2010 - 2020: Δέκα χρόνια αστρικής θύελλας
Η πορεία των Autechre σε μια δεκαετία μέσα στην οποία έκοψαν κάβους για αλλού... To ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πόσοι ακολουθούν. Η Ελένη Φουντή το κάνει και αποτιμά δίσκο το δίσκο...
Τι είναι το IDM; Συνήθως οι προσπάθειες εξεύρεσης τέτοιων ορισμών καταλήγουν σε τραγέλαφο (μόνο το ακρωνύμιο να σκεφτεί κανείς), αλλά εν προκειμένω πιστεύω ότι οι πραγματικά μεγάλοι του είδους έχουν καταφέρει να νοηματοδοτήσουν όλο το IDM, όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα έστω, σε τρία πεδία που όρισαν οι ίδιοι μέσα από τη δουλειά τους: Στο ambient IDM οι Boards Of Canada, στο abstract / glitch IDM οι Autechre και στο acid IDM ο Aphex Twin. Όλοι οι άλλοι λίγο πολύ ακολούθησαν έναν από αυτούς τους τρεις δρόμους.
Κι εκεί λοιπόν που αυτό το σχήμα λειτουργούσε μια χαρά στο μυαλό μου, βγάζουν οι Autechre το πιο_διχαστικό_πεθαίνεις “Confield” (2001), ένα ηχηρό “χαχαχα ποιο abstract glitch; μέχρι σήμερα φτιάχναμε τραγούδια· τώρα θα δείτε τι εστί abstract και τι glitch” στα μούτρα μας και λίγο αργότερα το “Untilted” (2005) που έδιωξε τους σκληροπυρηνικούς πρωτοδισκάκηδες με τις τσιμπημένες διάρκειες των κομματιών (οι οποίες τελικά δεν ήταν παρά απλό teaser trailer του τρένου που μας πάτησε στη συνέχεια, άλλωστε την ίδια περίοδο είχαμε και τον εκτενή μινιμαλισμό του “æo³ & ³hæ” (2005) με τους Hafler Trio). Με το “Oversteps” (2010) (ξανα)μπήκε φορτσάτο στην εξίσωση το ambient στοιχείο και κάπως έτσι θεμελιώθηκε σιγά σιγά το δικό τους συναρπαστικό, Autechre expanded universe, όπου το τρένο φεύγει σφαίρα πλέον στο διάστημα σαν αστρικός άνεμος και άντε να το πιάσεις (οι φωνές των fans εννοείται πως δεν ακούγονται πια).
Δεν είναι μόνο ότι ο ήχος τους υπόκειται σε συνεχείς μεταλλάξεις, ούτε ότι το τρένο ακολουθεί απρόβλεπτη και άγνωστη πορεία (για τον ανυποψίαστο ακροατή· οι Autechre φαίνεται να ξέρουν πολύ καλά πού το οδηγούν). Είναι ότι επανεφεύρουν και συνεχώς ορίζουν εκ νέου αυτό που οι ίδιοι δημιούργησαν. Μιλάμε πια για “μελωδική” (ναι μελωδική) και, στον αντίποδα, abstract περίοδο Autechre, γιατί ο αστρικός άνεμος άλλαξε τις συσχετίσεις και το “Cichlisuite” (1997) δεν ακούγεται τόσο μακριά πλέον από το “Boc Maxima” (1996) των Boards Of Canada, κάτι που δεν έγινε τυχαία αλλά ως αποτέλεσμα μελετημένων βημάτων και αυτό λέγεται επίδειξη ισχύος.
Και βέβαια προσφέρεται για διαφωνία. Τα έχουν αυτά και οι μεταλλάξεις και οι πραγματικά μεγάλοι. Μετά από τόσες συζητήσεις, τόσα χρόνια, με τόσο κόσμο, προσωπικά δεν θυμάμαι μεγάλη σύγκλιση απόψεων για τους Autechre παρά ελάχιστες φορές, με βασική αιχμή βέβαια το δίλημμα μεταξύ πρώιμης και ύστερης περιόδου. Για τους άλλους. Εγώ το έχω λύσει αυτό το θέμα και όσο κι αν αγαπάω το “Amber” (1994), όσο κι αν δεν βρίσκω στραβοπάτημα πουθενά στην πορεία τους (ίσως το “Quaristice” (2008) να με κούρασε λίγο πάντως), θεωρώ πασιφανή, δεν τη συζητώ καν, την ανωτερότητα των "νέων" Autechre από το “Oversteps” και μετά, που μάλλον παραμένει ο αγαπημένος μου δικός τους δίσκος.
Το φετινό “SIGN” είναι σπουδαίο νέο, γιατί ό,τι κάνουν οι Autechre είναι ούτως ή άλλως σπουδαίο νέο, αλλά και γιατί σηματοδοτεί την επιστροφή στην μελωδία και τον σχεδόν κλασικίζοντα (με τους δικούς τους όρους) ήχο του “Oversteps”, το χρονικό σημείο που για μένα ο αστρικός άνεμος άρχισε να γίνεται θύελλα. Όσο γράφω και ξανακούω τους δίσκους τους, σκέφτομαι επίσης ότι μετά την επανασύνδεση με τη μελωδία και τους Boards Of Canada θα περιμένω τον κρίκο που λείπει να γαντζώσει και τον Aphex Twin για να κλείσει η αλυσίδα. Ε λοιπόν, όσο απίστευτο κι αν μοιάζει, μόλις δώδεκα μέρες μετά το “SIGN” και λίγο πριν στείλω το κείμενο στο MiC, αυτός ο κρίκος ήρθε με το έτερο φετινό χτύπημα, το “Plus”. Αποφάσισα πως το κείμενό μου θα πάει λίγο πίσω και θα πει κι ένα τραγούδι. I should have known(1).
Oversteps (2010)
Ναι, φυσικά είχα ακούσει την fake βερσιόν του δίσκου που λήκαρε τότε, άλλωστε ο ίδιος ο Brown είχε πει ότι δεν ενοχλούνται καν πια, το βλέπουν σαν παράδοση και μάλλον δίκιο είχε, γιατί ανάλογες μούφες είχαν διαρρεύσει και παλιότερα, άμα τη ανακοινώσει του “Quaristice”. Με θυμάμαι συγκεκριμένα να κουνάω το κεφάλι μουρμουρίζοντας “τι είναι αυτά ρε Autechre; ξεπέσατε στα τραγουδάκια για την ώρα που βάζουμε ηλεκτρική σκούπα;”. Γιατί όσο απίστευτο κι αν μοιάζει, σε μια γωνιά του ίντερνετ υπάρχουν εξτρεμιστές fanatics που καταντάνε να επιβάλλουν την αισθητική τους ως καλλιτεχνική δημιουργία τρίτων. Αυτή ήταν η εποχή που οι συζητήσεις στο soulseek έπαιρναν φωτιά και βέβαια φάγαμε όλη εκείνη τη μέρα με τη γκρίνια / τους διθυράμβους για το fake “Oversteps”.
Τραγικές καταστάσεις που ευτυχώς στριμώχτηκαν σε μια γωνίτσα στο υποσυνείδητο μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα σιωπής του “r ess”, καθώς τα πνιγηρά συνθ και broken beats έκλειναν το μάτι από μακριά. Σαν να μου μιλούσαν οι ίδιοι ήταν. “Βρε χαζό, είναι δυνατόν να βγάζαμε εμείς τέτοιο άδειο και ανούσιο πράγμα;” Μας έδειρε λίγο το αληθινό “Oversteps”, αλλά έπρεπε. Δεν είναι το “ilanders” η επιτομή του βάθους στο μπάσο; Ο ορισμός του glitch κυρία μου. Δεν είναι η μπαρόκ μεγαλοπρέπεια του “known(1)”, η αρμονική μελωδικότητα και η χάρη του “krYlon”, το κρυστάλλινο χορωδιακό καμπανών “see on see” κατάδυση στον κλασικισμό χωρίς φιάλες οξυγόνου; Δίπλα δίπλα στα ambient beats του “Treale”, τα bleeps του “os veix3” και το (από άλλο πλανήτη) στακάτο του “d-sho qub”;
Μελωδικούς ηλεκτρονικούς δίσκους έχουμε ακούσει πολλούς και καλούς, αλλά το “Oversteps” φτάνει στο σημείο που έλεγα πριν, να επανεφεύρει το glitch, φτιάχνοντας νέα μουσική. Γοτθικό μπαρόκ techstep / IDM. Είναι το ορόσημο που οι Autechre άρχισαν να απομακρύνονται από τον κοινωνικό κύκλο της electronica και να διαγράφουν στο διάστημα έναν νέο φωτεινό κύκλο, σαν το αρνητικό φιλμ του εξωφύλλου, έναν κύκλο στον οποίο αποδείχθηκε στην πορεία ότι χωρούσαν μόνο οι ίδιοι. Είναι γι’ αυτό το λόγο ο αγαπημένος μου δικός τους δίσκος. Λίγους μήνες αργότερα με το συνοδό EP (της μιας ώρας σχεδόν) “Move Of Ten” (2010), ζήσαμε και το μεγάλο φουτουριστικό όραμα του “Cep puiqMX”. Οι Βρετανοί ήταν ασταμάτητοι.
Όταν οι Autechre συμπεριλάμβαναν τον Βαρέζ και τον Ξενάκη στις επιρροές τους, κάποιοι έπρεπε να ακούνε πιο προσεκτικά αντί να ληκάρουν τα νερόβραστα μπητάκια τους εδώ κι εκεί. Ωστόσο, δεν ήξερα κι εγώ ότι οι Autechre ακούνε και Μπαχ.
Βαθμός: 9/10 (δεν μπορώ να βάλω κάτι μικρότερο, ας είμαι σοβαρή)
Exai (2013)
Μετά τον επαναπροσδιορισμό του glitch, σειρά έχει το breakbeat. Εδώ έχουμε και τις πρώτες επίσημες μαζικές διαμαρτυρίες για τη διάρκεια δίσκου Autechre. Πού να φανταζόντουσαν όλοι αυτοί πως οι δύο ωρίτσες ήταν μόνο το ζέσταμα γι’ αυτό που ερχόταν. Ούτε εγώ το φανταζόμουν προφανώς, όμως με το “Exai” ξεκάθαρα φυτεύτηκε ο σπόρος υποψίας: Δεν ενδιαφέρονται ο Brown και ο Booth για το εύληπτον της δουλειάς τους. Σκασίλα τους πώς θα ονομάσουμε τον ήχο τους και αν θα ξεπεράσουν την ώρα ή το σαραντάλεπτο. Δεν κάνουν καν electronica πια, αλλά sound design - σύνθεση.
Παραδόξως πάντως και παρά το στριφνούτσικο opener “FLeure” (που μας στέλνει καρφί στην εποχή “Confield”), ο δίσκος είναι εντελώς προσβάσιμος. Με οδηγό το glitch, ο ήχος μπαίνει στα χωράφια του dubstep (πχ με το “tuinorizn”), του broken beat, του hip hop, μέχρι και του r’n’b (στο “T ess xi”), ακούμε power electronics και φυσικά υπάρχουν μεγαλειώδεις ambient ριπές, με επίκεντρο το εκπληκτικό “bladelores” που κλείνει και το πρώτο μέρος, αλλά και οι επιρροές του Ξενάκη μέσω των granular συνθέσεων. Όμως ο ήχος είναι πιο ανοιχτός, σαν να τζαμάρουν οι Autechre αλλάζοντας διαθέσεις (ακούστε πχ πώς το υπνωτικό “jatevee C” βγαλμένο από κάποιο ιδεατό ost του “Ghost In The Shell” διαδέχεται το σούπερ soulful “T ess xi” και το κέφι κορυφώνεται με το “veKoS”, καθώς τα cyborgs της ταινίας ανεβαίνουν στην πίστα). Σαν να διατρέχουν όλη την πορεία τους για να προσδιορίσουν ξανά το breakbeat. Τι είναι δυο ωρίτσες για έναν τέτοιο ευγενή σκοπό; Νεράκι περνάνε. Νομίζω πάντως ότι σε αντίθεση με το “Oversteps” που μένεις κάγκελο, το στοιχείο της έκπληξης εδώ είναι πιο ισχνό, αλλά εντάξει παιδιά, λεπτομέρειες.
Βαθμός: 7,5.
elseq 1-5 (2016)
Ο αστρικός άνεμος έχει γίνει θύελλα πια για τα καλά και όποιον πάρει ο χάρος. Μόλις το 2015 κυκλοφόρησε ένα πρώτο μέρος εννιά (δεν είναι typo) ωρών με ζωντανές ηχογραφήσεις των Autechre σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και στην Ιαπωνία (πλέον τα “AE_LIVE” (2015 - 2020) σετ κοντεύουν τις τριάντα ώρες). Η περιοδεία ήταν μούρλια. Κάθε λογικός άνθρωπος θα πατούσε εδώ ένα pause, αλλά οι θύελλες δεν υπακούν σε πεζούς κανόνες, εξ ου και την επόμενη χρονιά έσκασε στα ηχεία μας η παρούσα τετράωρη και κάτι βόμβα.
Η βασική κριτική που έχω δει να συνοδεύει το “elseq 1-5” είναι πως κάποια μέρη είναι αδύναμα, ή ότι πλατειάζει ή πως ορισμένα κομμάτια δεν έχουν προσανατολισμό. Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος σκέψης χάνει τελείως την ουσία. Δεν είναι τρολάρισμα, ούτε τυχαίος ο κατά ριπάς βομβαρδισμός μας με δίσκους δύο, τεσσάρων και εννιά ωρών από τους Autechre αυτή την περίοδο. Ένα κάλεσμα είναι για να εγκαταλείψουμε την συντηρητική οπτική ότι η μουσική πρέπει να φτάνει στον αποδέκτη σε συσκευασίες των 50 λεπτών. Εγώ πάντως ξέρω ότι σε τυποποιημένες συσκευασίες μπαίνουν τα χαρτομάντηλα, όχι η τέχνη. Προφανέστατα αυτές οι τέσσερις ώρες μπορεί να μην αρέσουν. Όσο κι αν τα chopped beats του “feed1” προμηνύουν τρελό κέφι, όσο κι αν το χιπ χοπ είναι_εδώ_ενωμένο_δυνατό στο "c16 deep tread", όσο κι αν το “elyc6 0nset” είναι “σαν το φίδι που χορεύει στο πανέρι του φακίρη” (ευχαριστώ Βαγγέλη Γερμανέ), όσο κι αν λιώνουν σίδερα οι μελωδίες του “foldfree casual”, όσο κι αν το “latentcall” θα έσωζε ξεκούραστα την τιμή όλων των κλαμπ του κόσμου, ναι μπορεί να μην αρέσουν, ξέρω κι εγώ; Γούστα είναι αυτά. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω με τη λογική πως ό,τι έχει να πει ένας καλλιτέχνης πρέπει να χωράει εν δυνάμει στο χρονικό όριο που έχει αποφασίσει ο εκάστοτε αποδέκτης. Ο Scott Walker στο “On Your Own Again” τα είπε όλα σε ενάμιση λεπτό και οι Autechre εδώ θέλησαν τέσσερις ώρες. Όποιος δεν θέλει δεν ανεβαίνει στο τρένο, αλλά το τρένο τέτοιο είναι.
Και τι ambient χείμαρρος αυτό το “oneum”, τι κλείσιμο.
Βαθμός: 8,5
NTS Sessions 1–4 (2018)
Αφού μας κατέστησαν σαφές ότι δεν τους αφορούν ούτε οι υφολογικές δεσμεύσεις ούτε οι περιορισμοί της μουσικής βιομηχανίας, οι Autechre αποφάσισαν να αποκοπούν πλήρως πια από οποιαδήποτε σύμβαση δεν χωράει στο δικό τους όραμα ελευθερίας. Και οι τέσσερις ώρες έγιναν οκτώ. Μπορεί να σοκάρει η διάρκεια, αλλά ακούγοντας αυτή τη δουλειά - μαμούθ, καταλαβαίνει κανείς ότι τον χρειαζόντουσαν τον χρόνο οι Autechre για να ολοκληρώσουν τη γλώσσα που μιλάνε, για να τραβήξουν το όραμά τους στο όριο (λέμε τώρα, γιατί αύριο μεθαύριο μπορεί να μας εμφανίσουν καμιά δουλειά είκοσι ωρών και να ψαχνόμαστε).
Το εκπληκτικό με το “NTS Sessions 1-4” είναι ότι στη μεγαλύτερη διάρκειά του με κάνει να αναρωτιέμαι αν ακούω μουσική ή ένα υπολογιστή που κρασάρει και παρά ταύτα η εμπειρία είναι οικεία και μοναδικά διασκεδαστική. Είναι techno και electro και ταυτόχρονα abstract. Και αυτά για τους Autechre είναι ένα. Το έχουν πει άλλωστε ότι ενώ όλοι τείνουν πρώτα να διαχωρίζουν τη μουσική σε είδη και μετά να κρίνουν αισθητικά, οι ίδιοι σκέφτονται μόνο αισθητικά. Δεν υφίσταται κατηγοριοποίηση στο μυαλό τους γιατί οι ταμπέλες είναι θέμα οπτικής και αυτό είναι έκδηλο στον ήχο τους. Τι ακούμε πχ στο “l3 ctrl”; Μελωδία ηλεκτρονικού οργάνου; Ενισχυτή κιθάρας; Κάποια bleeps με ambient υπόβαθρο; Δεν έχω ιδέα και μάλλον δεν θα καθόμουν να το σκεφτώ αν δεν είχα αποφασίσει να γράψω αυτό το κείμενο, γιατί προσωπικά εστιάζω σε άλλο πράγμα. Στο ότι όλα αυτά τα χρόνια οι Autechre μας προετοίμαζαν (και τους εαυτούς τους μαζί) όχι για να καταλάβουμε ή να εκτιμήσουμε, αλλά για να απολαύσουμε μουσικές όπως αυτή.
Στο πρώτο μέρος κλιμακώνεται ένα διερευνητικό συναίσθημα με λαβυρινθώδεις μεταλλικούς ήχους, συνθ και microsound λεπτομέρειες, για να μπούμε σε τελείως groovy / funk τροχιά στο δεύτερο, με την αποκάλυψη νέων απάτητων κορυφών με το “xflood” (όπου ακούμε πλέον τον άνεμο να γίνεται θύελλα και να στοιχειώνει το σύμπαν με αερικά) και το οριακά doom “e0”. Το NTS 3 είναι πιο παιχνιδιάρικο και ρυθμικό. Έχετε ακούσει dub techno χωρίς dub και χωρίς techno; Βάλτε το “tt1pd” να ακούσετε. Πάρτε και ένα κουτί μαρόν γλασέ, γιατί μας έχουν καλεσμένους οι Boards Of Canada (“g 1 e 1”) και το Βόρειο Σέλας (“shimripl air”). Το τέταρτο και τελευταίο μέρος είναι μία από τις πιο διεισδυτικές ματιές στον ambient ήχο των τελευταίων πολλών χρόνων. Δεν βρίσκω καν τις λέξεις για τη διαπεραστική ισχύ, τα κύματα ηλεκτρικού ρεύματος του “column thirteen” και του “shimripl casual”. Μόνο για το “all end” όμως, που κλείνει αυτή την συναρπαστική διαδρομή καταλαμβάνοντας τη μία ώρα από τις οκτώ, ας τελειώσει κι ο κόσμος μετά.
Το “Oversteps” είναι ο αγαπημένος μου δίσκος των Autechre, όμως το “NTS Sessions 1-4” είναι η μουσική που θα ακούμε στην απέναντι πλευρά.
Βαθμός: 10
SIGN (2020)
Είναι η πρώτη φορά που οι Βρετανοί χρησιμοποιούν χρώμα σε εξώφυλλό τους από το “Oversteps” και μετά. Και τι χρώμα. Φωτεινό πορτοκαλί σε ελεύθερη αλλά κλειστή γραμμή κύκλου. Άραγε να είναι ο φωτεινός κύκλος που έλεγα ότι σχεδίασαν τότε για τον εαυτό τους; Μόνο οι ίδιοι ξέρουν, πάντως εγώ βλέπω ξεκάθαρα πια το αρνητικό φιλμ. Είναι επίσης η πρώτη εμφατική επιστροφή τους στον κλασικίζοντα ήχο του “Oversteps”. Εδώ που τα λέμε τα πάντα στο “SIGN” παραπέμπουν σε ένα “Oversteps” από το μέλλον, with a twist, καθώς ο ήχος περνάει μέσα από τα μαγικά φίλτρα του “Exai” και του “elseq 1-5”. Και είναι η πρώτη επιστροφή στις μικρές διάρκειες κομματιών (αν και ο δίσκος ξεπερνάει τα 65 λεπτά τελικά, οπότε ας μη βιαστούμε να εγκαταλείψουμε την παραδοχή της σχετικότητας του χρόνου) με τις μελωδικές γραμμές να καθοδηγούν τη μουσική και όχι να συμμετέχουν απλώς σε αυτή, αλλά τις συνεχείς μεταλλάξεις του ήχου να δίνουν όπως πάντα τον τόνο.
Κάθε κομμάτι είναι πιο όμορφο και πιο ανθρώπινο από το άλλο, το βλέπω παντού γραμμένο στα reviews και συμφωνώ, αλλά αν διανοήθηκε κανείς να υποθέσει πως το “SIGN” συνιστά επιστροφή στην απλότητα σε σχέση με τα αδιαπέραστα τείχη abstract όγκων που αφειδώς μας δίνουν οι Autechre τα τελευταία δέκα χρόνια, ας το ξανασκεφτεί. Με τα ακουστικά στα αυτιά όμως μόνο. Δεν ακούγεται αλλιώς το βάθος και η θέρμη του beat, ούτε η οξύτητα των clicks, δεν γίνεται αισθητή η ηλιαχτίδα που διαπερνά το εναρκτήριο “M4 Lema”, ένα κομμάτι φαινόμενο, που μέσα σε εννιά λεπτά συμπυκνώνει όλη την αστρική θύελλα των Autechre. Ούτε οι παραμορφώσεις, τα pulses και οι επιμελημένες παραφωνίες του “F7” ακούγονται το ίδιο (και για να μη χρειαστεί να το κάνετε εσείς, πάτησα F7 την ώρα που άκουγα το κομμάτι και δεν έγινε τίποτα μη προβλέψιμο). Το “esc desc” είναι αυτό που θα έπρεπε να τραγουδάει ο ήλιος όταν ανατέλλει και το “Metaz form8” θα ήταν ένα παράθυρο ομορφιάς στο soundtrack του τιμιότατου αλλά μουσικά αδύναμου “Blade Runner 2049” πριν αναλάβουν οι σκοτεινές μεταλλικές λεπτομέρειες του ποπ μπαρόκ “sch.mefd 2”. Είναι λίγα όλα αυτά; Δεν νομίζω.
Βαθμός: 8
Plus (2020)
Και όμως, τελικά ήταν λίγο το “SIGN” για τους Autechre για φέτος. Λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του πορτοκαλί φωτεινού κύκλου λοιπόν, χτύπησε τις πόρτες μας ένας άλλος φωτεινός πρασινοκίτρινος κύκλος. Έχω ήδη δώσει σπόιλερ για το περιεχόμενο με την αναφορά στον Aphex Twin γιατί όντως το “Plus” είναι βουτηγμένο σε μοχθηρά οξέα, αλλά παρά τις αντιθέσεις τους οι δύο κύκλοι λειτουργούν συμπληρωματικά (δεν έχουμε πια πού να τα βάλουμε τα αρνητικά φιλμ και δεν αναφέρομαι μόνο στις παρόμοιες διάρκειες των δύο δίσκων), όπως φαίνεται για παράδειγμα από την αλληλουχία των ambient προσεγγίσεων των “ii.pre esc” και “esle 0”, που ευθέως παραπέμπουν στις weird ράθυμες παραφωνίες του “SIGN”, αλλά έχουν μπολιαστεί με πυκνές acid ριπές.
Και παράλληλα η αναπόληση συνεχίζεται. Αν η κοντινή αναφορά του “SIGN” είναι το “Oversteps” (2010) και η μακρινή το “Amber” (1994), οι αντίστοιχοι σταθμοί για το “Plus” είναι το “Draft 7.30” (2003) και το “Tri Repetae” (1995). Το διαπεραστικό glitch του “X4”, ενός από τα πλέον ρυθμικά και αβανταδόρικα σημεία του δίσκου, υποσκάπτει λίγο λίγο και ύπουλα το παχύ τείχος του funk, καθώς το κομμάτι μεταλλάσσεται σε acid techno banger που θυμίζει το παρελθόν. Από την άλλη, το opener “DekDre Scab B” είναι πιο cut-up, πολύ πιο μπάσο και τραχύ και φθίνει απότομα πριν καν συμπληρωθούν τρία λεπτά, αλλά σε μένα τουλάχιστον έχει μεγαλύτερη επίδραση από οποιοδήποτε οργανωμένο beat, γιατί είναι σαν να μου λέει “να τι θα έπρεπε να συμβαίνει σήμερα στο dubstep, αντί για τις πρόσφατες νερόβραστες σούπες που το οδηγούν νομοτελειακά στην ανυποληψία”. Στο “marhide” θέλει προσοχή η συγκρουσιακή σχέση του electro funk (cowbells δεν είναι αυτά που ακούγονται;) με τη low key, minimal συνθ ύπνωση που σταδιακά εντείνεται και απλώνεται στον χώρο σαν τοξικό αέριο. Νομίζεις ότι είσαι ασφαλής; Τότε γιατί ακούς αηδόνια σαμπλαρισμένα με καρακάξες και κοράκια; Α ναι, το “ecol4” θα φταίει. Φινάλε δεν θα κάνουν με ambient κομμάτι αυτή τη φορά, αλλά με μια acid techno ρουφήχτρα, γιατί μπορούν. Εμείς πέφτουμε στη μαύρη τρύπα και περιμένουμε την αστρική θύελλα να γίνει τι; Τυφώνας; Αεράκι; Μήπως συμβούν τίποτα εκρήξεις και πολύχρωμα σουπερνόβα; Μόνο οι Autechre το ξέρουν, πάντως εμείς θα πάμε εκεί μαζί τους, όπου / ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Βαθμός: 8 ή 8,5 (έχω αλλάξει γνώμη οκτακόσιες φορές από το πρωί, ας μείνει έτσι)