότητα δισκογραφικές επαναδραστηριοποιήσεις καλλιτεχνών και σχημάτων, με μια από αυτές να εσωκλείει το ιδιόμορφο σύμπαν των Aquaserge. Μιας ευμετάβλητης σε πρόσωπα δεκαμελούς πια κολεκτίβας, με έδρα την Τουλούζ της Γαλλίας, στην οποία συναντάμε και την συντοπίτισσά μας Μαρίνα Ταντανόζη, στo φλάουτο και τα δεύτερα φωνητικά. Aπό το lineup τους έχει περάσει μέχρι και ο Makoto Kawabata των Acid Mothers Temple, ενώ ο πρώην και επί σειρά ετών ντράμερ τους Julien Barbagallo, αποτελεί εδώ και χρόνια σημαντικό κρίκο στις live τουρνέ των Tame Impala.

Εκ γενετής, από το 2005 δηλαδή, η προκείμενη παρέα παίζει αδιάλειπτα σε ένα «μουσικό ανάμεσα», δημιουργώντας ηχητικούς τόπους μεθοδικά δομημένους στη λογική μιας ρευστής αρχιτεκτονικής που ευνοεί την ποικιλομορφία, την αποδέσμευση από συμβάσεις και εν τέλει την αποκρυστάλλωση προσωπικής άποψης. Κι αυτή είναι μια άποψη συναρπαστικά περιπετειώδης κατά το ξεδίπλωμά της σε αυτά τα 16 χρόνια, μέσα από ντοκουμέντα εκφραστικής πληρότητας και αυτονομίας.

Είτε αναπτύσσονται σε καθόλα instrumental ροή, είτε μπαίνουν στα παπούτσια της τραγουδοποιίας, τα έργα των Aquaserge κουβαλούν ένα ευρύ φάσμα αναφορών, το οποίο εκδηλώνουν κατά τη διεισδυτικότητα των μελωδικών φράσεων και των βόμβων των ηχητικών θεμάτων τους, τις δονήσεις από το groove των ρυθμολογικών τους ελιγμών, τις ονειρικές πτήσεις των φωνητικών και την υπαινικτική τους ατμοσφαιρικότητα. Έτσι, λειτουργούν ως ιδανική υπενθύμιση πως μόνο χαμένη δεν πήγε η σπορά οραματιστών και πειραματιστών που γεφύρωσαν τζαζ, αβάν γκαρντ και ροκ ψυχεδέλεια όπως οι ομοεθνείς τους Lard Free, οι Can, οι Hatfield and the North, οι Soft Machine… Υφολογικά, εκτείνονται στη διεσταλμένη πραγματικότητα της ψυχεδέλειας των ’60s, την εκλεκτικά υβριδική ανοιχτωσιά του ευρωπαϊκού προοδευτικού ροκ (βρετανικού, γαλλικού αλλά και ιταλικού), την τριπαριστή ελευθεριότητα των κράουτ τεκταινομένων από τα ’60s/’70s, τα εκφραστικά σλάλομ στο free jazz πεδίο, τον νευρωτικό λυρισμό του RIO ρεύματος. Με την ίδια θέρμη και ευχαρίστηση, αγκαλιάζουν τις φιλμ νουάρ κλιματολογικές συνθήκες, καθώς και τα σανσόν λικνίσματα και τη γλυκόπικρη αισθαντικότητα της ρομαντικής ποπ της πατρίδας τους… Σε ό,τι αφορά τη στιχουργική τους, όπου αυτή παρίσταται, περισσότερο εντοπίζουμε μια ονειρική διάσταση που προσεγγίζει το σουρεαλισμό και συχνά –μέσα από αυτόματη γραφή, κωδικοποιημένες φράσεις και κολάζ τεχνικές– περνάει στον ντανταϊσμό.

Τα προαναφερθέντα στοιχεία πότε διακρίνονται εύκολα στο υφαντό του γκρουπ και πότε όχι, αποτελώντας σημεία που προστίθενται στις διαδρομές που χαράσσει η πορεία αυτού. Όλα τους, γεφυρώνονται και ενοποιούνται πηγαία σε έναν εντυπωσιακά συνεκτικό λόγο, που άρχισε να κάνει κρότο στο τρίτο του LP, À L’ Amitié, πίσω στο 2014, για να φτάσει, μια τριετία μετά, σε εκείνο το επίτευγμα avant rock αισθητικής του Laisse Ça Être. Ένα δίσκο που μέσα στην απαιτητική πολυπλοκότητα των δομών του μαρτυρά με ενθουσιασμό πως η τέχνη θέλει και καλοπέραση. Αυτό το κέφι που διατρέχει από άκρη σ’ άκρη τις οκτώ συνθέσεις είναι που απλώνει ένα αόρατο χέρι στον ακροατή, σαν περιποιητικός οικοδεσπότης σε μάζωξη. Ένα κέφι που μπλέκεται με τους κοσμικούς κραδασμούς (στο “Virage Sud”), το αδιάκοπο groove στην αλληλουχία σκληρής ψυχεδέλειας και ευάερης τζαζ με βαλς κοψιά (“Tintin on est Bien mon Loulou”), τις έξοχα κινηματογραφικές σκηνογραφίες χαρμολύπης (“L’ire est au Rendez-Vous”). Συν τοις άλλοις, αναδεικνύεται και μια σειρά από αξιομνημόνευτες μελωδίες που επιδίδονται σε ένα γαϊτανάκι δημιουργώντας εδώ κι εκεί μικρές μα με έντονο αντίκτυπο εκρήξεις. Εξάλλου, δεν κυνηγούν οι Aquaserge τις μελωδίες, αυτές τους βρίσκουν, κατακούτελα.

Η ευέλικτη ενεργητικότητα και η ζωντάνια των Aquaserge που βρήκαν εν μέρει το δρόμο για τα στουντιακά τους εγχειρήματα, θα διοχετευτούν ολοσχερώς και καταπληκτικά στο live άλμπουμ Déjà-vous?, το 2018. Στιγμιότυπα που, εν τέλει, ελάχιστα …θυμίζουν ντεζαβού, μιας και το γκρουπ φροντίζει να περάσει μια φρεσκοραμμένη φορεσιά στις ήδη γνωστές από τη δισκογραφία του συλλήψεις, με τo “C’est Past Τous Mais”, φερ’ ειπείν, αποκτά συμφωνικές ποιότητες που οδηγούν σε μια λυτρωτική συνθήκη. Εκτός των άλλων, εντός των 45 αυτών λεπτών έρχονται κοντά ακόμη και το hard bop του Art Blakey και των Jazz Messenger του με το horror prog των Goblin, ενώ η ανακατασκευή του χιλιο-παιγμένου/ακουσμένου “My Funny Valentine” φέρνει σε καθαρτήρια υπνοβασία παρά σε εξομολογητική διαδικασία σε μια βαθιά νύχτα. Με αυτά και με εκείνα, η αντίληψη και η εκλεκτικά πολυσυλλεκτική απεικόνιση του κόσμου μέσω της τέχνης τους είναι αληθινά μοναδικές, προσανατολίζοντας σε μια αποτύπωση της πραγματικότητας όχι όπως ακριβώς είναι, αλλά όπως οι ίδιοι την αισθάνονται.

Τον περασμένο Οκτώβρη εκδόθηκε ένας ακόμη πλήρους διαρκείας δίσκος τους, το The Possibility οf a New Work for Aquaserge, στα πλαίσια της σειράς Made to Measure της βελγικής Crammed Discs, στην οποία καταγράφονται φόροι τιμής από καλλιτέχνες/σχήματα σε ιδιοσυγκρασιακούς συνθέτες κλασικής μουσικής, ambient, κινηματογραφικών σάουντρακ…, μέσω της επανεπίσκεψης των εμπνεύσεων αυτών. Με τη συνδρομή των Aquaserge, η εν λόγω αλληλουχία έργων εμφανίζεται για 46η φορά, δικαιώνοντας την πραγματικά σπουδαία καλλιτεχνική της ταυτότητα και παρουσία στα μουσικά δρώμενα από το 1984! Τα τιμώμενα πρόσωπα εδώ είναι οι Edgard Varèse και Morton Feldman, με μία σύνθεση του καθενός να αποδίδεται από το γκρουπ, αλλά και οι Giacinto Scelsi και György Ligeti, με την επιρροή και των τεσσάρων να είναι σημαίνουσα για τους Aquaserge, που με τη σειρά τους, αφιερώνουν σε άπαντες και μια δική τους πρωτότυπη σύλληψη.

Όπως και σε κάθε του κυκλοφορία, έτσι και σε αυτήν, το προκείμενο συγκρότημα επισημαίνει ότι το κατατρώει το σαράκι της αλλαγής και μόνο ως μήτηρ μαθήσεως δεν βλέπει την επανάληψη, και κατ’ επέκταση τη συντήρηση. Μοιάζει με εκείνα τα υπεραστικά λεωφορεία που περνούν από ορισμένες περιοχές λίγες φορές το μήνα, αλλά γι’ αυτές τις εμφανίσεις μοιάζουν ζωτικά για τους επιβάτες τους. Βέβαια, η επιμονή τους να επαναπροσδιορίζουν τα χαρακτηριστικά τους, δεν σημαίνει ότι μεταβάλουν ολοκληρωτικά τους ιδιωματισμούς τους, κάθε άλλο: το κάθε μέλος δείχνει πως δουλεύει εποικοδομητικά στο δημιουργικό και εκτελεστικό τομέα πάνω στο όργανο και τις αρμοδιότητές του, εμπλουτίζοντας την εκφραστικότητά του. Τέτοια φωτεινά παραδείγματα αποτελούν τρία από τα ιδρυτικά τους μέλη: ο Julien Gasc, που δίνει κυρίως στίγμα στα κάθε είδους πληκτροφόρα, αλλά τον συναντάμε και σε μπάσο, κιθάρα και φωνή, ο βασικός κιθαρωδός Benjamin Gilbert, ο οποίος συμβάλλει επικουρικά, επίσης, σε μπάσο, κιθάρα και φωνή, και η Audrey Ginestet, που πρωταγωνιστεί σε μπάσο και φωνητικά.

Ξεκάθαρα προσανατολισμένοι στο σήμερα των ηχητικών πραγμάτων, οι Aquaserge πρώτα μεταφράζουν στη δική τους διάλεκτο και ύστερα μεταμορφώνουν μια εξωγενή σύνθεση. Έτσι, ο τρόπος που εκφέρουν τις κλιμακώσεις του Varèse στο – πρωτογραμμένο το 1906 για σοπράνο φωνή και πιάνο–  “Un Grand Sommeil Noir”, διαχειριζόμενοι τις εντάσεις μεταξύ εκτονώσεων και γαλήνιων θραυσμάτων, καταλήγει υπερβατικός. Η οξυδέρκειά τους κατευθύνει αριστοτεχνικά την υποβλητικότητα, ενισχύοντας τη δραματουργία, όπως στο ολόδικό τους ατμοσφαιρικό ρολεκόστερ του “1768°C (à Edgar Varèse)”, μια ζωγραφιά λυσεργικής διαστημικής ψυχεδέλειας, RIO αλαλαγμών και καντερμπεριανών συνενώσεων κλασικής, τζαζ, φολκ και ροκ αντίληψης. Το “Only”, ένας μονόλογος για φωνή από το 1947 δια χειρός Feldman, γίνεται μια πλούσια νοσταλγική διμερής συμφωνία πνευστών, εγχόρδων, κρουστών και λαρυγγιών. Η οξύτητά τους μπαίνει για τα καλά στο κάδρο, όταν ξεσαλώνουν προς …χάριν του Feldman, σε free-kraut-jazz-rock σκοπούς (“Comme Des Carrés de Feldman”).

Στα τελευταία καρέ, οι Aquaserge κατορθώνουν και τέμνουν τη λυρική λεπτότητα της κλασικής μουσικής με την βαθιά εκφραστικότητα της ελεύθερης τζαζ, εκλύοντας τις φασματικές λειτουργίες “Nuit Altérée” και “Nuit Terreste” προς τιμήν του μετρ των απόκοσμων διαδρομών Ligeti.     

Διανύοντας τη δεύτερη δεκαετία ζωής τους, οι Aquaserge με σουρεαλιστική θεατρικότητα εξακολουθούν –πέρα και πάνω απ’ όλα– να χαράσσουν σύντομους δρόμους προς το συναίσθημα.