Gorillaz Revisited
Η κληρονομιά, η δισκογραφία, το βιβλίο και ένα top-10 τραγουδιών του φανταστικού γκρουπ. Μέτρησαν, ζύγισαν και βαθμολόγησαν οι Γιώργος Λεβέντης και Μάνος Μπούρας
Η κληρονομιά
Η ιστορία είναι πια γνωστή. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 και λίγο μετά τον χωρισμό του από την Justine Frischmann, ο Damon Albarn βρέθηκε να συγκατοικεί για κάποιο καιρό με τον Jamie Hewlett σε ένα διαμέρισμα που έγινε θρυλικό στο Λονδίνο. Για κάποιους μήνες ήταν ο απόλυτος εργένικος παράδεισος, με μέλη των Radiohead, Pavement, Spice Girls να συμμετέχουν σε μερικά ιστορικά πάρτι. Σε κάποιες από τις πιο ήρεμες στιγμές, παρακολουθώντας το MTV και απογοητευμένος από την πορεία της mainstream pop, o Damon αποφασίζει να φτιάξει για πλάκα μία virtual μπάντα και τα υπόλοιπα είναι όπως λέμε ιστορία, όχι όμως μια ιστορία που διαβάζεται πάντα όσο απλά νομίζουμε.
Οι Gorillaz δεν έγιναν απλά μία από τις μπάντες - φαινόμενα των 00s, αλλά συμβόλισαν και κάτι που φαινόταν να είναι (και αποδείχτηκε ότι είναι) δύσκολο στην ψηφιακή εποχή: την απόλυτη σύζευξη indie και pop. Μέσα στα post-punk revival, την σύντομη άνοδο καταδικασμένων μοδών όπως το UK garage, την εσωστρεφή αναδίπλωση του πιο απαιτητικού κιθαριστικού ήχου και τις μεταπτώσεις της chart pop, οι Gorillaz κατάφεραν να τοποθετηθούν - και να κρατηθούν - στην επίζηλη θέση που φέρνει τον art-pop εκλεκτικισμό στα τσαρτς (την τελευταία φορά που θα μιλούσαμε για τσαρτς). Το αν αυτή η θέση στα 00s υπήρχε προς κατάληψη και σπαταλήθηκε με τους Γορίλες ή τη δημιούργησαν οι ίδιοι οπότε μαγκιά τους είναι θέμα προς συζήτηση. Στην πραγματικότητα και σε λιγότερο δοκιμιακούς τόνους δεν μιλάμε για κάτι πρωτοφανές, αυτή είναι μουσικά η θέση του Damon Albarn και οι δίσκοι των Gorillaz απλά για μια ακόμη φορά κάλυψαν τις γνωστές μουσικές συντεταγμένες.
Η μουσική, λοιπόν. Οι Gorillaz όχι μόνο δεν είναι κακό ή αδιάφορο γκρουπ (δεν θα μπορούσαν να είναι κακό γκρουπ) αλλά προσέφεραν και περισσότερη καλή μουσική από όσο δείχνουν με την πρώτη ματιά τα εκνευριστικά άνισα άλμπουμ τους. Όπως ολόκληρη η διαδρομή του Damon από το 96 και μετά, χαρακτηρίζονται από χαλαρότητα και όχι ιδιαίτερο άγχος για τις συμβάσεις της σύνθεσης, αλλά από την άλλη ο Damon είναι ο Damon, και τα μέτρια τραγούδια του είναι πάντοτε καλά. Οι πολλές συνεργασίες (από τα άλμπουμ πέρασαν κυριολεκτικά όλοι, με τον Bowie να ψιθυρίζεται ως καλεσμένος στην επόμενη δουλειά τους, πριν αποφασίσει η μοίρα αλλιώς) επιβεβαίωσαν το στάτους του Albarn και τιμούν το ομαδικό του πνεύμα, αλλά δε βοήθησαν απαραίτητα πάντοτε τη λογική της δουλειάς του. Στις καλές στιγμές τους οι Gorillaz δεν προσέφεραν απλά ακαταμάχητα χιτ, αλλά και μια ολοκληρωμένη άποψη γύρω από την εξέλιξη της μουσικής και τη σχέση της με τον πυκνό μουσικό χρόνο της δεκαετίας στην οποία εμφανίστηκαν. Kraut, dub και post-dub, minimal wave πλήκτρα, hip-hop, όταν το γλυκό έδεσε, έδεσε πολύ καλά και ο προσεκτικός ακροατής θα παρατηρήσει πως για μια ακόμη φορά ο Damon αποδεικνύεται ο μόνος που μπορεί να μεταφέρει το πνεύμα του Ghost Town σε οποιαδήποτε εποχή. Οι βαρετές στιγμές, όμως, ήταν πραγματικά βαρετές και έγιναν ακόμη πιο βαρετές λόγω του χαρακτήρα του γκρουπ, ο οποίος μας στέρησε σε μεγάλο βαθμό και μία σημαντική πτυχή της συνθετικής προσφοράς του Albarn, τις εκπληκτικές non-ballads μπαλάντες του.
Κάπως έτσι, λοιπόν, το πνεύμα των Art of Noise συνάντησε τις ταπεινότερες πλευρές του μάρκετινγκ και μια μπάντα που γεννήθηκε για αστείο έγινε headliner στα Glastonbury και Coachella, πούλησε εκατομμύρια και βρέθηκε σε δισκοθήκες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Οι Γορίλες μπαίνουν στο 2016, χρονιά που αν όλα πάνε καλά περιμένουμε το επόμενο άλμπουμ τους, με ενδιαφέρουσα, μπερδεμένη και παραδόξως ανοιχτή ταυτότητα. Δομικά αδιάφορη μπάντα και εκ των πραγμάτων σημαντική, συναισθηματικά απόμακρη και περιέργως υποτιμημένη, με το αποτύπωμά της παντού και πουθενά. Από όλα τα χαμένα στοιχήματα στην ιστορία της pop οι Gorillaz είναι το πιο απροσδόκητο. Με τους καιρούς μας όμως να μην αποφασίζουν για το χαρακτήρα τους και στα χέρια του πιο χαρισματικού συνθέτη της γενιάς του, προλαβαίνουν πάντα να γίνουν και το μοναδικό χαμένο στοίχημα που έφερε -και ουσιαστικά- κέρδη. ΓΛ.
Η δισκογραφία
Gorillaz (2001)
Το project των Gorillaz έσκασε εντελώς ξαφνικά: θυμάμαι ότι έγραφα κατά σύμπτωση κάποια στιγμή μέσα στο 2000 ένα άρθρο γύρω από τις παράλληλες ενασχολήσεις των μελών των Blur όταν δέχτηκα τηλεφώνημα να κρατήσω χώρο για το καινούργιο project του Albarn, το cd-single μ' ένα σκοτεινό κομμάτι με τίτλο "Tomorrow Comes Today" από κάποιους Gorillaz. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μάθουμε περί τίνος τελικά επρόκειτο. Πέρα από τις διάφορες λεπτομέρειες γύρω από τη σύνθεση και τους σκοπούς του εγχειρήματος, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ντεμπούτο τους άλμπουμ (που εμφανίστηκε τελικά την επόμενη χρονιά και στάθηκε κάτι σαν ένα παιχνίδι ήχων και διασποράς ηχητικών τάσεων παρά σαν μια ολοκληρωμένη μουσική πρόταση) ήταν οπωσδήποτε καλό, με τις αξιόλογες στιγμές του να ξεχωρίζουν ανάμεσα σε τυπικές ασκήσεις ύφους που δε βρίσκουν πάντοτε το στόχο τους. Σε καμία περίπτωση πάντως δε θα περίμενε κανείς ότι θα γνώριζαν τέτοια τεράστια επιτυχία και εκατομμύρια φυσικών πωλήσεων. Ίσως να φταίει ότι δεν ήταν παρά μια ποπ μπάντα που είχε ένα τρομερό concept πίσω της καταδικασμένο να επιτύχει, ίσως πάλι οι άνθρωποι πίσω της να ήξεραν πολύ καλά πώς να φέρουν σε πέρας τη δουλειά, επιβεβαιώνοντας την υποψία τους ότι δε θέλει και πολλή σκέψη τελικά ώστε να κάνεις μια προκατασκευασμένη μπάντα να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα, την αναγνώριση δηλαδή και την κατάκτηση των charts. Ή μήπως θέλει; ΜΜ (7)
GSides (2001)
Χρειάζεται να έχει κανείς τις δεύτερες πλευρές από τα σινγκλ των Gorillaz; Ισχύει και στη δική τους περίπτωση αυτό που λέει το κλισέ ότι "οι δεύτερες πλευρές τους είναι καλύτερες από τις πρώτες πλευρές των περισσότερων άλλων συγκροτημάτων"; Όχι ακριβώς... Τα περισσότερα από τα κομμάτια που έχουν παραχώσει σαν συνοδευτικά στα κομμάτια των σινγκλ τους είναι ρεμίξ στα παραπάνω, χωρίς να απουσιάζουν οι εξαιρέσεις ασφαλώς. Το G Sides είναι μια συλλογή με τα τραγούδια αυτά που κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία αρχικά κι αργότερα ευρύτερα στον υπόλοιπο κόσμο. Εδώ θα βρείτε την πρώτη εκτέλεση του Clint Eastwood όπου ακούγονται οι Phi Life Cypher στα φωνητικά (πριν τα απαλλοτριώσει ο Del The Funky Homosapien για τη γνωστότερη εκτέλεση που περιέχεται στο άλμπουμ), όπως και τα ρεμίξ των Soulchild και Wiseguys στο 19/2000 που είχαν ακουστεί πολύ στις ημέρες τους. Από εκεί και μετά, υπάρχουν κάποια σκόρπια κομμάτια που δικαίως ο Δάμωνας είχε ξεσκαρτάρει και αποφάσισε να μην συμπεριλάβει στο κανονικό άλμπουμ του γκρουπ. Με άλλα λόγια, μια κυκλοφορία για τους completists, που εξηγεί γιατί το έχω εξάλλου. MM (6)
Gorillaz Vs Spacemonkeys - Laika Come Home (2002)
Δεν είμαι σίγουρος πόσο καλή ιδέα είναι να ακούσεις ολόκληρο το πρώτο άλμπουμ των Gorillaz διασκευασμένο σε dub / reggae εκδοχή. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το πρωταρχικό υλικό που είχαν να διαχειριστούν οι Spacemonkeys (οι οποίοι παρεμπιπτόντως δεν έχουν κάνει κάτι άλλο σημαντικό πέρα από αυτόν το ρεμίξ δίσκο), ούτε με το κατά πόσο έχουν κάνει καλή δουλειά στην τελική. Αυτό που εννοώ είναι ότι δεν ξέρω κατά πόσο είναι καλή ιδέα γενικά, να ακούσεις επί μία συνεχόμενη ώρα ένα άλμπουμ dub μουσικής (αστειεύομαι!). Το θέμα είναι ότι μου είχε φανεί βαρετό όταν είχε βγει, μου φάνηκε βαρετό και σήμερα που το ξανάκουσα, παρά τις αξιόλογες αναλαμπές του. Βέβαια, σκέφτομαι από την άλλη να ακούγεται αυτή τη στιγμή σε κάποιο coffeeshopές υπνοδωμάτιο σε κάποια γωνιά αυτού του πλανήτη από ανθρώπους με κιτρινισμένα δάχτυλα που να το θεωρούν ό,τι καλύτερο έχει παραχθεί στην ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής, γελώντας με όσα σκεφτόμαστε εμείς γι' αυτό το δυνητικό αριστούργημα της στουντιακής μετασκευής. Υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο και δεν το αποκλείουμε... ΜΜ (5)
Demon Days (2005)
Θεωρούμενος από δίσκος - σταθμός για τα 00s έως και η καλύτερη δουλειά του Albarn (όχι βέβαια). Δεν είναι σίγουρο αν η Ιστορία θα φανεί το ίδιο εντυπωσιασμένη μαζί του και αν θα έχει χώρο για τέτοιου είδους δίσκους. Είναι παρά ταύτα όχι μόνο ένας εξαιρετικός δίσκος, αλλά και το απόλυτο σημείο τομής της post-pop ενσυναίσθησης των 00s και της art-school μελαγχολίας του συνθέτη, από Bal Pare απευθείας στο σύμπαν της M.I.A. Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας δίσκος του Albarn θα γίνει ο μαζικός καθρέφτης των αισθητικών κόσμων που συναντιούνται σε αυτόν. Αιωνίως φρέσκο το "Dare" , ενώ αν τα "Fade Away" και "Death of a Party" ήταν οι Specials στα 90s, το "Kids With Guns" είναι η δυστοπική εκδοχή τους στο διηνεκές. Και φυσικά αν με το "Clint Eastwood" o Damon έγραψε το πρώτο πραγματικό alternative hit των 00s, με το "Feel Good Inc" βάζει υποψηφιότητα και για συνθέτης του καλύτερου. Δύο τρία χτυπητά filler του στερούν τον τίτλο του αριστουργήματος, αλλά παραμένει το ίδιο συναρπαστικό δέκα χρόνια μετά. ΓΛ (8,5)
D-Sides (2007)
Βλέπε ως παραπάνω με την περίπτωση του GSides: θες να ακούσεις μια διαφορετική εκδοχή του "Dare" με τον Damon στα φωνητικά και άλλους στίχους; Ονομάζεται People και θα το βρεις εδώ, για να μην αναγκαστείς να φας το χρόνο σου ψάχνοντας πού μπορεί να βρίσκεται κάτι τέτοιο, σαν δεύτερη πλευρά σε σινγκλ ή οπουδήποτε αλλού. Πλάι σε κάποιες τέτοιες περιπτώσεις, υπάρχουν κι άλλα κομμάτια που δεν πρόκαμαν να συμπεριληφθούν σε άλμπουμ, οπότε μπήκαν στο διπλό αυτό cd για να τους δοθεί μια δεύτερη καλλιτεχνική ευκαιρία. Σε ορισμένα ασφαλώς τους αξίζει, σε άλλα σαφώς όχι. Το "Hong Kong" για παράδειγμα είναι απολαυστικό στα επτά και κάτι λεπτά του, και μάλιστα κλείνει πονηρά το μάτι για όσα πρόκειται να έρθουν από τη συνθετική γραφή του Albarn, τόσο με την όπερα "Monkey" και τις ξεκάθαρες ανατολίτικες μουσικές επιρροές, όσο και με τη φετινή επιστροφή του "Magic Whip" των Blur. Στο δεύτερο cd θα βρείτε κάποια από τα εμβληματικά (λέξη που δε βρίσκω καθόλου κακή προσωπικά) ρεμίξ που έχουν γίνει σε κομμάτια τους, από τους Soulwax στο "Dare" πχ ή τους Hot Chip στο "Kids With Guns", μεταξύ εννέα στον αριθμό συνολικά. ΜΜ (6)
Plastic Beach (2010)
Το πιο pop άλμπουμ των Gorillaz σύμφωνα με τον Damon και ταυτόχρονα αυτό που δεν έδωσε ούτε ένα προφανές και ξεκάθαρο χιτ. Ντριμ-τιμ καλεσμένων (Womack, Snoop Dog, Lou Reed, Jones και Simonon, ΜΕS) που σε αντίθεση όμως με τους συμμετέχοντες του "Demon Days" δε δείχνουν να υπηρετούν κάποια μεγάλη εικόνα. Κάποια πολύ καλά τραγούδια ωστόσο όπως τα "Stylo" και "Empire Ants" βγάζουν τον δίσκο ασπροπρόσωπο. Ο συνδυασμός ψύχραιμης ιδεολογικής αφετηρίας και συνθετικού ταλέντου θα μπορούσαν να σημάνουν τη δεύτερη φορά μετά το Blur που ο Albarn έφτασε κοντά στο δικό του "White Album", αλλά η προσπάθεια μένει δυστυχώς στη μέση. ΓΛ (7)
The Fall (2010)
Αυτό θεωρείται το τέταρτο άλμπουμ των Gorillaz μα στην ουσία δεν είναι. Όχι ότι δεν είναι καταγεγραμμένο στη δισκογραφία τους αλλά ο τρόπος που κυκλοφόρησε ήταν περίεργος όσο και o αντίκτυπος που είχε στους φίλους τους που τους ακολουθούν. Ο δίσκος δεν έβγαλε κανένα αξιοσημείωτο σινγκλ, ούτε και ολόκληρο το άλμπουμ γνώρισε κάποια επιτυχία στους αντίστοιχους πίνακες, αν αυτό έχει καμία σημασία. Ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας του γκρουπ για το "Plastic Beach" από τον Damon Albarn σχεδόν μονάχο του, χρησιμοποιώντας σε πολύ μεγάλο βαθμό το iPad του και μια εφαρμογή που ανέπτυξαν μαζί με τη γνωστή εταιρεία μουσικών οργάνων Korg. Πολλοί ακούγοντάς τον δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό, αλλά εμείς τείνουμε να πιστέψουμε τα λεγόμενα του δημιουργού του. Μουσικά ο δίσκος δεν είναι σπουδαίος - με τον ίδιο τρόπο που δεν ήταν σπουδαίο και το άλλο σόλο εγχείρημα του Albarn με τίτλο "Democrazy", επίσης ένα σακί με σκόρπιες από το δρόμο ηχογραφήσεις - αλλά τουλάχιστον κατορθώνει να εγκλωβίζει μέσα του κάποιες ενδιαφέρουσες ατμοσφαιρικές ασκήσεις, που με λίγη καλή θέληση και φαντασία σε οδηγούν σε διάφορα ταξίδια του μυαλού. Λίγες οι εξωτερικές συμμετοχές και βοήθειες, ένας Mick Jones κι άλλoς ένας Paul Simonon από τους Clash κάνουν την εμφάνισή τους κάπου, το ίδιο και ο Bobby Womack που για μια περίοδο είχε αφήσει τον Albarn να λειτουργεί σαν ο φύλακας - άγγελός του... ΜM (6)
The Singles Collection 2001-2011
Είναι ενδεικτικό της περίπλοκης διαδρομής του γκρουπ, της λογικής ποιοτικής ασυνέπειας, αλλά και της κουλτούρας της εποχής το ότι οι Gorillaz δεν έχουν την τέλεια συλλογή που θα μπορούσαν, έναν δίσκο σαν το "Substance" των Joy Division, το "Discography" των Pet Shop Boys ή το "Ten" των Girls Aloud. Ή ίσως φταίει το φορμάτ. "Singles Collection" το 2011 από μια μπάντα που θα έπρεπε να ενσαρκώνει την ουσία της έννοιας, αλλά τελικά υπηρέτησε νομοτελειακά το κλίμα που έφερε η λογική της δημιουργίας της, είναι φανερό πως κάπου το χάνουμε. Αδικαιολόγητη η απουσία του "911" , ενώ όποιος προτίμησε την deluxe έκδοση να στείλει μήνυμα να κλάψουμε μαζί. Καλός τρόπος ωστόσο για να ξεκινήσεις τη γνωριμία μαζί τους. ΓΛ (7,5)
Το βιβλίο
Rise Of The Ogre
Όπως κάθε αληθινό ποπ σχήμα που σέβεται τον εαυτό του, οι Gorillaz δεν είχαν μόνο μουσική να πουλήσουν στους οπαδούς τους αλλά μία ολόκληρη γκάμα προϊόντων. Συχνά πυκνά έβγαζαν dvds, που εκτός των άλλων περιεχομένων (βίντεο κλιπ ή αποσπάσματα από τις συναυλίες τους) είχαν μπόλικο διαδραστικό υλικό για ατελείωτες ώρες χαράς και γέλιου, είχαν γυρίσει μία ταινία με συνεντεύξεις και λοιπά ενδιαφέροντα γύρω από το χτίσιμο του concept των Gorillaz με τον εύλογο τίτλο "Bananas" (είχε παιχτεί προ ετών στις Νύχτες Πρεμιέρας), αλλά και ετούτο εδώ το πολυτελές βιβλίο των τριακοσίων ιλουστρασιόν σελίδων που φιλοξενούνται σε δερματόδετο εξώφυλλο. Ένα μείγμα αληθινών γεγονότων και φανταστικών στοιχείων, το "Rise Of The Ogre" περιέχει όχι μόνο όσα θέλατε να μάθετε για την υπόθεση Gorillaz μα κι άλλα τόσα που δε θα σας ενδιέφεραν ποτέ. Η αφήγηση μάς πηγαίνει βήμα-βήμα ανάμεσα σε όσα έκαναν οι κάθε είδους παίκτες που έχουν εμπλακεί στην ιστορία αυτή κι εμβόλιμα μιλούν τα "μέλη" του γκρουπ. Αξίζει να το έχει κανείς για το γεγονός ότι εδώ υπάρχει συγκεντρωμένο όλο το καταπληκτικό artwork του Hewlett (συν ακυκλοφόρητα πρώιμα σκίτσα κτλ), αν και μετά από όλα αυτά τα χρόνια που έχει βγει - από το 2006 - το βιβλίο όχι μόνο δεν έχει πέσει σε αξία ώστε να το βρει κάποιος σαν ευκαιρία αλλά διαρκώς ανεβαίνει. ΜΜ
Gorillaz Top 10
1. Feel Good Inc.
2. Clint Eastwood
3. Stylo
4. Tomorrow Comes Today
5. November Has Come
6. Rhinestone Eyes
7. Slow Country
8. Kids With Guns
9. Dare
10. Revolving Doors