Bardo Pond

Screens For A Catch (Fur Bearing Eyes)

Πόσο διαφορετικά άραγε αντιλαμβάνεται ο σημερινός σου εαυτός ένα παλιότερο αγαπημένο άκουσμα; Ο Γιάννης Αβραμίδης αποπειράται την αναμέτρηση με τους Bardo Pond.

Το γεγονός ότι δεν μας τα έκανες ποτέ τσουρέκια με τους Bardo Pond (όπως ασούμε μας τα έκανες κάποτε με τους BJM και μας τα κάνεις τώρα με τους Idles) τους κάνει ακόμα πιο γαμάτους. Ω, ναι...

Ωραίος και ο Anton/ωραίοι και οι Idles, μην παρεξηγηθώ, αλλά με τα χρόνια αντιλαμβάνομαι ότι το να καταφέρει κανείς να αποφύγει την προσοχή των “cool” παιδιών της εκάστοτε εποχής (ο Anton το έκανε στις αρχές, για να λέμε και του στραβού το δίκαιο) είναι πολύ μεγάλο αβαντάζ (<— πολύ oldschoolιά αυτή η λέξη, έτσι;). Ίσως βγάλει (ο κανείς που λέγαμε, ε) κάποια (αρκετά) παραπάνω φράγκα όντας πιο hip, αλλά τη δημιουργική διαδικασία εκείνη που οδηγεί σε δίσκους όπως το ‘Lapsed’ ή το ‘Amanita’ δεν θα έχει ούτε το χρόνο, ούτε το mentality να την προσεγγίσει.

Η πρώτη μου επαφή με τους Bardo Pond ήταν στα 17 μου, με την διασκευή τους στο ‘Call the Doctor’, σε εκείνο το κορυφαίο tribute της Rocket Girl, στους Spacemen 3. Στα καπάκια άκουσα το ‘Bufo Alvarius’. (Τα δύο αυτά album τα προμηθεύτηκα από τον παλαιότερο μου φίλο, τον Πέτρο το Μούσιο, τον οποίο και οφείλω να ευχαριστήσω δημοσίως κάπου εδώ για το διαχρονικά καλό του γούστο.)

Κάπου εκεί είπα στον εαυτό μου ότι αυτή ακριβώς τη μουσική θέλω να ακούω (και επίσης να παίζω, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Έγινα (σχεδόν) εμμονικός με την μπάντα, μάζεψα (σχεδόν) όλη τους τη δισκογραφία και σήμερα, (σχεδόν) 20 χρόνια μετά, γράφω ένα (σχεδόν) αφιέρωμα γιατί τους αγαπάω ακόμα, στο ίδιο (σχεδόν) τσιτωμένο level.

Η ιστορία των Bardo Pond ξεκινάει στα πολύ early 90s στην Philadelphia των Ηνωμένων Πολιτειών. Υπήρξαν βασικό κομμάτι της Psychedelphia  (*μικρή αλλά ιστορική psych σκηνή εκεί στα 90s, τότε που κανένας δεν είχε όρεξη για ψυχεδέλειες και όλοι πίναν speedball ή/και αυτοκτονούσαν) μαζί με τους Asteroid #4 και μερικούς ακόμα. Τα αδέρφια Michael και John Gibbons συνδύασαν τις βαριές κιθάρες (μακράν ο αγαπημένος μου ήχος, ακόμα ψάχνω να βρω πως τσιτώνουν έτσι τους ενισχυτές τους, έτοιμους να σκάσουν, αλλά πάντα λίγο πριν τη λάσπη, brilliant σ λέω) με shoegazing ατελείωτα delays, νεοϋορκέζικο “no” αυτοσχεδιασμό, λυσεργικά krautοjams, post hardcore ήθος {κάπου εδώ να πούμε οτι το Vice θυμήθηκε το ‘15 να τους κάνει αφιέρωμα, με τον ευρηματικό (οφείλω να ομολογήσω) τίτλο “Fugazi on Acid”}, το φλάουτο της Isobel Sollenberger (και επίσης τα επιμελώς ατημέλητα, πανέμορφα φωνητικά της), noise και drone rock και παρα-παρα-πάρα πολλά ακόμα πράγματα, δημιουργώντας κάπως έτσι έναν από τους διαχρονικά πιο ακομπλεξάριστους ήχους και αφήνοντας ηχητική μαγιά που λίγα χρόνια μετά χρησιμοποιήθηκε (συντηρητικά κατά την “ταπεινή” μου άποψη) από πολλούς και ονομάστηκε post rock.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 γράψανε 5 δίσκους για λογαριασμό της Matador. Ο John Peel τους έπαιζε συστηματικά στην εκπομπή του εκείνη την εποχή (ακολούθησαν 2 sessions) και κάπως έτσι τους ανακάλυψαν οι Mogwai, οι οποίοι δηλώνουν ορκισμένοι fans και λίγο αργότερα τους κάλεσαν στο πρώτο ATP (2000 curated by Mogwai). Ένα χρόνο μετά περιόδευσαν μαζί και κυκλοφόρησαν ένα 10” split για το tour. Splitακια έχουν επίσης κάνει με τους Yo La Tengo, τους Carlton Melton, τους Kinski και τελευταία με τους (unsung Boston psych heroes) Major Stars. To 2010 o Lou Reed (που επίσης δήλωνε θαυμαστής) τους κάλεσε στο Vivid Festival. Το 2016 έπαιξε τιτανοσυνεργασία με τους Acid Mothers Temple και τους θρυλικούς Guru Guru. Το album ονομάστηκε “Acid Guru Pond” και κυκλοφόρησε μέσω της λονδρέζικης Fire Records (με την οποία η μπάντα συνεργάζεται σχεδόν αποκλειστικά τα τελευταία 10 χρόνια).

Μια ακόμα συνεργασία που αξίζει να σημειωθεί είναι το project Hash Jar Tempo που είχαν με τον επίσης αγαπημένο, Νεοζηλανδό κιθαρίστα Roy Montgomery. Οι διασκευές που έχουν κάνει μέσα στα χρόνια είναι μία και μία (Pharoah Sanders, Funkadelic, Velvet Underground, Brian Eno και Pavement μεταξύ άλλων) και πραγματικά αξίζει να τσεκαριστούν (πάντα έκρινα τις μπάντες από τις διασκευές που επιλέγουν να κάνουν). Θα μπορούσα να γράψω άλλα τόσα, πληροφορίες, αναφορές κτλ, αλλά πιστεύω οτι αν σε έχω ήδη ψήσει θα την ψάξεις τη φάση μόν@ σου.

Το μόνο που θέλω να πω κλείνοντας, είναι το εξής: Όταν παρακολουθεί κανείς κάτι συναισθηματικά και για χρόνια (on and off, γιατί νταξ, με κέρδισαν κατά καιρούς και εντελώς διαφορετικά πράματα), έχει την δυνατότητα να παρατηρήσει και κάποια πιο (από)κρυφά χαρακτηριστικά. Και αυτό είναι κάτι το οποίο ο αδηφάγος συλλέκτης, που πηδάει από ανακάλυψη σε ανακάλυψη (σνομπάροντας τα παλιά του δισκάκια), χάνει. Πιάνω λοιπόν τον εαυτό μου να επιστρέφει σε εκείνα τα πρώτα ακούσματα και ψαρώνω· αυτή τη φορά από το, αναγκαστικά, διαφορετικό perspective του 34άρη, που έχει ακούσει κάποια παραπάνω μουσική από τον τότε 17άρη εαυτό μου. Το τριπ των Bardo Pond βλέπεις, ξεδιπλώνεται (ή καλύτερα διαστέλλεται) spirally (αυτό κάτι μου θυμίζει..) και κατ’ επέκταση έχει εκείνα τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης (ζητούμενο για πολλούς). Πλέον νομίζω ότι ξέρω και γιατί. Don’t know about you…