Archers Of Loaf

Ένας πλήρης δισκογραφικός χάρτης (1992-2020)

Τίμιοι και επίμονοι εργάτες στον 'συνωστισμό' του indie rock (και όχι μόνο). Ο Χάρης Συμβουλίδης ιχνηλατεί και σχολιάζει την μακρά πορεία τους

Η διαρκής ζήτηση της ποπ/ροκ κουλτούρας των καιρών μας για ήχους που άκμασαν σε προγενέστερες δεκαετίες, δεν εκφράζεται μόνο με αναβιωτικές προσπάθειες νεότερων ονομάτων ή με παραγωγές που συνειδητά επιδιώκουν να αναπλάσουν συγκεκριμένα «αρώματα» σε τεχνικώς σύγχρονα πλαίσια.

Αντιθέτως, έχει δημιουργήσει κι ένα ξέφωτο δράσης για την παλιά φρουρά· για όσους δηλαδή επέμειναν μέσα στα χρόνια να συνεχίζουν (κι ας είχε κοροϊδευτεί στο μεταξύ η μουσική τους ως «ντεμοντέ», από διάφορους ταγούς) ή για όσους ξαναδοκιμάζουν την τύχη τους μετά από πολυετή απραξία. Αμφότεροι παίζουν άλλωστε με πλεονέκτημα έδρας, καθώς απευθύνονται σε μια καινούρια γενιά ακροατών τυλιγμένοι στην αίγλη του «ορίτζιναλ» – την οποία, κακά τα ψέματα, σπάνια γίνεται να συναγωνιστούν οι επίγονοι, ακόμα κι όταν δεν πρόκειται για απλές φωτοτυπίες.

Αν και σε επίπεδο δημοσιογραφικής προβολής δεν έχουν συμβεί πολλά, οι Archers Of Loaf πραγματοποιούν δισκογραφική επιστροφή μέσα στο πολύπαθο 2020, που ίσως οδηγήσει και σε νέο άλμπουμ το 2021, με την ευκαιρία συμπλήρωσης 30 χρόνων από την ίδρυσή τους. Οι Αμερικανοί επικαλούνται λοιπόν το αυθεντικά underground συναίσθημα των πρώιμων 1990s, σε μια εποχή σεφτέ για διαδόχους της αισθητικής τους. Αποσκοπούν όμως και σε κεφαλαιοποίηση του στάτους που τους αποδόθηκε την τελευταία δεκαετία, όταν οι deluxe επανεκδόσεις των δίσκων τους από τη Merge τους ανατοποθέτησαν στην ιστορική αιχμή της made-in-USA indie έκφρασης.

Το συγκρότημα στήθηκε το 1991 στο Chapel Hill της Βόρειας Καρολίνας από τον τραγουδιστή/δεύτερο κιθαρίστα Eric Bachmann, τον κιθαρίστα Eric Johnson, τον μπασίστα Matt Gentling και τον ντράμερ Clay Boyer. Αυτό που τους ένωνε, πέρα από τη μουσική, ήταν ότι είχαν μεγαλώσει σε οικογένειες της μεσαίας τάξης στην κωμόπολη Asheville (λίγο πιο δυτικά) και είχαν όλοι βρεθεί φοιτητές στο ίδιο πανεπιστήμιο.

Ύστερα ωστόσο από κάποιες συναυλίες ο Boyer παραιτήθηκε, προτείνοντας ως αντικαταστάτη τον Mark Price – ένα ακόμα παιδί από το Asheville, που όμως έμενε ακόμα εκεί. Αλλά η τύχη το έφερε να απολυθεί από τη δουλειά του, οπότε ήταν πια ελεύθερος, μα και πρόθυμος να δοκιμάσει. Έκτοτε κανείς δεν αποχώρησε από το γκρουπ όσο κράτησαν τα χρόνια της ακμής, ενώ όλοι θα ανταποκρίνονταν αργότερα στο κάλεσμα της επανένωσης, παραμένοντας μέχρι και σήμερα στα πόστα τους (δεν τη λες και συχνή περίπτωση).

Όσο για το παράξενο όνομά τους; Αποφασίστηκε στα ξαφνικά, απλά και μόνο επειδή είχαν κλείσει την πρώτη τους συναυλία και κάτι έπρεπε να γράφει στην αφίσα. Ήταν δε και παραμένει ένας γρίφος, ίσως εμπνευσμένος από τη μανία του Bachmann με τη ρωσική λογοτεχνία: «το μεταφράσαμε επίτηδες λάθος», είπαν το 2012 στον Robin Murray του Clash, «θα πρέπει να το βρεις μόνος σου». Ποτέ δεν διευκρίνισαν περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ έχουν παραδεχτεί ότι μετάνιωσαν για την επιλογή, καθώς ήταν μεν καλή για τη μικροκοινότητά τους στο Chapel Hill, μα σε αρκετούς φάνταζε γελοία αργότερα, όταν άρχισαν να κινούνται σε μεγαλύτερες και πιο επαγγελματικές κλίμακες.

Οι Archers Of Loaf μπήκαν στη δισκογραφία το 1992 με το single "South Carolina": μοιράστηκε δωρεάν μαζί με το τεύχος 1 του fanzine Stay Free!, που ξεκινούσε τότε η φίλη τους Carrie McLaren. Ήταν ένα βινυλιάκι 45 στροφών με το "Wrong" ως b-side, το οποίο ξετύλιγε πειστικά την ωμή τους, θορυβώδη αμεσότητα, που ναι μεν αναφερόταν στους Replacements (μετά το Hootenanny) και στους Pixies του Surfer Rosa, μα την ίδια στιγμή έδειχνε και φόντα για μια πιο διακριτή ταυτότητα, πάντα με κολεγιακό στίγμα. [ 6/10]

Η εμπλοκή με τα πρώτα βήματα του Stay Free! (που θα άντεχε παρεμπιπτόντως για πάνω από μια δεκαετία, παραμένοντας μη κερδοσκοπικό) αποδείχθηκε καταλύτης, γιατί από εκεί τους άκουσε ο John Wells· ο οποίος και τους αναζήτησε για να τους προσφέρει δισκογραφικό συμβόλαιο με την Alias Records, όπου στεγάζονταν οι American Music Club και οι Yo La Tengo. Έχοντας ήδη βρει κλειστές τις πόρτες στη Matador και στην Touch & Go και βλέποντας ότι το καλιφορνέζικο label παρείχε και βανάκι, είπαν το ναι, δεσμευόμενοι για 4 άλμπουμ.

Αρχές λοιπόν του 1993, η Alias κυκλοφόρησε το ΕΡ The Loaf's Revenge, με το βασικό κομμάτι "Web In Front" να προξενεί φασαρία στο κολεγιακό ραδιόφωνο, φτάνοντας μέχρι τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά Beavis & Butthead. Μαζί δε με τα συνοδευτικά "Bathroom" και "Tatyana" έδωσε περαιτέρω διαπιστευτήρια μιας τραγουδοποιίας που εμπεριείχε αρκετή αρμονία ώστε να κάθεται άνετα στο αυτί, παρά τις γκαζωμένες κιθάρες. Στιχουργικά, επίσης, υπήρχε η δύναμη του υπαινιγμού, ενώ όλα αυτά εκπροσωπούνταν στο μικρόφωνο από μια φωνή με ρίζες στην τραχύτητα του αμερικάνικου punk.

Πολλά χρόνια μετά (2012), ο Matt LeMay του Pitchfork θα ανακήρυσσε το "Web In Front" σε «ένα από τα ωραιότερα indie τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ», ενώ ο τραγουδιστής των Hold Steady, Craig Finn, θα θυμόταν ότι το έπαιζε σε διαρκείς επαναλήψεις. Τέτοιες αφηγήσεις δείχνουν τον αντίκτυπό του εντός μιας συγκεκριμένης κοινότητας, για λόγους πάντως που οριακά αντιλαμβάνονται οι εκτός των τειχών της, όσοι δηλαδή ακούν ένα πράγματι έξυπνο και ενδεχομένως εθιστικό κομμάτι, που όμως μοιάζει και με αρκετά ανάλογα εκείνης της εποχής. Ο ίδιος ο Bachmann, εντωμεταξύ, ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα με την indie ταμπέλα, αναρωτώμενος αν περιγράφει κάτι, πέρα από νέους με κιθάρες οι οποίοι δεν παίζουν ούτε punk, ούτε metal, ούτε κλασικό ροκ· αυτό, βέβαια, αν το καλοσκεφτούμε, είναι μια ακριβέστερη περιγραφή από διάφορα που έχουν κατά καιρούς γραφτεί... [ 7/10]

Φιλοξενώντας τα ήδη αναγνωρίσιμα "Web In Front" και "Wrong" σε ελαφρώς διαφοροποιημένα edits, το Icky Mettle (Alias, 1993) όρισε τη συνάντηση των Archers Of Loaf με το εναλλακτικό hype. Αν και δεν πέτυχε κάτι στα αμερικάνικα charts, παρουσίασε ένα νεανικό συγκρότημα που ίδρωνε την alternative φανέλα ενώ παρέμενε αδιαπραγμάτευτα rock, ανοίγοντας δίχως φόβο τους ενισχυτές καθώς αναζητούσε το δικό του σημείο ισορροπίας μεταξύ των Replacements, των Fugazi, των Big Country και των Pavement ("Learo, You're A Hole", "Plumb Line", "Backwash", "Last Word"). Την ίδια στιγμή, πάντως, διατηρούσαν και μια σχεδόν ποπ αμεσότητα: «Αγαπούσαμε και τους ABBA, όπως και τη Nancy Sinatra», θα αποκάλυπτε αργότερα ο Matt Gentling, μιλώντας στον Pete Crigler του Perfect Sound Forever.

Εδώ κι εκεί, πάντως, οι Archers Of Loaf ακούγονταν σαν τους Pavement ή και σαν τους συντοπίτες Superchunk –παρότι δεν πρόκειται για μίμηση, αλλά για περίπτωση κοινών αναζητήσεων. Δεν παύει εντούτοις να τίθεται ένα ταβάνι στην προσπάθεια όσων θέλησαν (τότε ή στα δικά μας '10s) να αναγορεύσουν το Icky Mettle σε «κλασικό». Η ενέργεια βέβαια της παρέας είναι ολόδική της, ενώ η διαχείριση των επιρροών από τον παραγωγό (και φίλο τους) Caleb Southern τους διατηρεί αυτόνομους, μα τους περνά και ξυστά από το κυρίαρχο grunge, προβάλλοντάς τους έτσι ως σχετικούς με τις εξελίξεις. Ο remastered ήχος στην επανέκδοση της Merge (2011) υπογράμμισε εκείνες τις ποιότητες, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι, τόσα χρόνια μετά, το Icky Mettle ακουγόταν ακόμα φρέσκο, ελκυστικό και πολύ πιο rock από διάφορα πράγματα που είχαν στο μεταξύ σφετεριστεί την indie ταμπέλα στις Ηνωμένες Πολιτείες. [ 7,5/10]

Ο ντόρος γύρω από το Icky Mettle οδήγησε σε γρήγορη επιστροφή με το single "What Did You Expect?" (Alias, 1994), το οποίο είχε ήδη ηχογραφηθεί από το φθινόπωρο του 1992 με παραγωγό τον Jerry Kee, μαζί με το b-side "Ethel Merman". Πρόκειται για ένα ακόμα φίνο δείγμα της ικανότητας της μπάντας αυτής να γεφυρώνει μελωδία και τραχύτητα, φτάνοντας σε ένα alternative rock αποτέλεσμα με αμερικάνικη αισθητική, ενάργεια και διάθεση ανάτασης. [ 7/10]

Η συνέχεια βρήκε την τετράδα να συμπράττει με τους Treepeople από το Boise του Άινταχο, μία ακόμα κομβική περίπτωση για την ανάπτυξη του αμερικάνικου indie στυλ, στην οποία έπαιζε τότε ο μετέπειτα ιδρυτής των Built To Spill, Doug Martsch. Η συνεργασία έβγαλε στο διπλό split EP Treepeople + Archers Of Loaf (Sonic Bubblegum, 1994), όπου τα δύο γκρουπ παρουσίασαν ένα καινούριο κομμάτι το καθένα και από μία διασκευή σε αγαπημένο τραγούδι του άλλου –με τους μεν Archers Of Loaf να διαλέγουν το "Funnelhead", τους δε Treepeople το "Web In Front".

Η συνύπαρξη δείχνει γλαφυρά γιατί ο Eric Bachmann και οι φίλοι του είχαν το κάτι παραπάνω στο underground εκείνων των χρόνων, σε σχέση με μια αρκετά τυπική περίπτωση σαν τους Treepeople. Ακόμα δηλαδή και παίζοντας εντελώς στο ρελαντί, ανακυκλώνοντας τη λιγότερο ενδιαφέρουσα πλευρά της τραγουδοποιίας τους ("Quinnbeast"), πετυχαίνουν κάτι πιο ενδιαφέρον συγκριτικά με μια παρέα που ναι μεν διακατέχεται από μπόλικο ενθουσιασμό και διαθέτει ενεργητικές κιθάρες, μα εντυπώνεται σαν grunge συγκρότημα τρίτης κατηγορίας. [ 4/10]

Το split single "Telepathic Traffic" (Radiopaque Recordings, 1994) με τους Monsterland από το Κονέκτικατ –οι οποίοι συνεισέφεραν το "Angel Scraper"– ήταν μια πιο στάνταρ υπόθεση (ένα δικό μου/ένα δικό σου), ζωντανά ηχογραφημένη στο στούντιο του ραδιοφωνικού σταθμού WHFS 99.1 FM στο Μέριλαντ για το volume 3 της σειράς Inside Dave's Garage.

Εδώ το γκρουπ συμμετέχει με κομμάτι που αργεί να βάλει τα φωνητικά στο ψητό ώστε να πετύχει κλιμάκωση, σε ένα ακόμα παιχνίδι μεταξύ αρμονίας και έντασης, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να βρίσκεται σε κάποιο από τα τότε άλμπουμ τους. Έστω λοιπόν κι αν δεν πρόκειται για πρωτοκλασάτο δείγμα γραφής, λάμπει άνετα δίπλα στους Monsterland, που απλώς τρέχουν στην alternative ευθεία, με έναν τραγουδιστή αρκετά αναιμικό ώστε να κουβαλήσει με αξιώσεις τον όγκο των κιθάρων που τον πλαισιώνουν. [ 6/10]

 

Το ΕΡ The Archers Οf Loaf vs. Τhe Greatest Οf All Time (Alias, 1994) με τον Καναδό άσσο του χόκεϊ King Clancy στο εξώφυλλο, μπορεί να μην συμπεριέλαβε τελικά το "Greatest Οf All Time", αλλά διατήρησε το μομέντουμ μιας μπάντας που, ενώ βρισκόταν στον δικό της αστερισμό, προσπαθούσε παράλληλα να εμπλουτίσει το φασαριόζικο εναλλακτικό rock που είχε παρουσιάσει στο Icky Mettle, μεταφέροντας στο στούντιο κάτι από τον παλμό των συναυλιών –αυτήν τη φορά με τον Bob Weston στην κονσόλα. Αν και δεν ήταν όλα τα τραγούδια ενδιαφέροντα, εδώ βρίσκεται το (γ)καβλωμένο "Audiowhore", το οποίο φτάνει και περισσεύει για να καταστήσει το παρόν ΕΡ ένα νόστιμο «ορεκτικό», στον δρόμο προς το κυρίως πιάτο. [ 6,5/10]

Το άλμπουμ Vee Vee (Alias, 1995) έχει χαιρετιστεί από αρκετούς ως η κορυφή των Archers Of Loaf. Παρά μάλιστα την εκ νέου αδιαφορία των charts, πέτυχε να αφήσει αποτύπωμα –αν κρίνουμε από τoν δίσκο των Τσέχων Dva Nipomo (2014) και τη διασκευή τους στο "Underdogs Οf Nipomo". Αλλά το αν θα αποτιμηθεί όντως ως ζενίθ, έχει να κάνει με τη θέση που παίρνει κανείς στα εντός της εναλλακτικής κοινότητας «πολιτικά», σε μια κομβική περίοδο όπου κάποιοι αποφάσισαν να αποστασιοποιηθούν από το grunge Παράδειγμα, μη θέλοντας να ακολουθήσουν τη σύγκλισή του με το hard rock ακροατήριο.

Αυτό συμβαίνει βέβαια γιατί είναι οι ίδιες οι επιλογές των Aμερικανών που τους μετατοπίζουν από το βαρύτερο προφίλ του Icky Mettle σε ένα ελαφρύτερο στυλ, το οποίο καθρεφτίζεται στο ράθυμο "Step Into The Light" της έναρξης ή σε επιλογές σαν το "Floating Friends". Η ξερή παραγωγή του Bob Weston κρατάει εντωμεταξύ τα πράγματα απλά για μια μπάντα που αποφασίζει να παίξει τις κιθάρες με εκείνο το indie στυλ που τείνει να θαμπώνει τις νότες πριν τελειώσουν οι αμιγώς μελωδικές φράσεις, έστω κι αν τελικά δεν αποποιούνται εντελώς του προγενέστερου χαρακτήρα τους: σε στιγμές σαν το "Harnessed In Slums", ας πούμε, δείχνουν να προοικονομούν τις εξελίξεις στο post-hardcore μέτωπο μετά την πάροδο της grunge μόδας.

Ενώ όμως αξίζoυν εύσημα που δεν έβγαλαν μια εύηχη επανάληψη του Icky Mettle, είναι συζητήσιμο αν πράγματι ωφελούνται από το indie ξάνοιγμα που επιχειρούν, αλλά και από την τοποθέτηση των στίχων σε κεντρικότερη θέση. Γιατί ναι μεν καυστικά τσιτάτα σαν το «the underground is overcrowded» (από το "Greatest Of All Time") έκαναν ντόρο, φτάνοντας να σχολιαστούν μέχρι και στις σελίδες του Rolling Stone, μα φάνηκε επίσης ότι δεν έγραφαν σπουδαία πράγματα, ικανά να υπερβούν τα όχι και τόσο πηγμένα μυαλά των 20-και-κάτι χρόνων τους.

Η επανέκδοση της Merge (2012) έδωσε νέα, προσεγμένη ηχητική διάσταση σε ένα άλμπουμ που ακουγόταν πάντως μια χαρά και στα χρόνια του. Κυρίως, όμως, το εξόπλισε με ένα συνοδευτικό CD γεμάτο σπάνια και ακυκλοφόρητα στιγμιότυπα. Το οποίο επιτρέπει να κρυφοκοιτάξουμε στο «εργαστήρι» τους, βλέποντας πιο καθαρά την επικράτηση μιας πιο indie αισθητικής στο Marathon Boombox demo και στο Vee Vee 4-Track demo, αλλά βρίσκοντας και απρόσμενες επιλογές, σαν την αδημοσίευτη διασκευή στο "Equinox" του John Coltrane (1964) ή την απόπειρά τους στο "Phantom 309" των Red Sovine (1967)· η οποία ακολουθεί τόσο τη spoken word προσέγγιση του αυθεντικού κομματιού, όσο και το πνεύμα της εκτέλεσης του Tom Waits (1975) –με αυτό έγινε μάλιστα η συμμετοχή τους στο tribute album Step Right Up: The Songs Οf Tom Waits (1995). Σε κάθε περίπτωση, οι Archers Of Loaf ήταν αποφασισμένοι να εξελίξουν το αποτύπωμά τους στη δισκογραφία γράφοντας το Vee Vee. Επιλογή που τους τιμά, ακόμα και στα μάτια όσων από μας δεν θα το δούμε ποτέ ως ισάξιο του Icky Mettle. [ 7/10]

To "Harnessed In Slums" αποφασίστηκε από την Alias να σταδιοδρομήσει και ως single, σερβιρισμένο σε ένα ελαφρώς διαφοροποιημένο radio remix του Bob Weston, με b-sides το "Telepathic Traffic" (σε στούντιο εκδοχή) και το αδημοσίευτο "Don’t Believe The Good News", που είχε ξεμείνει από τα sessions του Vee Vee. Αν και δεν αντιπροσωπεύει την κύρια ηχητική τάση του τελευταίου ήταν ένα στιβαρό μικροσύνολο, το δε αναδιαταγμένο "Harnessed In Slums" πέτυχε να ακουστεί αρκετά στους κολεγιακούς ραδιοσταθμούς, τονώνοντας έτσι τις ζωντανές εμφανίσεις του γκρουπ. [ 6,5/10]

Σε μία μάλιστα από τις συναυλίες της περιόδου, στο Tramps της Νέας Υόρκης (Απρίλιος 1995), ανάμεσα στο κοινό βρέθηκε και η Madonna, η οποία ήθελε να τους πείσει να υπογράψουν στο δικό της label, τη Maverick. Και δεν ήταν η μόνη, αφού, ελέω grunge, είχαν ξεσαλώσει όλες οι μεγάλες και μεσαίες δισκογραφικές, διψώντας για νέα ταλέντα με συναφή κιθαριστικό ήχο. Οι Archers Οf Loaf απέρριψαν ωστόσο κάθε προσφορά, παραδεχόμενοι στον Robert Christgau ότι τρόμαζαν και μόνο στη σκέψη ότι έπρεπε να παραδώσουν μουσική κομμένη και ραμμένη στα τρέχοντα γούστα της αγοράς. Ίσως πάντως αυτή να μην ήταν η μόνη αιτία, αφού τους δέσμευε συμβόλαιο 4 δίσκων, άρα θα τους κόστιζε πολλά χρήματα για να ξεμπερδέψουν, τα οποία δεν είχαν. «Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι δεν μετάνιωσα που υπογράψαμε στην Alias», θα παραδεχόταν χρόνια αργότερα ο Eric Johnson, μιλώντας στον Brian Howe του Indy Week: «δεν είναι ότι δεν εκτιμώ κάποια από όσα έκαναν, υπήρχαν όμως θεμελιώδεις φιλοσοφικές διαφορές, καθώς προσπαθούσαν να μας μετατρέψουν σε χαριτωμένη ποπ μπάντα».

Λίγο μετά εμφανίστηκε το ΕΡ Private Street For Bu-Bu- (Alias, 1995), το οποίο βγήκε μάλιστα και στην Ευρώπη από διάφορα labels (έφτασε μάλιστα και στη χώρα μας, σε διανομή Penguin), κάποιες φορές με τον προβοκατόρικο τίτλο Classic Rock Is For Pussies, έτσι για να τονίζονται και οι κόντρες της περιόδου ανάμεσα σε εναλλακτικούς και κλασικοροκάδες, που δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. To EP περιείχε το instrumental "Mutes In The Steeple" και το "Smokin(g) Pot In The Hot City", αμφότερα διασκεδαστικά, κοντά στο παράδειγμα του "Harnessed In Slums", μα όχι σπουδαία. [ 6/10]

Ως τον Σεπτέμβρη του 1996 που βγήκε το 3ο άλμπουμ All Τhe Nations Airports, η Alias είχε δώσει δικαιώματα διανομής σε μεγάλη δισκογραφική. Κάτι που δημιούργησε σύγχυση ανάμεσα στους fans, καθώς ορισμένοι θεώρησαν ότι το γκρουπ «ξεπουλήθηκε», παρότι δεν είχε καμία ανάμειξη στις σχετικές συμφωνίες. Από την άλλη, η κίνηση δεν απέφερε τίποτα σε εμπορικό επίπεδο: παρά το δίκτυο της Elektra και την εκτενή περιοδεία στο πλευρό των Weezer (η οποία είχε προηγηθεί), ο δίσκος βάλτωσε στο #236 των Η.Π.Α., που έμελλε να είναι και η μοναδική είσοδος του γκρουπ στους καταλόγους επιτυχιών της πατρίδας του.

Φιλοξενώντας ολόκληρο το demo ATNA 4-Track, η deluxe επανέκδοση της Merge (2012) οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι Archers Of Loaf παρέμεναν μια παρέα σε κίνηση, η οποία δεν σκόπευε να βγάλει τη συνέχεια του Vee Vee. Μπήκαν μάλιστα στο στούντιο δίχως να φοβούνται την κατάρα της «ωριμότητας», προσθέτοντας λ.χ. ακόμα και πιάνο στον δημιουργικό τους ορίζοντα. Κατέληξαν όμως με έναν δίσκο που μπέρδεψε και απογοήτευσε ακόμα και αφοσιωμένους ακολούθους· ορισμένοι, μάλιστα, έφτασαν να αμφισβητήσουν τη δέσμευση του Eric Bachmann στις εναλλακτικές κιθάρες, πόσο μάλλον όταν παραπλεύρως –με το νεότευκτο προσωπικό όχημα Barry Black– εξερευνούσε πλέον τον Tom Waits και πιο folk διαδρομές.

Τα χρόνια που κύλησαν, πάντως, προσφέρουν την πολυτέλεια να ακούσει κανείς το All Τhe Nations Airports ως δίσκο που σε τίποτα δεν «πρόδιδε» κάτι, ούτε και φαλκίδευε την εναλλακτική του ταυτότητα επειδή περιείχε εμβόλιμα instrumental κομμάτια τύπου "Attack Of The Killer Bees" ή επειδή κατέφευγε σε ήσυχα στανταρισμένες πιανιστικές μπαλάντες σαν το "Chumming The Ocean" και το "Bombs Away". Αντιθέτως, το indie στίγμα διατηρείται αναγνωρίσιμο σε στιγμές σαν το "Scenic Pastures" ή το "Assassination On X-Mas Eve", ενώ ο Bachmann αξιοποιεί καλύτερα από ποτέ τη σαρδόνια καυστικότητα της στιχουργικής του, μιλώντας λ.χ. για θανάτους δυτών στον ωκεανό, για το ζαλιστικό ανακάτεμα των αεροδρομίων ή για ασαφείς συμφορές που παραμονεύουν κάτω από την Αλάσκα.

Αν κάτι φταίει στον δίσκο και δεν πολυπερπατά, είναι η μεγάλη χρονική διάρκεια, η οποία επιτρέπει την παρείσφρυση δεύτερου υλικού (όλα αυτά τα "Form And File", "Vocal Shrapnel, "Acromegaly", "Rental Sting")· κυρίως, όμως, το ότι η ίδια η δημιουργικότητα των Archers Of Loaf δεν άγγιξε σπουδαία επίπεδα έμπνευσης, αν εξαιρεθούν τα τραγούδια "All The Nations Airports", "Strangled By The Stereo Wire" και "Distance Comes In Droves". Παρά λοιπόν τις προθέσεις της μπάντας ή τη δεξιότητα των κιθάρων του Eric Johnson, το αποτύπωμα μένει πράγματι αναιμικό. [ 6/10]

Η περιοδεία υποστήριξης του All Τhe Nations Airports έδωσε την ευκαιρία στο γκρουπ για την πρώτη του ζωντανή ηχογράφηση: η συναυλία στο Middle East Cafe στο Cambridge της Μασαχουσέτης στις 20 Οκτωβρίου 1996, καταγράφηκε στο δεκάιντσο ΕΡ Vitus Tinnitus (Alias, 1997). Στη live εκδοχή της, η τετράδα παραμένει μια πιο βαβούρικη υπόθεση συγκριτικά με το στούντιο, θυμίζοντας σε πολλά τις μέρες του Icky Mettle, με τον Bachmann να αφήνεται σε γρεζαριστές, punk καταβολών εξάρσεις ("Audio Whore", "Underdogs Of Nipomo").

Η σωστή μίξη του Brian Paulson βγάζει έτσι ένα σφιχτό set, το οποίο, αν και μικρό σε διάρκεια, δίνει μια εικόνα για την επί σκηνής ενέργεια που πρέπει να έκλυε αυτή η μπάντα στην ακμή της. Αν μάλιστα πιστέψουμε τον Ian Nicholson του Pitchfork, ήταν με ένα τέτοιο σόου το 1996 που οι Archers Of Loaf κέρδισαν ένα δύσπιστο κοινό μακρυμάλληδων fans των Metallica και των Slayer, κάπου στην Αυστραλία. Από μια τέτοια άποψη, λοιπόν, έπρεπε ίσως να δοθεί χώρος ώστε να εκδοθεί ένα πλήρες άλμπουμ. [ 6,5/10]

 

Το "Jive Kata", από τα πιο ιδιαίτερα τραγούδια στον κατάλογό τους, εμφανίστηκε σε ένα εντελώς ανεξάρτητο, δικής τους παραγωγής single, το οποίο πουλούσαν σε κάποιες συναυλίες του 1997 (πλέον τιμάται γύρω στα 20 ευρώ). Επηρεασμένο από τις αναζητήσεις του Bachmann με τους Barry Black, ξεκινάει σε pop ρυθμό, με έντονη τη χρήση synths, πριν δώσει χώρο σε πιο rock στοιχεία, αλλά και στο νέο πρόσωπο του frontman· ο οποίος δεν χρησιμοποιεί μόνο το γνώριμο γρέζι, αλλά τραγουδά και φαλσέτο. Δεν αποκλείεται βέβαια η επιλογή να έγινε από ανάγκη, καθώς ως εκείνο το σημείο είχε ταλαιπωρήσει πλέον αρκετά τη φωνή του, αναγκαζόμενος να τρέχει στους γιατρούς· εντούτοις το πείραμα αποβαίνει λειτουργικό. Ως b-side μπήκε το "Slow Worm", ηχογραφημένο στην ίδια συναυλία που έδωσε και το ΕΡ Vitus Tinnitus (δεν συμπεριληφθήκε όμως εκεί). [ 6,5/10]

Το 1997 αποδείχθηκε γενικά σε έτος-καμπή για τους Archers Of Loaf, οι οποίοι για πρώτη φορά συζήτησαν σοβαρά τη διάλυσή τους, όπως θα θυμόταν χρόνια μετά ο μάνατζερ Shawn Nolan. Μπροστά έμπαινε βέβαια το επείγον ιατρικό ζήτημα του Mark Price, ο οποίος διαγνώστηκε με σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα: μια ενοχλητική πάθηση στα χέρια, που απαιτούσε ξεκούραση και θεραπεία. Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μια βολική πρόσοψη για το ότι η μπάντα είχε καεί. Οι περιοδείες τραβούσαν σε μάκρος, υπήρχε κούραση, η επιτυχία δεν τους χτύπησε την πόρτα και ο Bachmann έπρεπε και να συμμαζέψει τη φωνή του (αν δεν ήθελε να τη χάσει μέχρι τα 50 του), αλλά και να αποφασίσει αν ήθελε να δρα μέσω των Archers Of Loaf ή να είναι ο Barry Black. Τίποτα εντούτοις δεν μπορούσε να συμβεί αν δεν τέλειωναν πρώτα οι υποχρεώσεις, αφού όφειλαν έναν ακόμα δίσκο στην Alias.

Η συνθήκη λειτούργησε απελευθερωτικά, οδηγώντας την παρέα προς άγνωστα νερά, με το White Trash Heroes (Alias, 1998) να εκπλήσσει ακόμα και πιστούς fans. Παρά ταύτα, βρήκε κρύα αντιμετώπιση, ως παράδοξο τελευταίο βήμα ενός συγκροτήματος που επί της ουσίας δεν υπήρχε πια. Μόνο ο αέναος υποστηρικτής Robert Christgau τόλμησε να γράψει ότι, μπροστά του, οι υπόλοιπες indie μπάντες της εποχής θα έπρεπε να σκεφτούν τη συνταξιοδότηση (κάνει λάθος ο Paul Thompson που λέει στο Pitchfork ότι το είπε για το All The Nations Airports). Όσο κι αν σιχαίνομαι την ώρα και τη στιγμή που συμφωνώ με τον Christgau, είχε κάποιο δίκιο: αν μη τι άλλο, οι Archers Of Loaf δεν δίνουν εδώ δεκάρα τσακιστή για το πού φύσαγε ο indie άνεμος στα τέλη των 1990s.

To WTH 4-Track Demo στα bonus της Merge επανέκδοσης (2012), δείχνει καθαρά ότι, παρότι βάσισαν όσο ποτέ άλλοτε τον ήχο τους στα synths, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ακολουθήσουν το καθολικά αποδεκτό Παράδειγμα των καιρών τους, όπως μόλις το είχαν ορθώσει οι Radiohead με το OK Computer (1997). Αντιθέτως, κρατούν ατόφια την αμερικανική τους αισθητική και προτιμούν να φανταστούν το δικό τους ηλεκτρονικό indie, με το "White Trash Heroes" (το οποίο θα ανακυκλωνόταν μετά τη διάλυσή τους στο "Crowned Ιn Chrome" των Crooked Fingers) να αναδεικνύεται στο ίσως καλύτερο τραγούδι της καριέρας τους.

Αυτή η επιτυχώς διαθλασμένη τόλμη και η underground ανεξαρτησία προσφέρουν δικαίωση στα λόγια του Christgau· αν τελικά αποτιμώνται ως κάπως υπερβολικά, οφείλεται στο ότι οι προθέσεις του γκρουπ καταγράφονται ως σημαντικότερες από τα αποτελέσματα. Ενώ δηλαδή ο δίσκος διαθέτει κι άλλα ωραία κομμάτια (το "Fashion Bleeds" με τις Hüsker Dü κιθάρες, το σαρωτικό "I.N.S." ή το "Slick Tricks And Bright Lights"), συνάμα χάνεται στις ανορθόδοξα συνθετικές και ενίοτε υπέρμετρα θορυβώδεις ("Banging On A Dead Drum") αναζητήσεις του. [ 7/10]

Οι τίτλοι τέλους για την πρώτη φάση της μπάντας γράφτηκαν εντός έδρας, μετά τη συναυλία που έδωσαν τον Νοέμβριο του 1998 στο αγαπημένο τους Cat's Cradle στο Chapel Hill, όπου είχαν φτιάξει το Icky Mettle. Το live ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε με τον τίτλο Seconds Before The Accident (Alias, 2000), όταν πια το γκρουπ είχε ήδη σκορπίσει σιωπηλά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (δεν ανακοινώθηκε επίσημη διάλυση).

Επρόκειτο για άδοξο φινάλε, πάντως: μπορεί να παίζουν με κέφι απέναντι σε μια πιστή «κερκίδα» με την οποία υπάρχει αβίαστη επικοινωνία, όμως είναι πια ένα συγκρότημα εξασθενημένο, με περιστασιακές μονάχα εκλάμψεις να θυμίζουν τις πιο εκρηκτικές τους ημέρες. Ειδικά ο Eric Bachmann ζορίζεται εμφανώς, ενίοτε βραχνιάζει και γενικά εντυπώνεται επίπεδος, ακόμα και σε μια στιγμή-σύμβολο σαν το "Web In Front". Αντιθέτως, στις επιλογές της setlist που αφήνουν χώρο για το πιο πρόσφατο πρόσωπο της μπάντας ("Dead Red Eyes", "White Trash Heroes", "Chumming The Ocean"), τα πράγματα ζωντανεύουν, επιτρέποντάς του να τραγουδήσει και πιο χαλαρά, αλλά και με μεγαλύτερη συναισθηματική δέσμευση. [ 5/10]

Στα χρόνια που κύλησαν οι Archers Of Loaf παρέμειναν φίλοι, μα τράβηξαν καθείς τον δρόμο του, με τον Mark Price να είναι ο μοναδικός που παρέμεινε στο Chapel Hill. Πιο χορτασμένος μουσικά λόγω της δράσης του με τους Crooked Fingers, ο Bachmann αποδείχθηκε και ο πιο απρόθυμος για την ιδέα του reunion, την οποία έριξε ο παλιός μάνατζερ Shawn Nolan το 2010. Βλέποντας όμως πόσο το επιθυμούσαν οι υπόλοιποι, έκανε πίσω· και δέχτηκε να παίξουν ξανά μία συναυλία στο παλιό τους στέκι Cat's Cradle, ως support στους φίλους τους The Love Language. Έτσι κι έκαναν, τον Ιανουάριο του 2011 –εμφανιζόμενοι μάλιστα στα ξαφνικά, χωρίς να έχει ανακοινωθεί τίποτα πιο πριν. Η απήχηση που βρήκαν, αλλά και ο ντόρος που ξανασηκώθηκε γύρω από το όνομά τους με την επανακυκλοφορία του Icky Mettle από τη Merge, τους έπεισε να επανενωθούν σε μόνιμη βάση και να βγουν σε περιοδεία.

Οι δύο συναυλίες που έδωσαν στο Cat's Cradle στις 19 και 20 Αυγούστου του 2011 τροφοδότησαν την πρώτη τους κυκλοφορία μετά την επανένωση: ένα live άλμπουμ ονόματι Curse Οf The Loaf (ARRA Music, 2015), το οποίο βγήκε σε διπλό, gatefold βινύλιο 180 γραμμαρίων, συνοδεία DVD, όπου περιεχόταν το ντοκιμαντέρ του Gorman Bechard What Did You Expect?, που κατέγραφε τα όσα έγιναν τις εν λόγω βραδιές πάνω στη σκηνή, διανθίζοντάς τα με συνεντεύξεις των τεσσάρων μελών.

Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες εκδόσεις, είναι προτιμότερο να δει κανείς το DVD παρά να ακούσει σκέτο τον δίσκο –αν και ο δεύτερος περιέχει περισσότερα τραγούδια. Σε κάθε περίπτωση, επιβεβαιώνεται εδώ η γνωστή ρήση για την καλή μέρα που φαίνεται από το πρωί, αφού η νευρώδης έναρξη με το "Audiowhore" δίνει ευκρινές αποτύπωμα για το τι ακολουθεί: οι Archers Of Loaf μπορεί να είναι πλέον 40άρηδες (συν/πλην), κρατιούνται όμως μια χαρά και τη χαίρονται την επανένωσή τους. Τιμούν μάλιστα όλα τα πρόσωπα της καριέρας τους στην εκτενή setlist και δεν αφήνουν την παραμικρή δεύτερη σκέψη για το πώς στέκει στον χρόνο η σχέση τους με το rock 'n' roll. Έσταξαν μπόλικο ιδρώτα σε εκείνες τις δύο βραδιές του 2011, δίνοντας ωραίες συναυλίες, οι οποίες άξιζαν τον κόπο της καταγραφής. [ 7/10]

Όσο για τα singles που έχουν εμφανιστεί μέσα στο 2020 για λογαριασμό της Merge, είναι ίσως νωρίς να αξιολογηθούν ως ντε και καλά χωριστές κυκλοφορίες. Επιστρέφοντας δηλαδή σε όσα λέγαμε στο ξεκίνημα (χιλιάδες λέξεις πιο πάνω), η έκτακτη υγειονομική επικαιρότητα ίσως να φρέναρε τα σχέδια των Αμερικανών για κάποιο πλήρες άλμπουμ, ενόψει των 30 χρόνων καριέρας που αναμένεται να γιορτάσουν το 2021.

Από την άλλη, βέβαια, έχουμε εδώ ένα γκρουπ με δεδομένη αγάπη για τη φόρμα του non-album single. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι ως τέτοιο θα μείνει το επτάιντσο που έστησαν για τη φετινή Record Store Day, με το φρέσκο "Raleigh Days" ως βασικό τραγούδι και μια διασκευή στο "Street Fighting Man" των Rolling Stones (1968) ως b-side. Αξιοπρεπή κομμάτια, όχι όμως και κάτι το ιδιαίτερο. Αντιθέτως, ακαθόριστο παραμένει το στάτους του "Talking Over Talk" και του δικού του b-side του "Cruel Reminder", υλικό αισθητά υψηλότερης στάθμης, το οποίο δείχνει ότι υπάρχει ακόμα σπιρτάδα στους Archers Of Loaf. Ας αφήσουμε λοιπόν ανοιχτό το φινάλε αυτού του χάρτη, αναμένοντας τα όσα είναι να φέρει η επόμενη χρονιά.