Borknagar: Φυσιολατρία και metal, κάτω από τους σκοτεινιασμένους ουρανούς του νορβηγικού βορρά
Κοντά 30 χρόνια στο μαυρομεταλλικό (και όχι μόνο) κουρμπέτι, ποτέ δεν είναι αργά... Του Χάρη Συμβουλίδη
Κατά καιρούς πέφτει πολλή γκρίνια που στην Ελλάδα δεν βλέπουμε διεθνείς καλλιτέχνες «όταν συμβαίνουν». Έχει γίνει σχεδόν θέσφατο για μια μερίδα του ακροατηρίου, έστω κι αν η συναυλιακή πραγματικότητα το έχει διαψεύσει αρκετές φορές: πότε με περιπτώσεις που έρχονται όταν όντως συμβαίνουν μα δεν τις τιμούν ούτε οι γκρινιάρηδες, πότε με εμφανίσεις νέων ονομάτων που αποδεικνύονται κατώτερα όσων υποτίθεται ότι συμβαίνουν –οπότε θολώνει η σημασία του ρήματος και μπαίνουμε σε άλλες συζητήσεις, για το τι τελικά συμβαίνει (και πώς συμβαίνει) στο σύγχρονο μουσικό στερέωμα.
Υπάρχουν όμως και παραδείγματα όπως των Borknagar. Οι οποίοι κοντεύουν 30 χρόνια καριέρας, έχουν συζητηθεί και στο παρελθόν, μα φαίνεται να «συμβαίνουν» τώρα τελευταία. Με αποτέλεσμα οι επικείμενες πρώτες εμφανίσεις τους στην Ελλάδα (Σάββατο 27/8 στο Eightball της Θεσσαλονίκης, Κυριακή 28/8 στο Κύτταρο της Αθήνας) να φαίνονται τέλεια συγχρονισμένες με μια φάση στην οποία έχουν κερδίσει κάμποση προσοχή, υπερβαίνοντας τα σύνορα του νορβηγικού ακραίου metal. Όπου και εντάσσονται, γενικά, αν και με έναν δικό τους τρόπο, ο οποίος διαρκώς ξεγλιστρά από τις σφιχτά οριοθετημένες ταμπέλες του black, του progressive και του folk.
Στην περίπτωσή τους, βέβαια, το χαρακτηριστικό αυτό δείχνει ταυτισμένο με την ίδια τη γέννηση της μπάντας, η οποία δεν συνέβη το 1995 –όπως γράφει στη Wikipedia– αλλά το 1994: τότε χρονολογούνται οι πρώτες πρόβες του Øystein G. Brun με την ομάδα που θα έστηνε τελικά το δισκογραφικό τους ντεμπούτο (1996), όπως γνωρίζουμε από το bonus υλικό που συνόδευσε την πρόσφατη επανέκδοσή του (2021). Στην πραγματικότητα, άλλωστε, οι Borknagar είναι ο Brun, γύρω από τον οποίον συνασπίζονται κατά καιρούς διάφορες φιγούρες του ακραίου σκανδιναβικού metal, πότε για μακρά διαστήματα, πότε για λίγο.
Ο Νορβηγός κιθαρίστας ήταν ήδη μέλος στους Molested τον καιρό που άρχισε να δημιουργεί τους Borknagar. Όμως λίγο το γεγονός ότι το death metal δεν έπιασε ποτέ στη χώρα του, λίγο η δική του κούραση με τον κλειστό ήχο του ιδιώματος, τον έσπρωξαν να αναζητήσει μια διέξοδο. Η οποία τελικά έγινε έξοδος, καθώς η μπάντα από το Bergen διαλύθηκε το 1997, αφήνοντας πίσω της μόλις ένα άλμπουμ κι ένα ΕΡ.
Ο ίδιος, πάντως, αν και μόλις 19 χρονών, είχε μπόλικα πράγματα κατά νου. Κι έτσι μάζεψε εκλεκτή παρέα –τον τραγουδιστή Garm (Kristoffer Rygg), ο οποίος είχε πίσω του το επιδραστικό Bergtatt: Et Eeventyr I 5 Capitler με τους Ulver [1994], τον Infernus (Roger Tiegs) στο μπάσο, που ήδη ξεχώριζε ως ιδρυτής και ηγέτης των Gorgoroth, τον Grim (Erik Brødreskift) της ίδιας μπάντας στα ντραμς και τον Ivar Bjørnson των Enslaved στα πλήκτρα. Βλέποντας τη σύνθεση αυτή η γερμανική εταιρεία Malicious έσπευσε να τους προσφέρει συμβόλαιο, δίχως καν να απαιτήσει να ακούσει κάποιο demo, όπως συνηθιζόταν τότε στον χώρο.
Το ντεμπούτο Borknagar, με την ξύλινη καμπίνα στο εξώφυλλο να φιγουράρει τυλιγμένη στην ομίχλη και στην ερημιά των νορδικών δασών, συζητήθηκε αρκετά και όταν βγήκε [1996] και μέσα στα χρόνια. Εκτιμήθηκε όμως αργότερα, όταν έπεσαν κάποια τείχη, παρότι δεν έπαψε να ηχεί αλλοπρόσαλλο έτσι όπως περνούσε από τα blast beats και τα επιβλητικά black metal σκουξίματα του Garm σε οργανικές συνθέσεις με εμφανείς progressive rock και folk καταβολές (π.χ. "Ved Steingard"), βρίσκοντας χώρο ακόμα και για τα synths: μιλάμε άλλωστε για ένα νορβηγόφωνο άλμπουμ που ξεκινά βουτηγμένο στη θύελλα του δεύτερου black κύματος ("Vintervredets Sjelesagn") για να καταλήξει σε κάτι που ακούγεται κοντά στις αναζητήσεις του Μortiis ("Tanker Mot Tind - Gryning").
Ο δίσκος καθρεφτίζει το μωσαϊκό ιδεών στο κεφάλι του Brun, αλλά κι ένα γενναίο άλμα πίστης προς ένα επιθετικό και συνάμα μελωδικό metal, μπολιασμένο με στοιχεία από άλλους χώρους –που μπορεί να μπαίνουν στις συνθέσεις ακόμα και με ανατρεπτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. στο "Dauden". Το χάος δείχνει βέβαια να καραδοκεί, αλλά πότε η παραγωγή του Pytten, πότε η σφιχτοδεμένη ομάδα (ο μακαρίτης, πλέον, Grim έπαιξε θαυμάσια ντραμς), πότε η ωμότητα των φωνητικών, εξασφαλίζουν αναπάντεχη ροή και συνοχή. Επιπλέον, εδώ βρίσκεται όλη η ακατάταχτη «ψυχή» των Borknagar στα πιο ατόφιά της: πολλά από όσα ακούμε έμελλε να ραφιναριστούν και να εμπλουτιστούν, ουσιαστικά όμως παρέμειναν ριζωμένα στα ίδια θεμέλια, μοιάζοντας ισομερώς βουτηγμένα σε όψεις των Bathory και των Enslaved, αλλά και στους Pink Floyd του Roger Waters.
Μετά από 23 έτη, οι Borknagar έκαναν μια βαθιά υπόκλιση στη διαχρονική αίγλη του βασιλιά Χειμώνα με το άλμπουμ True North [2019], με το οποίο έφτασαν και σε αφτιά που ως τότε μπορεί και να αγνοούσαν την ύπαρξή τους –είναι αυτό που τους φέρνει τώρα και στην Ελλάδα, παρεμπιπτόντως. Από την ομάδα που έφτιαξε το ντεμπούτο δεν υπήρχε πια κανείς, πλην του ηγέτη Brun. Τα φωνητικά μοιράζονται ο θρυλικός ICS Vortex των Arcturus και Dimmu Borgir με τον Lars "Lazare" Nedland των Solefald, ο οποίος έχει επίσης τα πλήκτρα· στα ντραμς κάθεται ο Bjørn Dugstad Rønnow, ενώ εξτρά κιθάρες συνεισφέρει ο Jostein Thomassen.
Παρ' όλα αυτά, το True North είναι γνήσιος απόγονος του Borknagar: ένας δίσκος που έχει μετουσιώσει, εξελίξει και (ως κάποιον βαθμό) αποκρυσταλλώσει το όραμα που έλαμψε εκεί για ένα νορβηγικό metal μαύρο, αψύ και επιβλητικό, το οποίο την ίδια στιγμή θα ήταν και κάτι διαφορετικό, με μελωδίες και κιθάρες σε άμεση συγγένεια με τη μεγάλη progressive οικογένεια και με έναν δασικό τόνο συνδεδεμένο με τις folk παραδόσεις μιας παλιάς Σκανδιναβίας. Ο παντεπόπτης ουρανός του απίστευτου "Thunderous", η πολυεπίπεδη τραγουδοποιία του "The Fire That Burns", ο καθαρτικός στίχος «freedom exists on a greater scale» από το "Lights" και ο καλπασμός του "Up North" –ο οποίος σε κάνει να φαντάζεσαι μια αρκτική περιπέτεια δια χειρός Ιουλίου Βερν– δικαιώνουν πλήρως τις νεανικές φιλοδοξίες του Brun. Δείχνουν όμως και πώς μπορεί να υπάρξει ένα σύγχρονο metal, ουσιώδες, κοφτερό και αρκούντως πνευματικό, δίχως να ζητιανεύει τα τριάκοντα αργύρια του alternative κοινού, νερώνοντας την ταυτότητά του.
Φυσικά, τα άλμπουμ αυτά του Brun και των εκάστοτε συνοδοιπόρων δεν είναι δύο τυχαία σημεία στον χρόνο: τα ενώνουν 9 δίσκοι, λειτουργώντας ως άτυπος άμβυκας απόσταξης. Στον οποίον οι Borknagar δοκίμασαν δυνάμεις, τσούγκρισαν σε αδιέξοδα κι εν τέλει εξέλιξαν τη metal «ανωμαλία» που αποτύπωσαν στο ντεμπούτο τους. Τέτοιες δουλειές, βέβαια, παρέμειναν underground: το γκρουπ δεν συνδέθηκε με καμιά ευδιάκριτη επιτυχία στα διεθνή charts, παρότι διατηρεί πιστό πυρήνα φίλων.
Μια αναλυτική παρουσίαση αυτών των 9 δίσκων, τώρα, θα γιγάντωνε ένα άρθρο που ήδη αγγίζει τις χίλιες λέξεις, μετατρέποντάς το σε κάτι διαφορετικό από ό,τι στοχεύει να είναι. Μένοντας λοιπόν στα επιγραμματικά, μπορούμε να πούμε ότι το The Olden Domain του 1997 –το δεύτερό τους άλμπουμ με τον Kristoffer Rygg ως τραγουδιστή– είναι εκείνο που βρήκε τη μεγαλύτερη απήχηση, γεγονός που αδυνατώ να καταλάβω: εδώ οι Borknagar άρχισαν να γράφουν στα αγγλικά, πέρα όμως από το "The Eye of Oden" και λίγα ακόμα κομμάτια χάνουν τις ισορροπίες και κατρακυλούν σε μια επιμεταλλωμένη prog μετριότητα. Πιο ουσιαστικό, κατ' εμέ, είναι το αμφιλεγόμενο The Archaic Course [1998]: η πρώτη τους συνεργασία με τον ICS Vortex (Simen Hestnæs), ο οποίος εντυπωσιάζει με το αγέρωχο σθένος του, γενόμενος αιχμή στο δόρυ μιας γραφής που ξαναβρίσκει συνθετικά πατήματα, φτάνοντας σε θεαματικές αναπτύξεις σαν το "Oceans Rise" ή το "Universal".
Από εκεί και πέρα, υπό τη σκέπη της γενικής παραδοχής ότι οι Borknagar δεν έβγαλαν ποτέ κακό δίσκο, μπορούμε ίσως να δούμε το Quintessence [2000] ως βήμα πίσω. H μουσική μένει σε μια υπολογισμένα καλοπαιγμένη μα άτολμη μέση οδό, την οποία δεν βοηθούν ούτε τα έντονα synths (που δεν πολυαξιοποιούνται), ούτε η παραγωγή του Peter Tägtgren: προσπαθώντας να πετύχει ισορροπίες, ο ηγέτης των Hypocrisy ρίχνει τόσο τα όργανα, όσο και τα φωνητικά του ICS Vortex σε μια μεσοσταθμισμένη prog metal «βαβούρα». Μερικά κομμάτια παραμένουν ελκυστικά ακόμα κι έτσι ("The Ruins Of The Future", "Invincible"), μα το σύνολο μένει καθηλωμένο σε λίγα πράγματα.
Το Empiricism [2001], πάλι, εγκαινίασε την πολύχρονη συνεργασία με τον τραγουδιστή Vintersong (Andreas Hedlund) και ξεδίπλωσε μερικές ωραίες συνθετικές ιδέες, ακολουθώντας μια ελαφρότερη και μελωδικότερη γραμμή πλεύσης, εγγύτερα στις prog metal αναζητήσεις των Borknagar εκείνων των ετών. Τραγούδια σαν το "The Stellar Dome" ή το "Gods Of My World" έδειξαν τη δυναμική που υπήρχε στο πλέξιμο αυτού του οικοδομήματος με τα φωνητικά του Vintersong, μα το γενικότερο πλαίσιο παραμένει κάπως μεταβατικό και εξερευνητικό, με τον Σουηδό ερμηνευτή να αναζητεί ακόμα τα πατήματά του, ιδιαίτερα στα καθαρά φωνητικά.
Το Epic του 2004 ίσως επιθυμούσε να σταθεί ως πιο ξεκάθαρος δίσκος, κάτι όμως που νομίζω ότι δεν πολυπέτυχε. Στιγμές άξιες λόγου δεν λείπουν ("The Inner Ocean Hypothesis", "Relate"), ενώ ο Vintersong, παρότι έχει δρόμο ακόμα ως προς την επίτευξη μιας πιο πειστικής εκφραστικότητας, δείχνει να έχει δουλέψει αρκετά στα φωνητικά του –τόσο τα καθαρά, όσο και τα black «κρωξίματα». Με εξαίρεση τα τελευταία, ωστόσο, το άλμπουμ ακολουθεί μια prog metal πεπατημένη, στην οποία η μπάντα επενδύει μεν συνέπεια, πίστη και σφριγηλά παιξίματα, όχι όμως και τις ιδέες που θα έκαναν τη διαφορά.
Για το Origin [2006], αντιθέτως, οι Borknagar διάλεξαν την οδό του ακουστικού άλμπουμ, που βεβαίως μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αποτελεί μία ακόμα πεπατημένη. Από την άλλη, ήταν πια και έτοιμοι μα και πρόθυμοι για ένα τέτοιο βήμα: η ιδέα μιας επανεκτέλεσης του "Oceans Rise" σε αυτό το κλίμα αποδείχθηκε κάκιστη, πάντως τα νέα τραγούδια έκαναν επαρκή επίκλιση σε μια μελαγχολία με επεξεργασμένες folk καταβολές (π.χ. "Acclimation"). Η οποία ενορχηστρώθηκε επάξια όσον αφορά τις εκφραστικές κιθάρες του Brun και την ολοένα και περίσσια άνεση του Lars A. Nedland με τη θέση των πλήκτρων στον ήχο της μπάντας. Παρά τα θεμέλια, όμως, παρά τη μελέτη των ισορροπιών, δεν υπάρχει τίποτα το αληθώς αξιομνημόνευτο –τουλάχιστον για το κοινό που δεν έρχεται από metal κατευθύνσεις, οπότε είναι πιθανό να είναι αρκετά εξοικειωμένο με παρεμφερείς μουσικές.
Το Universal [2010] ήταν ο δίσκος που μάλλον θέλησε να ξεβαλτώσει τους Borknagar από τη συμπαθή μετριότητα στην οποία είχαν ξωκείλει, ανανεώνοντας την πίστη –του κοινού, μα και των ιδίων– στα εκφραστικά τους μέσα και στην άποψή τους για ένα σύγχρονο, πολυσυλλεκτικό metal. Δεν τα κατάφερε. Παρακάμπτοντας το επίπεδό τους ως μουσικών, προκύπτει άλλη μία δουλειά με ροπή στην prog φλυαρία, η οποία απλά δεν διαθέτει τα riffs, τις μελωδίες και τις ιδέες, οπότε αρκείται στην τεχνική αρτιότητα προκειμένου να εντυπωσιάσει. Επιπλέον, εκθέτει υπερβολικά και τον Vintersong. Ο οποίος μπορεί να το παλεύει φιλότιμα κάθε φορά, όμως αφήνει μια διαρκή εντύπωση ότι του λείπει το χάρισμα, λ.χ. για να απογειώσει μια στοιχειωδώς καλοστημένη στιγμή σαν το "Abrasion Tide". Βασικό πρόβλημα, πάντως, παραμένουν οι συνθέσεις, όπως δείχνει η συμμετοχή του εγνωσμένης αξίας ICS Vortex στο "My Domain", η οποία απλά περνάει δίχως να (πολυ)αγγίξει.
Ό,τι δεν μπόρεσε το Universal, το πέτυχε το Urd [2012]· και οι αιτίες ήταν καταφανείς: η επιστροφή του ICS Vortex και η ερμηνευτική του συνύπαρξη με τον Vintersong δημιούργησε επιτέλους δυναμική στο επίπεδο των φωνητικών, ενώ το μίγμα των συνθέσεων έκλινε αποφασιστικά υπέρ της metal πρωτοκαθεδρίας, θυμίζοντας ότι η μαγεία των Borknagar βασιζόταν εξαρχής στο ξάνοιγμα της black αισθητικής –και όχι στο πασπάλισμα μιας prog τραγουδοποιίας με μεταλλικά στοιχεία.
Παράλληλα, η μπάντα φαίνεται να άντλησε νέα, σφριγηλή έμπνευση από τη folk παρακαταθήκη της Νορβηγίας (ο τίτλος παραπέμπει ευθέως σε μυθολογική αναφορά), την οποία πρόσδεσε στο φιλοσοφικό/οικολογικό σύμπαν της Arne Næss, προσφέροντας έτσι μια νέα αιχμή στο φυσιολατρικό προφίλ των δημιουργιών τους. Τραγούδια λοιπόν σαν τα "Roots", "The Beauty Of Dead Cities", "Frostrite", "The Winter Eclipse" και κυρίως το "Mount Regency" –όπου ακούμε και τους στίχους «Through the forests, wandering/Through the valleys, hasting/Upon the mountain shoulder, bleeding/The summit, the release of mind» πείθουν ότι οι Borknagar διαθέτουν ξανά μεγαλείο και κάψα, όντας σε θέση να είναι ποιοτικά μακροσκελείς. Στα συν, ασφαλώς, και η διασκευή στο "My Friend The Misery" των Metallica, που αποδεικνύει μια χρόνια αγάπη του Brun.
Μετά την ανάταση του Urd, το Winter Thrice [2016] ήταν αυτό που έκανε την κίνηση-ματ, ενώνοντας τον Vintersong, τον ICS Vortex και τον Kristoffer Rygg, έστω και για μόλις δύο περιπτώσεις. Το ομώνυμο τραγούδι αποτέλεσε το πιο ευδιάκριτο σκαλοπάτι προς το True North, όντας μια αξέχαστη ωδή προς το ήρεμο, παγερό μεγαλείο του νορβηγικού χειμώνα: ένα από τα καλύτερα στο είδος του, το οποίο πρόσφερε όλο το μελωδικό όραμα των Borknagar στα πιο εκλεπτυσμένα του.
Όχι ότι το υπόλοιπο άλμπουμ υστερούσε. Μπορεί το γκρουπ να έπιασε κορυφή στο "Winter Thrice" και στο πλούσιο, δαιδαλώδες "The Rhymes Οf Τhe Mountain", όμως κράτησε μια αίσθηση φρεσκάδας και σε στιγμές σαν τα "Cold Runs The River" και "Panorama". Βοήθησε άλλωστε πολύ η άριστη ερμηνευτική αντίστιξη του ICS Vortex με τον Vintersong, αφήνοντας έτσι μια ωραία επίγευση στους οπαδούς, καθώς ο τελευταίος αποχώρησε μετά τις ηχογραφήσεις.
Πλέον, στη φάση της μπάντας που εκπροσωπεί το True North –και που πρόκειται να δούμε σύντομα, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη– τα φωνητικά καθήκοντα μοιράζονται (όπως είπαμε και στην αρχή) ο ICS Vortex με τον Lars Nedland. Ο οποίος ωρίμασε με τα χρόνια, γενόμενος μια πολύτιμη μονάδα δίπλα στον «αρχηγό» Brun. Ο οποίος ωρίμασε με τα χρόνια, αναδεικνυόμενος σε μια πολύτιμη μονάδα δίπλα στον «αρχηγό» Brun. Το τι μέλλει γενέσθαι, θα το δούμε μέσα στην τρέχουσα δεκαετία.