Anxiety for the ones who can afford it!
...η ανέκφραστη γοητεία του απερίγραπτου παροξυσμού!
-- η γνωστή υπαρξιακή κρίση που προκαλεί η ενασχόληση με μία ακόμη noise rock "alternative" μπάντα...
Υπάρχει άραγε ακόμη η κρυμμένη ιστορία του ροκ την οποία συνηθίζουμε να διηγούμαστε μεταξύ μας, χαρίζοντάς της αίγλη και τοποθετώντας την στις συνειδήσεις μας εκεί ακριβώς που όλοι οι υπόλοιποι εντάσσουν την "επίσημη" μορφή της; Πρόκειται για το πανέμορφο αυτό "παραμύθι" που μας μιλάει για μουσικές που αποκτούν σάρκα και οστά σε βρώμικα υπόγεια (όπως... underground), και για σχήματα που αρέσκονται να δρουν στα "περιθωριοποιημένα σημεία" ξακουστών μεγαλουπόλεων. Η 'άλλη' κουλτούρα που με βασικό άξονα τη μουσική, στην πιο ακραία και ευτελή (δεν είναι πάντοτε αρνητικός ο όρος) μορφή της - λέγε με "ροκ"(?) - χτίζει τον "εναλλακτικό μύθο" που στοιχειώνει τις σκέψεις και στιγματίζει τα ακούσματα πολύ περισσότερων απ'ότι τελικά φαντάζεστε ακροαζόμενοι στον απόλυτα προσωπικό σας χώρο.Οι άγνωστοι ήρωες του "ανεξάρτητου ροκ" μοιάζουν ευχαριστημένοι με την διαιωνιζόμενη ένταξή τους στο "περιθώριο", και για αυτό ακριβώς μπορούν και παραμένουν εκεί που βρίσκεται κάθε γκρουπ που οφείλουμε να σεβόμαστε -ανεξαρτήτως μουσικής ταυτότητας- στην ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ και την ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ...
Χτίζεται λοιπόν αυτή η ιστορία με αυτούς που έδρασαν στο παρελθόν, συντηρείται με αυτούς που επιμένουν να δρουν στο παρόν, δικαιολογεί όμως την ύπαρξή της μονάχα με όσους είναι ικανοί να πείσουν ότι υπάρχουν δυνατότητες και για το πέρασμα στο μέλλον.
Και όταν έχουμε να κάνουμε με ήχους και με καταστάσεις που εκ φύσεως αναφέρονται όχι στα απερχόμενα αλλά στα απολύτως επερχόμενα, το να δεις το μέλλον φαίνεται εύκολο (το να το ζήσεις είναι δύσκολο... το "βλέπει" ο Moby, το ζουν οι Autechre για παράδειγμα). Όταν όμως και πάλι το θέμα μας είναι το ροκ, οι κιθάρες, ο θόρυβος και η ένταση που όλα αυτά συνθέτουν, υπάρχει πράγματι κάτι το καινούργιο ή μήπως τελικά αυθυπο-βαλόμεθα (και προσοχή γιατί "βαλόμεθα" από παντού...) σε σημείο αρρώστιας...
--...και το επιτυχές "ξεπέρασμα" αυτής!
...της κρίσης εννοείται φυσικά, και όχι της μπάντας. Γιατί για ακόμη μια φορά -ευτυχώς ή δυστυχώς- ένα συγκρότημα έρχεται να μας ταρακουνήσει από τον μεταμοντέρνο μας "ηλεκτρο-τοξικό" λήθαργο και να μας πείσει ότι αυτό που ονομάζεται "ροκ", και που ο καθένας μας με τον τρόπο του "κλωτσάμε" καθημερινά - είτε με το να το λατρεύουμε άκριτα, είτε με το να αμφισβητούμε και να το σαρκάζουμε ασταμάτητα- συνεχίζει να έχει λόγο και αιτία και είναι πάντα ικανό να προκαλέσει μικρότερης ή μεγαλύτερης εντάσεως εκρήξεις και συγκινήσεις. Μέσα από τα χιλιάδες ανά τον κόσμο γκρουπ που επιμένουν να ταλαιπωρούν κιθάρες -αντί να ταλαιπωρούνται από υπολογιστές- δίνουμε την σκυτάλη στους Αμερικάνους Blonde Redhead, για να μας πουν αν τελικά η κατάσταση σώζεται ή είναι από χέρι καμμένη...
Εντάσσονται στη συνομοταξία Fugazi, Sonic Youth και τα λοιπά, και αν αυτό σας φαίνεται κοινότυπο και καθόλου ενδιαφέρον σίγουρα έχει να κάνει με το ότι δεν τους έχετε ακούσει ακόμη.Οι Blonde Redhead έχουν το χάρισμα να αναπαράγουν ήχους και καταστάσεις οικείες -και ίσως "πολυφορεμένες"- με τρόπο που τις κάνει να ξεχειλίζουν από δύναμη και εκφραστικότητα, και τελικά να ξεχωρίζουν με άνεση και χωρίς πολύ κόπο από το σωρό... Θορυβώδεις και αιχμηρές κιθάρες παιγμένες ακριβώς λίγο πριν συναντήσουν τα όριά τους και εξαντλήσουν τις αντοχές του ακροατή, αυτό μην το παίρνετε όμως τοις μετρητοίς, γιατί ενίοτε τα όρια διαφέρουν, οπότε τεστάρετε τα δικά σας... Ακούραστη rhythm section (κάπως παράδοξα στημένη!) με έναν drummer που δεν φλυαρεί σχεδόν ποτέ και έναν μπασίστα (που όταν υπάρχει...) ακροβατεί επιτυχημένα στο μπερδεμένο ηχητικό στρώμα που στήνουν οι "έγχορδοι" συνάδελφοί του. Φωνές που ενίοτε ουρλιάζουν και επιβάλλονται, ενώ αλλού κινούνται χαμηλά και κρύβονται πίσω από τις παροξυστικές νότες των οργάνων. Η βάση μπορεί να είναι το ροκ... τα πράγματα όμως δε σταματάνε εδώ. Οι συνθέσεις για να αναπτυχθούν "δανείζονται" μεθόδους από τη δαιδαλώδη δομή της jazz (στις "ανοιχτές" μορφές της) και την περιπετειώδη αισθητική του avant-guarde ήχου. Οι Blonde Redhead απομακρύνονται έτσι από τον χαρακτηρισμό "rock 'n' roll" μπάντα (για αυτά τα πράγματα υπάρχει ο Jon Spencer...) και περνάνε στα όρια του αρτίστικου και experimental σχήματος, όπως άλλωστε και όλοι οι θεωρούμενοι πνευματικοί τους πατέρες.
Για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, να ξεκαθαρίσουμε ότι η ηχητική εξερεύνηση και η πειραματική χροιά στον ήχο τους δεν αγγίζει τα επίπεδα της αλά Sonic Youth κορύφωσής της, αλλά επιστρατεύεται προς εξυπηρέτηση των συνθέσεων, χωρίς να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός. Η εναλλαγή αντρικών-γυναικείων φωνητικών φαίνεται ότι ταιριάζει στα γκρουπ του είδους (from the Velvets to the...), και οι Blonde Redhead την χρησιμοποιούν, τηρώντας βέβαια τις κατάλληλες ισορροπίες και αποφεύγοντας τις... καταχρήσεις. Ο ήχος τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί στυλιστικά άρτια δουλεμένος, όσο και αν είναι πάντοτε βρώμικος και "τραχύς", δείχνει ότι δεν είναι προϊόν τυχαίας συνεύρεσης περισσότερων συνισταμένων, αλλά αποτέλεσμα μίας καλώς εννούμενης "επίμονης" επεξεργασίας. Η ρυθμική επανάληψη σε συνδιασμό με το οξύ -και καθόλου ανώδυνο- ηχητικό background που την στηρίζει χαρίζουν στα τραγούδια τους ένα εσωτερικό άγχος και στον ακροατή μια αγωνία να φτάσει στην κορύφωση και το τελικό ξέσπασμα της σύνθεσης.
Ιστορίες σαν και αυτή, ποτισμένες με θόρυβο και όχι μόνο, συνηθίζεται να λαμβάνουν χώρα κατά κύριο λόγο στην πόλη που κουβαλάει το μεγαλύτερο μέρος του "μύθου" και που περηφανεύεται για τους σπουδαιότερους ήρωες αυτού, τη Νέα Υόρκη. Αυτή τη φορά όμως στο καθιερωμένο γήπεδο αγωνίζονται "αλλοδαποί" παίχτες. Ο θρύλος θέλει τους Γιαπωνέζους φοιτητές τέχνης Kazu Makino (γένους θηλυκού!) και Maki Takahasi να γνωρίζουν ένα Ιταλικό κατα κυριολεξίαν "δίδυμο", τους Simone και Amedeo Pace, σε κινέζικο εστιατόριο της Νέας Υόρκης και από αυτό το σημείο να ξεκινάει τυπικά η υπόθεση Blonde Redhead, πριν από εφτά χρόνια ακριβώς, το 1993 δηλαδή. Το όνομα της μπάντας προέρχεται από μία σύνθεση των D.N.A. (no wave, Arto Lindsay και τα ρέστα, θορυβοποιός πρωτοπορία δηλαδή...), αγαπημένο γκρουπ ολονών και από τα πρώιμα σημεία αναφοράς για το τι μουσική θέλουν να δημιουργήσουν.
Εκείνο τον καιρό λοιπόν, ο Steve Shelley, εκτός από τα drums των Sonic Youth έβρισκε τον καιρό να ασχοληθεί και με την "Smells like records", την ανεξάρτητη εταιρεία που ο ίδιος είχε ιδρύσει και για την οποία μόνος του έψαχνε να βρει γκρουπ για να "στήσει" τον κατάλογό της... Οι Blonde Redhead ως "συμπολίτες" και ηχητικά "συγγενείς" ήταν φυσικό και επόμενο να υποπέσουν στην αντίληψη του και να κερδίσουν και την - βαρύνουσας σημασίας - εκτίμησή του. Και σε ανύποπτο χρόνο ο Shelley δήλωνε ότι οι Blonde Redhead είναι ότι πιο αξιόλογο έχει ακούσει από όλα τα γκρουπ που θυμίζουν το δικό του (η Kim Gordon πάλι έλεγε τα ίδια για τους Superchunk, ο Thurston Moore για τους Cell και οι δύο μαζί για τους Fugazi... o Ranaldo γιατί δε μιλάει ποτέ;). Στην εταιρεία του Shelley λοιπόν θα κυκλοφορήσει ο πρώτος και ομώνυμος του συγκροτήματος δίσκος, το lp "Blonde Redhead" το 1994.
Και επειδή μέχρι να έρθει ένας απρόσκλητος και ανεπιθύμητος βιογράφος να ανατρέψει τα πάντα, η ιστορία των συγκροτημάτων γράφεται μέσα από τους δίσκους τους, πάμε να δούμε αυτή των Blonde Redhead δίσκο προς δίσκο, σε τέσσερις + μία απλές κινήσεις δηλαδή...
1994 : Blonde redhead lp (Smells Like Records)
Παραγωγός είναι φυσικά ο Steve Shelley, ο οποίος στο σημείο αυτό παίρνει το γκρουπ στις πλάτες του, ενώ για τις φωτογραφίες του δίσκου ευθύνεται κάποιος Ari Marcopoulos! Την εποχή εκείνη οι Blonde Redhead κατάφεραν και κυκλοφόρησαν ένα δίσκο που ήταν πιο Sonic Youth και από τον τότε δίσκο των ίδιων των Sonic Youth... ("Experimental jet set..." lp). Και αυτό είναι μάλλον το μοναδικό μειονέκτημα του κατά τα άλλα απολαυστικού τους ντεμπούτου. Συνθέσεις που στέκονται στα πόδια τους, οργανωμένο χάος και Ιταλο-ιαπωνική άποψη για τον ήχο της Νέας Υόρκης. Με highlight το "Swing pool", και τραγούδια όπως το "I don't want you" να ξεπηδάν από τις καλύτερες στιγμές του "Sister" lp, ο δίσκος προς μεγάλη του τιμή δεν έχει καμιά σχέση με την grunge λαίλαπα της εποχής και μένει πιστός στην αισθητική του σε όλη του τη διάρκεια. Η "μικρή Γιαπωνέζα" δεν είναι βέβαια ακόμη Kim Gordon, δείχνει όμως ότι είναι καλά προετομασμένη να αναδειχθεί σε μία ακόμη "εναλλακτική θεά" για το πάντα επιρρεπές σε τέτοιες καταστάσεις αντροκρατούμενο ροκ κοινό. Ίσως βέβαια να ήταν η παραγωγή του Shelley που χάρισε στον ήχο του γκρουπ τις έντονα γνωστές στην "υπερηχητική νεολαία" εικόνες, πάντως τελικά το ίδιο το συγκρότημα αυτο-αναδεικνύεται τόσο από την ποιότητα των συνθέσεών του όσο και από τις ψυχωτικές εκτελέσεις αυτών, και μας χαρίζει ένα ενδιαφέρον, αλλά και δυναμικά φρέσκο ντεμπούτο, κάνοντάς μας να ζητάμε περισσότερα... που δε θα αργήσουν να έρθουν!
6 στα 10. (Χάνει ακριβώς ένα βαθμό για το deja-vu, για να είμαστε δίκαιοι και συγκρατημένοι...)
1995 : La mia vita violenta lp (Smells Like Records)
Για να μην τα λέω συνέχεια και κουράζομαι κι εγώ και εσείς επισημαίνω ότι και το παρόν lp πάσχει από το σύνδρομο του προηγούμενου, σε βαθμό όμως ελεγχόμενο και σε σημείο κάθε άλλο παρά ενοχλητικό. Ήδη ο Takahashi έχει αποχωρήσει από το συγκρότημα, και οι υπόλοιποι λειτουργούν πλέον ως τρίο (περήφανος θα πρέπει να είναι ο Mould για τα βλαστάρια του...), οπότε καλό θα ήταν κάπου εδώ να δούμε πως μοιράζονται οι αρμοδιότητες. Ο Amendeo Pace παίζει τις κιθάρες και ασχολείται και με τα φωνητικά, ενώ ο αδερφός του κάθεται πίσω από τα ντραμς, οι δύο τους είναι Ιταλικής καταγωγής και μέχρι τα δεκατρία τους χρόνια ζούσαν στο Μιλάνο. Η Kazu Makino θεωρείται η lead singer της μπάντας και "βαράει" και κιθάρες συνάμα, ενώ όπως θα μαντέψατε ήδη στο εξής οι Blonde Redhead θα ακολουθήσουν το ρητό που μας λέει "kill the bass player...".
To "La mia vita violenta", είναι ένα μικρό διαμάντι που συνδιάζει την απόγνωση με την οργή, την παραίτηση με το όνειρο. Στιχουργικά το συγκρότημα απομακρύνεται από την "ροκ θεματολογία" και μέσα από το σμίξιμο φράσεων και εικόνων - επιφανειακά σουρεαλιστικών και αφηρημένα αναφορικών - επιχειρεί να στήσει αφαιρετικές καταστάσεις που να συνάδουν με την αφηρημένη επιθετικότητα του ήχου του. Γιατί εδώ οι Blonde Redhead πέρα από την ενδοσκοπική χρησιμοποίηση της κιθάρας και την "εσωτερική εξερεύνηση" των δυνατοτήτων τους, περνάνε - συγκρατημένα βέβαια επί του παρόντος - και στην επίθεση. Μια "επίθεση" που εκφράζεται από κιθάρες - συναγερμούς, από ντραμς που επιχειρούν -με σύνεση- να βγουν στο προσκήνιο και από την Kazu να ουρλιάζει βρισκόμενη σε άμεσο ανταγωνισμό με το ουρλιαχτό της κιθάρας της. Το πως καταφέρνουν χωρίς μπάσο να στήνουν "στιβαρή" rhythm section, το γνωρίζουν μόνο οι ίδιοι, αφού αυτή τη φορά αποφασίζουν να αναλάβουν μόνοι αυτοί την παραγωγή για να αρχίζουν έτσι να δημιουργούν το music genre "BLONDE REDHEAD"!
Ο δίσκος περιέχει μια κορυφαία στιγμή το μεταεφηβικά οργισμένο "I still get rocks off (I am getting out of my eurotrash)" με τα πάντα μέσα του να μοιάζουν κατεστραμμένα, τελικά όμως να αποδεικνύονται άρτια δεμένα και σε άψογη συνεννόηση, ένας post-noise-punk ύμνος που πεθαίνεις να τον ακούσεις σε ζωντανή εκτέλεση. Εννιά ακόμη τραγούδια συμπληρώνουν την προσπάθεια της μπάντας να ξεφύγει από κάθε "άμεση επίδραση" εκ των έξω και να καθιερώσει τον μικρόκοσμο των Blonde Redhead, ως ιδεώδες τμήμα του κόσμου του εναλλακτικού ροκ των 90ς... θα το καταφέρει εντός ολίγου...
7 στα 10
1997 : Fake can be just as good (Touch & Go)
Ο τίτλος είναι απλά η προσπάθεια να απαντήσουν σε όσους τους κατηγορούν για "κοπιάρισμα" από τρίτους, το περιεχόμενο είναι μια αποστομωτική απάντηση που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Οι Blonde Redhead καταθέτουν το -πρώτο τους- ολοκληρωμένο αριστούργημα και ο οποιοσδήποτε αντίπαλος βρίσκεται ήδη μίλια πίσω.
Για τις ανάγκες της μπάντας στην παρούσα φάση απαιτείται ένα μπάσο-που-σκοτώνει, για αυτό και επιστρατεύουν (είναι η πιο κατάλληλη λέξη) τον Vern από τους Unwound (που κάθε άλλο από αυτό που λέει το όνομα τους είναι ως γκρουπ...).
Συνεχής ένταση, συγκρατημένη -αλλά αμείωτη- ταχύτητα, νεύρο να διασχίζει το σώμα του ήχου, άγχος και καταστάσεις "άμεσης ανάγκης", φθοροποιός δύναμη και φωνές δίχως αύριο είναι οι αφορμές για την πρόκληση της "σώμα με σώμα" μάχης της μπάντας με τον ίδιο της τον εαυτό, μια μάχη που διατηρείται το ίδιο επικίνδυνη ως το τελευταίο δευτερόλεπτο. Η υφή των τραγουδιών είναι τέτοια που κάνουν το δίσκο κάθε άλλο παρά απαρατήρητο και εύκολα προσπελάσιμο.
Tο "Bipolar" είναι το τραγούδι που θα προσέξετε πρώτο, με τον Vern να μετατρέπεται σε ψυχή του γκρουπ και τους κιθαρίστες να τον ακολουθούν αδιαμαρτύρητα, στίχους προσωπικούς και κορύφωση συναισθηματική ανά τακτά διαστήματα, αναρωτιέμαι γιατί δεν έγινε ένα ακόμη επιτυχημένο alternative hit και πασχίζω τώρα να σας αποδείξω την αξία του... Πάντως το εναρκτήριο "Texture" χωρίς πολλές τύψεις εντάσσεται στο σώμα της no-wave (avant-guarde... αν θέλετε) τραγουδοποιείας, καθώς δεν το χωράνε τα στενά πλαίσια του όρου noise-rock. Οι Blonde Redhead σφυροκοπάνε και σφυροκοπιούνται ταυτόχρονα και θυμίζουν ότι η μουσική ορισμένες φορές οφείλει να μην είναι ανώδυνη, οφείλει να μας "χτυπάει", και εμείς έχουμε υποχρέωση να το ανεχόμαστε, για να ξυπνάμε σιγά σιγά... Στη συνέχεια στην προσπάθειά τους να "ενοχλήσουν" ακόμη περισσότερο, ανεβάζουν τις συχνότητες και περνάνε στα "υψηλά" ηχητικά στρώματα. Το "Water" εξελίσσεται στο δικό τους "Bull in the heather", επιμένοντας όμως να είναι περισσότερο "ονειρικό", παρά χαώδες, καταλήγοντας όμως σε ένα εσωτερικό χάσιμο και τελικά σε ένα ύστατο ξέσπασμα. Άψογο!
Θα μπορούσαμε λοιπόν τραγούδι προς τραγούδι να μιλάμε για το κάθε άλλο παρά FAKE lp των Blonde Redhead, επειδή όμως υπάρχει και συνέχεια το προσπερνάμε χαρίζοντάς του αυτό που του αξίζει...
8 στα 10 - μόνο και μόνο γιατί στον επόμενο δίσκο ακολουθεί η "καταστροφή", αν το βαθμολογούσα όταν βγήκε -χωρίς να ξέρω τι πλησιάζει- θα έπαιρνε άνετα 9/10, η συγκριτική μέθοδος όμως μας επιβάλλει να πράξουμε τοιουτοτρόπως!
1998 : In an expression of the inexpressible lp (Touch & Go)
Για να μην χρονοτριβούμε λοιπόν ας το αποκαλύψουμε από την αρχή: αβίαστα και εξετάζοντάς το από όλες τις πλευρές, ο παρόν δίσκος κατατάσσεται μέσα στους δέκα καλύτερους "κιθαριστικούς" δίσκους που μας άφησαν τα "εναλλακτικά" 90ς. Οι Blonde Redhead στον "τέταρτο γύρο" γνωρίζουν την κορύφωση και παραδίδουν το δικό τους αριστούργημα το οποίο με μία και μόνο λέξη μπορεί να περιγραφεί ώς... λυπάμαι αλλά αδυνατώ να το πω τόσο απλά!
Ο δίσκος είναι μια διαρκής προσπάθεια δημιουργίας στον ακροατή ακραία αγχωτικών συναισθημάτων, σε βαθμό διπλάσιο από τις προηγούμενες φορές. Το εξώφυλλο απεικονίζει μια ομάδα ανθρώπων στην προσπάθειά τους να βρουν έξοδο από ένα "λαβυρινθοειδές" και κλειστοφοβικό κτίσμα, και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο συνδιασμός ήχων και στίχων στο περιεχόμενο του δίσκου. Το ξύσιμο των οργάνων και κυρίως οι περιοδικές παύσεις που ακολουθούνται από φαινομενικά ανισόρροπα ξεσπάσματα βοηθούν τα μέγιστα στην επίτευξη του στόχου. Οι φωνές (κυρίως της Kazu) έχουν μετατρέψει την προσωπική απόγνωση αυτού που βιώνει, σε μπλαζέ οπτική ενός τρίτου, και η μπάντα φαίνεται να ελέγχει το παιχνίδι (και τον ακροατή) απόλυτα. Τα πρώτα ακούσματα ίσως να σας δημιουργήσουν δυσάρεστη αίσθηση και να σας αφήσουν μια απωθητική διάθεση. Ενώ όμως συνηθίζω να αντιμετωπίζω με καχυποψία τους δίσκους που απαιτούν την "ακούραστη προσπάθεια για προσέγγιση" από τον ακροατή, στους Blonde Redhead δεν μπορώ να φέρω αντιρρήσεις (όπως θα έκανα με τους Gastr Del Sol, τους Flying Saucer Attack και λίγους ακόμα...).
Για δεύτερη φορά οι Blonde Redhead αποφασίζουν να αφήσουν τη rhythm section τους λειψή και το μπάσο εκτός στούντιο. Αυτόματα λοιπόν απομακρυνόμαστε από τον ήχο του Fake... που οδηγείτο από το μπάσο, και επιστρέφουμε στον ξερό, επιφανειακά "άδειο" ήχο, που κατά τα φαινόμενα οι ίδιο καθιερώνουν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έχω την αίσθηση ότι στο δίσκο ακούγεται και η σιωπή που δημιουργεί η απουσία του μπάσου...
Σχεδόν ηδονικό θα χαρακτήριζα το εναρκτήριο κομμάτι ("Luv machine"), ενώ το "10" που ακολουθεί σε βάζει "στο κόλπο" του ιδιότροπου ρυθμού του δίσκου. Καθαρά αστική μουσική, προσοχή όμως : με απόλυτα ρεαλιστική διάθεση και όχι μίζερα τοποθετημένη απέναντι στα πράγματα. Οι Blonde Redhead δε βιώνουν παθητικά, ούτε "μοιρολογούν" με τις γνωστές "κουραστικές" μεθόδους. Απλά "αντιμετωπίζουν" περήφανα, έτσι ακριβώς όπως στέκονται στο οπισθόφυλλο του δίσκου. Το "Futurism vs passeism pt 2"(με τον Guy Picciotto -Fugazi- στα φωνητικά!) τραγουδισμένο στα Γαλλικά, είναι ικανό να εξελιχθεί σε ένα νέο "Teenage riot" (και στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι πλέον οι αναφορές στους Sonic Youth γίνονται για να καταδείξουν -εν είδη παραδείγματος- την αξία των Blonde Redhead, και όχι για να τους μειώσουν, αμφότερους...). Και αν αντέξετε "με την πρώτη" τον στεγνό και μονότονο μινιμαλισμό του ομώνυμου του δίσκου τραγουδιού που ανοίγει την β' πλευρά, τότε σας δίνω συγχαρητήρια γιατί έχετε ήδη πιάσει το μήνυμα των Blondes...
Και αν το "δέκα" χρησιμοποιείται για δίσκους που ως "σημεία αναφοράς" μπορούν να ακούσουν οι πολλοί, το "In an expression..." lp λόγω της "δυστροπίας" του σταματάει στο 9, αν όμως κάτι τέτοια δε σας τρομάζουν, αλλά σας προκαλούν, τότε πλησιάστε άφοβα σε ένα "δεκάρι" ατόφιο!
9 στα 10 -για όλους, 10 στα 10 -για τους φίλους!
Λοιπόν...