Dead Can Dance

Ο χαμένος τα παίρνει όλα

Brendan Perry - Lisa Gerrard σημειώσατε 2. Η ιστορία του σχήματος από μια... συγκρουσιακή σκοπιά. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου

Dead Can DanceΚατά κανόνα δε γίνεται να υπάρξουν καλές μνήμες από έναν εμφύλιο. Υπάρχουν όμως και κάποιες, συνήθως μουσικές, εξαιρέσεις. Μία από αυτές είναι των Dead Can Dance.

Τώρα που έχει περάσει τόσος καιρός, μπορεί κάποιος να πει ότι ο χρόνος έχει γιάνει τις «πληγές». Κι αυτό, αν και αληθινό, δε μπορεί εξ ορισμού να είναι ακριβές. Βλέπετε, το πέρασμα του χρόνου παρέχει τη γνώση του ποια ακριβώς τροπή πήραν εκείνα τα πράγματα, που κάποτε ξεροστάλιαζαν αναποφάσιστα σε σταυροδρόμια. Και είναι άδικο να κρίνεις το χτες, γνωρίζοντας το σήμερα ή να θεμελιώνεις σενάρια ολόκληρα στα γυάλινα πόδια ενός «αν όμως είχε συμβεί…».

Όσο κι αν ο εμφύλιος μεταξύ του Brendan Perry και της Lisa Gerrard χωρούσε άνετα μέσα σε εισαγωγικά, άλλο τόσο επιβίωνε και έξω από αυτά. Σπεύδω μάλιστα να πω ότι αποδείχτηκε στην πράξη αρκετά εποικοδομητικός, αν και οφείλω να ομολογήσω πως στην προκειμένη περίπτωση ο χαμένος… δεν τα πήρε όλα. Μη ξεχνάτε πως βρισκόμαστε στα 80s, που αναπόφευκτα δε μοιάζουν τόσο πολύ με τις μέρες μας. Ας πάρουμε όμως καλύτερα τα πράγματα από την αρχή.

Οι Dead Can Dance προέρχονταν από τη Μελβούρνη, η οποία μεταξύ άλλων την ευρύτερη εκείνη εποχή συνδέθηκε με περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλή στη χώρα μας γκρουπ, όπως οι The Birthday Party, Nick Cave and the Bad Seeds, Huxton Creepers, Hunters & Collectors και Cosmic Psychos. Σχηματίστηκαν τον Αύγουστο του 1981 και δημιούργησαν ιδιαίτερη αίσθηση με έναν ελαφρώς ανένταχτο ήχο, που έγινε χωρίς καμία χρονοτριβή το εισιτήριο για διεθνή καριέρα. Εκτός από τη Lisa Gerrard (Microfilm) στα φωνητικά και τα κρουστά και τον πολυοργανίστα Brendan Perry (Marching Girls), αρχικά μετείχαν ο μπασίστας Paul Erikson και ο ντράμερ Simon Monroe (επίσης Marching Girls), ο οποίος όμως δεν ακολούθησε τη μπάντα στη Βρετανία, με αποτέλεσμα να τον διαδεχτεί ο Peter Ulrich. Βλέπετε, προτού καλά - καλά περάσει ένας χρόνος και πριν οποιαδήποτε δισκογραφική δραστηριότητα, είχαν μετακομίσει στο φιλόξενο για κάθε είδους ανεξάρτητο ήχο Λονδίνο και στις αγκάλες της θρυλικής δισκογραφικής εταιρείας 4AD. Ο χαρακτηριστικός ήχος τους ήταν ιδιαίτερα ατμοσφαιρικός, επιβλητικός και πομπώδης. Είχε μια μεσαιωνική αρχοντιά και μεγαλοπρέπεια, που αποδείχτηκε φιλόξενη, ώστε να ενσωματώσει κάποιες φαινομενικά ετερόκλητες επιρροές από διάφορες παραδοσιακές εθνικές μουσικές, χωρίς όμως ποτέ να παύσει να περιστρέφεται γύρω από το βασικό rock άξονά του, που αναμφίβολα είχε κοινά στοιχεία με εκείνους των The Cure και των Cocteau Twins, αλλά από εκεί και πέρα δημιουργούσε μια ευχάριστη «σύγχυση» ερμηνευόμενος πότε ως post-punk, πότε ως gothic-rock ή ακόμα και ως art rock.

Lisa GerrardΚάπως έτσι είχαν τα αφορώντα τον ήχο τους, τουλάχιστον στην πρώτη από τις τρεις συνολικά άτυπες φάσεις της πορείας τους, η οποία ολοκληρώθηκε το 1998, οπότε η Gerrard μετακόμισε αρχικά στη Βαρκελώνη και στη συνέχεια στην Αυστραλία, ενώ ο Perry έβαλε πλώρη για την Ιρλανδία, κρατώντας όμως ενεργούς δισκογραφικά και συναυλιακά τους Dead Can Dance, διανύοντας τη δεύτερη φάση τους. Εξαιρώντας μια σύντομη επανένωση των Perry και Gerrard το 2005, που έγινε στο πλαίσιο παγκόσμιας περιοδείας, η τρίτη φάση που διαρκεί μέχρι σήμερα ξεκίνησε το 2011, όταν ένωσαν και πάλι τις δημιουργικές τους δυνάμεις, κυκλοφορώντας αρχικά το δίσκο “Anastasis” και στη συνέχεια το “Dionysus” (2018).

Έχοντας αναφέρει όλα αυτά, καλό είναι να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση, λέγοντας πως η πρώτη φάση είναι η σημαντικότερη στην ιστορία της μπάντας. Αυτή που ο ήχος της υπήρξε αρτιότερος και αποδείχτηκε επιδραστικός πέρα ακόμα και από τη δεκαετία του ’80. Βέβαια, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι τα εκείνα τα στοιχεία του ήχου που κατέστησαν το συγκρότημα ευρύτερα γνωστό και ίσως πιο σημαντικό είχαν απλά θεμελιωθεί κατά την πρώτη φάση, αλλά ωρίμασαν στις επόμενες. Κι ενώ κάτι τέτοιο φαίνεται σωστό, τελικά, δε νομίζω πως είναι. Ναι μεν εξαρχής οι Dead Can Dance ήταν ένα σχήμα που ενσωμάτωνε διαφορετικές μουσικές επιρροές, αλλά δε μπορεί κάποιος να παραβλέψει το γεγονός ότι σταδιακά φτάσαμε στο σημείο οι επιβλητικές rock καταβολές του ουσιαστικά να απορροφηθούν από τα αρχικά πρόσθετα folk, ethnic, ambient και new age στοιχεία. Φυσικά, δε μπορεί να αποκλειστεί με βεβαιότητα το ότι η μεταστροφή αυτή είναι δυνατό να έγινε εξ ανάγκης, επειδή είχε βαλτώσει η βασισμένη στη rock έμπνευσή τους. Άραγε θα είχαν καταξιωθεί τόσο, αν ξεκινούσαν από τη δεύτερη ή την τρίτη φάση της πορείας τους; Πιστεύω ακράδαντα πως όχι. Άλλωστε, είναι δεδομένο ότι μια πιο εμπορικά επιτυχημένη περίοδος, δε σημαίνει αναπόδραστα ότι είναι και η ποιοτικότερη. Αυτά όμως, δεν είναι παρά περισσότερο ή λιγότερο βάσιμες υποθέσεις. Τα γυάλινα πόδια, που λέγαμε. Ας μείνουμε, λοιπόν, στα γεγονότα.

Dead Can DanceΈνα μοιάζει σίγουρο: το ότι ο ήχος των Dead Can Dance διαμορφώθηκε μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις. Από έναν εμφύλιο «πόλεμο» μεταξύ των δύο κύριων συνιδρυτών της μπάντας. Φαντάζομαι πως κάτι τέτοιο μπορεί σε κάποιους να ακούγεται ως υπερβολικό, ενώ σε μερικούς ως μια απόλυτα αυτονόητη και φυσιολογική διεργασία στη λειτουργία ενός συγκροτήματος. Δε μπορεί παρά και οι δύο θεωρήσεις να είναι σωστές. Η μεταξύ τους όμως ειδοποιός διαφορά έχει να κάνει με το πόσο ισχυρές αποδεικνύονται οι τάσεις που διεκδικούν την επικράτησή τους και, κυρίως, με την ένταση που αυτές αποτυπώνονται, επιτυχημένα ή όχι, στον υπό διαμόρφωση ήχο. Στη δε περίπτωση των Dead Can Dance, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση τους, το όντως εξαιρετικό αποτέλεσμα δεν έκρυψε στο ελάχιστο τη συγκεκριμένη διαμάχη.

Ο μόνος ασφαλής τρόπος για να διαπιστώσουμε πώς τελικά διαμορφώθηκε ο ήχος των Dead Can Dance ή, αν θέλετε, τις συνθήκες διεξαγωγής του εμφυλίου, είναι να ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στους δίσκους της κρίσιμης για τον καθορισμό του πρώτης φάσης τους. Αρχικά και χωρίς ιδιαίτερη σπουδή, γίνεται αντιληπτό ότι ο Perry μοιάζει να εκφράζει κατά βάση τη rock πλευρά του, ενώ η Gerrard τις λοιπές. Αυτό βέβαια δε σημαίνει καθόλου ότι οι κεραίες του Brendan δεν ήταν στραμμένες προς διαφορετικά ακούσματα, όπως έχουμε διαπιστώσει τόσο κατά το παρελθόν, όσο και πολύ πρόσφατα με την κυκλοφορία του “Songs of Disenchantment; Music from the Greek Underground”.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να γνωρίζουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τι προτιμούσε ο καθένας από τους δυο τους, δεδομένου ότι για όλες τις συνθέσεις διαβάζουμε το “all tracks are written by Dead Can Dance”; Η πιο ασφαλής μέθοδος είναι να παρατηρήσουμε τη μουσική τους, σε συνδυασμό με το ποιος τραγουδά τι. Κατά την άποψή μου, η μεγαλοπρέπεια του ήχου τους, όπως προαναφέρθηκε, οφείλεται στον rock προσανατολισμό του. Κι αυτός, στην προκειμένη περίπτωση, εκφράστηκε κατά κύριο λόγο μέσω της κιθάρας του Perry.

Συνεπώς, έχοντας διακριβώσει τις μουσικές τάσεις που επιζητούσαν αρμονική συνύπαρξη στον ήχο τους, δηλαδή από τη μια τη rock και από την άλλη τις folk, ethnic, ambient και new age, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι σε κάθε δίσκο υπάρχει μεν ομοιομορφία ύφους, μέσα στην οποία όμως μπορεί κάποιος εύκολα να διακρίνει πού υπερισχύει η πιο αμιγής rock ταυτότητα και πού η διαλλακτικότερη, κατά την οποία αναδύονται στην επιφάνεια οι υπόλοιπες αναφορές του. Κι όταν αυτές «ξεχωριστούν», τότε αξίζει να δούμε σε ποιες ειδικότερα προτιμά να τραγουδά ο Brendan και σε ποιες η Lisa. Έτσι θα γίνει πιο απτά αντιληπτός ο συγκεκριμένος εμφύλιος, θα καταγραφούν οι απώλειες και θα προσδιοριστεί ο νικητής.

Dead Can DanceΑκούγοντας το ντεμπούτο τους Dead Can Dance (1984), παρατηρούμε ότι στα τραγούδια που προεξάρχει η κιθάρα και, συνεπώς, υπερισχύει ο αμιγέστερος rock χαρακτήρας του ήχου τους, τραγουδά αποκλειστικά ο Brendan. Μάλιστα, κατά κανόνα, αυτά είναι και τα καλύτερα του δίσκου, μαζί με την προσθήκη του μυθικού ορχηστρικού "The Fatal Impact" που «σε πιάνει από το λαιμό» από τη στιγμή που θα ακουστεί η κοπιαρισμένη από την ταινία ‘Zulu’ κραυγή. Το μεγαλείο συνεχίζεται και για πολλούς απογειώνεται όσο ποτέ με το "A Passage in Time", ενώ οι κιθάρες καλά κρατούν στο σχεδόν καθαρόαιμο post-punk "East of Eden", αλλά και τα "The Trial", "Wild in the Woods" και "Fortune". Βέβαια, υπάρχουν κατά κάποιον τρόπο και δύο παραλλαγές στον άτυπο παραπάνω κανόνα, που ερμηνεύονται από την Lisa. Η μία αφορά το πλημμυρισμένο στο yangqin "Frontier" και η άλλη το "Threshold" με τις εμφανέστατες αναφορές στους The Cure. Μη ξεχνάμε όμως ότι κάνουμε λόγο για το ντεμπούτο τους, όπου η προσήλωση στη rock ήταν μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά. Το δε γεγονός ότι στις περισσότερες καλές στιγμές του δίσκου αυτού τραγουδά ο Brendan, δε σημαίνει απαραίτητα ότι εκείνος έκανε επιλογή για ίδιο όφελος, αλλά, πιθανότατα, ότι αυτές αφενός ήταν πιο κοντά στις επιθυμίες του και αφετέρου ταίριαζαν περισσότερο στη φωνή του. Εκτός από τα παραπάνω, η Lisa ερμηνεύει με την αιθέρια φωνή της δύο ακόμα ανατριχιαστικές συνθέσεις, τις "Ocean" και "Musica Eternal", όπου κυριαρχούν οι επιρροές που πλαισιώνουν τον πυρήνα της rock έμπνευσής τους και αποδείχτηκαν τροχιοδεικτικές όσων επρόκειτο να ακολουθήσουν στο άμεσο μέλλον.

Στο Ε.Ρ. Garden of the Arcane Delights (1984) που ακολούθησε πεντέμισι μήνες αργότερα, η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί ως πανομοιότυπη. Γι’ αυτό αργότερα η 4AD το ενσωμάτωσε στο ντεμπούτο τους, όταν εκείνο κυκλοφόρησε σε ψηφιακή μορφή. Εδώ τα τραγούδια είναι απολύτως μοιρασμένα, με τον Brendan να ερμηνεύει τα επικά "In Power We Entrust the Love Advocated" και "The Arcane", που άνετα θα μπορούσαν να είχαν συμπεριληφθεί στο “Dead Can Dance” και τη Lisa τα "Carnival of Light" και "Flowers of the Sea", που λοξοκοιτάζουν προς τις μουσικές των εθνών.

Spleen and IdealΜε το Spleen and Ideal (1985), το οποίο έφτασε στο #2 του UK Indie Chart και είχε δανεικό από τα «Άνθη του Κακού» του Charles Baudelaire τίτλο, έγινε το πρώτο ουσιαστικό βήμα προς την καταξίωση. Παράλληλα, ο δίσκος λειτούργησε ως το τέλειο ισορροπιστικό σκοινί πάνω στο οποίο βάδισαν για τελευταία φορά τόσο αρμονικά οι μουσικές επιρροές τους. Τα post-punk και gothic-rock στοιχεία ήταν σαφώς εμφανή, δεν κυριαρχούσαν μεν όπως πριν, αλλά συνυπήρχαν ευρηματικά και δημιουργικά με όλες τις άλλες επιρροές που βρήκαν πλέον σωστότερο τρόπο για να διοχετευτούν. Η μόνη ορχηστρική σύνθεση είναι η "Ascension", που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις κατά βάση προσκείμενες στη rock εξαιρετικές, επικές και πομπώδεις "The Cardinal Sin", "Enigma of the Absolute", "Advent" και "Indoctrination (A Design for Living)", που και πάλι ερμηνεύει ο Brendan. Για μια ακόμα φορά, παρά την λείανση των εμφανών rock επιρροών των τραγουδιών, η Lisa έχει αναλάβει τα πιο αποστασιοποιημένα "Mesmerism" και "Avatar", το ατμοσφαιρικό "Circumradiant Dawn", όπως και το συγκλονιστικό και επίσης θεωρούμενο από κάποιους ως καλύτερό τους "De Profundis (Out of the Depths of Sorrow)".

Το τέλος της πρώτης περιόδου οριοθετείται δισκογραφικά με το “Within the Realm of a Dying Sun (1987), όπου η αλλαγή είναι απολύτως εμφανής. Άλλωστε, η ίδια η μπάντα, αποτελούμενη ήδη βασικά από το ντουέτο Gerrard - Perry και τον Ulrich, είχε δηλώσει ότι το να βασίζεται πλέον στην κιθάρα, το μπάσο και τα ντραμς περιορίζει τα μουσικά οράματά της, επειδή αυτά τα όργανα δεν ήταν επαρκή για εκφράσει πολλά από εκείνα που ήθελε να πει. Το "Windfall" είναι το μόνο ορχηστρικό του δίσκου, ενώ η Lisa, έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κάτω από τα νέα δεδομένα, ερμήνευσε τα δύο σημαντικότερα τραγούδια του δίσκου, το "Dawn of the Iconoclast" και το "Cantara" με τα μαγικά κρουστά, όπως και τα ατμοσφαιρικά και επιβλητικά "Summoning of the Muse" και "Persephone (The Gathering of Flowers)". Από την άλλη, ο Brendan «ξέχασε αυτά που ήξερε» περιδιαβαίνοντας κι αυτός ανάλογα ατμοσφαιρικά μονοπάτια με τα "Anywhere Out of the World", "In the Wake of Adversity" και "Xavier".

Within the Realm of a Dying SunΤα παραπάνω δεδομένα συνηγορούν στο ότι ο Brendan ήταν ο κύριος υπεύθυνος της rock διάστασης του ήχου των Dead Can Dance, ενώ η Lisa όλων των λοιπών. Επίσης, το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τον επαυξημένο τουλάχιστον ερμηνευτικά ρόλο της Lisa στη συνέχεια της κοινής πορείας τους, μια και η φωνή του Brendan μόνο αταίριαστη δε μπορεί να χαρακτηριστεί ακόμα και στο «νέο» διαμορφωμένο τους ήχο.

Κι έτσι με το “Within the Realm of a Dying Sun” κρίθηκε οριστικά ο εμφύλιος που είχε ξεσπάσει με το “Dead Can Dance”, συντηρήθηκε με την ίδια ένταση στο “Garden of the Arcane Delights” και έφτασε κοντά σε μια πανέξυπνη συνθηκολόγηση στο “Spleen and Ideal”, που δυστυχώς δεν κράτησε πολύ. Κάνοντας μια καταγραφή των απωλειών, διαπιστώνουμε ότι η αρχική παράσταση νίκης του rock ήχου, πλαισιωμένου από υπέροχα ενσωματωμένες και φαινομενικά ετερογενείς επιρροές, σταδιακά έδωσε την κυριαρχία της στις ethnic, ambient, folk και new age επιρροές που τον εμπλούτιζαν, περνώντας αρχικά σε δεύτερο πλάνο, μέχρι την οριστική απαλοιφή του. Ο εμφύλιος αυτός είχε νικητή, εκείνον που αρχικά έπαιζε το ρόλο Δαβίδ στη μονομαχία με το Γολιάθ. Κάπως έτσι ο rock προσανατολισμός του ήχου του μεγαλύτερου τμήματος της κορυφαίας πρώτης περιόδου των Dead Can Dance, έπεσε καταγής από τη σφεντόνα ενός όμορφου μεν, αλλά σαφώς κατώτερου αντιπάλου. Άλλωστε, ποιος είπε ότι σε έναν πόλεμο νικά πάντα ο καλύτερος;