Dancing on the Berlin Wall
Low, Heroes, Lodger - η διασημότερη τριλογία δίσκων του ροκ. Του Αντώνη Ξαγά
Είναι κάποιες πόλεις οι οποίες δεν αποτέλεσαν απλώς έμπνευση ή σκηνικά για τραγούδια αλλά θα μπορούσαμε, με κάποια μεταφυσική αυθαιρεσία, να τις αναγορεύσουμε ακόμη και σε θέση συν-δημιουργού. Πόλεις οι οποίες διαμόρφωσαν αισθητικές, διαθέσεις, στάσεις ζωής και ήχους με τους οποίους και τελικά συνδέθηκαν άρρηκτα. Τυχαία ενδεικτικά παραδείγματα: το Μάντσεστερ των Joy Division, το Σέφιλντ των Cabaret Voltaire, το Παρίσι του Brel, το (γιατί όχι;) Πέραμα των Active Member. Και εν προκειμένω, το Βερολίνο του David Bowie.
Γυρίζοντας το ρολόι πίσω στα 1977, θα συναντήσουμε τον Bowie όχι και στην καλύτερη του πνευματική/σωματική κατάσταση, με τις εξαρτήσεις (κοκαΐνη/αλκοόλ) να έχουν φτάσει σε επικίνδυνα οριακό σημείο. Θα επιλέξει να αναζητήσει καταφύγιο/άσυλο, ίσως και μια "new career in town" στην (άτυπη τότε) πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας, έναν από εκείνους τους τόπους οι οποίοι κουβαλούν ένα ιστορικό φορτίο ίσως και βαρύτερο απ' όσο μπορούν να αντέξουν.
Ήδη από την εποχή εκείνη η πόλη ασκούσε μια ιδιότυπη μαγνητική έλξη μέσα από το μοναδικό μείγμα των αντιφάσεων που την χαρακτήριζαν. Από τη μία ήταν κέντρο της κάθε εναλλακτικής κουλτούρας, με διαστάσεις οι οποίες άγγιζαν κάθε τομέα, από την πολιτική έως την τέχνη, μια σκηνή για όλο αυτό το νεανικό ηδονικό playground της νυχτερινής ζωής, της κατανάλωσης, των ναρκωτικών (παράξενη αν μη τι άλλο επιλογή για αποτοξίνωση!) που γνωρίζουμε και σήμερα ακόμη.
Από την άλλη όμως, μιλάμε για μια πόλη όπου το παρελθόν έριχνε μια βαριά σκιά, πραγματικά χτισμένη πάνω σε αίμα και κόκαλα, σε ιστορίες φρίκης, εκεί όπου πάρκα και λόφοι είναι φτιαγμένοι από ερείπια κτιρίων και ανθρώπων. Επιπλέον ήταν το πρώτο τραπέζι ...πίστα στο ψυχροπολεμικό παιχνίδι, το σημείο όπου τρίβονταν οι τεκτονικές πλάκες δύο ασύμβατων συστημάτων, το ...αρχίδι της Δύσης (όπως το αποκαλούσε ο Χρουστσόφ). Το δε ευρύτερο κλίμα ήταν μάλλον δυσοίωνο, η τρομοκρατία και η κρατική καταστολή είχαν φτάσει αντάμα στην κλιμάκωσή τους, ήταν τα χρόνια εκείνα που ονομάστηκαν μολυβένια. Με χρονική απόσταση ακόμη και ο ίδιος ο Bowie θα παρατηρήσει με μελοδραματική υπερβολή: "ήταν μια πόλη αποκομμένη από τον κόσμο, την τέχνη και τον πολιτισμό της, μια πόλη που πέθαινε χωρίς ελπίδα ανταπόδοσης".
Οι ευαίσθητες κεραίες του καλλιτέχνη θα συντονιστούν και θα συλλάβουν κάτι από τούτη την υποβόσκουσα σκοτεινιά. Με μάτια ανοιχτά θα αντικρίσει το άδειο βλέμμα του μετανάστη, θα ψυχανεμιστεί τη μοναξιά του (για ακούστε π.χ. το "Neukoln"), θα διαισθανθεί τις στοιβαγμένες άχρωμες ζωές στις εργατικές πολυκατοικίες της σοσιαλιστικής δυστοπίας, θα ονειρευτεί όμως και ερωτικές ιστορίες μπροστά στους βλοσυρούς φρουρούς στα check-point. Και όλα αυτά θα τα αποτυπώσει σε τρεις δίσκους (εκείνος ο Αισχύλος δεν ήταν που ξεκίνησε όλη αυτή τη φάμπρικα με τις τριλογίες;) οι οποίοι θα αποτελέσουν συστατικό μέρος της μυθολογίας όχι μόνο του ιδίου αλλά της πόλης αυτής καθαυτής (εντάξει, το "Low" γράφτηκε σε ένα κάστρο έξω από το Παρίσι, αλλά ας μην αφήσουμε την πραγματικότητα να χαλάσει μια καλή ιστορία).
Έτσι εάν ανοίξετε έναν οποιονδήποτε τουριστικό οδηγό, θα βρείτε ως ατραξιόν όχι μόνο το περίφημο Hansa στούντιο, αλλά ακόμη και το σπίτι που είχε νοικιάσει στην Hauptstrasse 155 στο Schoneberg. Εκεί με την καλή γειτονία του Iggy στο δίπλα διαμέρισμα, μπορούμε να φανταστούμε πέρα από την καλλιτεχνική αλληλεπίδραση και μια καθημερινότητα του τύπου "άσε κάτω τα χάπια Iggy, δεν παίρνεις καλύτερα τον Florian να πάτε στη λαϊκή για σπαράγγια;" (ποιητική μεν αδεία ο ακριβής διάλογος, πραγματικό δε το γεγονός - άκου επιπλέον την απαθανάτιση της συνάντησης αυτής στο "Trans-Europe Express" των Kraftwerk της ίδιας εκείνης ...σωτήριας (sic) για τη μουσική χρονιάς).
Δεν είναι τυχαία αυτή η αναφορά στους ντόπιους συνθετικούς ήρωες της ηλεκτρονικής και του κράουτ. Οι ήχοι της γερμανικής πρωτοπορίας της εποχής δεν θα τον αφήσουν ανεπηρέαστο. Κάτι που μπορεί εκ των υστέρων να μας φαντάζει μια ίσως και φυσιολογική επιλογή, για μια πορεία μάλιστα η οποία είχε περισσότερες μεταβάσεις παρά σταθμούς (κυριολεκτικά από station to station), δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι παρά τις συνεχείς του μεταμορφώσεις, ο Bowie δεν ήταν τότε ένας άγνωστος ταλιμπάν του πειραματισμού με συνακόλουθη άγνοια κινδύνου αλλά ήδη ένα αστέρι πρώτου μεγέθους.
Είναι συνεπώς ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι οι δίσκοι αυτοί είναι διαρθρωμένοι σε πολλά διαφορετικά επίπεδα με μια αντισυμβατική ποπ γραφή (όσο κι αν αυτό μοιάζει οξύμωρο), έτσι ώστε ο καθένας να μπορεί να βρει κάτι να πιαστεί, από τον βιαστικό ακροατή των χιτ ως τον μανιακό των τεχνικών μέσων. Ειδικά τα οργανικά κομμάτια που συναντάμε στο "Low" και το "Heroes" (και τα δύο μέσα στον ίδιο χρόνο παρακαλώ!), συνιστούν μια από τις μεγαλύτερες παγίδες που έχει στήσει ποτέ μουσικός στο ήδη κατακτημένο κοινό του. Μια προσθετική αξία τόλμης η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση ανταμείφθηκε από την ιστορία...
Σε αυτό το βήμα ασφαλώς δεν υπήρξε μοναχικός οδοιπόρος. Και δεν ήταν τόσο η συμβολή του πανταχού και πάντοτε παρόντα Tony Visconti στην παραγωγή, αλλά κυρίως η καθοριστική επέμβαση του Brian Eno, ο οποίος με τα μπλιμπλίκια του και τη λοξή οπτική του βάζει μια ανεξίτηλη σφραγίδα. Και φυσικά να μην ξεχάσουμε την παρουσία στο "Heroes" του μέγα Ροβέρτου Φριπ, κατ' ευθείαν γέννημα θρέμμα από τα σπλάγχνα του ...απεταξάμην τότε progressive.
Όπως νομίζω έχει ήδη διαφανεί, κατά την άποψή μου είναι περισσότερο η ...διλογία Low-Heroes εκείνη που μπορεί να αναγνωστεί σε αυτό το κοινό πλαίσιο. Το "Lodger" που θα ακολουθήσει το 1979 ταιριάζει κάπως προκρούστεια με τα υπόλοιπα, ακούγεται περισσότερο σαν μια συνοπτική περιδιάβαση στα 70s καθώς εμπερικλείει και τους τρεις (όπως έχει εύστοχα λεχθεί) ρυθμούς που τα χαρακτήρισαν: των Neu!, του Fela Kuti και του James Brown. "Υποσημείωση του Heroes" το χαρακτήρισαν. Ίσως και άδικα. Αυτά έχουν όμως οι συγκρίσεις...
Γενικότερα πάντως η υποδοχή και των τριών δίσκων υπήρξε κάπως χλιαρή και σίγουρα διόλου ομόφωνη. Ήταν που ξένιζαν οι νέοι ηλεκτρονικοί ήχοι; Ήταν που ο Bowie κράτησε αποστάσεις ασφαλείας από το πανκ; Μπορεί. Για κάποιους πάντως τα έργα αυτά έμοιαζαν "συντηρητικά" και "διανοουμενίστικα" μπροστά στην κραυγαλέα τραχύτητα και την (ενίοτε) στυλιζαρισμένη οργή των πάνκηδων. Ας μην είμαστε όμως πολύ αυστηροί με τους συνάδελφους της εποχής, δεν είχαν άλλωστε τη δική μας πολυτέλεια και ασφάλεια της εκ των υστέρων γνώσης. Στην πραγματικότητα ο Bowie κοίταγε μεν μπροστά (σε αντίθεση με το πανκ ειρήσθω εν παρόδω!), είχε κάνει μάλιστα το βήμα παραπέρα, αλλά εκεί έπρεπε να περιμένει τους υπόλοιπους. Και δεν θα είναι λίγοι αυτοί που τα επόμενα χρόνια θα διαβάσουν τη γραφή πάνω στο Τείχος και θα δικαιώσουν την τόλμη της. Όλες οι ταξιαρχίες των νεορομαντικών (τα αέρινα πλήκτρα του "Speed of life" και του "Sound and vision" θα αποτελούσαν ένα από τα βασικά άρθρα της καταστατικής συνθήκης ίδρυσης του new wave), ο ευρωπαϊκός ήχος των Tuxedomoon, το πρώιμο όνομα των Joy Division (έμπνευση από το "Warsawa"), o Glass και οι ειδικά αφιερωμένες όπερές του, και.. και... Η λίστα με τους δανειολήπτες και οφειλέτες του Bowie μπορεί να συνεχιστεί επί μακρόν. Αν όμως δεν τον ακολουθούσαν τόσοι πολλοί, αυτό το κείμενο σίγουρα θα ήταν διαφορετικό (ίσως δεν υπήρχε κιόλας).
To παράξενο και αποκαλυπτικό συνάμα για τη δημιουργική νοοτροπία του Bowie ως καλλιτέχνη είναι ότι αυτούς ακριβώς τους δρόμους που ο ίδιος άνοιξε, ελάχιστα εξερεύνησε περαιτέρω. Και για την προσωπική μου άποψη, ακόμη κι εάν δεν κυκλοφορούσε ποτέ ξανά δίσκο, η θέση του στην μουσική ιστορία θα είχε ήδη κατοχυρωθεί.
(αναδημοσίευση από το περιοδικό Sonik, τεύχος Μαρτίου του 2013)