Arcade Fire

Απ' τις Εκκλησιές στις Αρένες

Κάνουμε ταμείο της πρώτης δεκαετίας του γκρουπ, που με τη μουσική του και την υποστήριξη της μικρής Merge βρέθηκε απ'το πουθενά στην κορυφή. Του Παναγιώτη Σταθόπουλου

Arcade Fire 5Ήταν Σεπτέμβρης του 2004, όταν μια κολεκτίβα απ' το Κεμπέκ εκτόξευσε το ενδιαφέρον για την σκηνή του Καναδά σε ανάλογα επίπεδα με εκείνου που πυροδοτήθηκε απ' την εκκωφαντική έλευση των Godspeed You! Black Emperor στα τέλη των 90s. Στα καθ' ημάς, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, το πρωτότοκο full length άλμπουμ των Arcade Fire έφτασε με πεντάμηνη καθυστέρηση και ως γνωστών απέσπασε διθυραμβικές κριτικές. Το Funeral διαδέχτηκε την άγουρη, πλην όμως πολλά υποσχόμενη ηχητική συλλογικότητα του, προ ενός έτους, φερώνυμου EP τους. Η προειδοποιητική βολή είχε δοθεί τότε μέσω του επτάλεπτου "Vampire/Forest Fire", δίχως ωστόσο να προμηνύει την μουσική αρτιότητα που θα έπονταν.

Το εκλεκτικό χαρμάνι ήχων ήταν υπεύθυνο για την εγκαθίδρυση της νευρώδους μελαγχολίας του Funeral στις πολυαγαπημένες στιγμές της χρονιάς. Συγκεράζοντας την έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα των εγχόρδων με τις περιοδικές εκρήξεις σε ρυθμό, τις οξύθυμες post punk κιθάρες με την ονειρική πιανιστική τους ραχοκοκαλιά και την πυγμή με τις εκδηλώσεις χαρμολύπης των φωνητικών, οι Arcade Fire έσυραν το πολυάριθμο όχημα τους σε μέρη που ούτε κι ίδιοι δεν είχαν φανταστεί. Πότισαν με υποβλητική μελωδικότητα και τις πιο βραδυφλεγείς στιγμές του δίσκου, αναγάγοντας το ακορντεόν σε αρμονικό ρυθμιστή, εμφυσώντας στα γαλλικά σανσόν μια φρέσκια χροιά και δίνοντας στην μπαρόκ ποπ μια σαγηνευτική διάσταση. Πάνω απ' όλα μας υπέδειξαν με τον πλέον αποδοτικό τρόπο- όπως το έπραξαν και για πολλούς συναδέλφους τους- πως μπορεί η χαρά κι η λύπη να λειτουργήσουν τόσο ευφορικά σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Δημιουργώντας με περίσσια θεατρικότητα ένα δίσκο αφιερωμένο στους πρόσφατα εκλιπόντες συγγενείς μερικών εκ των μελών τους, αποτύπωσαν τα συναισθήματά τους σε νότες, αποφεύγοντας ανέλπιστα την γραφικότητα του μελοδραματισμού στον οποίο βουτούν. To ανδρόγυνο Win Butler και Regin Chassagne έδωσε το σύνθημα και οι υπόλοιποι ακολούθησαν κατά πόδας, παίρνοντας κι όλους τους μαγνητισμένους ακροατές μαζί τους.

Arcade Fire 3Οι συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν για λογαριασμό τους, κατέληγαν εύλογα σε ποικιλία καλλιτεχνικών ρευμάτων. Ήταν η πολυμορφία του ηχητικού τους ορίζοντα που ωθούσε άπαντες προς αυτήν την κατεύθυνση. Το κοινό έψαχνε να αντιστοιχήσει το λήμμα "Αγαπημένο τάδε είδους συγκρότημα" με το όνομά τους, οι μουσικογραφιάδες να γεμίσουν τις γραμμές των κειμένων τους με χαρακτηρισμούς και η εν γένει μουσική βιομηχανία να τους πλασάρει με τις "in - ψαγμένες" ταμπέλες. Μερικές απ' τις εν λόγω αναφορές ευσταθούν, μερικές άλλες όχι. Οι κιθαριστικές new wave πρακτικές των Echo & The Bunnymen, ο stadium rock δυναμισμός των συνθέσεων του Bruce Springsteen, το ονειρικά pop κλίμα των Mercury Rev, τo Heroes περισσότερο απ' όλες τις ηχογραφήσεις του Bowie, η ασύγκριτη νευρικότητα των Talking Heads, οι bossanova σφήνες και η folk τεχνοτροπία, θα μπορούσαν να καλύψουν μέχρι ενός σημείου το φάσμα των επιρροών των Καναδών. Εντούτοις, η ευρύτητα του ύφους τους δεν συνοψίζονταν στην αβίαστη παράθεση ονομάτων. Στα θετικά προσμετράτε και το γεγονός ότι δεν ολίσθησαν στην ξέφρενη αναβίωση ιδιωμάτων που κατέκλυσε το παγκόσμιο μουσικό στερέωμα απ' τις αρχές τις δεκαετίας.

Arcade Fire 1Λίγο πριν περάσουν το κατώφλι του 2006, οι Arcade Fire είχαν ήδη συνευρεθεί επί σκηνής με τον David Bowie κατά την διάρκεια της εκδήλωσης Fashion Rocks, ερμηνεύοντας από κοινού το δικό τους "Wake Up" (απ' το Funeral) δίπλα στα γνωστά και μη εξαιρετέα "Five Years" και "Life On Mars" του Βρετανού "Starman". με την βραδιά να εσωκλείεται σε ένα EP. Εκτός αυτού, πρόλαβαν να εμφανιστούν σε στάσεις της Αμερικανικής περιοδείας των U2, εκτελώντας μαζί τους το "Love Will Tear Us Apart" των Joy Division, αφού προηγουμένως συναντήσουν συναυλιακά τον David Byrne στην βάση του την Νέα Υόρκη. Απευθύνονταν, πλέον, σε ένα πλατύτερο ακροατήριο που θα τους θρόνιαζε για τα καλά στο βάθρο των νέων μουσικών του επιλογών.

Προετοιμάζοντας το έδαφος με ηχογραφήσεις απ' τους πρώτους μήνες του 2006, το συγκρότημα κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2007 το δεύτερο LP του με τίτλο Neon Bible. O, ενίοτε, υπερβολικός τύπος χαιρέτησε την καινούργια τους δισκογραφική κατάθεση ως κάτι το εντυπωσιακά φρέσκο. Στην πραγματικότητα το Neon Bible έφερε το σύνηθες στίγμα των AF με την διαφορά ότι δόθηκε μεγαλύτερο βάρος στην παραγωγή και την ατμόσφαιρα απ' ότι στην ουσία των συνθέσεων. Σαφώς και άρμοζε στο στιλ τους η ηχητική εκμετάλλευση μιας εκκλησίας, όπως και της πλήρους ορχήστρας της Βουδαπέστης για τις ανάγκες του δίσκου, παρόλα αυτά δεν έπρεπε να αποτελέσει το "νούμερο ένα" ζητούμενο.

Arcade Fire 4Υπήρξαν τραγούδια, σαν το αναμορφωμένα ροκ "No Cars Go" (πρωτοεμφανιζόμενο στο Arcade Fire EP) και το βασισμένο σε όργανο "Intervention" που παρουσίασαν και πάλι το μεγαλείο τους, αλλά στην ολότητα του το νέο τους βήμα απέτυχε να ευθυγραμμίσει την μεγαλοπρέπεια με το άσπιλο συναίσθημα και την εσωτερική ορμή του προκατόχου του. Παρότι ο επικολυρικός τόνος τους βρήκε χώρο να τρυπώσει, τα θέλγητρα μειώθηκαν αισθητά. Οι όποιες γκόσπελ προσθήκες ("My Body Is A Cage") πριμοδοτούν το προφίλ τους και οικοδομούν ένα ψυχεδελικό wall of sound. Απ' την άλλη θα μπορούσαν να απουσιάζουν κομμάτια απ' τα οποία λείπει ο ακλόνητος μελωδικός και ρυθμικός άξονας ("Ocean Of Noise"). Τα χορωδιακά φωνητικά έμειναν για να υπενθυμίζουν ότι κατά την ακρόαση έχει τεθεί σε ισχύ η διαδικασία της κάθαρσης. Συνοψίζοντας, το Neon Bible αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό μουσικό έργο για την δεκαετία που αποχαιρετήσαμε προ δεκάμηνου, αλλά δεν είχε το σπινθηροβόλο άγγιγμα του Funeral. Εκείνη η παρτίδα τραγουδιών του τελευταίου, βγήκε μια φορά και είναι δύσκολο να επαναληφθεί, όσο απόλυτο κι αν ακούγεται. Άλλωστε, η μουσική ιστορία μας έχει αποδείξει ότι κάποιες αξίες δύσκολα επανεμφανίζονται αλώβητες.

Πιστοί στο ανά τριετία ραντεβού τους με την μουσική βιομηχανία και έπειτα απ' την κυκλοφορία του split 7" με τους LCD Soundsystem, όπου και διασκεύασαν Serge Gainsbourg, επανέρχονται στο προσκήνιο μέσα στο κατακαλόκαιρο του 2010- τον περασμένο Αύγουστο- με το The Suburbs. Οι folk αναφορές τους συντάχθηκαν ξανά και με μεγαλύτερη συχνότητα στο πλευρό του αμερικάνικου ροκ, οι κιθαριστικές εμμονές του αγγλικού new wave εξακολουθούν να τους συντροφεύουν πιστά, η orchestral λογική τους πρυτανεύει και πάλι, ο Bowie κρυφοκοιτάζει επίμονα απ' το "Half Light II (Celebration)". Τι λείπει; Tο πάθος, η αμεσότητα, η ζεστασιά, ο ορμητικός οίστρος. Ίσως το πάζλ των δεκαέξι κομματιών του δίσκου να ηχεί ως συρραφή των ιδεών του παρελθόντος τους και όχι σαν ένα συμπαγές κράμα που θα πλαισιώσει τις νέες υφολογικές αφίξεις.

Arcade Fire 6Ακόμα κι αν δοκιμάζουν και εν τέλει τα καταφέρνουν να καταπιαστούν με disco στολίδια - "Sprawl II (Mountains Beyond Mountains)" με την Regin Chassagne αντί της Debbie Harry - δεν μας αποκαλύπτουν κάποια πτυχή που μας χρειάζονταν. Αντίστοιχα, θα απαντούσαν κάποιοι ότι καλώς έπραξαν, μιας και την εξωτερίκευσαν. Άλλοι, θα σημείωναν ότι οι Arcade Fire επαναπροσδιόρισαν σε τέτοιο σημείο την σχέση τους με την ποπ, ούτως ώστε να μπουν σε περισσότερα σπίτια. Εν μέρει δεκτό, σε αντίθεση με τις επιπόλαιες κρίσεις που κάνουν λόγο για γενικότερη σύγκλιση τους προς την mainstream πραγματικότητα των 10s. Μπορεί οι αρένες να άνοιξαν διάπλατα τις πύλες τους για να τους υποδεχτούν και τελικά να γεμίσουν ασφυκτικά, τα charts να χτύπησαν κόκκινο και τα βραβεία να έδωσαν την ψευδαίσθηση των επιπλέον credits, εντούτοις δεν τους έσπρωξαν στο καλλιτεχνικό ξεπούλημα. Και για την αποκατάσταση της αλήθειας, αξίζει να ειπωθεί ότι οι Arcade Fire αποτέλεσαν από γεννησιμιoύ τους ένα γκρουπ που διέγραψε μια διαφορετική τροχιά απ' αυτήν των δικαίως καταξιωμένων Αμερικανών Neutral Milk Hotel, εξαιτίας της παραγωγής στρόγγυλων και αξιομνημόνευτων τραγουδιών που δεν πέρασαν τις lo fi εξετάσεις των τελευταίων. Θα τα πούμε, κλασικά, σε μια τριετία από τώρα.