Beethoven at 250 - Beyond the 9th

Κι αν η μοίρα δεν τον άφησε να πάει πέραν την 9ης Συμφωνίας, άφησε μουσική παρακαταθήκη πολύ πέραν αυτής... Μέρος της ανιχνεύει και προτείνει o Γιώργος Λεβέντης

Σημείο των καιρών και των χειρότερων ενστίκτων μας που μπορούν να μασκαρεύονται ως σοβαρά το ότι χρειάζεται να απαντηθεί προκαταβολικά το ερώτημα τι ακριβώς προσφέρει στη ζωή μας το έτος Μπετόβεν. Μπορεί να είναι όντως ασφαλής η υπόθεση ότι η υστεροφημία του Μεγάλου δεν θα κριθεί από τα παγκόσμια γενέθλια που ετοιμάστηκαν για λογαριασμό του, είναι ακόμη ασφαλέστερο ωστόσο το συμπέρασμα πως η ζωή στην οποία θα έχει καταντήσει αχρείαστο κλισέ η παρουσίαση των εννιά συμφωνιών του, δυστυχώς δεν θα γίνει πραγματικότητα σύντομα.

Τι ακριβώς γιορτάζουμε λοιπόν; Πρώτα και κύρια το ίδιο το δικαίωμα να γιορτάζουμε. Η αξιολογική κατάταξη των σημαντικών συνθετών είναι υποκειμενική υπόθεση, αλλά είτε τοποθετηθεί το συνολικό έργο του στην κορυφή είτε όχι (για τον γράφοντα η κορυφή ανήκει από άποψη συνέπειας στον Μπαχ), οι κορυφαίες στιγμές του Μπετόβεν είναι οι κορυφαίες στιγμές της αγαπημένης μας τέχνης και μερικές από τις κορυφαίες στιγμές του δυτικού νου, τελεία. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχουν παρεξηγήσεις, χαμένα αριστουργήματα ή υπερτιμημένες ιερές αγελάδες. Η 3η, η 5η και η 9η "τερμάτισαν" τη μουσική και πήγαν το ανθρώπινο μυαλό εκεί που λίγες φορές ξαναπήγε. Γιορτάζουμε το δικαίωμα να θυμόμαστε αυτόν τον πήχη, και να δηλώνουμε υπερηφάνεια που βρίσκεται στην καρδιά του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όσοι τέλος πάντων ενδιαφερόμαστε να μην ξεχάσουμε πως με τις μεγάλες και τις μικρές του στιγμές, αυτός ο πολιτισμός είναι ό,τι ομορφότερο έφτιαξε ποτέ η συλλογική θέληση. Γιορτάζουμε το δικαίωμα στην κοινή λογική που λέει πως η μουσική αυτή δεν είναι όσο αναπόφευκτη υποτίθεται πως είναι. Μπορεί ο Μπετόβεν να είναι το αντίστοιχο του top-10 στις αίθουσες κλασικής μουσικής, αλλά οι αίθουσες αυτές δεν έχουν γίνει αυτό ακριβώς που θα λέγαμε μαζικές. Και όσο αλήθεια είναι πως το ίδιο το είδος πρέπει να κοιμάται και να ξυπνάει με την έγνοια του ανοίγματος σε νέα κοινά, άλλο τόσο κωμικά είναι πια το 2020 τα κλισέ περί ταξικότητάς του - εκτός αν θεωρούμε στα σοβαρά ότι υπάρχει ακόμη ίχνος ανατρεπτικότητας πια στην ποπ βιομηχανία ή αρχίσουμε να αναπαράγουμε και εμείς τις σαχλαμάρες περί "dead white men", επειδή περνάνε για προοδευτικές σε τμήμα του αγγλοσαξωνικού χώρου. Σε κάθε περίπτωση, εάν ο πλανήτης τα τινάξει, δεν θα είναι από υπερβολική δόση Μπετόβεν.

Πάνω και πέρα από αυτά, ωστόσο, γιορτάζουμε το αντιφατικό μεγαλείο της μουσικής ως αξίας, τη βεβαιότητα ότι δεν αφιερώσαμε ματαίως τόσο ελεύθερο χρόνο μιλώντας στον εαυτό μας με ήχους. Το έργο του Μπετόβεν, είναι η συνισταμένη όλων των καλλιτεχνικών διαθέσεων που μας απασχόλησαν έκτοτε. Ο Μπετόβεν είναι ποπ, είναι άμεσος με τον αδιαμεσολάβητο τρόπο που είναι άμεση κάθε όμορφη μουσική, οι πρώτες νότες του Μότσαρτ, τα κλασικά της Motown, το ριφ του "Motorcycle Emptiness", η εισαγωγή του "Like A Prayer". Είναι επίσης ο πρώτος prog rocker και ο πρώτος που χάθηκε πραγματικά στο αδιέξοδο του avant garde και ξεγέλασε τον εαυτό του πως έβλεπε το τέλος του τούνελ. Θα χρειαστεί να φτάσουμε στην 8η συμφωνία του, για να διαπιστώσουμε τελικά πως έψαχνε το τέλος του τούνελ, ενώ ήδη είχε βγει από αυτό.

Ενώ έχουν γραφτεί τα πάντα για τη μουσική του, από τουλάχιστον είκοσι φορές, συνεχίζουμε να προσπερνάμε το ότι ο Μπετόβεν έγραψε πολύ συχνά κόντρα στον εαυτό του. Το κλισέ της ταλαιπωρημένης ιδιοφυΐας είναι γνωστό, όπως και το ότι είναι ο πρώτος που έγραψε με συνείδηση μέλλοντος και αρνούμενος να κρύψει την επιθυμία του η μουσική του να ζήσει για πάντα. Εδώ είναι και το ενδιαφέρον. Αν δεχτούμε - και μουσικολογικές αναλύσεις το αποδεικνύουν - πως οι περισσότερες νότες που έγραψε είναι οι καλύτερες που θα ταίριαζαν στην περίπτωση, τι σημαίνει αυτό για τις λιγότερο καλές στιγμές του; Πότε τα πάθη υποτάχθηκαν στο μυαλό και πότε το αντίστροφο;

Η περιβόητη "late period" του Μπετόβεν, που στάθηκε αφορμή για την αντίστοιχη θεωρία του Αντόρνο, απαντάει στα ερωτήματα που θέτει μόνη της και ταυτοχρόνως παρουσιάζεται αδιάφορη προς τα ερωτήματα που θα έθεταν για αυτή οι κατοπινοί της. Και αν δεχτούμε πως ο συνθέτης δεν υπήρξε ποτέ αδιάφορος για το οτιδήποτε, με τι ακριβώς δικαιούμαστε να συνδέσουμε τη δύση του έργου του; Αυτή ακριβώς η ασυνέχεια είναι που εκνευρίζει τον Αντόρνο ("διαδικασία, αλλά όχι και εξέλιξη"), η απουσία συνοχής με την πρώτη και κυρίως τη μεσαία του περίοδο, η αίσθηση πως το έργο μένει όχι μόνο μακριά από τις πρότερες ουμανιστικές ανησυχίες, αλλά και ανολοκλήρωτο, στη μοίρα του. Όπως και με το έργο του Γκαίτε, ο Αντόρνο αρνείται να συμβιβαστεί με αυτή την αίσθηση. Πώς εξηγούμε τότε την "ωδή στη χαρά", την αρμονία και ρομαντική τελειότητα αρκετής από αυτή την περίοδο, και αν τελικά ο Μπετόβεν όντως προδίδει κάποιον μουσικό εαυτό, ποια ενσυνείδητη προδοσία διαλέγουμε; Αν είναι σωστή η τελική αίσθηση του Αντόρνο πως πλησιάζοντας στο τέλος, ο Μπετόβεν απλά κατάλαβε πως δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί η τέλεια σύνθεση (και πιθανόν είναι σωστή αυτή η του αίσθηση), απλά κάνουμε έναν κύκλο γύρω από τη μουσική, για να καταλήξουμε στο εξαρχής μόνο συμπέρασμα που μετράει, πως είναι αξεπέραστη. Πολύ πριν τον Lennon, και τους "Δαίμονες" του Kαρβέλα, ο Μπετόβεν πρώτος συνάντησε το παραλυτικό άγχος του να αποτυπώσει επακριβώς τη μουσική που είχε στο μυαλό του, και από τότε έως σήμερα είναι ο μόνος που το κατάφερε ενώ είχε παραιτηθεί της αξίωσης.

Γιορτάζουμε, λοιπόν, το μεγαλείο του τέλους του και το ανοιχτό ερώτημα της συνείδησής του. Το χαλαρό ερώτημα του πως θα ακουγόταν η 10η, είναι στην πραγματικότητα το μόνο Μεγάλο Ερώτημα της μουσικής. Αλλά όλοι γνωρίζουμε πως η μουσική είναι καλύτερη χωρίς τα ερωτήματα αυτά. Ο Μπετόβεν, με όλη την υπερβολή και το άγχος του εγχειρήματος, σχεδόν μόνος επέβαλε (όχι μόνο στη μουσική, αλλά πιθανόν στις τέχνες συνολικά) την έννοια του "αριστουργήματος" και την υποχρεωτική ενασχόληση με αυτό. Αν του το πιστώνουμε χωρίς να το χρεώνουμε, δεν είναι μόνο εξαιτίας της καλής θέλησης απέναντι στο ταλέντο του, αλλά γιατί κατά τη διάρκεια της late period, έγραψε απέναντι στην εκδοχή του εαυτού του που έγραψε για την Ιστορία, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι πάντοτε την κυνηγούσε.

"There's a sort of greatness to your lateness" λέει η Fiona στον Charles στον καταπληκτικό διάλογο στο "4 γάμοι και μια κηδεία" για να πάρει την απάντηση "thanks, it's not achieved without great suffering". Ο Χιου Γκραντ έφτασε πιο κοντά από όλους στη σωστή απάντηση και μοιάζει ιεροσυλία να προσπαθήσουμε να την ξεπεράσουμε.

Beyond the hits

Sonata No 31 Mov 1 & 2
O Charles Rosen, που πέθανε το 2012, ήταν μίλια μπροστά από τον δεύτερο ο καλύτερος που έγραψε για την εκτός ποπ μουσική τον εικοστό αιώνα. Το βιβλίο του ‘’ Τhe classical style’’ παραμένει το καλύτερο μουσικό βιβλίο που έχει γραφτεί ποτέ . Πιανίστας, πολυμαθής και πολυτεχνίτης, υποτίθεται πως το παίξιμό του είναι αρκετά εγκεφαλικό, αλλά δύσκολα μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος στην εκδοχή που παρουσιάζει όταν αφήνεται.

Choral Fantasy
Η αγαπημένη μου, εκτός των γνωστών, στιγμή του Μπετόβεν. Πέντε-έξι μουσικά είδη σε ένα, αν το συνέχιζε θα έφτανε και στο garage.

March in D Major , WoO 24
‘’What I shit is better than what you have ever thought ‘’ απάντησε κάποτε σε έναν κριτικό. Εδώ έχουμε ένα σαφές πειστήριο.

Sonata no. 7 in D Major, op .10 no.3
Proto art-pop μαγεία, παιχνιδιάρης, αλλά πάντα καλλιτεχνίζων, με το τέλος να είναι κλασικός μπετοβενικός χαιρετισμός ‘’τα ξαναλέμε όταν το αποφασίσω’’.

12 Scottish Songs WOO 156
Όταν ζητήθηκε από τον Μπετόβεν να σουλουπώσει παραδοσιακά βρετανικά folk ακούσματα, δεν τα έπαιξε υπεράνω, αν και φημολογείται ότι υπήρξαν κάποιες κόντρες για την αμοιβή. Better than Levellers.