Descendents

Ο Μίλτος Τσίπτσιος αφηγείται και σχολιάζει με τον τρόπο του, δίσκο-δίσκο, μέλος-μέλος, την πορεία ενός συγκροτήματος, από τα πρώτα που έφεραν το πανκ δίπλα στην "τρισκατάρατη" λέξη ποπ

Μέσα στην απεραντοσύνη του ο Ειρηνικός ωκεανός, κάποια στιγμή χτυπάει τη στεριά και σκάει το κύμα του στη διάσημη Manhattan Beach, ίσως την πιο δημοφιλή παραλία του Λος Άντζελες, μπορεί και ολόκληρης της καλιφορνέζικης πολιτείας. Ατέλειωτη αμμουδιά σε μήκος και πλάτος, ιδανικός τόπος χαλάρωσης και διαμονής για τους λάτρεις του beach volley (αθλητές μα και θεατές), ενώ στα νερά της οι απανταχού σέρφερ βρίσκουν την ευκαιρία να δαμάσουν τα υπέρογκα κύματα με τις μεγαλοπρεπείς σανίδες τους.

Σ’ αυτή την ακτή λοιπόν που στις μέρες μας έχει βαθμολογηθεί ως ένα από τα ιδανικότερα μέρη να ζει κάποιος στην Αμερική, γαλουχήθηκαν και οι δικοί μας πρωταγωνιστές. Στην αρχή ήταν ο Frank Navetta και ο κολλητός του φίλος Dave Nolte των οποίων το ψάρεμα είχε γίνει η καθημερινή τους διέξοδος, η μόνη που μπορούσε να τους απομακρύνει από τη μιζέρια και τη ρουτίνα που τους περιέβαλε. Το ψάρεμα και συνάμα η αγάπη τους για την κιθάρα, το όργανο που έγινε το ιδιαίτερο φετίχ τους στα δύσκολα παιδικά χρόνια που περνούσαν. Την παρέα θα συμπληρώσει ένας ακόμη δεκαπεντάχρονος νεανίας, ψαράς και αυτός, ο Bill Stevenson που στις τελείως ερασιτεχνικές πρόβες αυτού του κάτι σαν γκρουπ, θα αναλάβει χρέη ντράμερ. Αυτό που έμενε για να συμπληρωθεί το καρέ των άρτι επονομασθέντων Descendents, ήταν φυσικά η προσθήκη ενός τραγουδιστή που θα μπορούσε να βάλει λόγια στις μισο-έτοιμες συνθέσεις των υπολοίπων. Αντ’ αυτού βρήκαν έναν τύπο, τον Tony Lombardo, με σχεδόν τη διπλάσια ηλικία τους, τον έβαλαν στην παρέα τους και έγινε ο μπασίστας που δεν έψαχναν.

Στα μέσα του 1978 αποχωρεί ο Nolte για να βρει τα αδέλφια του στους The Last, ένα αρκετά παραγνωρισμένο αλλά σημαντικό συγκρότημα της γενικότερης punk rock σκηνής του Λος Άντζελες, με αρκετά μεγάλη δισκογραφία και τουλάχιστον ένα πολύ καλό άλμπουμ το ‘L.A. Explosion’, ένα συγκρότημα που όμως ποτέ δεν έγινε το σούπερ όνομα, παραμένοντας σεμνό και σε πιο cult καταστάσεις. Έτσι, οι Descendents, ως τρίο πλέον και χωρίς ακόμη να έχουν ανακαλύψει τον πολυπόθητο τραγουδιστή, κυκλοφορούν το πρώτο τους single “Ride The Wild/It’s A Hectic World” στη δική τους δισκογραφική Orca Records, ονομασία που δόθηκε προς τιμήν του ψαροκάικου του Stevenson με το ίδιο όνομα.

Το δισκάκι βγήκε στα μέσα του 1979 και τον ρόλο τραγουδιστή, αφού δεν υπήρχε κανονικός, στο μεν ‘Ride The Wilde’ παίζει ο Frank Navetta, στο δε ‘It’s A Hectic World’ ο Tony Lombardo. Καταφανέστατες οι επιρροές από την περιοχή και το κλίμα της εποχής, μία ανάμειξη new wave με surf punk, ένα μουσικό υβρίδιο που μέσα του βρίσκει κανείς ακούσματα που ξεκινούν από Undertones και φτάνουν ως τους Devo, αλλά πολύ περισσότερο θυμίζει τις πρώτες μέρες των The Last. Σημαντικό ρόλο στο τελευταίο παίζει φυσικά και η ανάμιξη των αδελφών Nolte στην παραγωγή του single, ενώ όπως και να ‘χει, θα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό το φοβερό που θα ακολουθήσει με την είσοδο του διαμορφωτή τους Milo Aukerman.

Ο Milo ήταν το καμάρι του σχολείου, ο πιο καλός ο μαθητής, ένας “nerd”, σπασίκλας για τους πιο πολλούς, νιουγουεβάς τότε, που άλλαξε τους μουσικούς του προσανατολισμούς βλέποντας τους X πάνω στη σκηνή. Όταν βγήκε ο Stevenson στη γύρα να πουλήσει το σινγκλάκι, αυτός το αγόρασε, ενθουσιάστηκε με αυτό τόσο, που ζήτησε από τον Stevenson να παραβρεθεί σε κάποια πρόβα του γκρουπ. Τον καιρό εκείνο πίσω από τα μικρόφωνα υπήρχε μία κοπέλα η Cecilia Loera που γρήγορα όμως αποδείχτηκε πως δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία των αγοριών και αποχώρησε. Έτσι χωρίς περαιτέρω συζητήσεις ο Navetta χρήζει διάδοχό της τον Milo και ταυτόχρονα αλλάζει τον ρου όχι μόνο του γκρουπ, που αν δεν ήταν αυτός ίσως θα συνέχιζε παίζοντας surf-pop και new wave, αλλά και ολόκληρης της hardcore σκηνής με αυτό που θα παρουσίαζε.

Η πρώτη κυκλοφορία των Descendents με τον Milo πλέον στα φωνητικά είναι το EP “Fat” το καλοκαίρι του 1981. Αυτό, βγήκε στη New Alliance τη δισκογραφική των μελών των Minutemen, ενώ την παραγωγή του ανέλαβε ίσως το πιο “hot” όνομα εκείνης της εποχής στο χώρο του πρώιμου hardcore, ο κος Spot, υπεύθυνος για τη διαμόρφωση του ήχου συγκροτημάτων όπως οι Black Flag, οι Husker Du και οι Minutemen.

Το “Fat” EP περιέχει πέντε υπερηχητικές ρουκέτες που εκτελούνται συνολικά σε μόλις τέσσερα λεπτά, με το ένα μάλιστα εξ’ αυτών να καλύπτει το μισό χρόνο. Ήχος ορμητικός και φουριόζος, απλά τραγούδια, κοφτά, γρήγορα και επιθετικά, τραγούδια που μιλούν για βόλτες με ψαροκάικα, κακούς γονείς, παιδικούς έρωτες και γαστρονομικές απολαύσεις. Καμιά σχέση με το προηγούμενο σινγκλάκι, οι Descendents με το “Fat” ξεκινούν τον δικό τους κύκλο στο hardcore ακολουθώντας τα βήματα των γειτόνων τους της διπλανής παραλίας Black Flag (οι οποίοι όσο περνούσε από το χέρι τους τούς βοηθούσαν και συναυλιακά), αλλά και των άλλων εκκολαπτόμενων συναδέλφων τους, όπως των Red Cross και Circle Jerks. Αν υπάρχει όμως κάτι που τους διαφοροποιεί από τους προαναφερθέντες, εκτός από την ποπ χροιά και τα μελωδικά στοιχεία που διαφαίνονται μέσα στα τραγούδια τους, είναι η έλλειψη πολιτικού περιεχομένου στα τραγούδια τους, κάτι που πολλές φορές σχολιαζόταν αρνητικά, ειδικότερα από τους πιο πολιτικοποιημένους του χώρου.

Ένα ακόμη τραγούδι τους στο ίδιο πάνω κάτω ύφος με το EP, είναι και το ‘Global Probing’, το οποίο θα μπει στη σπουδαία συλλογή ‘Chunks’ της New Alliance, μια συλλογή που προσπαθεί να περιλάβει όλη την ανερχόμενη punk και experimental σκηνή της δυτικής ακτής με συγκροτήματα όπως οι Black Flag, οι Minutemen, οι Stains, οι Saccharine Trust και μερικοί άλλοι.

Το καλοκαίρι του 1982 βγαίνει το πρώτο LP των Descendents και πάλι στη New Alliance. Ήταν το “Milo Goes To College”, τίτλος που παραπέμπει στην απόφαση του Milo να αφήσει το γκρουπ για να πάει να σπουδάσει βιολογία. Η δε καρικατούρα του στο εξώφυλλο έγινε με το πέρασμα των χρόνων το σήμα κατατεθέν του γκρουπ, ενώ και στο οπισθόφυλλο υπάρχει η έγγραφη αναφορά των τριών υπολοίπων σε αυτό το γεγονός, σαν ένα είδος επικήδειου όχι μόνο για τον Milo, αλλά και για το ίδιο το συγκρότημα.

Το ‘Milo Goes To College’ συνεχίζει τη διαδρομή που χάραξε το ‘Fat’ EP, προσφέροντάς μας δεκαπέντε τραγούδια σε λιγότερο από είκοσι τρία λεπτά. Άψογος συνδυασμός hardcore ταχυτήτων επηρεασμένων και πολύ κοντά στο ύφος των Black Flag και των Germs, μα πλασαρισμένο με γλυκές ποπ μελωδίες και πιασάρικα ρεφραίν. Οι συνθέσεις προέρχονται και από τους τέσσερις μουσικούς, με τον καθένα να αναφέρεται στα δικά του ξεχωριστά βιώματα και με στίχους που μιλούν άλλοτε για αποτυχημένους έρωτες και αγάπες που δεν στέριωσαν, άλλοτε για ανάξιους γονείς μα και απροσάρμοστα παιδιά και φύτουλες μαθητές, και άλλοτε φυσικά για ψαρόβαρκες και για φαγητό, φυσικά αυτό της πιο χαμηλής ποιότητας.

Παρόλη τη μικρή του διάρκεια έφτανε και περίσσευε για να γίνει δίσκος αναφοράς και να ορίσει ένα διαφορετικό είδος, αυτό του pop hardcore, που παίρνει στοιχεία από τη ζωντάνια και την ενέργεια των Alley Cats, και τα συνδυάζει με την οργή και την επιθετικότητα των Black Flag και των άλλων ομοειδών τους. Ορίζεται δε και ως ένας από τους καλύτερους της γενιάς του, αν και πάλι αποφεύγει να καταπιαστεί με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που ταλάνιζαν την εποχή, ενώ και η ηθικολογία του στις μέρες μας θα ξεσήκωνε αρκετής αρνητικής κριτικής, ίσως σε κάποια σημεία του θεωρούνταν ακόμη και ομοφοβικός, σίγουρα πάντως όχι πολιτικά ορθός.

Αμέσως μετά την ηχογράφηση και πριν την κυκλοφορία του δίσκου, ο Milo φεύγει για το κολλέγιο όπως είχε προαναγγείλει, με τους υπόλοιπους να συνεχίζουν για ένα διάστημα με τον Ray Cooper κιθαρίστα των Swa του Dukowski στη θέση του, αλλά σιγά σιγά και με την αποχώρηση και του Navetta το γκρουπ μπήκε σε απραξία. Ο τελευταίος όπως λέει ο θρύλος, έκαψε όλα του τα μουσικά υπάρχοντα και έφυγε μακριά από την αγαπημένη του παραλία για να αναζητήσει την τύχη του αλλού ως επαγγελματίας πια ψαράς.

Εξ’ αιτίας των τελευταίων γεγονότων οι Descendents, αν και δεν διαλύονται επίσημα, αναστέλλουν τις δραστηριότητές τους με τον Stevenson να μπαίνει στους Black Flag στη θέση του Robo, καθώς ο Κολομβιανός ντράμερ τους έχοντας προβλήματα με τη ληγμένη βίζα του αναγκάζεται να γυρίσει στην πατρίδα του. Με τους Black Flag ο Stevenson λαμβάνει μέρος στις εξουθενωτικές συναυλίες που πραγματοποίησαν, όπως επίσης και σε όλη τη δισκογραφία, μέχρι και τη διάλυση τους. Επιστρέφοντας, συνηθισμένος στη ζωή του δρόμου με τους Black Flag, επιχειρεί να κάνει το ίδιο με τους Descendents. Πέφτει όμως σε τείχος τεμπελιάς και διαφορετικών προτεραιοτήτων από τους υπόλοιπους και έτσι η περιοδεία αναβάλλεται.

Και ενώ όλα αυτά τα γεγονότα βρίσκονταν σε εξέλιξη, η New Alliance μαζεύει όλες τις προηγούμενες αποτυπωμένες σε βινύλιο κυκλοφορίες του γκρουπ πλην του LP και τις κυκλοφορεί στο έξυπνο και χρήσιμο “Bonus Fat” στις αρχές του 1985 και λίγο πριν την επιστροφή του Milo από το κολέγιο.

Αυτή η επιστροφή βρίσκει τον Stevenson ακόμη καυτό από την συμμετοχή του στις απανωτές κυκλοφορίες των Black Flag, και επιχειρείται (βιαστικά η αλήθεια είναι) μια νέα αρχή, αρχικά μόνο δισκογραφική. Ο Cooper μεταφέρεται στην κιθάρα και κάπως έτσι βγαίνει το δεύτερο άλμπουμ των Descendents, το “I Don’t Want To Grow Up” και πάλι στη New Alliance.

Ο δίσκος βγήκε την άνοιξη του 1985 και περιέχει κάποιες συνθέσεις του Stevenson που δεν ταίριαζαν στο τότε ύφος των Black Flag, αλλά υπάρχει για μία ακόμη φορά και η συμβολή των υπολοίπων και στα δεκατέσσερα τραγούδια του άλμπουμ, μη εξαιρουμένου ακόμη και του Navetta.

Και εδώ οι Descendents συνδυάζουν άψογα και πάλι τον pop punk συναισθηματισμό με τη hardcore σχιζοφρένεια, ο ρυθμός εξακολουθεί να είναι γρήγορος, άκρως μελωδικός, καταφέρνοντας με θαυμαστή ακρίβεια να ακροβατεί στο δύσκολο μεταίχμιο εκεί που οι πρώιμοι Black Flag συναντούν τη γκαραζοπόπ αισθητική των Beach Boys. Πέρα όμως από αυτή την καλαίσθητη και απολαυστικά πρωτοποριακή μουσική πλευρά, υπάρχει και η στιχουργική. Εδώ υπάρχουν πολλές ενστάσεις για τη θεματολογία της. Κάποιοι θα πουν πως ακόμη παιδιαρίζουν, πως είναι ανώριμοι και πως δεν μπορούν να διαχειριστούν τις αλλοπρόσαλλες ιδέες τους, ή ίσως δεν τους ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις που δημιουργούν. Έτσι, την ίδια στιγμή που υπάρχουν τουλάχιστον τρία σεξιστικά τραγούδια (‘Pervert’, ‘No FB’, ‘GCF’), την ίδια στιγμή βγάζουν έντονο συναισθηματισμό (‘Can’t Go Back’), ή γίνονται άκρως ερωτικοί (‘In Love This Way’). Την ίδια στιγμή που παιδιαρίζουν (‘I Don’t Want To Grow Up’), σοβαρεύουν και δείχνουν μία ανέλπιστη ωριμότητα (‘My World’). Μπερδεμένοι ή όχι, ξεδιπλώνουν και πάλι το ταλέντο τους προσφέροντάς μας και δύο τραγούδια που πραγματικά απογειώνουν τον δίσκο (‘Silly Girl’ και ‘Good Good Things’), δύο τραγούδια ικανά να εκπαιδεύσουν μια ολόκληρη γενιά νέο-πανκς στυλ Green Day και Offspring και να την κάνουν εκατομμυριούχα.

Για να προωθήσει τον δίσκο ο Stevenson θέλησε να κάνει μία αμερικάνικη περιοδεία, η οποία ουσιαστικά θα ήταν και η πρώτη του γκρουπ. Μετά από τόσα χρόνια αναμονής, για πρώτη φορά το πολυπληθές κοινό τους έξω από την Καλιφόρνια θα είχε την ευκαιρία να τους απολαύσει. Η άρνηση όμως του Lombardo ν’ ακολουθήσει τους χαλάει για μία ακόμη φορά τα σχέδια. Μη ξεχνάμε πως ο Lombardo όταν δημιουργήθηκε το γκρουπ ήταν στα τριάντα τέσσερά του τη στιγμή που οι υπόλοιποι ήταν δεκαπεντάχρονοι. Με σταθερή πρωινή δουλειά και υποχρεώσεις οικογενειακές που έτρεχαν, ήταν φυσιολογικό (αν και αργότερα το μετάνιωσε), να παραμείνει στην ασφάλεια της κανονικής ζωής από το να τρέχει με ένα μάτσο σχολιαρόπαιδα πάνω κάτω την χώρα. Η πολυπόθητη περιοδεία τελικά πραγματοποιείται με τον Doug Carrion στη θέση του Lombardo, έναν ακόμη συμμαθητή των Stevenson και Aukerman.

Τελειώνοντας την περιοδεία οι Descendents μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του τρίτου τους LP. Είναι το “Enoy!” του 1986, ένα άλμπουμ που σε μια πρώτη ανάγνωση μπορεί να εκληφθεί και ως άλμπουμ παρωδία.

Ξεκινώντας από τη ζωγραφιά του επονομαζόμενου Scoob Droolins που δεν είναι άλλος από τον Cooper με το χαρτί υγείας στο εξώφυλλο, πηγαίνοντας στο οπισθόφυλλο με την αποδόμηση των τίτλων των τραγουδιών και τη αντικατάστασή τους με θεματολογία τουαλέτας, και φτάνοντας σε αυτά καθ’ αυτά τραγούδια όπως το σχεδόν αντιαισθητικό ‘Enjoy’ ή το ειρωνικό ‘Hurtin’ Crue’, εκεί όπου διακωμωδείται η λογική του heavy metal και ειδικότερα το γκρουπ που βγαίνει από τα συμφραζόμενα του τίτλου.

Κατά τα άλλα υπάρχουν τα γνωστά τους pop punk ξεσπάσματα όπως το ‘80’s Girl’ που δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, τα ‘Cheer’ και ‘Get The Time’ που θυμίζουν τους παλιούς καλούς Descendents, ενώ υπάρχει και μία αλλαγή φιλοσοφίας ως προς τη διάρκεια με το σχεδόν οκτάλεπτο ‘Days Are Blood’ που λες και βγήκε από τη δεύτερη πλευρά του ‘My War’, με τον Aukerman αποτυχημένα η αλήθεια είναι, να προσπαθεί να τραγουδήσει σαν τον Rollins. Υπάρχει και σαν ρουτίνα πια και ένα αριστουργηματικό, το εξαίσιο ‘Sour Grapes’, ενώ για πρώτη και τελευταία φορά διασκευάζουν τραγούδι, το ‘Wendy’ των Beach Boys, σε μία σίγουρα αρκετά καλή εκτέλεση.

Αμέσως μετά την ηχογράφηση του ‘Enjoy!’ οι Cooper και Carrion αποχωρούν, με τον τελευταίο να παίζει και με τους Dag Nasty του Brian Baker των Minor Threat, ενώ ο Cooper αποτραβήχτηκε από τη μουσική σκηνή, για να κάνει ένα μικρό πέρασμα σε αυτή συνοδεύοντας τον Lombardo μία δεκαετία μετά στους Spiffy.

Με τον Stevenson και τον Milo να έχουν απομείνει μόνοι πλέον στο γκρουπ, μια νέα εποχή ξημέρωνε για τους Descendents. Το γκρουπ χρειάζονταν νέους μουσικούς και μια επανεκκίνηση για να βγει ακόμη πιο δυνατό. Οι μεταγραφές δεν άργησαν να γίνουν και δεν θα μπορούσαν να είναι πιο επιτυχημένες. Στη θέση των Cooper και Carrion θα μπουν αντίστοιχα δύο φιλαράκια οι Stephen Egerton και Karl Alvarez και θα δώσουν μια νέα πνοή στο γκρουπ, μία στιβαρότητα και σίγουρα ένα πιο σοβαρό προφίλ, χωρίς παράλληλα να χάσουν στο ελάχιστο την φρεσκάδα και την ποπ ανεμελιά τους.

Πρώτη κυκλοφορία των Descendents με τη νέα σύνθεση είναι το LP “All” στις αρχές του 1987. Αυτό βγαίνει στην SST που εντωμεταξύ μετά το θάνατο του D. Boon είχε εξαγοράσει τη New Alliance.

Το ‘All’, αν και δεν είναι ότι καλύτερο είχαν παρουσιάσει ως τότε, θεωρητικά είναι το πιο σοβαρό και πιο κατασταλαγμένο άλμπουμ τους, λίγο παράξενο με την πολυπλοκότητά του, οπωσδήποτε διαφορετικό από τις προηγούμενες δουλειές τους, με το φάντασμα των τελευταίων ημερών των Black Flag να πλανάται συχνά πάνω του. Ίσως να παραξενεύει με την ασυμμετρία του, με τα διαφορετικά επίπεδα ρυθμών που ακολουθεί, που άλλοτε κινούνται στις γνωστές ταχύτητες που τους είχαμε συνηθίσει, άλλοτε όμως πατάνε χειρόφρενο και αρχίζουν και γίνονται βαρύγδουπα και σαφώς πιο συγκρατημένα.

Η μεταγραφή του Alvarez με το καλημέρα βγάζει τα λεφτά της με το ευφυέστατο Coolidge, ενώ και τα πολύ καλά ‘Pep Talk’ και ‘Cameage’ συντηρούν τη μεγαλοπρέπεια του γκρουπ. Από την άλλη, υπάρχει μια τετράδα τραγουδιών όπως το ‘Van’, το ‘Impressions’, το ‘Iceman’ και ειδικότερα το ‘Schizophrenia’ που είναι μακριά από τον χώρο ευθύνης τους και μοιάζουν στην καλύτερη σα να βγήκαν ή από το ‘In My Head’ των Black Flag, ή σα να τους κυρίευσε το φάντασμα των Minutemen και τους οδήγησε στα άκρως επικίνδυνα και δυσκολονόητα για αυτούς που δεν το έχουν art-jazz-experimental-hardcore μονοπάτια. Φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει και το καθιερωμένο αριστούργημα που εδώ τιτλοφορείται ‘Clean Sheets’ και δείχνει πως όσοι Bad Religion, όσοι NOFX και να βγουν, αυτοί είναι και παραμένουν οι βασιλιάδες του pop hardcore.

Μετά τις συναυλίες προώθησης του ‘All’, ο Milo εγκαταλείπει και πάλι τους Descendents για να κάνει τώρα πια και το διδακτορικό του στη βιοχημεία. Με την αποχώρησή του ξεπετάγεται ένα νέο project, αυτό των “All”. Οι Stevenson, Alvarez και Egerton αντί να διαλύσουν τους Descendents φτιάχνουν ένα νέο γκρουπ, με νέο τραγουδιστή τον Dave Smalley, κρατώντας καβάντζα τους Descendents όταν και αν επέστρεφε ποτέ ο Milo. Πλάκα στην πλάκα οι All με την πάροδο των χρόνων αποδείχτηκαν αξιοπρεπέστατοι, έφτιαξαν μια μεγάλη και σημαντική δισκογραφική καριέρα και κατάφεραν να επιζήσουν και να πορευτούν ακόμη και παράλληλα με τους Descendents, σαν το δίδυμο αδελφάκι του με διαφορετικούς τραγουδιστές.

Και ενόσω οι εναπομείναντες Descendents περίμεναν μία ακόμη φορά τη νύφη να επιστρέψει στο σπιτικό της, η SST, μανούλα σε κάτι τέτοια, κυκλοφορεί σε CD τη συλλογή “Two Things At Once”, η οποία περιέχει όλο το ‘Bonus Fat’ και όλο το ‘Milo Goes to College’ μαζί, για να εκμεταλλευτεί όλο το αγοραστικό νεαρόκοσμο που τότε άρχισε να ανακαλύπτει το γκρουπ. Και δεν έμεινε μόνο σε αυτό καθώς τη διετία που οι All έχτιζαν το δικό τους προφίλ, έβγαλε δύο live άλμπουμ, το “Liveage” του 1987 και το “Hallraker” του 1988. Και τα δύο προέρχονται από την τελευταία περιοδεία των Descendents τη λεγόμενη FinALL Tour, την αποχαιρετιστήρια πριν τη φυγή του Milo, με το μεν Liveage να μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ένα τύποις Greatest Hits, αφού περιλαμβάνει όλες τις κατά κάποιο τρόπο επιτυχίες τους, με το ‘Hallraker’ να έχει (όπως και το “Ballot Result” των Minutemen) αυτά που ζήτησε ο κόσμος να μπουν. Από μουσική άποψη, και τα δύο είναι μοναδικά, καταφέρνουν και απογειώνουν όλη την ενέργεια και τη δυναμική τους, με το δίδυμο Alvarez κα Egerton με εκπληκτική συνοχή να εκτοξεύουν τα παλαιότερα τραγούδια με το πιο τεχνικό τους παίξιμο και με τον Stevenson πια να αποδεικνύει πως δικαιωματικά ανήκει πλέον στην αφρόκρεμα των ντράμερ του αμερικάνικου punk.

Η SST το τερματίζει με την εκμετάλλευση του γκρουπ βγάζοντας το 1991 τη συλλογή “Somery”. Όχι βέβαια πως χαλάει και κανέναν κάτι τέτοιο, καθώς τι καλύτερο από το να βρίσκονται μαζεμένα από το ‘Bonus Fat’ μέχρι και το ‘All’ τα καλύτερα τραγούδια των Descendents σε έναν διπλό δίσκο. Αποτέλεσε μάλιστα και τη μεγαλύτερη ως τότε εμπορική τους επιτυχία, με όλους τους νεοσσούς οπαδούς του γκρουπ να τρέχουν να το αγοράσουν.

Όμως υπήρχε ένα αξεπέραστο πρόβλημα. Μπορεί οι All να είχαν την πορεία τους, μπορεί ο ένας δίσκος που έβγαζαν να ήταν καλύτερος από τον προηγούμενο, μπορεί να είχαν χτίσει ένα καλό όνομα, πάντα όμως το φάντασμα του Milo πλανιόταν από πάνω τους σα σκιά και τους αποκαθήλωνε. Η σύγκριση Descendents ή All τους ακολουθούσε πάντα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο κόσμος σε συναυλία των All φώναζε ρυθμικά το όνομα του Milo, φέρνοντας η αλήθεια είναι σε δύσκολη θέση το γκρουπ και ιδιαίτερα τον εκάστοτε τραγουδιστή τους, τον Smalley, τον Scott Reynolds, ή και αργότερα τον Chad Price.

Ο άσωτος υιός Milo καταξιωμένος πλέον βιοχημικός και μέλος σε ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως ερευνητικά κέντρα, κάνει τελικά τη διθυραμβική επιστροφή του το 1995. Ενόσω αυτός έλειπε, η φήμη των Descendents είχε εκτοξευθεί φτάνοντας στα όρια του θρύλου. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός πως στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα το αμερικάνικο punk rock πήρε και πάλι τα πάνω του. Συγκροτήματα όπως οι Rancid, οι Alkaline Trio, οι Less Than Jake και πολύ περισσότερο οι Offspring και οι Green Day, αναζωογόνησαν το είδος, όχι πάντα με τις καλύτερες προθέσεις. Σημαντικό ποσοστό σε αυτή την αναβίωση οφείλονταν και στους Descendents, είδωλα ως ένα σημείο των παραπάνω και αν όχι, σημαντικότατη επιρροή. Μέχρι και tribute άλμπουμ προς τιμήν τους βγήκε, τη στιγμή που ο Stevenson θεωρούνταν πια εξέχουσα προσωπικότητα της σκηνής, στο ύψος ενός Biafra, ενός Shithead ή ενός Mould.

Ο δίσκος επιστροφής ονομάστηκε “Everything Sucks” και κυκλοφόρησε το 1996 από την αρκετά mainstream εταιρία για την punk rock φιλοσοφία, Epitaph. Είναι ένας δίσκος που αν θέλει κανείς να βρει κάτι θετικό σε αυτόν είναι η αποβολή των εξεζητημένων και περίπλοκων συνθέσεων που είχαν εξουθενώσει το ‘All’, και η προσήλωση των τραγουδιών στο μονόδρομο του pop punk, ακριβώς όπως χαράχτηκε από τους Bad Religion και διαμορφώθηκε σε μία πιο εύπεπτη μορφή από τους Green Day. Εδώ όμως προκύπτει ένα θέμα. Οι Descendents δίδαξαν στους Green Day την τέχνη, οι τελευταίοι την εξέλιξαν, λείαναν τις γωνίες, τις έκαναν πιο εύπεπτες και τώρα οι ίδιοι ακολουθούν τις μουσικές κατευθύνσεις των μαθητών τους, ουσιαστικά βγάζοντας ένα βελτιωμένο “Dookie”, χωρίς φαντασία, χωρίς την τρέλα που τους διέκρινε, ή έστω το χιούμορ που τους χαρακτήριζε. Μόνο στις λίγες καλές στιγμές του δίσκου καταφέρνουν και δείχνουν τις πραγματικές τους δυνατότητες, όπως για παράδειγμα στο σπινταριστό ‘Coffee Mug’, αυτόν τον απόλυτο μισόλεπτο ύμνο στον καφέ που για χρόνια αποτέλεσε το ένα και μοναδικό δικό τους ναρκωτικό, στο χειμαρρώδες ‘Everything Sux’ και στο εκλεπτυσμένο ποπ διαμαντάκι ‘I’m The One’. Στα επίσης θετικά του δίσκου η φιλική συμμετοχή των δύο παλιόφιλων Tony Lombardo και Frank Navetta που μετά από χρόνια ξανασμίγουν με τους υπόλοιπους και δίνουν το στίγμα τους σε δύο κομμάτια, ενώ και ο Chad Price ο τη στιγμή εκείνη τραγουδιστής των All, κάνει κάποια δεύτερα φωνητικά, στα πλαίσια της μίας ευτυχισμένης οικογένειας Descendents/All.

Ο δίσκος ακολουθώντας και το πνεύμα της εποχής πούλησε καλά, πλέον οι Descendents είχαν πάρει ένα αρκετά μεγάλο μερίδιο από την αναβίωση του punk, φτάνοντας στο νούμερο 132 του Bilboard. Έβγαλε μάλιστα και το single “I’m The One” με το ομώνυμο και το ‘Everything Sux’, δύο από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, που συμπληρώνονται από τα ακυκλοφόρητα ‘Lucky’ και ‘Shattered Milo’, ενώ λίγο μετά βγαίνει και το single “When I Get Old/Gotta, Sick-O-Me”.

Με το Everything Sucks παραμάσχαλα για πρώτη φορά ταξιδεύουν και στην Ευρώπη, εκεί που η αυτού διασημότητά τους πλέον τους επέτρεπε να είναι από τους κράχτες των φεστιβάλ, ώσπου και πάλι ο Milo αποφασίζει πως η ανθρωπότητα τον χρειάζεται περισσότερο και πως έπρεπε οι όποιες εξελίξεις πάνω στα ‘rna’, τα ‘dna’ και τα άλλα ακαταλαβίστικα να περάσουν και από τα χέρια του, φυσικά για το καλό μας, αφήνοντας τους υπόλοιπους να περιφέρονται με τους All.

Εντωμεταξύ η Epitaph μυρίζεται εύκολο χρήμα και βγάζει το 2001 το “Live Plus One” σε διπλό CD που το ένα περιλαμβάνει υλικό των All και το άλλο υλικό από συναυλίες των Descendents από το μακρινό 1996 και την Everything Sucks Tour.

Η συνεργασία με την Epitaph διακόπτεται, το γκρουπ υπογράφει στην άλλη «μεγάλη» Αμερικάνικη punk rock εταιρία την Fat Wreck Chords, ο Milo ξαναμανά επιστρέφει και νέο ξεκίνημα με ένα ακόμη μικρό αριστουργηματάκι, το αρκετά πολιτικοποιημένο για τους ίδιους “Merican”, με τέσσερα κομμάτια, τα Nothing With You, ’Merican, Here With Me και I Quit.

Ακολουθεί το LP “Cool To Be You” του 2004, οχτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ‘Everything Suck’, ένα κατεξοχήν pop punk άλμπουμ, ένα βήμα ακόμη πιο κοντά στον ήχο των Green Day, διασκεδαστικό, εύπεπτο και εύκολο στην ακρόαση σαν background, χωρίς να προσφέρει όμως τίποτα το ιδιαίτερο στην ιστορία του γκρουπ, αλλά και χωρίς να μπορεί να κατακριθεί από κανέναν.

Δυστυχώς δυο χρόνια πριν κλείσει η δεκαετία, τον Οκτώβριο του 2008 ο πρώην κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος των Descendents, Frank Navetta θα πεθάνει από επιπλοκές του διαβήτη. Το πλήγμα μεγάλο όχι μόνο για το γκρουπ, του οποίου παρέμενε καλός φίλος, αλλά γενικότερα και για όλο τον χώρο του Αμερικάνικου punk, καθώς ο Navetta ήταν από τους πρώτους μουσικούς στη δυτική ακτή που ξεκίνησαν να παίζουν punk rock, πριν αυτό εξαπλωθεί αργότερα σε ολόκληρη την ήπειρο. Την ίδια χρονιά και ο Stevenson είχε τα δικά του προβλήματα καθώς διαγνώστηκε με όγκο στο κεφάλι και υποβλήθηκε ευτυχώς σε επιτυχημένη εγχείρηση δύο χρόνια μετά, από χειρουργό μάλιστα μεγάλο φαν των Black Flag.

Με τα χρόνια να περνούν και το γκρουπ να έχει καταξιωθεί πλέον στη συνείδηση του κοινού και να θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα punk rock συγκροτήματα, φτάνουμε στο 2013 χρονιά κατά την οποία βγαίνει το εξαιρετικό “Filmage: The Story Of Descendents/All”, το ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την ιστορία του γκρουπ, ενώ η μεγάλη επιστροφή έρχεται το 2016, δώδεκα ολόκληρα χρόνια μετά το Cool To Be You, με το LP “Hypercaffium Spazzinate” και πάλι στην Epitaph.

Ο Milo πλέον έχει παρατήσει οριστικά την αποστολή του να σώσει τον κόσμο από τους ιούς και τις αρρώστιες και αφοσιώνεται αποκλειστικά πλέον στο ρόλο του punk rock star, παραδίδοντάς μας μαζί με τους Stevenson, Alvarez και Egerton επιτέλους ξανά έναν δίσκο, αντάξιο των προσδοκιών και της αναμονής όλων αυτών των χρόνων.

Δεκαέξι τραγούδια σε μόλις κάτι παραπάνω από μισή ώρα, στο γνωστό μοδάτο πια ποπ punk στυλ όπως αυτό διαμορφώθηκε την τελευταία δεκαετία, με τον Aukerman σε μεγάλα φωνητικά κέφια να χρησιμοποιεί την τραγουδιστική του εμπειρία και να προσδίδει μια απαράμιλλή δυναμική στα τραγούδια που είναι εκρηκτικά, γρήγορα μα όχι βιαστικά, ενώ οι άρτιοι πλέον μουσικοί, δάσκαλοι στο pop hardcore, βγάζουν όλη τη μαεστρία τους στις σφριγηλές και σφιχτοδεμένες συνθέσεις τους. Οι στίχοι ως συνήθως αποστασιοποιούνται των πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων, για μία ακόμη φορά αναφέρονται σε προσωπικά βιώματα που τώρα, με το πέρασμα των ετών, αλλάζουν ρότα και ενώ παλιά τραγουδούσαν για καταπιεστικούς γονείς και άτρωτα νιάτα, τώρα, στα γεράματα οι ίδιοι, όντας οικογενειάρχες, μιλούν για πατρικές έγνοιες και χάσματα γενεών, για τις κακουχίες της ζωής και τις αρρώστιες που αντιμετώπισαν, για τους χαμούς των παλιών φίλων, για τις ανεξίτηλες σχέσεις, ενώ το πνευματώδες χιούμορ τους δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από αυτό τον δίσκο, αυτή τη φορά με το ‘No Fat Burger’, την παρωδία του παλαιότερού τους ‘I Like Food’, στο οποίο και τρολάρουν τις παλιές «θανατηφόρες» συνήθειες που κατέστρεψαν την υγεία τους.

Με το ‘Hypercaffium Spazzinate’ οι Descendents κατάφεραν και έκαναν τη μεγάλη επιστροφή σε ένα πέρα ως πέρα θετικό δίσκο, που ίσως να μην έχει το τραγούδι κράχτη, αλλά μπορεί και κρατάει το ενδιαφέρον του ακροατή από την πρώτη ως και την τελευταία στιγμή.

Μέχρι και σήμερα οι Descendents παραμένουν ενεργοί (οι Stevenson και Egerton παίζουν στους «σκέτο» Flag), όλοι μαζί λαμβάνουν μέρος σε αρκετά φεστιβάλ και συναυλίες, εξαργυρώνοντας ως ένα σημείο την όποια φήμη τους ως μία ιστορική μπάντα που με το δικό της ιδιαίτερο και ιδιότροπο προφίλ, με μεγάλη δόση χιούμορ και καφεΐνης, διέδωσε και διέσπειρε το punk-hardcore σε όλο τον κόσμο.