Διηγούμαι άρα Υπάρχω
Με δυο μόνο δίσκους ο Justin Vernon έπεισε τον Παναγιώτη Σταθόπουλο πως ανήκει στο club των ξεχωριστών τραγουδοποιών
Στην ιστορία της μουσικής έχουν δώσει το παρών φιγούρες που θαρρείς ότι περίμενες από χρόνια ότι θα είναι εκεί για σένα, ώστε να σου παραδώσουν με συγκλονιστική διαπεραστική ικανότητα μια χούφτα από ιστορίες μέσα από τον προσωπικό τους βίο. Ύστερα από μια αυθόρμητα σύντομη αναδρομή στο μακρινό καθώς και στο εγγύς παρελθόν, θα αρχειοθετήσεις πρόχειρα στο νου κάποιες απ' τις στιγμές που σε ανάγκασαν όχι απλώς να υποκλιθείς, αλλά και να "ζήσεις" μια πτυχή του εαυτού σου που δεν είχε υπόσταση πριν απ' την ύπαρξη αυτών. Ενδέχεται να βρεις αναπάντεχα ολόκληρο το "εγώ" σου σε εκείνες, ίσως και να συναντήσεις ένα μέρος σου που μπορεί και να σου έλειπε απελπιστικά.
Κάπως έτσι επενεργούν στον "κόσμο" του ακροατή κι οι βαθιές εξομολογήσεις του Justin Vernon, ο οποίος εναποθέτει τις καλλιτεχνικές και όχι μόνο ανησυχίες του στην δράση του Bon Iver, που αποτελεί το κατ' εξοχήν μουσικό alter ego του και έρχεται ως συμπλήρωμα στην δόμηση της ψυχοσύνθεσής του. Το διαπιστώνεις στα σπαραξικάρδια γυρίσματα της φωνής του, σ' εκείνο το ανατριχιαστικό φαλτσέτο που τον καθορίζει. Αρκεί απλώς να αφεθείς στην ανεπιτήδευτη ομορφιά του "Flume", μέσα απ' το ντεμπούτο που τον θρόνιασε εσαεί στην γενιά των χαρακτηριστικότερων singers-songwriters των zeroes. Από κοντά, η κραυγή αποξένωσης του "Skinny Love", το απάνθισμα της πραότητας του "re:Stacks", τα γλιστρήματα στα δύσβατα μονοπάτια του τραχέως "The Wolves (Act I and II)", η ψυχική ανάταση διαμέσου των πνευστών του "For Emma". Ουδόλως τυχαία, τιτλοφόρησε τον δίσκο χρησιμοποιώντας ως βασικό του συνθετικό το (μεσαίο) όνομα της κοπέλας που τον σημάδεψε, δίχως όμως αυτή να υπερθεματίζει ως πρόσωπο το ηχογράφημα, ούτε να αποτελεί τον κύριο πόλο του. Το άλμπουμ φέρει την αόριστη επιγραφή "Η αγάπη που έχει καθυστερήσει χρόνια να φανεί".
Οι εννέα ελεγείες του συνταρακτικού For Emma, Forever Ago συνιστούν ένα σύνολο ηχητικών και λεκτικών εκφράσεων συναισθημάτων υπό απομονωμένες συνθήκες ηχογράφησης στο Wisconsin, το φυσικό τοπίο του οποίου οπτικοποιείται με αφοπλιστικό τρόπο στους στίχους. Θαυμάσιες μελωδίες προερχόμενες από φωνή, ακόρντα κι αρπίσματα ακουστικής κιθάρας και slide riffs ηλεκτρικής, οι οποίες εσωκλείονται σε ένα άλμπουμ που δεν μας αναγκάζει να αναζητήσουμε τα σημεία αναφοράς του δημιουργού του στον ορίζοντα του ένδοξου αμερικάνικου τραγουδιού. Αντιθέτως, μας στέλνει αμέσως να τοποθετήσουμε μια επιπλέον κουκίδα στον χάρτη με τους μεγάλους τραγουδοποιούς εκ της ακουστικής πλευράς της Βορείου Αμερικής. Τέτοια συμπεράσματα, εξάλλου, έσπρωξαν και την 4AD να βάλει υπό την σκέπη της το 2008 την self-released, αρχικά, κυκλοφορία που ως τέτοια είδε το φως ένα χρόνο πριν. Ποιός, άλλωστε, θα μπορούσε να αντισταθεί σ' εκείνη την χροιά με τους "χίλιους λυγμούς";
Η ύστερη του παρθενικού του βήματος δραστηριότητα, απέδειξε ότι ο Bon Iver δεν βαδίζει πειθαρχημένα πάνω στην γραμμή που χάραξαν οι φολκ ήρωες της πατρίδας του, παρά επιλέγει να λειτουργεί απομονωμένα και μακριά απ' το trend της nu folk πραγματικότητας. Επικυρώνει σε κάθε μειλίχια ερμηνεία του την ολική επαναφορά του σπάνιου αγγίγματος των τραγουδοποιών, επιβεβαιώνοντας συγχρόνως ότι δεν έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο που στο όνομα μιας κάποιας αγάπης αρπάζει την κιθάρα και επουλώνει τις πληγές του, κλαψουρίζοντας ενοχλητικά και κάνοντας επίκληση στο δικό μας συναίσθημα. Έτσι, το follow up με το EP Blood Bank κι η συμμετοχή του στην καταπληκτική αισθητικά φιλανθρωπική συλλογή Dark Was The Night μπορεί να μην μας εφοδίασαν με νέες κατευθυντήριες οδηγίες για τον "Bon Iver προορισμό", εντούτοις, τον διατήρησαν στην συναρπαστική όχθη της americana φωτογραφίζοντάς τον να υψώνει την φωνή του ως μονάκριβο μέσο κάθε είδους έκφρασης, τη στιγμή που άλλοι απλά την απασχολούν δακρύβρεχτα στην υπηρεσία της μουσικής βιομηχανίας.
Μέχρι και το 2011, έχει υπάρξει ο καθ' ύλην αρμόδιος για μια ντουζίνα από στιγμές όπου ο ιδιόμορφος σπαραγμός καταφθάνει ως η απόλυτα αληθινή, ειλικρινής και αβίαστη κατάθεση ενός ανθρώπου. Μπορεί να μην βιώνει τις μικρές "τραγωδίες" στον βαθμό που τις πραγματεύεται, δεν τις προσποιείται όμως κιόλας. Όντας ακομπλεξάριστος, άπλωσε τις δημιουργικές του ανάγκες μην διστάζοντας να σχηματίσει με την σύμπραξη των ambient-rockers Collections Of Colonies Of Bees το συγκρότημα των Volcano Choir, που άφησε το ονειρικό ποπ αποτύπωμά του με το Unmap πριν την δύση των 00s, και να διασταυρώσει όμορφα τις διαθέσεις του με την soft rock παρέα των Gayngs. Επιπρόσθετα, συνέβαλε φωνητικά στο κατά τ' άλλα συμβατικό My Beautiful Dark Twisted Fantasy του Kanye West, ενώ φέτος ένωσε την αισθαντικότητά του με το αιθέριο σύμπαν της Lia Aces στο καταπληκτικό "Daphne". Στα υπόψη, οπωσδήποτε, και οι συναρπαστικές διασκευές του σε κλασικά και μη τραγούδια.
Οι πρώτες ακροάσεις του ομώνυμου πολυαναμενόμενου δεύτερου δίσκου του -που κυκλοφορεί επίσημα στις 21 Ιουνίου- μαρτυρούν ότι η πλάστιγγα δεν γέρνει απλώς προς την μεριά του ταλέντου αλλά, το νοιώθεις, είναι καρφωμένη στο έδαφος αυτού. Ότι έσπειρε μέχρι σήμερα, έρχεται να θερίσει ο συνθετικός του ίστρος και να υπενθυμίσει σε κάθε δευτερόλεπτο το ποιόν του καλού τραγουδιού και το πώς αυτό συντίθεται από φαινομενικά απλά υλικά, υιοθετώντας πλέον ένα πλουσιότερο ηχητικά ύφος. Πέραν της ηλεκτρικής και pedal steel κιθάρας συμπεριλαμβανομένων των εφέ τους που προσδίδουν μια επιθυμητά απόκοσμη αύρα, συναντάμε και τις ωδές των παλλόμενων synths και του πιάνου, μια πιο ευέλικτη ρυθμικά δόμηση των συνθέσεων, λιγότερο ευδιάκριτες κουπλέ-ρεφρέν εναλλαγές. Όλα τα παραπάνω εντάσσονται σε ένα art pop πλαίσιο στο οποίο, ασφαλώς, επισυνάπτεται η αμιγής φολκ ταυτότητα του Vernon.
Η ευθύτητα κι αμεσότητα που ταρακούνησε συθέμελα τον ρηχό συναισθηματισμό της indie κοινότητας, επανεμφανίζεται στα φρέσκα τραγούδια, περισσότερα απ' τα οποία φέρουν ονόματα από διάφορες πόλεις ανά τον κόσμο. Στην ημι-ηλεκτρονική chamber pop του υπέροχου "Calgary", στο συγκινητικό ερωτικό εμβατήριο του "Perth" με τα θλιμμένα πνευστά, στην country γαλήνη του "Towers", στο πληκτροφόρο και φωνητικό delay του "Hinnom,TX", στις παράφορα μελωδικές ambient προσμείξεις του "Holocene" που θα μπορούσαν να κοσμούν Four Tetικά ηχοτόπια. Σε συντρίβει, επίσης, ο πιανιστικός-έγχορδος μονόλογος του "Wash." με την μοναδική στιχουργική του στόφα, η χαλαρή πινελιά του "Minnesota", το οποίο εκκινεί από reggae ρυθμική αφετηρία και καταλήγει ένα jazz-folk πυροτέχνημα, η chillwave (!) σαγήνη του "Michicant", η μελωμένη 80's μπαλάντα "Beth/Rest" με το σαξόφωνο και τα κιθαριστικά blues σόλο να πρωτοστατούν.
Η αλυσίδα με τους "σπουδαίους" του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού περιμένει τον Justin Vernon, ή αν προτιμάτε Bon Iver. Υποδεχτείτε, λοιπόν, έναν ακόμη κρίκο της πλάι στις τελευταίες προσθήκες των Conor Oberst, Sufjan Stevens, Sam Beam, Ben Bridwell...