Bob Marley

Τι γύρευε ο Dreadlock Rasta στη Ρούμελη και τον Μοριά;

Η ιστορία του αφανούς φιλέλληνα, που βοήθησε με τη μουσική και τις ιδέες του την επανάσταση και πέθανε στην Έξοδο του Μεσολογγίου. Του Μπάμπη Αργυρίου

Ο Μανιάτης οπλαρχηγός καθόταν στη σκιά των ελάτων, έξω από ένα μοναστήρι του Ταΰγετου. Είχε ξυπνήσει κεφάτος και κουβέντιαζε χαλαρά με τα παλικάρια του όταν του έφεραν έναν μαύρο άντρα που ζήτησε επίμονα να τον συναντήσει. Ο ξένος ήταν ντυμένος απλά, με πουκάμισο και παντελόνι, αλλά η κόμμωσή του ήταν ασυνήθιστη. Οι πλεξούδες των μαλλιών του έμοιαζαν με τα φίδια στο κεφάλι της μυθολογικής Μέδουσας.

«Από πού μας έρχεσαι, δερβίση μου;» τον ρώτησε με φιλικό ύφος.

«Από πολύ μακριά, καπετάνιε μου. Από ένα νησί της Καραϊβικής».

«Και γιατί –αν επιτρέπεται– ξεριζώθηκες από τον τόπο σου;»

«Έφυγα γιατί με παράτησε η γυναίκα μου. Εξαφανίστηκε αφήνοντας ένα σημείωμα που έγραφε ότι δε με αντέχει άλλο. Φαίνεσαι περπατημένος, γέροντα… Θα ξέρεις πόσο πονάει η πληγωμένη καρδιά. Και μετά ακολουθεί η οδυνηρή μοναξιά. Είσαι βασιλιάς, αλλά κάθεσαι σε άδειο θρόνο. Ο ήλιος παύει να λάμπει, το σκοτάδι προγκάει το φως. Όπου κι αν περπατούσα, υπήρχε κάτι που μου τη θύμιζε. Ήταν ανυπόφορο. Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο στο νησί».

Ο γερόλυκος με τη μουστάκα, που έμοιαζε να μην έχει ξυριστεί ποτέ, γέλασε δυνατά. «Είσαι και χωρατατζής, πανάθεμά σε! Πες μου τώρα και τον αληθινό λόγο».

«Αφού δεν μπόρεσα να σε γελάσω, θα σου πω. Με κατηγόρησαν για φονικό που δεν έκανα. Μ’ έψαχναν για να με κρεμάσουν. Τρύπωσα σ’ ένα καράβι χωρίς να ξέρω τον προορισμό του. Με ανακάλυψαν καταμεσής του ωκεανού –καινούργια βάσανα εκεί– και ήθελαν να με πετάξουν στα σκυλόψαρα. Με έσωσε η μουσική και ένα σακίδιο με καγιά που είχα μαζί μου».

«Τι είναι αυτό το καγιά, ρε μακρυμάλλη;» ρώτησε ο οπλαρχηγός.

«Καγιά, γκάντζα, μαγικό βοτάνι, το βοτάνι που το καίνε. Εσείς εδώ με τι την ακούτε, με τι χαλαρώνετε;»

«Συνέχισε την ιστορία σου κι άσε μας εμάς».

«Οι ναύτες τρελάθηκαν από την ποιότητα! Με αγάπησαν, γίναμε όλοι μια μεγάλη καρδιά· σηκώναμε τα χέρια και αγγίζαμε τον ουρανό. Ο ήλιος έλαμπε ξανά, τα πουλιά έκαναν βουτιές και τα ψάρια πετούσαν. Με την κιθάρα τούς έκανα να χορεύουν και να τραγουδάνε. Όταν έμαθα από τους ναυτικούς την ιστορία της χώρας σας, συγκινήθηκα και αποφάσισα να συστρατευτώ μαζί σας. Αν θέλεις, θα σου παίξω κι ένα τραγούδι που έγραψα, το Τετρακόσια Χρόνια».

«Παίξ’ το να το ακούσουμε, κι αν μ’ αρέσει θα μου δείξεις να το παίζω κι εγώ».

Ο αλλοδαπός κάθισε στο χώμα, έπιασε την κιθάρα, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.

Τετρακόσια χρόνια υπομονής είναι πάρα πολλά – πόσα ακόμα;
Μη δειλιάζετε, θυμηθείτε τον Δαβίδ με τη σφεντόνα.
Με τη βοήθεια του Θεού θα κάψουμε τη Βαβυλώνα.
Πάρτε το απόφαση και βγείτε απ’ την κρυψώνα.

Το οθωμανικό βαμπίρ σάς ρουφά το αίμα.
Ραγιά, σκέψου τις ρίζες σου, σήκω και πολέμα.
Έχουν ειπωθεί πολλά και έχουν γίνει λίγα,
είστε ακόμα σκλάβοι μ’ αόρατη αλυσίδα.

Μην είστε άλλη μια γενιά που έχασε το τρένο,
έρχομαι κι εγώ μαζί – με βλέπετε; δεν τρέμω.
Μεθύστε από τη γεύση που έχει μόνο η νίκη
γιατί η ζωή του καθενός μόνο σ’ αυτόν ανήκει.

Ο καπετάνιος, που εκτιμούσε την καλή μουσική, ευθύμησε περισσότερο. Ο ξένος είχε κερδίσει τη συμπάθειά του· τον έπεισε πως το ενδιαφέρον του για την επανάσταση ήταν αληθινό, δεν ήταν άλλο ένα κόλπο του.

«Ωραίο το τραγούδι σου, ξένε. Πώς ονομάζεται αυτή η γλυκιά μουσική;»

«Ρέγκε».

«Ψαράδες είστε στο νησί;»

«Ναι».

«Για δείξε μου, τι ακόρντα παίζεις; Α, συνέχεια τα ίδια; Εύκολο. Τα επόμενα τραγούδια σου να τα γράψεις σε καλαματιανό και πυρρίχιο».

«Θα με δεχτείς στην ομάδα σου, καπετάνιε; Θα μου δώσεις καριοφίλι; Τις ώρες της σχόλης θα σας ψυχαγωγώ δωρεάν με τραγούδια σαν αυτό».

Ο καπετάνιος αμφιταλαντεύτηκε για λίγο. Μετά πήρε τη σωστή απόφαση· έβαλε για άλλη μια φορά την επανάσταση πάνω απ’ το προσωπικό του συμφέρον.

«Εμείς εδώ είμαστε πολλοί. Θα είσαι πιο χρήσιμος στη Ρούμελη. Πήγαινε βόρεια, πέρασε απ’ τον Ισθμό, παράκαμψε την Αθήνα. Στη Βοιωτία θα βρεις τον οπλαρχηγό Οδυσσέα, που χρειάζεται άντρες. Πες του πως σε στέλνει ο Πετρόμπεης».

Ο Τζαμαϊκανός μακρυμάλλης περπάτησε όλη την Πελοπόννησο, πέρασε στη Στερεά Ελλάδα και ρωτώντας όποιον αντάμωνε στο διάβα του κατάφερε ν’ ανεβεί στο όρος Κίρφη. Εκεί τον συνέλαβαν οι κλέφτες και τον οδήγησαν στον αρχηγό τους. Ήταν όπως του τον είχαν περιγράψει· μακρυμάλλης, με μικρά μάτια και μουστάκι σαν χωριάτικο λουκάνικο.

«Είσαι ο καπετάν Οδυσσέας;» πρόλαβε και ρώτησε ο ξένος.

«Εσύ ποιος είσαι;»

«Με στέλνει ο Πετρόμπεης. Είπε ότι χρειάζεσαι άντρες για ν’ αποκρούσεις τα λεφούσια του εχθρού. Εγγυάται για μένα ότι είμαι άξιος εμπιστοσύνης, έντιμος, γενναίος και πολύ διασκεδαστικός».

«Έχω όσους άντρες χρειάζομαι. Εσύ περισσεύεις».

«Καπετάνιο, είσαι χτίστης και είμαι πέτρα. Μη λες πως δε με χρειάζεσαι».

«Μήπως είσαι άνθρωπος του Κιουταχή, μήπως του Βρυώνη;»

«Πρώτη φορά τούς ακούω».

«Τότε είσαι του Ιμπραήμ· μαυρόπετσος σαν Αιγύπτιος».

«Δεν ξέρω ποιοι είναι τούτοι. Εγώ δεν είμαι κανενός».

Για να γίνει πιστευτός, ο Τζαμαϊκανός τυχοδιώκτης αναγκάστηκε να διηγηθεί την ιστορία του. Όχι εκείνη του χωρισμού, αλλά την αληθινή, με το κρέμασμα που γλίτωσε παρά τρίχα.

«Σκότωσες ποτέ σου άνθρωπο;» τον ρώτησε ο Ανδρούτσος.

«Καθώς ερχόμουνα, σκότωσα έναν βεζίρη. Δεν είχα πρόθεση να τον σκοτώσω, ήταν αυτοάμυνα. Ερχόταν καταπάνω μου, έπρεπε να προστατέψω τον εαυτό μου».

«Τώρα που το ξανασκέφτομαι, χρειάζομαι κάποιον με τη δική σου ευφράδεια. Οι άντρες μου είναι κουρασμένοι και απογοητευμένοι. Τελευταία λιποτάχτησαν πεντέξι. Θέλω να τους ανεβάζεις το ηθικό. Μπορείς;»

«Γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο».

«Ας κάνουμε ένα δοκιμαστικό. Τι θα τους λες;»

Ο μακρυμάλλης πλησίασε έναν άντρα και του ζήτησε να του δείξει το στρώμα που κοιμάται.

«Δεν έχω στρώμα. Κοιμάμαι στο χώμα με λιθάρι για μαξιλάρι».

«Δε θα ήθελες να κοιμάσαι σε κονάκι, με μαλακό στρώμα και πουπουλένιο μαξιλάρι;»

«Θα ήθελα».

«Δεν άκουσα, τι είπες;»

«Θα ήθελα!»

Στον επόμενο άντρα, που βρομούσε σαν ψοφίμι, η ερώτηση ήταν αναμενόμενη.

«Δε θα ήθελες να μείνεις μέσα σ’ ένα ζεστό χαμάμ μέχρι να σταφιδιάσει το δέρμα σου;»

«Θα ήθελα».

«Τι θα ήθελες;»

«Ένα ζεστό χαμάμ!»

«Εσύ, ατρόμητε πολεμιστή, έχεις καιρό να κουτουπώσεις;»

«Γυναίκα ή άντρα;»

«Γυναίκα».

«Ούουου!»

«Δε θα ήθελες να είσαι τώρα στο χαρέμι με δύο-τρεις γυμνές γύρω σου να σε φροντίζουν;»

«Ναι, θα ήθελα».

«Τι θα ήθελες, ρε κλεφτόπουλο;»

«Χαρέμι με γυναίκες!»

Ο εμψυχωτής άφησε τους μεμονωμένους και απευθύνθηκε στο σύνολο.

«Ως πότε θα αποδέχεστε τη ζωή που κάνετε, έτσι σαν τους λαγούς, συνέχεια κυνηγημένοι; Όταν λείπει η γάτα, εσείς χορεύετε, αλλά η γάτα ξαναγυρίζει και κάθε που μετριέστε είστε λιγότεροι. Όσο καλά κι αν του φέρεσαι, ο Οθωμανός δε θα είναι ποτέ ευχαριστημένος. Τι δε θα είναι ο Οθωμανός;»

«Ποτέ ευχαριστημένος!»

«Του δίνεις έναν πόντο και θέλει ένα μέτρο. Του δίνεις ένα μέτρο και θέλει ένα χιλιόμετρο. Παίρνουν αυτά που θέλουν, αλλά ζητούν περισσότερα. Η κοιλιά τους είναι γεμάτη, αλλά εσείς πεινάτε. Τι κάνετε εσείς;»

«Πεινάμε!»

«Δεν είναι η βροχή που ποτίζει τα γεννήματα, είναι ο ιδρώτας του μετώπου σας, το μεδούλι της ραχοκοκαλιάς σας. Τα πόδια σας είναι μεγάλα για τα παπούτσια που σας επέβαλαν να φοράτε, μα τα φοράτε αγόγγυστα. Οι αδύναμοι δεν ευημερούν – έτσι μου έλεγε ο δάσκαλός μου. Ο κόσμος που πεινάει πρέπει να είναι οργισμένος. Είστε οργισμένοι ή έχετε ξεχάσει τι είναι αυτό;»

«Είμαστε οργισμένοι».

«Δε σας άκουσα».

«Είμαστε οργσμένοι!»

«Πιο δυνατά!»

«Είμαστε οργισμένοι!!»

«Τώρα μιλάτε σωστά. Έτσι σας θέλω. Μην αφήσετε την οργή σας να ξεθυμάνει, και σύντομα θα χαρείτε την ελευθερία και όσα σας λείπουν».

Σταμάτησε. Αποφάσισε ότι αυτά ήταν αρκετά. Κοιτάχτηκε με τον καπετάνιο κι εκείνος ενέκρινε με κίνηση του κεφαλιού τη μέθοδό του.

Το βράδυ ο νεοφερμένος κάπνισε το καγιά του και η γλώσσα του λασκάρισε. Οι κλέφτες διασκέδαζαν με το παραλήρημά του. Έλεγε πως είναι βάρκα και δεν ήθελε να τον κουνάνε, ότι είναι ουράνιο τόξο, ότι δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί απ’ τον εαυτό του και συνιστούσε στις γυναίκες να μην κλαίνε. Κάθε τόσο επαναλάμβανε πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας· όλα θα πήγαιναν καλά.

Την άλλη μέρα ο αρχηγός τού έδωσε όπλο και πυρομαχικά, και ο μακρυμάλλης άρχισε να υποδύεται τον πολεμιστή. Έκανε πως σημαδεύει και πυροβολεί, κρυβόταν πίσω από δέντρα και βράχους και καμωνόταν πως αναχαιτίζει τον εχθρό.

«Τροβαδούρε, είσαι πολεμοχαρής αν και δε μου γέμιζες το μάτι!» είπε ο Οδυσσέας.

«Καπετάνιε, είναι η αδικία που με διαολίζει και μοιάζω πολεμοχαρής. Ξέρεις ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνουν αδιαμφισβήτητα τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα για όλους. Θα πολεμάμε όσο το απεχθές εξ Ανατολών καθεστώς κατέχει την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τον Μοριά».

«Καλά τα λες, ωρέ μακρυμάλλη. Μάζεψε τους άντρες και κάν’ τους πάλι ένα ντοπάρισμα».

Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι –εκτός από τους σκοπούς–, ο μουσικός ξεκίνησε το λογύδριό του.

«Αδέρφια, με πληγώνει η σκλαβιά σας. Πρέπει να είστε ελεύθεροι σαν τα πουλιά στα δέντρα, όπως οι προ-προ-προπαππούδες σας. Πρέπει να κυνηγήσετε τους φεσοφόρους μακριά απ’ την αυλή σας. Πρέπει ν’ αγωνιστείτε για την ελευθερία. Πρέπει να πολεμήσετε για την επιβίωσή σας. Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα ν’ αποφασίζει τη μοίρα του. Και σας ερωτώ: Πόσα ποτάμια πρέπει να διασχίσετε μέχρι να τους ξεφορτωθείτε; Πόσα πρέπει να πληρώσετε μέχρι να ξοφλήσετε το χρέος σας; Αν οι εχθροί σας είναι μεγάλο δέντρο, εσείς είστε ο μικρός μπαλτάς που ακονίστηκε για να το κόψει. Γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ. Για να σας θυμίζω ότι δεν ικετεύετε, δεν υποκύπτετε, δεν εξαγοράζεστε. Οι ζωές σας αξίζουν περισσότερο κι από χρυσό. Πολεμήστε για τους ανθρώπους σας και τους ανθρώπους που χάσατε. Αυτή η γενιά πρέπει να τραγουδήσει ελεύθερη. Αυτή τη γενιά θα τη θυμούνται και αύριο και για πάντα». Συνέχισε με παρόμοια φρασεολογία και σε λίγο τους είδε να συμμετέχουν ξεσηκωμένοι, με φωτεινά πρόσωπα και σφιγμένες γροθιές. «Νομίζουν πως πλησιάζει το τέλος, αλλά είναι…»

«Μόνο η αρχή!»

«Ήρθε η ώρα οι ανίσχυροι να γίνουν…»

«Ισχυροί!»

«Για το αίμα που χύνουν καθημερινά πρέπει…»

«Να πληρώσουν!»

Έπιασε την κιθάρα και τους έπαιξε πάλι το Τετρακόσια Χρόνια. Μεράκλωσαν και ζήτησαν να τους πει κι άλλα επαναστατικά τραγούδια.

Λίγες μέρες αργότερα έγινε μια λυσσαλέα μάχη. Μια χούφτα ταμπουρωμένοι σ’ ένα χάνι απέκρουσαν χιλιάδες επιδρομείς. Ο Τζαμαϊκανός έμεινε κοντά στον καπετάνιο άλλα τέσσερα χρόνια. Μετά επέλεξε να μεταβεί στο Μεσολόγγι, για να γνωρίσει τον λόρδο Βύρωνα.

Εκεί γνώρισε και τη Μαργαρίτα, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Για αρκετές μέρες τη χάζευε στην εκκλησία και τις συνελεύσεις, την ακολουθούσε στον δρόμο προς το πηγάδι και την αγορά. Μετά βρήκε το θάρρος να της ανακοινώσει πως είχε γίνει η μπουρλοτιέρισσα της καρδιάς του.

«Όταν σε είδα να στρίβεις στη γωνιά, νόμισα ότι κέρδισα το πρωτοχρονιάτικο λαχείο. Θέλω να με πιστέψεις και να μη μ’ αφήσεις να είμαι ξανά μόνος. Να σ’ αγαπώ και να σε φροντίζω νυχθημερόν θέλω. Να ’μαστε μαζί, με κεραμίδι στο κεφάλι μας θέλω. Μισό μισό το δωμάτιο, μισό μισό και το κρεβάτι. Θα είμαι όπως με προτιμάς: μαλακός σαν μαξιλάρι και σκληρός σαν το δοκάρι. Τι θα τρώμε; Έχει ο Θεός γι’ αυτό. Αγάπη νιώθω, τα χαρτιά μου σου τα έδειξα, δείξε μου τώρα και τα δικά σου. Μην ξεχνάς πως ο δρόμος της ζωής είναι ανώμαλος. Μπορεί να σκοντάψεις και να χρειάζεσαι ένα χέρι να σε σηκώσει. Εγώ έχω δύο, και σου τα παραχωρώ».

Έγιναν ζευγάρι, αλλά δεν το χάρηκαν για πολύ. Σκοτώθηκαν την επόμενη χρονιά στην Έξοδο του Μεσολογγίου, την Έξοδο που ο Τζαμαϊκανός φιλέλληνας εμπνεύστηκε και υποστήριξε σθεναρά με λόγια και τραγούδια. Εκείνος ήταν τριάντα έξι ετών και εκείνη σαράντα εφτά. Το πραγματικό του όνομα, Dreadlock Rasta, δε λείπει από καμιά λίστα με τα ονόματα των ξένων που πολέμησαν με αυτοθυσία στο πλευρό των εξεγερμένων Ελλήνων.

**
Η ιστορία του Bob Marley είναι μια από τις 40 ιστορίες του βιβλίου «Άλμπουμ διασκευών».