Diamanda Galas. Η τραγουδίστρια

Δίσκο δίσκο τον καημό, τον πόνο και το βάσανό της. Μετράει και (συμ)πάσχει ο Αναστάσιος Μπαμπατζιάς

Ντάξει, έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που βγήκε το τελευταίο άλμπουμ της Diamanda Galas αλλά δεν πειράζει γιατί δε θα σας πω μόνο για αυτό, αλλά για όλα της τα έργα. Άσε που δεν είμαι και πολύ μεγάλος φαν της επικαιρότητας. Προτιμώ να μιλάω για τα πράγματα αφού περάσει ο θόρυβος γύρω από αυτά.

Και για αρχικό ξεκαθάρισμα. Δεν είναι gothic η Diamanda Galas, ούτε dark wave ή ότι άλλο παρεμφερές. Καλά αυτό όλοι όσοι ακούν στα σοβαρά μουσική δεν το αναγνωρίζουν απλώς, ούτε καν το σκέφτηκαν ως ενδεχόμενο. Αλλά να, αν πας σε ένα δισκάδικο (από αυτά που έχουν απομείνει τέλος πάντων), το πιο πιθανό είναι να βρεις ακόμα και σήμερα την Diamanda στα προαναφερθέντα sections. Είναι κάπως γελοίο. Πέρα από το ότι ο μουσικός κόσμος της είναι ένας κόσμος ξεχωριστός και εντελώς προσωπικός, θα έπρεπε να είναι πια γνωστό τοις πάσι ότι προέρχεται από ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον από άποψη καταβολών και ύφους. Παρόλο που έχει (καλώς) μπει μέσα στο pop στερέωμα εδώ και πολλά χρόνια, σίγουρα αυτό που κάνει ηχητικά, δεν είναι pop.

Από τα πρώτα βήματά της είναι εμφανές ότι έχει άλλες περγαμηνές. Η φωνή της προέρχεται από τον χώρο της κλασικής μουσικής, μιας σύγχρονης εκδοχής της έστω, αυτής του 20ου αι. αλλά και του αυτοσχεδιασμού. Έχει δουλέψει στα νιάτα της με τον Vinko Globokar, έναν όχι πολύ γνωστό, αλλά πάρα πολύ σημαντικό συνθέτη και έχει «τραγουδήσει» μέχρι και Ξενάκη! Σίγουρα και άλλα που δεν γνωρίζουμε.

Εξελίχθηκε από κει και πέρα σε κάτι πολύ ξεχωριστό. Και νιώθω ότι με το τελευταίο μέχρι στιγμής άλμπουμ της, το “Broken Gargoyles”, έκανε ένα κύκλο, γύρισε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Είναι λοιπόν αυτή μια καλή στιγμή να κάνουμε μια περιήγηση και να εξερευνήσουμε εδώ αυτή την σπουδαία διαδρομή, άλμπουμ προς άλμπουμ.

Η δισκογραφική της παρουσία φαίνεται να αρχίζει το 1979, όταν κυκλοφορεί ο δίσκος του Jim French “ If Looks Could Kill” με τη δική της συμμετοχή δίπλα σε αυτή του σπουδαίου κιθαρίστα Henry Kaiser. Πρόκειται για ένα πρώτο μικρό δείγμα όπου η Diamanda ήδη δείχνει τις φοβερές της φωνητικές δυνατότητες αυτοσχεδιάζοντας με την ανήκουστη για τότε αλλά γνώριμη τώρα πια… λύσσα. Εξαιρετική εκκίνηση.

Το πρώτο πραγματικό χτύπημα όμως είναι το άλμπουμ “Litanies of Satan” του 1982. Είναι έτσι κι αλλιώς σοκ οτιδήποτε κι αν ακούσει κανείς από τη Diamanda Galas όταν έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο της. Αλλά το συγκεκριμένο είναι πραγματικό σοκ, κάθε φορά που θα το ακούσει κανείς. Πάντα. Περιέχει δύο «τραγούδια», τις Λιτανείες του Σατανά που είναι ουσιαστικά μελοποίηση ενός συνταρακτικού ποιήματος του Charles Baudelaire από τα «Άνθη του Κακού» και το ‘Wild Women with Steak-Knives’. Τι να λέμε… τα λένε όλα οι τίτλοι… θα πούμε όμως.

Στις ‘Λιτανείες’ έχουμε να κάνουμε με ένα απίστευτο sound design, πολύ καθαρό και δυνατό που ξυρίζει αυτιά από την αρχή ως το τέλος, τέτοιο που αν ακολουθήσει κανείς τη μόνιμη συμβουλή της Diamanda για τους δίσκους της, να ανεβάζει δηλαδή την ένταση στο τέρμα, ή θα κουφαθεί ή θα γκρεμιστεί το σπίτι. Φυσικά δεν είναι μόνο αυτό. Γιατί μετά είναι και η φωνή. Η φωνή «απαγγέλει» ουσιαστικά το ποίημα. Μια απαγγελία όπως αρμόζει σε ένα τέτοιο ποίημα. Πρέπει να γίνει κανείς δημιουργικός όταν απαγγέλει, να φτιάξει τη φωνή του, να την επεκτείνει, να τη διαπλάσει. Στην συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ουρλιάξει, να «τεμαχίσει», να κλάψει, να ορθώσει ανάστημα, να… σβήσει το σύμπαν. Ναι. Όταν ακούμε αυτό το πράγμα τα φώτα σβήνουν. Νιώθεις όχι την απουσία φωτός στο χώρο, αλλά ότι δεν υπήρξε ποτέ φως στον κόσμο. Η φωνή μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που παρακαλεί τον Σατανά να λυπηθεί την μεγάλη της δυστυχία. Πότε με ουρλιαχτά, πότε με φωνητικές δαιμονικές μεταλλάξεις όπως στην ταινία ‘Εξορκιστής’, πάντα όμως με ρυθμό. Κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό. Μια μικρή απεραντοσύνη, μια σκληρή κοφτερή αιωνιότητα. Ακούς με κομμένη την ανάσα.

Το ‘Wild Women with Steak-Knives’ δεν απέχει πολύ σε ύφος και ένταση αλλά επειδή δεν είναι απαγγελία ποιήματος αναπόφευκτα γίνεται πιο κοφτό και «ξερό». Βάζω τα εισαγωγικά γιατί αυτό σε καμιά περίπτωση εδώ δεν είναι κακό. Πρόκειται για ένα πραγματικά λυσσαλέο φωνητικό κομμάτι αντάξιο του τίτλου του. Ένας in your face φωνητικός χείμαρρος από τους καλύτερους που έχουμε ακούσει από το στόμα της.

Το άτιτλο άλμπουμ της Diamanda στην εταιρία Metalanguage από το 1984 είναι στην ουσία το δεύτερο επίσημο προσωπικό έργο της στη δισκογραφία και συνεχίζει με την ίδια λύσσα. Τη βλέπουμε σε μια εκπληκτική φωτογραφία στο εξώφυλλο, όμορφη με τα μεγάλα φρύδια της και το σκληρό γωνιώδες πρόσωπο με μια έκφραση που δεν δείχνει ότι είναι εδώ για να αστειευτεί και να σαχλαμαρίσει. Κρατά δύο μικρόφωνα δείχνοντας έτσι και κάτι από το περιεχόμενο του δίσκου όπου χρησιμοποιεί διπλές ηχογραφήσεις φωνής δημιουργώντας έναν ορυμαγδό ακόμα πιο μεγάλο και μαξιμαλιστικό. Ένα από τα πολύ δυνατά έργα μέσα στην παντοδύναμη δισκογραφία της.

Το 1986 έρχεται το “The Divine Punishment”. Το πρώτο άλμπουμ μιας τριλογίας με το όνομα “Masque Of The Red Death”. Η Diamanda χτυπά αλύπητα και απανωτά εκείνα τα χρόνια. Αν είναι να μιλάμε για ακτιβισμό στην τέχνη δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αυτά που έκανε η Diamanda Galas στα 80s. Ο αληθινός ακτιβισμός στην τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι δημιουργία. Έργα κραυγές που ξεσήκωσαν το διάλογο. Έργα με θυμό και πίκρα, ποτέ όμως μακριά από την ψυχραιμία που χρειάζεται για να μην χαθούν, για να μην πάψουν να είναι τέχνη μέσα σε αυτόν τον καταγγελτικό θυμό. Το AIDS είναι το θέμα εδώ. Μια έντονη διαμαρτυρία για τους φριχτούς νόμους που ενοχοποιούν τους ομοφυλόφιλους και μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης για τα δεινά των αρρώστων που η κοινωνία τους περιθωριοποιεί και τελικά τους σκοτώνει πριν το κάνει η αρρώστια.

Ο δίσκος αυτός χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τον τίτλο “Deliver Me From Mine Enemies” και η δεύτερη “Free Among The Dead”. Οι ενότητες αυτές περιέχουν ξεχωριστά κομμάτια με τίτλους όπως “This Is The Law Of The Plague”, “Υιατί, Ο Θεός?», “Sono L΄Antichristo”. Χρησιμοποιούνται στίχοι από την Παλαιά Διαθήκη. Οι τεχνικές της Diamanda έχουν πια ωριμάσει. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ήταν απλώς ουρλιαχτά και… σατάνιασμα. Καταρχάς είναι σύνθεση. Και εδώ αυτή η σύνθεση είναι ακριβής με οξύτητα και δυναμική άνευ προηγουμένου. Πέρα από τον δικαιολογημένο ενθουσιασμό (τον έχω ξεπεράσει κιόλας μετά από χρόνια ακροάσεων τούτων των έργων), πρέπει να αντιληφθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα γνήσιο πολύ σημαντικό σύγχρονο οπερετικό έργο. «Είμαι ο Αντίχριστος» απαγγέλει η Diamanda Galas στην τρομερή κορύφωση του. Αυτό το κομμάτι είναι τρία λεπτά ασύλληπτης δύναμης και εκφραστικότητας. Από τις στιγμές που ο όρος εξπρεσιονισμός έχει στ’ αλήθεια κάποιο νόημα.

Στο καπάκι έρχεται το “Saint of the Pit”. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας ‘Mask of the Red Death’ είναι επίσης αριστούργημα. Ακόμα πιο σκοτεινό, πιο εσωτερικό και σχεδόν απόκρυφο, με συμβολισμούς και διάχυτη σπηλαιώδη ατμόσφαιρα (υπάρχει και ένα βιντεοκλίπ που την υπογραμμίζει). Οι συνθέσεις εδώ είναι πέντε και η ατμόσφαιρα επιτυγχάνεται εν μέρει από τη χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου (όχι αληθινό βέβαια, για hammond πρόκειται αλλά δε μας χαλάει καθόλου) και των synthesizers. Η τελευταία σύνθεση με το όνομα «Cris D’Aveugle», είναι μάλλον η δυνατότερη του δίσκου. Όλη αυτή η σκληρή σκοτεινιά προκαλεί ένα αίσθημα τετελεσμένου, μια ηρωική ένταση, μια ατρόμητη στάση απέναντι σε ένα πιθανό τέλος του κόσμου.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας έρχεται το 1988 και λέγεται “You Must Be Certain Of The Devil”. Πρόκειται για το πρώτο άλμπουμ της Diamanda Galas όπου κάνει την εμφάνισή του το rock και αρχίζει πια να φαίνεται πιο καθαρά ότι η Diamanda θαυμάζει και έχει περάσει πολύ χρόνο ακούγοντας blues και gospel. Είναι η αρχή για μια άλλη διακλάδωση στην καριέρα της. Αυτή που θα την στείλει στο pop στερέωμα, έστω κι αν είναι σε ένα ξεχωριστό και ειδικό μέρος του.

Σαν ένα κλείσιμο, μια τελική υπογραφή σε μια δουλειά που την απασχόλησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, είναι η καταγραφή σε δίσκο μιας συναυλίας όπου πρωταγωνιστούν τα περισσότερα από τα παραπάνω. Στο “Plague Mass” που κυκλοφόρησε το 1991 ακούμε την Diamanda Galas σε πλήρη έκσταση, με όλες της τις δυνάμεις να τραγουδά μέσα σε έναν καθεδρικό ναό στην Αμερική. Για πολλούς βλάσφημη, για άλλους ολόλαμπρη μέσα στο έρεβος της εξπρεσιονιστικής μαγείας της. Παίρνουμε μια ιδέα και από τις φωτογραφίες της στο δίσκο. Ημίγυμνη, με τα στήθη έξω, λουσμένη με κόκκινο (σαν αίμα), να προκαλεί θεόυς και δαίμονες. Είχε έρθει τότε και στην Ελλάδα να παρουσιάσει αυτή την performance, αυτή τη φορά στον Λυκαβηττό και όχι σε κάποιο ναό. Δυστυχώς δεν ήμουν εκεί μιας και τότε δεν την ήξερα την κυρία, έμαθα όμως από άλλους χρόνια μετά, ότι επρόκειτο για πολύ σημαντική εμφάνιση. Ε πως αλλιώς!

Για κάποιους ο δίσκος “The Singer” που κυκλοφόρησε το 1992 είναι ο σημαντικότερος της. Εγώ δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να το πω αυτό, όμως πραγματικά πρόκειται για κάτι ξεχωριστό όχι μόνο μέσα στη δισκογραφία της Galas αλλά γενικότερα. Η Diamanda τραγουδάει τα blues. Και κανένας που ασχολείται σοβαρά με τη μουσική, ακόμα και όσοι δεν πείθονται από τα οργιαστικά της τερτίπια, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος που προκύπτει μέσα από την αληθινή αγάπη της για αυτή τη λαϊκή μουσική. Aκόμα και με το εξώφυλλο που φαινομενικά μπορεί να μοιάζει κάπως πρόχειρο με αυτή την (όσο μπορεί να είναι αυτό δυνατόν για την Diamanda) πιο απλή φωτογραφία της (χωρίς δράματα), φαίνεται ότι το πάει και κάπου αλλού. Δηλαδή σε μια λαϊκή φόρμα, καθαρή και δυναμική, χωρίς περιττολογίες και διακοσμήσεις. Αδρά πράγματα, με πιάνο και τραγούδι, με τη χαρακτηριστική της, σχεδόν μαύρη φωνή που είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς. Αυτή η απλότητα έχει δουλέψει εδώ όσο πουθενά αλλού στη δισκογραφία της. Και αυτό είναι από μόνο του επίτευγμα. Φυσικά από τότε, όπως θα δούμε και παρακάτω, έχει επενδύσει σε αυτή την πρακτική με υπέροχα αποτελέσματα αλλά ποτέ με αυτή την καλώς εννοούμενη γύμνια.

Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος πια αλλά το “Vena Cava” μάλλον είναι το πρώτο άλμπουμ της Diamanda Galas που αγόρασα. Κυκλοφόρησε το 1993. Καλύτερα πάντως να μην είναι αυτό το άλμπουμ το πρώτο της που θα ακούσει κανείς. Πρόκειται για το πιο βαθύ, σκοτεινό και δύσκολο έργο της. Είναι κι αυτό άφωτο, μαύρο, ένα βήμα (ή και παραπάνω) πάρα πέρα από το ‘Saint of the Pit’. Νιώθει κανείς ακούγοντας ότι έχει να κάνει με μια Diamanda σε παραλήρημα, να παλεύει πια με δαίμονες εσωτερικούς, με τον ίδιο της τον εαυτό, μέσα σε μια έκσταση που συνορεύει με την τρέλα και την απόγνωση. Μια έκρηξη προς τα μέσα. Εσωστρέφεια. Πάντα οι προσωπικές απώλειες επηρεάζουν τους καλλιτέχνες είτε το συνειδητοποιούν είτε όχι. Η Diamanda σαφώς εντελώς συνειδητά χρησιμοποιεί ως υλικό τον πόνο και την απώλεια για να κάνει την τέχνη της. Τον κραυγάζει τον πόνο της, τον τραγουδά, τον λέει και τον αφήνει να είναι αυτό που είναι. Πόνος. Το ‘Vena Cava’ είναι πόνος. Δεν είναι τραγούδια που μιλάνε για πόνο είναι πόνος τα ίδια (αν μπορούμε να τα πούμε τραγούδια). Μπαίνει μέσα στην ψυχή των «κολασμένων», αυτών που εγκαταλείφθηκαν από την κοινωνία επειδή αρρώστησαν, γίνεται το σώμα τους η ίδια. Το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από απόκοσμο. Για όποιον έχει γερό στομάχι είναι ένα έξοχο δηλητηριώδες κατασκεύασμα που όμως είναι σπουδαία τέχνη. Όπως ήταν και του Baudelaire και άλλων που πήγαιναν στα βαθιά ερέβη της ανθρώπινης ψυχής, με ρίσκο και κόστος. Βαρύ, τρομακτικό, ανατριχιαστικό… αλλά δυνατό και ειλικρινές.

Και φτάνουμε στο “The Sporting Life”. Το 1994 η Diamanda αποφασίζει να κάνει αυτό το άλμπουμ που είναι πια ολοκληρωτικά rock. Πρώτη και τελευταία φορά πάντως. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Μια άποψη για το rock βέβαια όπως μόνο η Diamanda Galas μπορεί να το διανοηθεί, φορτωμένο με blues και gospel και ίχνη ανατολής. Και για να γίνει πράξη αυτή η ιδέα επιστρατεύτηκε ολόκληρος John Paul Jones! Δηλαδή η Diamanda το εννοεί! Φυσικά ο John Paul Jones παίζει μπάσο. Άλλά επίσης παίζει drums και ο Pete Thomas. Έχουμε και λέμε. Ο drummer του Elvis Costello, ο μπασίστας των Led Zeppelin και η αγριοφωνάρα (με την πιο υπέρλαμπρη έννοια) μαζί με το όργανο και το πιάνο, της Diamanda. Χαμός κυρίες και κύριοι. Το ‘Vena Cava’ μπορεί να ήταν το πρώτο άλμπουμ που αγόρασα από τη Diamanda Galas αλλά το «Skotoseme» ήταν το πρώτο κομμάτι που άκουσα και το κομμάτι που ανοίγει το άλμπουμ ‘Sporting Life’. Ήτανε φυσικά αποκάλυψη για μένα. Ξεκινάει ένας βαρύς αμανές της λαδόκολλας και λες «τι παίζει εδώ;» Και μετά από λίγο σκάει στη μούρη σου απότομα η μπασοντραμίλα με την Diamanda να τεμαχίζει τον αέρα στο χώρο με μια φωνή που είναι στο peak των δυνατοτήτων της. Τα χάνεις! Και έχει και πιο πολύ! Τα χάνεις ακόμα περισσότερο στο τελευταίο κομμάτι που λέγεται “Hex” και σημαίνει κατάρα. Και είναι όνομα και πράγμα, μια trance rock κατάρα με ελληνικό στίχο. «Σε μισούσα τόσο πολύ, ήθελα να σε σκοτώσω, το πουλί σου είναι ακόμα πιο κατσιασμένο απ’ ότι το θυμάμαι…», ένας δαιμονικός αμανές. Ένα τοξικό ξόρκι.

Είναι ασταμάτητη. Το 1996 αλλάζει πάλι κατεύθυνση περνώντας ξανά στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό και μάλιστα με εντελώς γυμνό τρόπο. Σόλο φωνή. Μιλάμε για το πιο extreme κατά τη γνώμη μου άλμπουμ της (δηλαδή φαντάσου πόσο χαμός γίνεται), το “Schrei X”. Το άλμπουμ αυτό έχει δύο sections. Η μια είναι στο στούντιο και η άλλη είναι ζωντανά στο σπουδαίο αμερικανικό club με το όνομα Knitting Factory όπου έκαναν συναυλίες οι πιο σημαντικοί εκπρόσωποι της εξωφρενικής avant jazz των 80s και 90s. Χρησιμοποιούνται αποσπάσματα από κείμενα της Παλαιάς διαθήκης, κάποια δικά της, μέχρι και του Θωμά Ακινάτη. Όμως εδώ τα λόγια χωνεύονται εντελώς μέσα στη μουσική, μέσα στο αυτοσχεδιαστικό ντελίριο που αποτελείται από κραυγές (ο τίτλος του δίσκου άλλωστε σημαίνει «Κραυγή» στα γερμανικά), σκουξίματα, κάθε περίεργο ήχο που μπορεί να βγάλει ένα στόμα και ένα λαρύγγι, κλάματα και νευρικά γέλια. Δεν είναι δηλαδή ευδιάκριτα αυτά τα λόγια γιατί η Diamanda Galas Θέλει να εκφράσει αυτά που σκέφτεται και που λέγονται μέσα στα κείμενα με τρόπο συμβολικό, πιο αφαιρετικά, δηλαδή με τη γλώσσα του ήχου, με τη δύναμη των φθόγγων και των ρυθμών που αυτοί μπορούν να υπηρετήσουν. Είναι ένα πραγματικά ακραίο άλμπουμ, τομή για τον φωνητικό αυτοσχεδιασμό, αυτόν που ο Demetrio Stratos εισήγαγε βιωματικά στη σύγχρονη μουσική.

Μετά από δύο χρόνια το 1998 έρχεται το “Malediction And Prayer”. Πάλι αλλάζουν τα δεδομένα. Καμιά σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ. Η Diamanda Galas μαλακώνει λίγο (για τα δικά της μέτρα μιλάμε βέβαια) αλλά και ωριμάζει. Ξαναγυρνά στα τραγούδια. Η ωριμότητα αυτή δεν έχει βέβαια να κάνει με το γεγονός αυτό, τραγούδι δεν σημαίνει αυτομάτως ωριμότητα, ο ήχος της είναι πιο βαθύς και πιο θερμός και αυτό είναι το ζήτημα. Ακούμε να τραγουδάει B.B. King, Son House, Willie Dixon, Mahalia Jackson αλλά και Johnny Cash και Ξαρχάκο! Ναι είναι η πρώτη φορά που ακούμε τη Diamanda Galas να διασκευάζει επίσημα ελληνικό τραγούδι. Ντάξει, είχε προηγηθεί το ‘Hex’ με ελληνικό στίχο στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, αλλά δεν είναι ίδια περίπτωση. Εδώ μιλάμε για το ‘Καίγομαι Καίγομαι’. Ένα πασίγνωστο τραγούδι που προσπαθεί να το πει «κανονικά». Δεν χρησιμοποιεί απλώς τα ελληνικά σαν άλλο ένα στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, εδώ θέλει να πει το τραγούδι, να το υπηρετήσει. Την πρώτη φορά που θα ακούσει κανείς την Diamanda να τραγουδά στα ελληνικά πολύ πιθανόν να μην έχει και την καλύτερη γνώμη. Η προφορά της είναι αυτή ενός ανθρώπου που τα ελληνικά δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Αλλά όμως το ξέρει και δεν την νοιάζει γιατί θέλει να τα πει έτσι όπως τα νιώθει και όπως μπορεί χωρίς να τα «γυαλίσει», χωρίς ψευτοδιορθώσεις που τελικά πιο πολύ θα την απομακρύνουν από το αίσθημα της αλλά και των τραγουδιών που επιλέγει. Είναι γνωστό σε όλους ότι η Diamanda έχει ελληνική καταγωγή και αρχίζει να φαίνεται ότι η καταγωγή της την ενδιαφέρει πάρα πολύ και την αφορά βαθιά.

Ολόκληρος ο δίσκος είναι κάπως έτσι. Όλα τα τραγούδια έχουν αυτή την διάσταση μιας προσωπικής και αλουστράριστης αλλά θερμής ερμηνείας. Ένας πραγματικά δυνατός folk δίσκος κόσμημα στη δισκογραφία της σπουδαίας τραγουδίστριας.

Μετά από πέντε χρόνια, το 2003,έρχεται ένα πολύ δυνατό χτύπημα. Δύο διπλοί δίσκοι μαζί. Κι αν το “Malediction and Prayer” ήταν κόσμημα δεν ξέρω τι πρέπει να πούμε για το «La Serpenta Canta»… Αυτός ο δίσκος ακολουθεί από μια άποψη την ίδια δημιουργική νοοτροπία με τον προηγούμενο. Τραγούδια. Τραγούδια από αυτά που έχουν συγκινήσει και σημαδέψει τη Diamanda Galas με διάφορους τρόπους. John Lee Hooker, Hank Williams, Screamin’ Jay Hawkins και άλλοι. Υπάρχει ακόμα και μια προσωπική εκτέλεση του τρομερού «Lonely Woman» του Ornette Coleman το οποίο παραμένει jazz αλλά η Diamanda το κάνει δικό της όπως και όλα τα υπόλοιπα.

 Δεν πρόκειται όμως για αντιγραφή του ‘Malediction and Prayer’. Γιατί όπως είπαμε έχουν περάσει πέντε χρόνια (μάλλον πολλά για τη ροή της δισκογραφίας). Διάφορα έχουν συμβεί, η Diamanda ακούγεται αλλαγμένη. Ακόμα πιο ώριμη εκφραστικά. Η φωνή της και αυτή μάλλον έχει λίγο αλλάξει, ίσως είναι λίγο πιο μπάσα αν και αυτό μπορεί να είναι και πρόθεσή της γιατί το όλον έχει μια πιο βαριά ατμόσφαιρα, πιο δαιμονική, άλλωστε το …φίδι τραγουδάει.

 Έχουμε μια συλλογή από τραγούδια που χωρίς να είναι «πειραγμένα», τουλάχιστον όχι με ένα τρόπο ψεύτικο και φτηνό, τους έχει δοθεί μια άλλη υπόσταση εντελώς προσωπική και δυναμική που έχει να κάνει και με τη διαχείριση του ήχου. Υπάρχει ένας ηχητικός σχεδιασμός απίστευτος που γίνεται βασικό στοιχείο του έργου και ενισχύει το αίσθημα, το διογκώνει. Ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό είναι ο τρόπος που παίζει αλλά και το πως ακούγεται το πιάνο. Αυτό είναι ένα καινούριο στοιχείο. Το πιάνο δεν είναι συνοδευτικό, είναι ισοδύναμο δημιουργικό στοιχείο. Το μεταχειρίζεται με μια απίστευτη ένταση αλλά και με φοβερή ακρίβεια. Δεν παίζει ‘παπάδες’, δεν είναι αυτός ο στόχος. Ο στόχος είναι κάθε νότα, κάθε χτύπημα πλήκτρου, να έχει γιγάντια υπόσταση. Να διαβάζονται όλα τέλεια με μια δυναμική που να σε κάνει να νομίζεις ότι αυτό που ακούς ακούγεται σε όλο το σύμπαν. Ακούγονται πεντακάθαρα και οι απόηχοι κάθε νότας και χρησιμοποιούνται δημιουργικά. Εντάσσονται στη σύνθεση. Δηλαδή η Diamanda αφήνει τον ήχο αρκετές φορές να σβήσει ολοκληρωτικά προτού πάει στον επόμενο άρα το παίξιμο είναι αργό και σου διαβρώνει το νου.

Για μένα αυτό είναι ένα από τα συγκλονιστικά άλμπουμ της. Παίζει να είναι και το πιο αγαπημένο. Κάτι ξεχωριστό γίνεται. Κάτι βαθύ.

Ταυτόχρονα όμως, βγήκε και το “Defixiones, Will And Testament”. Το οποίο έχει ιδιαίτερο, ειδικό θέμα και είναι ούτως ή άλλως πάρα πολύ δυνατό και αυτό. Kάπως επισκίασε το ‘La Serpenta Canta’ λόγω του ειδικού αυτού concept που έχει. Άδικο κατά τη γνώμη μου, αλλά έτσι είναι αυτά τι να κάνουμε. Καταπιάνεται με τις γενοκτονίες από τους Τούρκους των Αρμένικων, των Ποντιακών και των Μικρασιατικών πληθυσμών τα χρόνια μεταξύ 1914-1923. Φυσικά και την αγγίζει ιδιαίτερα αυτό το ζήτημα αφού είναι και η ίδια Ελληνίδα όπως είπαμε. Φαίνεται από το πως το αντιμετώπισε. Έχουν επιστρατευτεί όλα όσα κάνει η Diamanda Galas μέσα στα χρόνια. Η απαγγελία, το sound design, ο αυτοσχεδιασμός,το τραγούδι (οπερετικό, λαικό κ.τ.λ.) δημιουργούν μια ατμόσφαιρα τόσο άγρια, τόσο κοφτερή και πνιγηρή που όμοιά της δεν μπορεί να υπάρξει. Ποτέ και πουθενά. Το άκουσα και εγώ υπό τις καλλίτερες πιθανές συνθήκες πολλές φορές (η μία ήταν πολύ αργά τη νύχτα σε αυτοκίνητο), όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει για να βυθιστώ σε αυτή την ατμόσφαιρα. Δε μασάει η Diamanda, θέλει και πρέπει να το φτάσει στα άκρα. Σε ένα κομμάτι ακούγονται μύγες να βουίζουν και καταλαβαίνεις αμέσως ότι βουτάνε με μανία πάνω σε ένα κατακρεουργημένο πτώμα. Έρεβος!

Δε βιάζεται η Diamanda Galas να βγάζει δίσκους. Ούτως ή άλλως έπρεπε να συνέλθουμε λίγο από το προηγούμενο σφυροκόπημα. Ο επόμενός της κυκλοφορεί για άλλη μια φορά μετά από πέντε χρόνια το 2008 και λέγεται ‘Guilty Guilty Guilty’. Είναι φυσικά άλλος ένας πολύ καλός δίσκος (δεν έχει η Diamanda κακούς δίσκους). Ακολουθεί περίπου την ίδια λογική με το ‘La Serpenta Canta’, δηλαδή τραγούδια που βυθίζουν στα τάρταρα. Υπάρχει μια συγκλονιστική διασκευή του ‘Interlude (Time)’, τραγούδι των Georges Delerue και Hal Shaper που παλιότερα είχε ερμηνευτεί επίσης εξαιρετικά από τον Morrisey και την θεά Siouxsie και τώρα τρώμε άλλη μια σφυριά στο κεφάλι ακούγοντάς το από τη Diamanda. Κλείνει με το τρομερό «Heaven Have Mercy» των Jacques Larue και M. Phillippe-Gerard. Μια ερμηνεία που μοιάζει να μην κλείνει τον δίσκο αλλά τον κόσμο.

Πέρασαν 9 χρόνια. Αρκετά μεγάλο διάστημα και το τελευταίο κομμάτι του προηγούμενου δίσκου έμοιαζε κυριολεκτικά πια σαν να κλείνει και τη δισκογραφία της Diamanda Galas. Ευτυχώς όμως όχι. Η Diamanda Galas επιστρέφει το 2017 με άλλο ένα διπλό χτύπημα.

Το «All The Way» είναι ένας δίσκος που επιμένει στις ερμηνείες μεγάλων τραγουδιών μετατρέποντάς τα σε τελετουργικά για μια πιθανή έξοδο. Ότι και να τραγουδήσει η Diamanda είναι μια ψαλμωδία θανάτου. Άλλο ένα συνταρακτικό και απολαυστικό άλμπουμ. Και η Diamanda έχει τώρα μεγαλώσει. Ο ήχος της δεν έχει εκλεπτυνθεί, δεν έγινε δήθεν πιο προσιτός, πιο … μαλακός. Όχι. Συνεχίζει μετά από τόσον καιρό να είναι βαθύς, άγριος, εκφραστικός και σκοτεινός. Συνεχίζει να μιλά για τα σκληρά της ζωής. Αλλά τώρα είναι πιο απλός. Δωρικός, χωρίς περιττά εφέ, καθαρός και κρυστάλλινος (όχι όμως γυαλισμένος). Ίσως και πιο καθαρός από το «The Singer». Η Diamanda αφήνει τώρα το πιο απλό τραγούδισμα και το ιδιαίτερο ύφος της να «γράψει» δυναμικά χωρίς τίποτα να το συνοδεύει εκτός από το πιάνο της βέβαια που υπάρχει, αλλά ακολουθεί και εκεί την ίδια απλή λογική. Πιάνο και φωνή γίνονται ένα. Μια οντότητα ηχητική που μοιάζει να ζει βαδίζοντας αιωνίως σε ένα μακάριο σκότος.

Δεν πρόκειται να σ’ αφήσει να πάρεις ανάσα όμως η κυρία. Μαζί με το ‘All The Way’ κυκλοφορεί ταυτόχρονα το “At Saint Thomas The Apostle Harlem”. Και όπως καταλαβαίνουμε από τον τίτλο είναι πάλι ένα live μέσα σε ναό. Πρόκειται για συγκλονιστική περίπτωση. Με το πρώτο κομμάτι που λέγεται «Verra la more e avra I tuoi occhi» η Diamanda θυμάται το οπερετικού τύπου παρελθόν της. Όχι ότι το ξέχασε ποτέ αλλά εδώ είναι πιο άμεσα αναγνωρίσιμο. Στο καπάκι έρχεται το ‘Ανοιξε Πέτρα’ του Μίμη Πλέσσα. Εντελώς αναγνωρίσιμος πια ο τρόπος που διασκευάζει απίστευτα τα ελληνικά τραγούδια. Τραγούδια θανάτου τα αποκαλεί και η ίδια η Diamanda Galas όλα αυτά που τραγουδάει και πως να της φέρουμε αντίρρηση. Προς το τέλος ακούμε και μια εκτέλεση του ‘Amsterdam’ τουJacques Brel. Δε μας κάνει καμιά εντύπωση που καταφέρνει να το τιθασεύσει και αυτό.

Το 2021 η Diamanda κυκλοφορεί σε δίσκο την πρώτη της απόπειρα να μην τραγουδήσει. Έχουμε δηλαδή μια σύνθεση 20λεπτη περίπου όπου παίζει σόλο πιάνο. Μόνο. Σκέτο. Λέγεται “De-formation: Piano Variations”. Σαφώς και είναι πολύ ενδιαφέρον και θυμίζει έντονα τον τρόπο που έπαιζε στο “La Serpeta Canta”. Αργά, θαρραλέα και δυνατά, χωρίς φιοριτούρες και γιρλάντες, χωρίς πλεονασμούς και επίδειξη. Ένα πολύ δυνατό σύγχρονο πιανιστικό έργο.

Τελικά φτάνουμε προς το τέλος του 2022. Και κυκλοφορεί το «Broken Gargoyles». Σε πρώτη φάση το άλμπουμ αυτό εκπλήσσει με τη στροφή που κάνει η Diamanda προς τις παλιότερες εργασίες της, αρκετά παλιότερες μάλιστα αφού θυμόμαστε ακούγοντάς τις ‘Λιτανείες του Σατανά’. Η Diamanda όπως κάθε σοβαρός καλλιτέχνης δεν έχει πρόβλημα με το να κάνει τέτοιου είδους άλματα. Δεν έχει ανάγκη να αποδείξει τίποτα σε κανέναν ακολουθώντας ένα πολύ συγκεκριμένο και σταθερό μοτίβο όπως συνήθως επιβάλλουν γενικότερα στην τέχνη κάποιοι άγραφοι κανονισμοί που θέλουν τον καλλιτέχνη μονόχνοτο, να κάνει για όλη του τη ζωή ένα πολύ συγκεκριμένο, πάντα ίδιο πράγμα που υποτίθεται θα τον καταστήσει αναγνωρίσιμο. Ειδικά για την Diamanda Galas αυτά είναι τρίχες κατσαρές αφού είναι αναγνωρίσιμη χωρίς καν να το επιδιώκει (όπως πρέπει δηλαδή). Η Diamanda θα κάνει πάντα αυτό που της υπαγορεύει η εσωτερική αναγκαιότητα, δηλαδή μια πραγματική υποσυνείδητη θέληση (τα περισσότερα πράγματα που θέλουμε στη ζωή μας δεν τα θέλουμε πραγματικά) και η δημιουργική της σκέψη. Και φυσικά αυτό το «σπασμένο φρικοάγαλμα» είναι αποτέλεσμα αυτής της αναγκαιότητας. Και οπωσδήποτε δεν είναι μια απομίμηση του παρελθόντος της, είναι ένα δυναμικό σύγχρονο έργο με τους όρους και τις δυνατότητες της Galas του σήμερα.

Είμαι σίγουρος ότι έχουμε ακόμα κι άλλες εκπλήξεις να περιμένουμε από τη Diamanda. Ποιος ξέρει μπορεί να βγάλει κανα hip hop album κάποια στιγμή με τη φωνή της παραμορφωμένη από vocoder. Ή να συνεργαστεί με τον Keiji Haino… (θα θελες μικρέ θαυμαστή). Ότι εμφανιστεί, θα το αντιμετωπίσουμε…