Έργα και Ημέραι
Οι πορείες δύο ανθρώπων που κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν σε μια δισκογραφικά δημιουργική ένωση. Υπήρχε όμως ζωή και πριν αλλά και μετά... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Η ιστορία των Ben Watt και Tracey Thorn έχει δύο ενδιαφέρουσες πτυχές: μια λιγότερο και μια περισσότερο. Ή, αν προτιμάτε, μια που αφορά την προσωπική τους ζωή και μια που σχετίζεται με την προσωπική μας. Την πρώτη, που εδώ δε θα μας απασχολήσει καθόλου, θα μπορούσαμε να εντάξουμε σε μια πιο… ώριμη childhood sweetheart κατάσταση, που τους χαρακτηρίζει ως ζευγάρι στη ζωή. Η δεύτερη, που μπορεί και να συνδέεται με εμάς, τους προσδιορίζει ως ζευγάρι στη μουσική, μέσω των Everything but the Girl.
Κι αν αρχικά θεωρήσατε τις δύο πτυχές αυτές μη σχετιζόμενες, μετά από πιο ώριμη σκέψη ίσως σας δημιουργηθούν κάποιες αμφιβολίες. Όχι, δε θα μπορούσε να υπάρξει περίπτωση να ασχοληθώ με τα προσωπικά οποιουδήποτε, με μόνη αδύναμη επιφύλαξη την περίπτωση που ο ίδιος ο καλλιτέχνης τα κοινοποιεί, σχετίζοντάς τα με τη δημιουργία του. Κάτι όμως που δεν ισχύει εδώ, αφού ο Ben και η Tracey αποκάλυψαν ύστερα από πολλά χρόνια την προσωπική τους σχέση. Ούτε να μπω στον πειρασμό να ρωτήσω σε μια υποθετική συνέντευξη πώς είναι, όχι μόνο να έχεις παντρευτεί ένα νεανικό σου έρωτα, αλλά και να δημιουργείς μαζί του. Ο λόγος που στην προκειμένη περίπτωση οι δύο πτυχές αυτές μοιάζουν να συμπλέκονται είναι απλά διότι κατέρριψαν το άτυπο δόγμα του «η σημαντική δημιουργία πηγάζει μόνο μέσα από πόνο ή δυσάρεστες καταστάσεις». Μόνο που κι εδώ εύκολα θα διαπιστώσει κάποιος ότι υπάρχει μία εξαίρεση, όταν γνώρισαν τη ευρύτερή τους απήχηση λόγω του Τραυματισμένου Περιπατητή. Κι αυτό, μάλλον, έχει κάτι να μας πει. Πολλά, δηλαδή.
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, έχω όλους τους δίσκους τους. Κάτι καλό σας θυμίζει αυτό, έτσι; Το άλλο που, προφανώς, έχω, είναι μεγάλη εκτίμηση και για τους δύο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όλες οι δουλειές τους, όπως και οι μουσικές μεταστροφές τους, ήταν το ίδιο καλές. Πριν μερικές μέρες, ακούγοντας το “Fascination”, αποφάσισα να κάνω “Another Conversation with Myself” για την πορεία τους σε προσωπικό και μη επίπεδο, την οποία πρόκειται να μοιραστώ μαζί σας. Όχι μόνο για πρακτικούς, αλλά κυρίως για ουσιαστικούς λόγους, η αναδρομή μου στηρίζεται στο κλασικό και επιστημονικό «προ, κατά και μετά» μοτίβο, που εδώ παρουσιάζεται λατινιστί (ούτως ώστε να αποπνέει περισσότερο κύρος) και έχει ως άξονα τους Everything but the Girl. Αρχίζουμε, λοιπόν, από την Tracey, όχι μόνο για λόγους αυτονόητης ευγένειας ή επειδή είναι εβδομήντα ημέρες μεγαλύτερη από τον Ben, αλλά διότι εκείνη ήταν που ξεκίνησε πρώτη.
Φάση πρώτη: ante E.b.t.G.
Tracey Thorn
Παραφράζοντας το επικούρειο «Ό,τι αρχίζει ωραία τελειώνει με πόνο», μπορούμε άφοβα να παραδεχτούμε πως «Ό,τι αρχίζει με punk (μπορεί και να) τελειώνει με pop- punk», που αν τη βάλεις σε κατάλληλες συνθήκες ωρίμανσης, μπορεί να εξελιχθεί σε art-pop. Βέβαια, αν μας άκουγε ο σεβάσμιος μακρυμάλλης μέντορας των μουσικών 80s θα διαμαρτυρόταν έντονα που πλέον χρησιμοποιούμε τόσο «αλόγιστα» τον όρο “punk”, αλλά, ας το αφήσουμε αυτό, που είναι όντως μια «πονεμένη» ιστορία. Λοιπόν, μην πονοκεφαλιάζετε άλλο. Απλά θυμηθείτε τους βραχύβιους Stern Bops (1979-1980), μέσω των οποίων η Tracey έκανε τα πρώτα βήματά της παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας. Κι αυτή ακριβώς η punk-pop αποδείχτηκε το καθόλου εμφανές αλλά κύριο συστατικό του ήχου των αληθινά εξαιρετικών Marine Girls (1980 - 1983) που ακολούθησαν. Μιας μπάντας όπου η Tracey, μαζί με τη συμμαθήτριά της Gina Hartman, βρήκε το πρώτο σχήμα για να εκφράσει τις δυνατότητές της.
Το αποτέλεσμα ήταν τόσο διαποτισμένο από την εχθρική σε κάθε είδους μιζέρια μελαγχολία των 80s, όσο χρειαζόταν για να γίνει επιβλητικό. Δεν έχει νόημα να προσπαθήσει κανείς να εντάξει τον ήχο τους σε κάποια κατηγορία. Θα μπορούσες να τον πεις DIY, Lo-Fi, έχοντας επίγνωση της σχετικότητας, ή να διαλέξεις το ασφαλές πασπαρτού μαξιλαράκι της indie pop. Καλύτερα όμως να πεις ότι ανήκει στη χαρακτηριστική pop εποχής της Cherry Red Records, που όλοι αναγνωρίζουμε αμέσως, αλλά ποτέ δε μπορούμε να περιγράψουμε πλήρως. Όπως και της Creation Records και της 4AD Records. Στη μουσική αυτή, βάλτε αρχικά τα υπέροχα φωνητικά της Gina και σταδιακά εκείνα τα ανεκτίμητα, όμως ακόμα όμορφα ακατέργαστα, της ντροπαλής Tracey και τότε η εικόνα θα ξεκαθαρίσει αρκετά.
Το άλμπουμ “Beach Party” (1982) που επανεκδόθηκε από τη Whaam! Records του Dan Treacy των Television Personalities και το “Lazy Ways” (1983) που ψηφίστηκε στο #42 των "Albums of the Year" του NME είναι πολύ σημαντικά στην απλότητά τους και ενδεικτικά της ήδη διαφαινόμενης ποιότητας της Tracey, που έμελλε σύντομα να διοχετευθεί προς άλλες κατευθύνσεις.
Πριν, όμως, από την πρώτη μεταστροφή της, είχε μεσολαβήσει η πρώτη προσωπική της δουλειά με τίτλο “A Distant Shore” (1982) στην Cherry Red Records, που ήταν υφολογικά σχεδόν απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τους δίσκους των Marine Girls. Οι εκατόν τριάντα οκτώ λίρες που απαιτήθηκαν για την ηχογράφησή της, έπιασαν τόπο, αφού ο δίσκος έφτασε στο #1 του UK Indie Chart και έβγαλε από την αφάνεια, μέσα από μια εντελώς plain sailing κατάσταση, το small town girl που λεγόταν Tracey και δεν το ‘λεγες και too happy.
Ben Watt
Το ξεκίνημα του Ben δεν έμοιαζε με εκείνο της Tracey. Δεν έγινε μέσω κάποιας μπάντας, αλλά αποκλειστικά με όπλα την ποιητική ματιά, την κιθάρα και την ακόμα ακατέργαστη φωνή του. Λένε πως ο πρώτος δίσκος δείχνει τι αγαπάς και, κατ’ επέκταση, αυτό ακριβώς που θέλεις να κάνεις, όσο ανώριμος κι αν είσαι για να το εκφράσεις. Συνήθως δεν είναι καλός, με τις δυνατότητές σου να αποκρυσταλλώνονται ή και να απογειώνονται στους επόμενους. Όμως μια στα τόσα συμβαίνει να είναι και ο καλύτερός σου. Κι αυτό πώς το λες; Ευχή ή κατάρα;
Λίγο - πολύ, όλοι από το πουθενά έρχονται. Όταν όμως η μουσική που παίζει το ρόλο της πρώτης χειραψίας είναι αυτή του “Cant” (1981), τα πράγματα σοβαρεύουν απότομα. Δηλαδή, σου κλέβουν τις αισθήσεις. Προφανώς, αυτό το κατάλαβε πρώτος ο Kevin Coyne, του οποίου τα μάτια θα γύρισαν ανάποδα και λίγο αργότερα με το EP “Summer into Winter” (1982), όπου συμμετείχε ένας άλλος προφανώς εκστασιασμένος, ο Robert Wyatt. Κι όλα αυτά μέσα σε οκτώ μήνες!
Ύστερα ήρθε το ντεμπούτο, που λέγαμε. Το “North Marine Drive” (1983) από την αλάνθαστη ανεξάρτητη όσφρηση της πανταχού παρούσας Cherry Red Records. Μπορώ άφοβα να μιλήσω για μεγαλείο; Σίγουρα. Κι αν από υποχρέωση το εξειδικεύσω σε folk-rock που φέρει διακριτικά την κληρονομιά του progressive rock και τη singer - songwriter έκφραση των 60s με περιτύλιγμα την ομίχλη των 80s, ελπίζω να μην το αδικήσω (πολύ).
Στη δε ερώτηση αν αυτή η εποχή ήταν το απόγειο του Ben, στρέφω τα μάτια στο ταβάνι και γυρίζω την πλάτη με εικονική αγανάκτηση υπό τους ήχους του “Waiting Like Mad”. Δε ρωτάνε κάτι τέτοια.
Φάση δεύτερη: intra E.b.t.G. (prima pars)
Κι έπειτα προέκυψαν οι Everything but the Girl. Μόνο που, κατά κάποιον τρόπο, δεν ήταν πάντα οι ίδιοι. Δηλαδή, ήταν από την αρχή ως το τέλος το ντουέτο των Ben και Tracey, αλλά δεν έπαιζαν ακριβώς την ίδια μουσική. Γι’ αυτό, η φάση αυτή είναι σωστό να χωριστεί σε δύο μέρη: το jazzy art-pop και το art-pop.
Εδώ η χειραψία, που έγινε με διασκευασμένο το "On My Mind" των Marine Girls και ερμηνευμένο από την Tracey με μαλλί - γλάστρα κατά το πρότυπο της εποχής, δεν ήταν δυνατό να σε προετοιμάσει για το κορυφαίο “Eden” (1984). Ένα αρτιότατο άλμπουμ με δυναμική best-of, όπου όλα τα τραγούδια είναι κορυφαίου επιπέδου. Γεμάτο από πολύχρωμη, άλλοτε πασιφανή και άλλοτε υποβόσκουσα jazz, που έκανε την κατ’ ουσία pop μουσική τους να ακούγεται σαν rock. Το "Crabwalk" είναι μια κατηγορία μόνο του και απίστευτο δείγμα στιλάτης jazz που πολλοί θα ήθελαν να είχαν γράψει, το υπερευαίσθητο "Fascination" απογειώνει για πρώτη φορά τη μεγαλειώδη φωνή της Tracey, το "Another Bridge" κρύβει τόνους αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας που σπάνια θα ξανασυναντούσαμε στο μέλλον, ενώ το κατά τη γνώμη μου κορυφαίο "Tender Blue" θα μπορούσες να το θεωρήσεις ως ένα jazzy ρομαντικό τραγούδι, αν δεν προσέξεις τους απεγνωσμένους στίχους του.
Στο ίδιο μήκος κύματος, σε τελείως μαγική παραγωγή του Robin Millar ήρθε και ο επόμενος δίσκος “Love Not Money” (1985), χωρίς να υπολογίζω την ελαφρά παραλλαγή του ντεμπούτου που είχε ως τίτλο το όνομά τους και προοριζόταν μόνο για υπερατλαντικά αυτιά. Κι εδώ δεν υπάρχουν υστερήσαντες, με το επίπεδο να παραμένει κορυφαίο και τη jazz να είναι μεν πανταχού παρούσα, χωρίς όμως να το βροντοφωνάζει όσο πριν. Υπάρχουν κλασικά του στυλ τους πιο low tempo πανέμορφα τραγούδια όπως τα "Angel" και "Shoot Me Down", στα οποία η jazz έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, αλλά και μερικές από τις πιο up tempo στιγμές τους με εξέχουσες τις "Ballad of the Times" και "When All's Well". Τέτοια άλμπουμ, όχι μόνο δεν έχουν χάσει τίποτα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά διεκδικούν διαρκώς την θέση τους στο αέναο παρόν.
Άντε τώρα η αυτοπεποίθησή σου να μη βρεθεί στα ύψη. Κι αν εσείς ψάχνετε να ρίξετε το «φταίξιμο» σε κάποιον, ρίξτε τα όλα στο κάθε άλλο παρά ασυγκίνητο κοινό, που άθελά του έβαλε σε πρακτικό επίπεδο στον Ben και την Tracey τις πρώτες ιδέες για τη μεγάλη μεταστροφή: Αφού μπορούμε, γιατί να μη γίνουμε stars, χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στην ποιότητα;
Φάση δεύτερη: intra E.b.t.G. (secunda pars)
Το σχέδιο, που αντικατοπτριζόταν πλήρως στους στίχους “You will be a star, and I will be so jealous when you are”, μπήκε σε εφαρμογή χωρίς να το καταλάβουν τόσο αυτοί, όσο εμείς. Στην άτυπη δεύτερη φάση, η jazzy art-pop αποχωρίστηκε από το πρώτο συνθετικό της. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι το αντίο αυτό δεν ήταν καθόλου δακρύβρεκτο, αφού, στην ουσία, έγινε για τα μάτια (ή μάλλον για τα αυτιά) του (πολύ) κόσμου. Οι έχοντες νου και κατέχοντες τον ήχο τους δεν απογοητεύτηκαν, παρά μονάχα για λίγο. Πρώτα αναρωτήθηκαν γιατί εξακολουθούσε να τους αρέσει και ο «νέος» αυτός ήχος και μετά, δίνοντάς του την απαιτούμενη προσοχή, ανακάλυψαν την ποιότητα που (εξακολουθούσε να) κρύβει κάτω από την επιφάνεια. Με μια όμως αισθητή διαφορά: πριν η ποιότητα δεν κρυβόταν, αλλά επέπλεε. Κι ας μην ήταν τόσοι πολλοί αυτοί που μπορούσαν να την αντιληφθούν. Ανακεφαλαιώνουμε:
Ήταν η μεταστροφή αυτή ποιοτικότερη; Αναμφίβολα, όχι.
Ήταν η μεταστροφή αυτή αναγκαία; Αλήθεια, ποιος, εκτός από αυτούς, μπορεί να γνωρίζει;
Ήταν η μεταστροφή αυτή αντάξια του επιπέδου τους; Σίγουρα, ναι.
Γι’ αυτό ακολούθησαν χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι στην Blanco y Negro Records, θυγατρική της πολυεθνικής WEA Records, διάφορα top singles, πολύχρωμα άλμπουμ όπως τα “Idlewild” (1988), “The Language of Life” (1990) και “Worldwide” (1991). Θα ήταν χρήσιμο να θυμηθούμε ότι τραγούδια όπως τα "Don't Leave Me Behind", "Come on Home", "I Always Was Your Girl", "Driving", "Get Back Together" και "Old Friends" ήταν επιτυχίες που απευθύνονταν και σε mainstream ακροατήρια. Ο δούρειος ίππος έβαλε με τέτοιες μουσικές την pop ποιότητα στις ζωές ανθρώπων, που θεωρούσαν τη μουσική της Cyndi Lauper υπερβολικά κουλτουριάρικη για τα γούστα τους. Και δεν επέλεξα τυχαία το όνομά της, αφού δικό της τραγούδι, όπως και άλλα των Elvis Costello, Bruce Springsteen και Tom Waits περιλαμβάνονται στην τρομερή συλλογή “Acoustic” (1992) που ακολούθησε. Κι έτσι, μεσουρανούντος του ανατριχιαστικού "Achy Breaky Heart" του κολοσσιαίου Billy Ray Cyrus, αν μια κοπέλα σου τραγουδούσε το "Come on Home" θα πήγαινες ευχαρίστως, ακόμα και ρισκάροντας να γνωρίσεις τα μέλλοντα πεθερικά σου. Λίγο το λες αυτό;
Μέχρι, τελικά, που ήρθε η πολυπόθητη (από αυτούς) επιτυχία με το “Amplified Heart” (1994), όπως και με το εμπνευσμένο μέσα από την αγωνία του θανάτου του Ben “Walking Wounded” (1996). Το νέο κεφάλαιο που λεγόταν dance και είχε ανοιχτεί με το "Missing" και εδραιωθεί με τραγούδια σαν τα "Before Today", "Wrong" και "Single" έδωσαν μια σαφή ποιοτικότερη πνοή στο χώρο και όχι μόνο λόγω της απίστευτης φωνής της Tracey. Η ιστορία τους έσβησε σχετικά σύντομα με το πιο αδύναμο άλμπουμ τους, το “Temperamental” (1999), παρά το πολύ όμορφο “Five Fathoms”.
Ήταν η νέα μεταστροφή αυτή ποιοτικότερη; Πλάκα μου κάνεις;
Ήταν η νέα μεταστροφή αυτή αναγκαία; Αλήθεια, ποιος, εκτός από αυτούς, μπορεί να γνωρίζει;
Ήταν η νέα μεταστροφή αυτή αντάξια του επιπέδου τους; Με τα χίλια.
Φάση τρίτη: post E.b.t.G.
Tracey Thorn
Η συνέχεια της προσωπικής καριέρας της Tracey είχε τα διαπιστευτήρια της συνεργασίας με τους Massive Attack στα "Protection" και "Better Things", βασιζόμενη στο παρελθόν εκείνων με τους Working Week, The Style Council και The Go-Betweens. Οι τέσσερεις προσεγμένοι δίσκοι που την αποτελούν, δηλαδή οι “Out of the Woods” (2007), “Love and Its Opposite” (2010), “Tinsel and Lights” (2012) και “Record” (2018) έχουν για κύριο όπλο την άφθαρτη φωνή της και για δευτερεύον το πιο pop παρελθόν των E.b.t.G. Ικανοποίησαν τους die-hard fans, αλλά, δυστυχώς δεν προσέθεσαν κάτι ιδιαίτερο στα όσα είχε ήδη καταφέρει.
Ben Watt
Αντίθετα, η επόμενη μέρα της προσωπικής καριέρας του Ben περιλαμβάνει τρεις αρκετά έως πολύ καλούς δίσκους, που επιβεβαιώνουν τη διακριτική μεν, αλλά ουσιαστική, επιστροφή στις ρίζες του. The past revisited, λοιπόν, μόνο που, αναπόφευκτα, η ατμόσφαιρα των 80s δε θα μπορούσε πια να βγει το ίδιο αυθεντική.
Από το 1999, βιώνοντας ήδη από καιρό την ενασχόλησή του με τη dance και ειδικότερα τη deep house, ασχολήθηκε με το DJ-ing και το remixing, έκανε τις Lazy Dog συλλογές με τον Jay Hannan, τη δισκογραφική εταιρεία Buzzin' Fly και υπήρξε συνιδιοκτήτης των Neighbourhood και Cherry Jam nightclubs. Όταν έκλεισε αυτός ο μάλλον «άχρωμος» για τους παλιούς φίλους του, αλλά προφανώς ανανεωτικός για τον ίδιο, κύκλος, ήρθε στην επιφάνεια το παρελθόν αρχικά με το “Hendra” (2014), στο οποίο συμμετείχαν οι εκλεκτοί φίλοι του Bernard Butler και David Gilmour. Κάτι ανάλογα καλό έγινε και στο “Fever Dream” (2016), με τον Butler πάλι παρόντα, πλάι στους MC Taylor και Marissa Nadler. Στο σχετικά πρόσφατο “Storm Damage” (2020) μετείχε ο Alan Sparhawk των Low.