Το ροζ που δεν ξέχασα(ν)
Περιμένοντας τους Γιαπωνέζους Boris ο Άρης Καραμπεάζης βυθίζεται σε υπαρξιακά ερωτήματα: Είναι ροκ; Ακραίοι; Εναλλακτικοί; Τζαπα(νόιζ);
Οι Boris αυτή τη στιγμή που μιλάμε, και με την, παρότι όχι και τόσο πρωτότυπη, αλλά πάντως εμπορικά και διαισθητικά φαεινή ιδέα του να βγουν στο δρόμο (σε πολλούς δρόμους δηλαδή) παίζοντας το «εμβληματικό» (ψυχραιμία παιδιά) Pink άλμπουμ τους από την αρχή μέχρι το τέλος (συν κάτι άλλα ψιλά καινούργια, προφανώς για να μην δώσουν την τελική εντύπωση της προσκόλλησης στη νοσταλγία), δίνουν την ψευδαίσθηση ότι στο εναλλακτικό ροκ –ακραίο ή μη- συμβαίνουν πολλά και διάφορα πράγματα άξια λόγου (δεν ισχύει ως προς το πολλά) και ότι ξαφνικά ο κόσμος όλος απασχολείται με έννοιες όπως το noise, το drone, ακόμη καλύτερα το extreme metal κλπ (ισχύει εν μέρει, αλλά όχι και τόσο ξαφνικά).
Ας αφήσουμε στην άκρη (για λίγο) την παραφιλολογία και ας εξετάσουμε κατά πόσο οι Boris ανήκουν όντως στο εναλλακτικό ροκ, και όχι τυχόν σε κάποια άλλη από τις 472 υποεκδοχές του, στις οποίες πελαγώνουμε τα τελευταία χρόνια απλώς και μόνο για να μην το παρατήσουμε στη μοίρα του.
Κρίσιμης σημασίας για να δοθεί η απάντηση στο ερώτημα, είναι η προηγούμενη απάντηση στο ερώτημα περί του αν οι Boris άκουσαν δέκα δίσκους και έγραψαν τον ενδέκατο (προειδοποιώ: θα κουοτάρω αλύπητα Γιώργο Ιωάννου μέχρι την επόμενη εμμονή μου) ή αν έστω και για ελάχιστα κουρδίσματα της κιθάρας έγραψαν τον πρώτο δίσκο από τον οποίο θα ακολουθήσουν εννιά σίγουρα και για τον ενδέκατο βλέπουμε.
Λυπάμαι, αλλά καταρχάς (και ίσως και καταρχήν) θεωρώ ότι οι Boris ειδικά στην περίπτωση του Pink βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον 13ο και 14ο δίσκο. Σε άλλες περιπτώσεις βρίσκονται αρκετά πιο χαμηλά (ή πιο ψηλά, εξαρτάται από που κοιτάει κανείς) και όταν αποφασίζουν να σπάσουν τον ιερό κανόνα του ροκ τρίο, βρίσκονται ακόμη και εντός δεκάδας (στις συνεργασίες του εννοώ, που ενίοτε αρέσουν μόνον σε εμένα). Όλως φυσιολογικά όμως, η δισκογραφία τους υποφέρει από το σύνδρομο της Ιαπωνίας. Που θέλει το αυτοκίνητο να είναι πιο δυνατό, πιο αξιόπιστο, πιο τεχνικά ικανό κλπ σε όλα του, αλλά να μη σου χαρίζει ποτέ το πάθος μιας Alfa Romeo που ανά 100 χιλιόμετρα χάνει όσα λάδια θα χάσει το Lexus στα επόμενα πέντε χρόνια.
Γιατί λοιπόν τότε τέτοιος χαμός και ξεσήκωμα και κακό; Γιατί όλοι περιμένουμε σαν τρελοί να ακούσουμε live το Pink από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο; Γιατί φαντασιωνόμαστε και τα δεκαοχτώ ζωντανά λεπτά (και δεκαέξι δευτερόλεπτα) του Just Abandoned Myself ως την οριστική ρήξη ή συνένωση με την ανοχή μας στα noise rock συγκροτήματα, που πεισματικά επιμένουν ότι είναι τέχνη το να ξεχνάς δέκα ενισχυτές ανοιχτούς μαζί; Υπάρχει κάποιο ουσιαστικό νόημα σε όλα αυτά ή απλώς τρέχει κάπου γύρω μας ένα hype σε συσκευασία μικρόκοσμου στο οποίο πρέπει να συμμετάσχουμε σώνει και καλά (διότι για alt rock hype που ταράζουν τον κόσμο όλο, ούτε λόγος πια); Εδώ υπάρχει ίσως ένα κάποιο δικαιολογητικό νόημα, καθότι αν μη τι άλλο το να παθιαστούμε με τον τέταρτο κορνετίστα του Kamashi Washington, που καθοδηγεί και αυτός με τη σειρά του τις εξελίξεις στο τρίμηνο που διανύουμε, ξέρουμε ότι σίγουρα θα μας οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο αδιέξοδο.
Εν προκειμένω θα πρωτοτυπήσω και θα πω ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση. Η αλήθεια του Pink βρίσκεται κάπου ανάμεσα στη σύγχυση, την μείξη, το «έχει-κάτι-για-όλους» και το attitude ‘δεν πετάμε τίποτε, καθώς όλο και κάποιος θα βρεθεί να το αγοράσει’, που επιμελώς διατρέχει τους Boris, σε όλη την πορεία τους, αλλά που στα έντεκα (ώπα, τυχαίο; α ρε γίγαντα Ιωάννου- R.I.P.) τραγούδια του Pink το έχουν αναγάγει σε επιστήμη. Δηλαδή και πάλι κάπου στη μέση, αλλά όχι δύο πραγμάτων, όλων αυτών και πολλών άλλων μαζί. Οι Boris εμφατικά αντιτίθεται στον κανόνα ότι στην ζωή υπάρχουν δύο μόνο επιλογές για όλους. Και εξηγούμαι, διότι έχω σίγουρα παρεξηγηθεί.
Το (όποιος τέλος πάντων) επίτευγμα των Boris με το Pink, και η ειδοποιός τελικά διαφορά που με κάνει να αναθεωρήσω σε μία μόλις παράγραφο και να κρίνω (κάπως αυθαίρετα και πάλι) ότι τελικά δεν έγραψαν απλώς ακόμη έναν ενδέκατο δίσκο, μιας δεκάδας που έχει σιχαθεί και η ίδια να ακολουθείται και ποτέ να μην υποσκελίζεται, είναι ότι παρότι απασχολούνται με μεθοδικά σκόρπια διάθεση είτε με το ονειρωξικό shoegaze, για το οποίο πολλά τα διαβάζουμε τελευταία, (ποιος δεν ακούει shoegaze χωρίς να έχει 2-3 οργασμούς άλλωστε;), είτε με τον ψυχοτρόπο θόρυβο, σε καμία περίπτωση δεν ανακεφαλαιώνουν όλα όσα άκουσε ο κόσμος (και κυρίως ο κοσμάκης, που είναι και το χειρότερο σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις) τα τότε τελευταία 5 ή 10 χρόνια.
Με κάποιον απροσδιόριστο τρόπο στον όχι και τόσο απολυταρχικό noise ροκ αχταρμά τους, είδαν το μέλλον από 5-6 διαφορετικές κλειδαρότρυπες, και παρέδωσαν στον κόσμο (ο κοσμάκης είχε λίγο-πολύ αδιαφορήσει είναι αλήθεια) όλα όσα επρόκειτο να τον απασχολήσουν στα επόμενα 5-10 χρόνια. Και για να μην το κουράζουμε το πράγμα, οι Boris είναι ένα από τα συγκροτήματα εκείνα που πρώτοι προέβλεψαν ότι το extreme rock δεν υπάρχει (πια), ακριβώς επειδή κάπου στην πορεία το πάτησε η προηγούμενη εξαφάνιση του βατού ροκ για τις μάζες και το ανέδειξε σχεδόν ψυχαναγκαστικά στο νο.1 ζητούμενο ακροατών που έμειναν ξαφνικά χωρίς ήρωες και απλώς αναζήτησαν μερικούς bonus ηρωισμούς για να συνεχίζουν να τη βγάζουν καθαρή.
Τη χρονική στιγμή κατά την οποία οι Sonic Youth κόπιαραν για 14η συνεχή χρονιά τον εαυτό τους, συγκροτήματα σαν τους Boris, χιλιόμετρα μακριά από την έννοια της ουσιαστικής πρωτοπορίας, είχαν την ευκαιρία να πρωτοτυπήσουν επιτέλους έστω και με πλασματικό τρόπο, καθοδηγώντας τους πάντες να ακούσουν τα πάντα, στην πιο ακραία και την πιο θορυβώδη τους εκδοχή. Κάπως έτσι άνοιξαν τον δρόμο μέχρι και για τους δασκάλους τους, και ήρθε λίγο μετά ο Gira να κυκλοφορήσει 3-4 συνεχόμενα άλμπουμ (9-10 επί της ουσίας, αν λάβουμε υπόψη τον όγκο του περιεχομένου) τα οποία αντί να τα ακούσει η γνωστή σέχτα, έμελλε να κατακτήσουν τον κόσμο (όσο αυτός βέβαια μπορεί να κατακτηθεί από το φύση μη ιμπεριαλιστικό ροκ των Swans).
Αν λοιπόν υπάρχει όντως ένα άλμπουμ, όχι απλώς από τη δισκογραφία των Boris, αλλά γενικά από αυτό το ετερόκλητο (και με έντονες εσωτερικές αντεγκλήσεις) noise rock κράμα της τελευταίας δεκαπενταετίας, που θέλει έως και το extreme metal να σφιχταγκαλιάζεται με ό,τι και όποιον βρεθεί στο δρόμο του (ενώ η ορθόδοξη φύση του ήταν κάποτε να τον πλακώνει στις μπουνιές για να κάνει λίγο στην άκρη), τότε αυτό είναι σίγουρα το Pink των Boris.
Υπογραμμίζει με διακριτικότητα ότι οι διαφορές ανάμεσα στα ροκ πάθη δεν είναι τόσο αγεφύρωτες όσο πιστεύουν οι πάσχοντες από αυτά, χωρίς όμως να ομογενοποιεί την αισθητική κάθε επόμενης εμμονής με την οποία απασχολείται. Όπου υπάρχει sludge δεν μένει χώρος για πολλή ατμόσφαιρα, και όπου υπάρχει drone σήψη δεν παρεμβάλλονται stoner γενναιότητες. Το κάθε πράγμα στη θέση του και τελικά το ένα τόσο κοντά στο άλλο. Και υπεράνω όλων η ένταση του ήχου, η μεγαλύτερη ένταση, η ένταση ως εκεί που δεν πάει, η ένταση μέχρι εκεί που δεν μπορεί να αντέξει κανείς. Οι Boris είναι Ιάπωνες, έχουν από πίσω τους έρευνες αγοράς, φτιάχνουν τα καλύτερα τρανζίστορ από καταβολής κόσμου και δεν είναι δυνατό να έμεναν στην απέξω στη Μεγάλη Μάχη της Έντασης του Ήχου.
Το ζήτημα της έντασης απασχολούσε πάντοτε έντονα το ροκ, κατά την πιο ορθή άποψη όχι από την πλευρά των ακροατών, αλλά από αυτή των δημιουργών. Πάνω- κάτω από την περίπτωση των Led Zeppelin και μετά η κυριαρχία της έντασης απασχολεί τα ροκ συγκροτήματα, και σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται το ν.1 ζητούμενο, οπότε και καταλήγουμε είτε σε γραφικές μάχες τύπου Manowar με τα ντεσιμπελόμετρα στο χέρι και τις γούνες στην πλάτη, είτε σε αξιέπαινη προσπάθεια να πάει ο ακροατής σπίτι του έχοντας χάσει ένα σεβαστό ποσοστό της μέχρι τότε ακοής του (My Bloody Valentine, Swans κλπ). Το φαινόμενο εντείνεται κάπου μετά στα μέσα των 00s με μπάντες σαν τους Boris, τους Pelican ή τους Isis να ψάχνουν τον τρόπο για να ακουστούν πιο δυνατά από κάθε σκηνή σε απόσταση τουλάχιστον 5χλμ στα φεστιβάλ που τους καλούν. Είναι γνωστό πλέον, καθώς αναπαράγεται ως φεστιβαλικός θρύλος, ότι κατά τη διάρκεια της υποβλητικής εμφάνισης των Portishead στο Primavera Sound του 2008, οι Boris είχαν συνειδητά επιλέξει να κάνουν μία επιβλητική εμφάνιση, τουλάχιστον από άποψη ήχου. Και κάπως έτσι οι σιωπές από τις οποίες θα αναδύονταν το πατενταρισμένο μυστήριο της φωνής της Beth Gibbons γέμιζαν ακούσια με υποσυχνότητες απομακρυσμένου θορύβου. Λυπάμαι και πάλι, αλλά είμαι από αυτούς που ενοχλήθηκαν τότε.
Το μειονέκτημα εκείνης της unfair τακτικής πάντως, προτάσσεται ως πλεονέκτημα πλέον, ειδικά σε μία περιοδεία που συμβαίνει κατά βάση (προς το παρόν) σε κλειστούς χώρους, και επιτρέπει στο Pink να επιταθεί κατά ριπάς και με τόνους εντάσε- ων ουκ εστί αριθμός, στον ακροατή που συνειδητά επιλέγει την οδό της ελεγχόμενης ακρότητας. Το Pink είναι τόσο θορυβώδες, ακραίο και βάρβαρο, όσο ακριβώς γνωρίζουν οι δημιουργοί του ότι μπορούν να αντέξουν ακροατήρια τα οποία αποζητούν περισσότερο την εκτόνωση, παρά τον αιφνιδιασμό. Και σε αυτό το κομμάτι, ναι, οι Boris είναι μάλλον ένα metal συγκρότημα τελικά, παρά ένα ακραία alternative rock σχήμα. Στο ψευτό-δίλημμα χάος ή βαρβαρότητα, οι Boris εν προκειμένω τάσσονται περισσότερο με την βαρβαρότητα, αποφεύγοντας επιμελώς το ανέλεγκτο και αποδεχόμενοι περιορισμένα το ελεγχόμενο χάος. Το Pink όσο και αν φαντάζει ακραίο και απεριόριστο, εν τούτοις δέκα χρόνια μετά, και ενώ στο ενδιάμεσο έχουμε όντως προλάβει να ακούσουμε (μέχρι και να βαρεθούμε) τα όσα σοφά προέβλεψαν οι Boris ότι θα ακούγαμε, εμφανίζεται εκ νέου μπροστά μας αναδρομικά βακιουμαρισμένο, σε αεροστεγή προστασία, που ναι μεν δεν επιτρέπει την οξείδωση των άκρων του, αλλά από την άλλη οριοθετεί σχεδόν συντηρητικά το περαιτέρω ακόνισμα τους.
Οι πληροφορίες που έρχονται από όσους έχουν βρεθεί σε μία από τις μέχρι σήμερα στάσεις της Pink Tour μιλάνε –σχεδόν χωρίς εξαίρεση- για ένα γκρουπ που βρίσκεται σε ένθεη μανία προκειμένου να πείσει και τον πλέον δύσπιστο (θα πω ένα δειλό παρών εδώ) ότι το magnum opus τους είναι κάτι παραπάνω από ένα δίσκο που απλά είδε το μέλλον μέσα από το παρελθόν, και ότι οι ικανότητες τους να προκαλέσουν οριακές καταστάσεις, συναγωνίζονται και ξεπερνούν αυτές των θηρίων εκείνων από τα οποία εδώ και χρόνια σταχυολογούν συμπεριφορές και νοοτροπίες. Οι Boris ποτέ δεν θα γίνουν Neurosis και αυτό έχει σίγουρα να κάνει και με την καταγωγή του κάθε συγκροτήματος, που υπαγορεύει την σχέση του με την πρωτογενή έμπνευση της μουσικής του. Υπάρχει όμως από την άλλη ήδη η γενική αίσθηση ότι το πολυσυσκευασμένο extreme rock των Boris ειδικά στην παρούσα χρονική συγκυρία προσφέρει πολλά περισσότερα σε υποψιασμένους και μη, σε δύσπιστους και σε πιστούς τυφλής εμπιστοσύνης, εν τέλει και στον αφελώς αποκαλούμενο από κάποιους ‘κοσμάκη’, που μόνον αυτός μπορεί με την αθρόα συμμετοχή του να σώσει το ροκ από την ναφθαλίνη της εσωτερικής εντροπίας, προς την οποία εύκολα διολισθαίνουμε όλοι μας αρκετές φορές.
Atta Bo(r)ys + Girl το λοιπόν, είμαστε μαζί σας (επί του παρόντος) και θα μας βρείτε μπροστά σας και από σκηνής!
Οι Ιάπωνες Boris εμφανίζονται την Τετάρτη 21/12/2016 στην Αθήνα, στο Fuzz Club, στο πλαίσιο της Pink Tour, που όπως και να ιδωθούν όλα τα παραπάνω είναι αυτή τη στιγμή η πιο ενδιαφέρουσα ροκ περιοδεία που μπορεί να παρακολουθήσει κανείς.