Dim stars
Το συγκρότημα που αγάπησαν πολύ οι Replacements, Walkabouts, Yo La Tengo και This Mortal Coil. Του Θανάση Παπαδόπουλου
Ο μύθος των "beautiful losers"
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, εποχή δόξας των παραφουσκωμένων από αυταρέσκεια τεράτων του progressive (το να θεωρείται η δεινοσαυρική κουλτούρα προοδευτική κάτι μου θυμίζει... κάτι μου θυμίζει...), οι Big Star έφτιαχναν τραγούδια με απλές μελωδίες και σύντομα σε διάρκεια. Η απλή ποπ με τραχιές κιθάρες φάνταζε λάθος επιλογή, ή τελοσπάντων ένα καπρίτσιο κολλημένων νοσταλγών του παρελθόντος.
Σε μια περίοδο που η Stax είχε αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα, ηχογράφησαν στη θυγατρική της, Ardent, τοπική δισκογραφική εταιρία του Memphis. Έτσι κι αλλιώς το είδος της μουσικής που προωθούσε η προσανατολισμένη σε soul και rhythm'n'blues εταιρία δεν ήταν αυτό που έπαιζαν οι Big Star, με αποτέλεσμα να πατώσουν όλοι οι δίσκοι τους, και να διαλυθεί το συγκρότημα μέσα σε ένα δυο χρόνια.
Όμως στις δεκαετίες '80 - '90 οι Big Star ανακηρύχθηκαν σε cult μπάντα, οι δίσκοι τους ξανακυκλοφόρησαν και για πρώτη φορά έγιναν της μόδας, έστω και σε ένα περιορισμένο κοινό, οπαδούς του λεγόμενου ανεξάρτητου rock. Οι αιτίες κατά τη γνώμη μου ήταν δύο.
- Οι Big Star είχαν φτιάξει μερικά εξαιρετικά power pop τραγούδια στους δυο πρώτους δίσκους τους - σαφώς καλύτερα από τους Badfinger και τους Flamin' Groovies για παράδειγμα - κι ένα θαυμάσιο τρίτο δίσκο, περισσότερο ακουστικό, κλειστό και απαισιόδοξο ίσως και λίγο στρυφνό.
- Δεν είχαν κάνει ποτέ καμιά επιτυχία, κι επομένως ήταν ένα καλό όνομα να πετάνε οι «ψαγμένοι» μουσικοί κι οπαδοί του indie rock. Ως γνωστόν, ο μύθος των "beautiful losers", ήταν πάντα εξαιρετικά αγαπητός στην ειδωλολατρία του rock & roll.
Πάμε από την αρχή τώρα.
Προ-ιστορία
Στα τέλη των 60s, ο έφηβος Alex Chilton από το Memphis έγινε διάσημος ως τραγουδιστής των Box Tops, ενός μάλλον άνοστου προκατασκευασμένου συνόλου λευκής soul, με κάποια καλά τραγούδια. Σκεφτείτε ένα είδος λευκών Jackson Five στα τέλη του '60. Έκαναν και μια τεράστια επιτυχία, το "The Letter", (ξέρετε... "Gimme a ticket for an aeroplane" κλπ). Λίγα χρόνια μετά ο εικοσάρης Alex Chilton ως μαγκάκι από το Tennessee δεν αισθανόταν και πολύ άνετα με το ρόλο του στους φλώρους Box Tops. Μάζεψε τα μπογαλάκια και την κιθάρα του και έφυγε για New York City, με σκοπό να κάνει καριέρα ως folk τραγουδοποιός. Έμεινε ένα-δυο χρονάκια, τα βρήκε σκούρα και αποφάσισε να επιστρέψει στο Memphis. Εκεί συναντήθηκε στο Studio Ardent με τον Chris Bell, ο οποίος ήταν συχνός θαμώνας, και περιστασιακά έκανε κάποιες δουλειές ως μηχανικός ήχου ή session κιθαρίστας. Μαζί με τους Andy Hummel (μπάσο) και Jody Stephens (τύμπανα) ο Bell είχε φτιάξει κι ένα γκρουπ, τους "Ice Water". Στην παρέα προστέθηκε ο Chilton και οι Ice Water έγιναν "Big Star". Το όνομα γεννήθηκε όταν οι Andy και Chris χαζεύοντας έξω από το studio πρόσεξαν ένα μπακάλικο με λεζάντα "Big Star Foodmarkets". Για να συμπληρωθεί η έπαρση και η αμετροέπεια, ο τίτλος του πρώτου δίσκου τους θα ήταν "#1 Record".
#1 Record (1972)
Ο No. 1 Record είναι πολύ καλός δίσκος, αλλά όσο κι αν πολλοί το ισχυρίζονται, δεν είναι επαναστατικός. Οι Big Star δεν ανακαλύπτουν κάτι καινούριο, δουλεύουν σε φόρμες ήδη καθορισμένες (βλέπε power-pop, R&B riffs κλπ) με όλα τα στοιχεία του ήχου να έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία από σπουδαίους μουσικούς πριν από αυτούς. Στην πρώτη πλευρά κυριαρχεί το rock & roll ενώ στη δεύτερη ο ήχος είναι περισσότερο ακουστικός. Είτε οι Big Star ροκάρουν είτε γρατζουνάνε, οι κιθάρες είναι κοφτερές και γεμάτες. Ακόμη και οι πιο κομψές μελωδίες έχουν ένταση και κρυμμένη ενέργεια. Η φωνή του Chilton, που άλλωστε ήταν και η αιτία που είχε βγει από παιδί στην πιάτσα, ξεχωρίζει από αυτή του Bell λόγω του μεγαλύτερου εύρους και της καλύτερης αίσθησης των στίχων.
Η ποπ καλαισθησία του 'The Ballad Of El Goodo' και η τρυφερότητα του 'Thirteen', (αναφέρεται σε ρομάντζο του Chilton από την εποχή που ήταν δεκατριάχρονος) είναι κυρίως αυτά που κάνουν το No. 1 Record να μην σκουριάζει με το χρόνο. Ωραίο power-pop είναι το 'In The Street', και αναλόγου μουσικού ύφους τα 'When My Baby's Beside Me' and 'Don't Lie To Me' που κυκλοφόρησαν σε single. Δε λείπουν και κάποια «γεμίσματα» όπως τα 'The India Song', 'Watch The Sunrise' και 'ST 100/6'. Η προώθηση και διανομή της Stax ήταν από ανεπαρκής έως ανύπαρκτη και έτσι τόσο το άλμπουμ όσο και τα single πέρασαν απαρατήρητα. Στο μεταξύ ισχυρές συγκρούσεις ως προς την κατεύθυνση του γκρουπ, δηλαδή για το ποιος από τους Bell ή Chilton θα έχει το πάνω χέρι, σε συνδυασμό με την εμπορική αποτυχία του #1 Record οδήγησαν στην αποχώρηση του πρώτου στα τέλη του 1972.
Ο Chris Bell σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα το Δεκέμβριο του 1979, περίοδο που δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του, ήταν μακριά από μουσικές business και σε κακή ψυχολογική κατάσταση.
Radio City (1974)
Στο επόμενο άλμπουμ η επιρροή του Bell είναι διάχυτη, παρότι είχε ήδη αποχωρήσει. Εδώ τα σπουδαία ποπ τραγούδια που θα έπρεπε να γίνουν επιτυχίες είναι ακόμη περισσότερα. Πρώτο πρώτο το single 'September Gurls', κομμένο και ραμμένο ώστε να γίνει hit. Κάτι που δυστυχώς συνέβη με καθυστέρηση δώδεκα χρόνων από τις Bangles που το διασκεύασαν το 1986. Μην φανταστείτε ότι το άλλαξαν και πολύ, όπως λέει κι ο Andy Hummel, «η Vicki Peterson παίζει σκόπιμα ένα λάθος που έκανα στη γραμμή του μπάσου, γιατί οι Bangles θεώρησαν ότι ήταν ένα cool λάθος και το άφησαν έτσι». Υπάρχουν κι άλλα σπουδαία τραγούδια εδώ: τα 'Way Out West', 'Back Of A Car', 'I'm In Love With A Girl'. Είμαι σίγουρος ότι το τελευταίο πολύ θα ήθελαν να το έχουν γράψει πολλοί αστέρες του lo-fi, alt-country και άλλων στιλ που ευδοκίμησαν τα τελευταία χρόνια. Σε άλλα σημεία πάλι, το Radio City είναι τίγκα σε κλισέ, βλέπε το Southern rock στιλ του 'Don't Lie to Me' και η αλά 60s pop 'You Get What You Deserve', που πάντως ομολογώ ότι πολύ μου αρέσει. Η διανομή και η προώθηση ήταν και αυτή τη φορά όσο κακή και στην περίπτωση του "No. 1 Record", οπότε και το Radio City πήγε άπατο. Το τέλος του καλοκαιριού του 1973 αναχώρησε κι ο Hummel, που αποφάσισε να τελειώσει το Πολυτεχνείο μια κι η τσέπη του ήταν μονίμως άδεια, άσε που και η συνεργασία με τον Chilton γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη.
3rd / Sister Lovers (1978)
Οπότε οι Big Star έμειναν δύο, ο εξής ένας: Alex Chilton, γιατί το Sister Lovers είναι ουσιαστικά προσωπικός του δίσκος. Όπου Sister Lovers, κάτι σαν μπατζανάκηδες: Οι Jody Stephens και Alex Chilton τα είχαν με τις δίδυμες, Lesa και Holliday Aldredge αντιστοίχως. Η ηχογράφηση ξεκίνησε το 1974 και τελείωσε το 75, αλλά ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε μέχρι το 1978. Μάλιστα από τότε εμφανίστηκε σε διάφορες εκδοχές, λιγότερο ή περισσότερο «πειρατικές» μέχρι την έκδοση της Rykodisc το 1991. Στο εισαγωγικό σημείωμα της επανέκδοσης ο Rick Clark το συγκρίνει με ένα άλλο «σκοτεινό» και με παρόμοιο τρόπο χαοτικό άλμπουμ της περιόδου, το 'Tonight's the Night' του Young, και νομίζω ότι δεν πέφτει πολύ έξω.
Τα 'Thank You Friends', που διατηρεί κάτι από την ποπ παράδοση των προηγούμενων δίσκων και 'Jesus Christ', επιφανειακά πιο ελαφρά, έχουν μια ειρωνική ή σαρκαστική πλευρά.
Τα 'Kangaroo' and 'Holocaust' κυριαρχούνται από μοναξιά και θλίψη, τόση που πολλοί θεώρησαν ότι ο Chilton σκόπιμα υπονόμευε την ίδια του τη δουλειά. Δεν συμφωνώ, απλά πιστεύω ότι στο 'Sister Lovers', είχε πια χεσμένη την εμπορική επιτυχία και τις συμβάσεις που έπρεπε να ακολουθήσει για να την πετύχει.
Έγχορδα σε πολλά σημεία, βλέπε 'Stroke It Noel' και 'For You', αντισταθμίζουν την τραχύτητα των αγυάλιστων εκτελέσεων. Το 'O Dana', είναι από αυτά τα πολύ απλά τραγουδάκια που σου καρφώνονται στο μυαλό. Τα τρία τελευταία 'Nighttime', 'Blue Moon', 'Take Care', είναι γυμνές μπαλάντες πολύ μεγάλης ομορφιάς. Το 'Μπλε φεγγάρι' του Chilton στέκεται δίπλα-δίπλα στο 'Ροζ φεγγάρι' του Nick Drake.
Big Star Live
Ζωντανή ηχογράφηση την εποχή που θα κυκλοφορούσε ο δεύτερος δίσκος τους σε κάποιο ραδιοφωνικό σταθμό, με λίγους φίλους στο στούντιο. Ο δίσκος είναι καλός γιατί και ο ήχος και τα τραγούδια (ένα είδος best of των δυο πρώτων τους) είναι καλά. Όχι ιδιαίτερα χρήσιμος πάντως για όσους δεν είναι φανατικοί, μια και δεν υπάρχει σχεδόν τίποτε που να μην υπάρχει αλλού. Χρησιμότερος βέβαια από διάφορα "Best of", "Biggest" και "Big Star Story" που έχουν κυκλοφορήσει, χωρίς ουσιαστικό λόγο, αφού οι τρεις σημαντικοί δίσκοι των Big Star περιέχονται σε δυο cd όλα κι όλα. Τα #1 Record και Radio City κυκλοφορούν μαζί σε μονό cd και το Sister Lovers σε ένα ακόμη (με bonus tracks).
Άλλες κυκλοφορίες / Επανασυνδέσεις
Ο Alex Chilton περιπλανήθηκε από τη μια ανεξάρτητη δισκογραφική στην άλλη κι έκανε κάποιους solo δίσκους, άλλους μέτριους κι άλλους μετριότερους. Αντίθετα, ο μοναδικός solo δίσκος του Chris Bell, το "I Am The Cosmos" που εκδόθηκε από τη Rykodisc το 1992 είναι απρόσμενα καλό. Καταπληκτικό είναι και το μοναδικό single που κυκλοφόρησε ο Bell όσο ζούσε, το 'I Am the Cosmos' με flip-side το 'You And Your Sister', όπου στα πίσω φωνητικά είναι ο Chilton.
Το 1993, οι Chilton and Stephens ξανάφτιαξαν τη μπάντα με δυο μέλη των Posies για μια μοναδική παράσταση στο Missouri University. Η συναυλία ήταν πολύ πετυχημένη (κυκλοφόρησε μάλιστα και σε δίσκο με τίτλο "Columbia"), οπότε ακολούθησαν κάποιες μικρές τουρνέ και σποραδικές εμφανίσεις. Τελευταία πρέπει να ήταν το 2002 στο "All tomorrows parties" που διοργάνωσαν οι Sonic Youth στις ΗΠΑ.
Συστατικές επιστολές
Οι Replacements του Paul Westerberg έγραψαν τραγούδι με τίτλο 'Alex Chilton'. Οι Teenage Fanclub έδωσαν τον τίτλο 'Thirteen' σε ένα δίσκο τους, προς τιμήν του τραγουδιού των Big Star. Οι Posies πέταξαν τη σκούφια τους όταν τους ζητήθηκε να συμμετέχουν σε κάποια επανασύνδεση των Big Star. Εδώ πρέπει να ομολογήσω ότι μπορεί και οι Big Star να ήταν μια από τις επιδραστικές μπάντες στο rock & roll, αλλά πάντως η κυριότερη συνεισφορά τους στη μουσική δεν ήταν η έμπνευση που έδωσαν στους προαναφερθέντες.
Εκτελέσεις σε τραγούδια τους έχουν γίνει πολλές. Όχι μόνον από τους πιστούς οπαδούς Replacements, Teenage Fanclub, Posies αλλά και από άλλους πολλούς. Ανάμεσα σε όσες έχω ακούσει ξεχωρίζω αυτές των Penelope Houston, Jeff Buckley, Kristin Hersh, Damon & Naomi, Walkabouts, Yo La Tengo (όλες από τραγούδια που βρίσκονταν στο Sister Lovers, τι διάολο δεν μπορεί να είναι σύμπτωση).
Και αφού το θέμα Big Star το ξεκίνησα κάπως ανάποδα, με τα συμπεράσματα πριν από τα data, ας το τελειώσω από εκεί που λογικά θα έπρεπε να το ξεκινήσω. Τι ήταν αυτό που πριν χρόνια με έκανε να ψάξω και να ασχοληθώ με τους Big Star... Βάζω στοίχημα ότι πολλοί θα το υποψιάζεστε, κάποιοι θα το έχουν πάθει και οι ίδιοι. Οι διασκευές των 'Kangaroo' και 'Holocaust' στον πρώτο δίσκο των This Mortal Coil, το 1984. Μέσα στην απλότητά τους οι πρωτότυπες εκτελέσεις των δυο τραγουδιών είχαν κάτι απόκοσμο. Οι This Mortal Coil κατάφεραν να τα απογειώσουν, παίζοντας με λεπτότητα, χάρη και λιτότητα, χωρίς να προσθέσουν τίποτε το αλλόκοτο. Λίγα βιολιά εδώ κι εκεί, σκοτεινή γραμμή μπάσου στο 'Kangaroo', όπου ο Gordon Sharp των Cindytalk αποτίει φόρο τιμής στον Alex Chilton, μελαγχολικό πιάνο στο 'Holocaust', που τραγουδάει ο Howard Devoto. Η μεγάλη αγάπη των This Mortal Coil για τους Big Star αποδείχτηκε και πάλι το 1990. Στο Blood βρίσκονται δυο διασκευές σε τραγούδια του Chris Bell, μια απόδοση με ακουστική κιθάρα του 'You And Your Sister', και μια πλουσιότερη απόδοση του 'I Am The Cosmos', και οι δυο εξαίρετες.