Duran Duran: Ή ταν ή επί της Medazzaland

Με επίκεντρο έναν δίσκο της πτωτικής τους περιόδου, ο Άρης Καραμπεάζης, ως παιδί του '78 κι αυτός, αποτιμά και λέει όλη την δική του αλήθεια για το 'συνομήλικο' του συγκρότημα

Ασφαλώς και δεν θα κατρακυλήσουμε καινοφανώς στην ρόδα της νοσταλγίας, καθώς θα υπενθυμίσουμε ότι οι Duran Duran εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα σχεδόν πριν από είκοσι καλοκαίρια, δηλαδή στις 23 Ιουνίου του 2005, και ημέρα Πέμπτη, όπως μας υπενθυμίζουν τα ηλεκτρονικά ημερολόγια του σήμερα. Τα είχαμε γράψει και τότε αναλυτικά, θριαμβικά και πέρα από κάθε επιφύλαξη. Και εις διπλούν μάλιστα, παρότι τα στοιχεία του ενός εκ των συντακτών χάθηκαν στη ρωγμή του χρόνου και της άστατης ψυχολογίας.

(Οι Duran Duran είχαν έρθει και την αμέσως επόμενη χρονιά βέβαια, σε κλειστό χώρο, με υποτριπλάσιο κόσμο και χωρίς τον έναν Taylor)

Αν κάτι έχει μείνει έντονα από εκείνη την πρώτη εμφάνιση τους στην Μαλακάσα, είναι το ότι πραγματικά είχαμε αποχωρήσει σαστισμένοι. Περιμέναμε έναν θρίαμβο, περιμέναμε να μας ισοπεδώσει το ρετρό και η νοσταλγία (που ακόμη τότε πάντως δεν είχε ξεφτίσει τόσο ως έννοια), γενικώς περιμέναμε πολλοί και διάφορα, αλλά πάντως σίγουρα δεν περιμέναμε αυτό που μας συνέβη. Με αποτέλεσμα, αν όχι όλοι, σίγουρα οι περισσότεροι από εμάς τόσο κατά την αποχώρηση, όσο και για πολλές ημέρες μετά όχι μόνον να παραμιλάμε για την καλύτερη συναυλία που έχουμε δει ποτέ, αλλά να οχλαγωγούμε για την καλύτερη συναυλία που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα (έκτοτε αυτή η ‘συνήθεια’ έχει με την σειρά της πολυφορεθεί, αλλά διατηρώ την αίσθηση ότι για πρώτη φορά σε εκείνη τη συναυλία δημιουργήθηκε τόσο έντονη και τόσο κοινή σε όλους αυτή η αίσθηση, ψευδής ή μη).

Δεν χρειάζεται ασφαλώς να ανασύρουμε αναλυτικά εκ νέου τα της εκείνης συναυλίας. Θεωρώ όμως σημαντικό να σημειώσουμε ότι ένας λόγος για τους οποίους οι Duran Duran μας είχαν κάνει τότε τέτοια σαρωτική εντύπωση δεν ήταν απλώς και μόνο ότι μας κόμισαν επιτέλους ζωντανά – και ολοζώντανοι και οι ίδιοι- τα μεγαλύτερα από τις ζωές όλων μας μαζί (και τις δικές τους μέσα) τραγούδια τους (αυτά τα κατείχαμε ήδη και τα αναμέναμε), ούτε επειδή τυχόν μας κατέκλυσε το πάθος της αναμονής σε μία περίεργη ανάμειξη ενός απροσδιόριστου guilty pleasure, που ασφαλώς και ποτέ δεν υπήρξε πραγματικά ως τέτοιο.

Αυτό που συνέβη – και μάλλον δεν το περίμενε κανείς σε τέτοιο βαθμό - είναι το ότι επί της σκηνής οι Duran Duran στάθηκαν μπροστά μας ως κάτι περισσότερο από ένα συγκρότημα. Όρμησαν εναντίον μας από το πρώτο δευτερόλεπτο και μας συστήθηκαν αγριεμένα και στα όρια. Υπήρξαν αυτό που αυθαίρετα αποκαλούμε Μηχανή της κάθε επόμενης έκφανσης του rock ‘n’ roll. Όχι τόσο με τον τρόπο που ορθά θα χαρακτηρίζαμε ως τέτοια μηχανή τους AC/DC, αλλά σίγουρα πολύ κοντά στην εικόνα της rock ‘n’ roll μηχανής που πάντα θα έχουμε στο μυαλό μας για τους Rolling Stones της περιόδου που κατάπιαν την disco για να μην τους καταπιεί αυτή.

Ναι. Σε τέτοια επίπεδα έπαιξαν και μας έπαιξαν οι Duran Duran εκείνο το βράδυ, και μας κόλλησαν στον κάθε τοίχο που βρήκε ο καθένας μας μπροστά του για να πέσει, ακόμη και αν αυτός ήταν ο τοίχος των αναμνήσεων, που κατά πως λέγεται είναι το χειρότερο κριτήριο για την αποτίμηση του οτιδήποτε συμβαίνει στον παρόντα χρόνο. Χωρίς να πηγαίνει όμως πίσω και ο τοίχος της αποτίμησης του χθες με τα κριτήρια του σήμερα, όπως θα δούμε και παρακάτω.

Έναν περίπου χρόνο μετά από εκείνο το βράδυ, ο Andy Taylor, που ίσως και να μας είχε σαστίσει περισσότερο και από τον Simon Le Bon, με την άνεση που επιβάλει στο υπόλοιπο γκρουπ την κιθαριστική του ταυτότητα (σε πείσμα των αντιρρησιών), αποχωρεί εκ νέου από το συγκρότημα, εξ ου και δεν εμφανίζεται μαζί τους στην συναυλία του 2006 που λέγαμε, και - αν κάτι δεν μου διαφεύγει στην πορεία - για περίπου δεκαπέντε χρόνια σταματάω να ασχολούμαι και εγώ με τους Duran Duran.

Όχι τυχόν ως πιστός ακόλουθος αυτού ειδικά από τους τρεις Taylor, αλλά επειδή μάλλον τελικά και βεβαιωμένα δεν έχω το μικρόβιο του να ασχολούμαι με ένα γκρουπ/καλλιτέχνη για πάντα και εις το διηνεκές (εκτός αν ακούει στο όνομα Morrissey). Από την άλλη πλευρά, ήταν εξαρχής σαφές ότι η συναυλία στη Μαλακάσα για πολλά ακόμη χρόνια θα έπρεπε να παραμείνει στη μνήμη ως αναλλοίωτο κατόρθωμα, συνεπώς δεν με απασχολούσε καν μια τυχόν επόμενη συναυλία τους. Κάπως έτσι είχε γίνει και με μία συναυλία των Depeche Mode, που σήμανε την έναρξη της αναστολής εργασιών μαζί τους, αλλά πλέον δεν θυμάμαι ποια ακριβώς συναυλία ήταν αυτή. Και έτσι έγινε και με τους Duran Duran τότε. Αλλά καθώς τα χρονικά περιθώρια στενεύουν για όλους μας, ας αλλάξει και αυτό πλέον. Άλλωστε στα επόμενα 20 χρόνια κάποιος από τους δύο μας κατά το πιθανότερο δεν θα είναι εδώ.

Σε ανύποπτο λοιπόν χρόνο σε σχέση με την επερχόμενη επιστροφή τους στα εγχώρια συναυλιακά δρώμενα, μας πρόλαβε η ‘αδικημένη δισκογραφία’ τους. Όταν επιτέλους έφτασε στα χέρια μου, και πολλών λοιπών πιστών φαντάζομαι, σε φυσική μορφή το ‘Medazzaland’, δηλαδή το ένατο άλμπουμ του συγκροτήματος, με τα γνωστά προβλήματα κυκλοφορίας/μη κυκλοφορίας στον πραγματικό χρόνο δράσης του γκρουπ επ’ αυτού, πίσω στο 1997. Και δη στην δεύτερη κατά σειρά από τις επανεκδόσεις του την τρέχουσα δεκαετία, σε διπλό βινύλιο με άφθονο φωτογραφικό υλικό να επιβεβαιώνει αναδρομικά την ηδονική ματαιότητα των Duran Duran, ακόμη και σε έναν κόσμο που με τίποτε δεν θέλει να τους διατηρήσει στην κορυφή του, αλλά και με τους ίδιους να κάνουν το οτιδήποτε για να πέσουν από αυτήν. Στην καρδιά της δεκαετίας του ’90.

Όταν δηλαδή (σχεδόν) κανείς δεν ασχολούνταν με τους Duran Duran, ίσως δε και κατά την μοναδική στιγμή της ιστορίας τους που είχανε ξεμείνει στην λάθος πλευρά των σταθερά δυσδιάκριτων ορίων ανάμεσα στο ξεχασμένο και το ξεπερασμένο (έκτοτε η έννοια του ξεπερασμένου έχει απαλειφθεί από τον κόσμο της ποπ/ροκ μουσικής και περισσότερο από genre free, τα πάντα γίνονται αποδεκτά πλέον, ανεξάρτητα του αν δρουν σε σωστό ή σε λάθος χρόνο). Δεν είχε βοηθήσει και το ότι δύο χρόνια πριν, στο πρώτο μέχρι τότε άλμπουμ διασκευών τους (το δεύτερο ήρθε μόλις πρόσφατα) είχαν αποφασίσει ατυχώς να διασκευάσουν μέχρι και Public Enemy. Επομένως και για να λέμε την αλήθεια κάπου από το 1995 και μετά ήταν όχι σαν να μην υπάρχουν, αλλά σχεδόν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ οι Duran Duran.

Την χρονιά λοιπόν που ηχογραφήθηκε (στην κυριολεξία όπως όπως και εδώ κι εκεί) το ‘Medazzaland’, ο Andy Taylor παρέμενε σταθερά εκτός συγκροτήματος (αυτό θα άλλαζε μόλις το 2000 και μόλις για έξι ακόμη χρόνια, καθώς προείπαμε), αλλά πλέον δεν υπήρχε ούτε ο John Taylor, παρότι είχε προλάβει να συμβάλει σε τρία τραγούδια του δίσκου. Πάντα θα χρειάζεται να ανοίγουμε σκονάκια για να θυμηθούμε πόσοι είναι οι Taylor και τι κάνει ακριβώς ο καθένας τους στους Duran Duran. Τι έμεινε πίσω όμως;

Σίγουρα, ένας Simon Le Bon σε συνομολογημένο writer’s block (για πρώτη φορά στην καριέρα του λέει ο ίδιος, αλλά η δισκογραφία του διαφωνεί) και ένας Nick Rhodes που προσπαθεί να τον κρατήσει ‘ζωντανό’, ακριβώς για να κρατήσει ζωντανούς και τους Duran Duran, στο κατώφλι της νέας δεκαετίας/αιώνα/χιλιετίας, καθώς όλοι γνώριζαν από τότε πως από το 200κάτι και μετά κανένα συγκρότημα δεν θα πεθάνει ξανά και ποτέ, και όλα με κάποιο τρόπο θα είναι εδώ, alive και μη, kicking και όχι.

Κανείς δεν ήταν σίγουρος αν τους Duran Duran τους είχε (σχεδόν) σκοτώσει η brit pop (no glam, no party), αν σκότωσαν οι ίδιοι τους εαυτούς τους (δηλαδή ο κάθε επόμενος Taylor που πηγαινοέρχονταν) ή ακόμη και αν τελικά το έκαναν σε αυτούς οι ίδιοι οι οπαδοί τους (αρνούμενοι να τους αποδεχτούν στο παρόν, και με το να τους κρατούν – σοφά όπως αποδείχτηκε- καρφωμένους στο παρελθόν τους).

Μετά την κυκλοφορία αυτού του δίσκου όμως ακόμη και οι ίδιοι ήταν σχεδόν σίγουροι ότι αντί για σανίδα σωτηρίας, είχαν στα χέρια τους το τελευταίο καρφί στο φέρετρο. Ή μάλλον -και αυτό ήταν το χειρότερο- δεν το είχαν καν στα χέρια τους, αφού ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε καν εκεί που πραγματικά έπρεπε να κυκλοφορήσει (Ευρώπη). Πάντως τους είχε ήδη προλάβει ένα άλλο proto glam punk συγκρότημα στο να γράψει τον ύμνο εναντίον της επάρατης E.M.I., συνεπώς και εκ τούτου το writer’s block του Le Bon δεν βρήκε οδό διαφυγής ούτε μετά το ‘Medazzaland’ και όταν θα αναγκάζονταν να κυκλοφορήσουν τον επόμενο δίσκο τους σε δική τους εταιρεία (Morrissey ακούς;).

Τι πήγε λοιπόν τόσο στραβά ειδικά αυτή τη φορά, και ενώ μόλις τέσσερα χρόνια πριν, με το περιβάλλον σαφώς να μην τους ευνοεί και τότε, είχαν καταφέρει όχι απλά να διασωθούν, αλλά να θριαμβεύσουν ανέλπιστα με το φερόμενο και ως ‘Wedding Album’ τους, στην πραγματική αφετηρία της δεκαετίας του ‘90 (ως γνωστόν κάθε μουσική δεκαετία ξεκινάει πραγματικά στο δεύτερο-τρίτο έτος αυτής, και τελειώνει στα αντίστοιχα έτη της επόμενης) που ήταν υποχρεωμένη να τους ξεβράσει, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η αμέσως προηγούμενη τους αποθέωσε.

Το ‘Medazzaland’ είναι πρώτα και πάνω από όλα ένας δίσκος που δεν χορεύεται. Και αυτό δεν αλλάζει από την παρουσία σε αυτόν τόσο του ‘Electric Barbarella’, με το ξεψυχισμένο μεν, αλλά πάντως έγκριτο groove σε όλη του τη διάρκεια (η χρυσή εξαίρεση), όσο και του ‘A Bigger Bang’ (απλώς ένα κακό τραγούδι). Το εναρκτήριο και ομότιτλο του δίσκου τραγούδι (και πρώτο ever σε στίχους του Rhodes, ο οποίος αναγκάζεται να το τραγουδήσει κιόλας) δικαίως κάνει τον Beck να γελάει, κάθε φορά που ακούει κάποιον να το χαρακτηρίζει ως The Duranies Meet Beck, αλλά δεν είναι ένα κακό τραγούδι (παρότι δεν χορεύεται). Αργότερα βέβαια θα μάθαινε και ο Beck τις χαρές και τις χάρες των ακριβών στούντιο, οπότε μάλλον θα του κόπηκε το γέλιο.

Το ‘Medazzaland’, όπως και κάθε αντίστοιχος δίσκος που στην πτωτική του πορεία (δεν) κυκλοφορεί οποιοδήποτε συγκρότημα έφτασε κάποτε στην κορυφή και ήρθε επιτέλους η ώρα να πέσει από αυτήν για να ανέβει κάποιο άλλο, είναι το ακριβές σημείο κατά το οποίο οι Duran Duran, παρά τους θάνατους μες στους θανάτους στους οποίους εξαναγκάζεται, αποφασίζεται τελικά υπογείως και ερήμην τους σχεδόν ότι προορίζονται να ζήσουν και θα ζήσουν, ως μύθος- θρύλος και ως οτιδήποτε άλλο τους επιφυλάσσει το μέλλον απ’ το παρελθόν, και ας φαινόνταν κάτι τέτοιο αδιανόητο τότε (ειδικά με τους Taylor να φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον.

Είναι ο δίσκος εκείνος από την δισκογραφία τους, που όπως και οι χρήστες της οδοντιατρικής ναρκωτικής ουσίας από την οποία πλαγιοδανείζεται τον τίτλο του, πλέει σε πελάγη αμνησίας, χωρίς να φοβάται ή/και να συνειδητοποιεί ότι η έλλειψη μνήμης που τότε φάνταζε ως το μόνο μέσο επιβίωσης, θα τους στερήσει μελλοντικά αυτό που πραγματικά τους κρατάει στη ζωή, δηλαδή την οσία νοσταλγία (ας μην αγιοποιούμε τα πάντα), και το νήμα με τον οποίο ο καθένας τους έχει συνδέσει. Κατά τα ειωθότα, οι Duran Duran έκοψαν τελικά δια της βίας το εν λόγω ναρκωτικό, και συνέχισαν τα επόμενα τριάντα χρόνια, με τα ναρκωτικά που ήξεραν πάντοτε, και με τα οποία προτιμούν να σβήνουν την τρέχουσα μνήμη, για να αφήσουν χώρο για την αιώνια επέλαση του παρελθόντος. Μαζί τους και εμείς, προφανώς.

Αν κάποτε ίσχυε και για τα μεγάλα ροκ συγκροτήματα (διότι σήμερα είναι αστείο και να το λέμε) η ρήση ενός μεγάλου Ρώσου συγγραφέα περί του ότι οι βετεράνοι λογοτέχνες είναι σαν τους βετεράνους πολέμου, δηλαδή σχεδόν πάντοτε ανάπηροι, και για αυτό ευτυχείς είναι αυτοί που ξέρουν πότε θα αποσυρθούν, το ‘Medazzaland’ είναι ακριβώς αυτή η στιγμή για τους Duran Duran. Η ‘αναπηρία’, ως κατάλοιπο των κατορθωμάτων τους παρελθόντος, τους χτυπάει την πόρτα της εξόδου, παρότι δεν τους εμποδίζει από το να ηχογραφήσουν έναν όχι απαραίτητα κακό δίσκο.

Τι άλλο συνηγορεί σε αυτό περισσότερο από το ότι στον δίσκο συνυπάρχουν δύο μπαλάντες, μία αφιερωμένη στον Kurt Cobain που είχε μεν ήδη πεθάνει, αλλά δεν τον γνώριζαν προσωπικά, και μία στον Michael Hutchence, που θα πέθαινε ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του δίσκου, αλλά τον γνώριζαν προσωπικά, και κυρίως ο Le Bon με τον οποίο ήταν στενοί φίλοι. Το ‘Michael, You Got A Lot To Answer For’ είναι τόσο απλοϊκό και γλυκερό όσο φανερώνει ο τίτλος του, αλλά δεν είναι ένα κακό τραγούδι. Το ‘So Long Suicide’ από την άλλη (αυτό για τον Cobain) είναι ένα κακό τραγούδι. Όπως ανέλπιστα κακό υπήρξε και το χαμένο grunge τραγούδι των Duran Duran (P.L.Y.O.U.), το οποίο ευτυχώς τελικά δεν πέρασε στα τελικά προκριματικά για την tracklist του ‘Medazzaland’.

Ποιος ο λόγος λοιπόν να ασχολούμαστε σχεδόν τριάντα χρόνια μετά με έναν δίσκο στον οποίο κάποια όχι και τόσο καλά τραγούδια, εναλλάσσονται με κυρίως κακά τραγούδια; Μήπως παίζουμε το παιχνίδι της νοσταλγίας από την ανάποδη; Δεν αποκλείεται, αλλά από την άλλη δεν μπορώ να καταλάβω και ποια ακριβώς είναι η ανάποδη πλευρά και ποια είναι η τυχόν σωστή.

Ένα χρόνο μετά το οιονεί ‘Wedding Album’ του 1994 (δηλαδή το δεύτερο Duran Duran άλμπουμ της δισκογραφίας τους), είχαν κυκλοφορήσει οι The Cult το δικό τους The Cult άλμπουμ (αυτό με το μαύρο πρόβατο, στο εξώφυλλο). Παρότι ασφαλώς ούτε στο παραμικρό είχε να κάνει με την επιτυχία-μεγαθήριο των προκατόχων του, είχε τύχει τότε ευρύτατης κριτικής αποδοχής, και είχε χαιρετιστεί ως μία πρώτης τάξεως προσπάθεια των χαμαιλεοντικών ροκ υπερστάρ, που από νωρίς είχαν αντιληφθεί ότι ο καλύτερος τρόπος για να κατακτήσεις την Αμερική, είναι να το παίξεις Αμερικάνος, να κοιτάξουν επιτέλους λίγο μέσα τους, και όχι να κοιτάνε ατέρμονα το κοινό που χάνουν (και αυτοί;) στο βωμό του grunge, για να μην καταλήξουν εξαφανισμένοι δεινόσαυροί. Το άλμπουμ εκείνο σήμερα δεν ακούγεται, είναι αφόρητα βαρετό. Αντίθετα, ο τυπικά ροκ δεινοσαυρικός δίσκος που κυκλοφόρησαν πρόπερσι οι (φυσικά μη εξαφανισμένοι) The Cult είναι μια χαρά δίσκος- αφορμή για να συνεχίσουν να υπάρχουν.

O αμέσως επόμενος δίσκος των Duran Duran, τον οποίο και προλάβαμε σε πραγματικό χρόνο εδώ στο MiC (παρότι βέβαια δεν προλάβαμε να διορθώσουμε κάποια λάθη στο κείμενο) είναι ακόμη πιο προβληματικός από το ‘Medazzaland’, παρότι είναι περισσότερο Duran δίσκος, και ενώ ήταν (πάλι καλά να λέμε) και το τελευταίο άλμπουμ το οποίο ηχογράφησαν ως τρίο πρακτικά οι Simon Le Bon-Nick Rhodes και Waren Cuccurullo, δηλαδή ο πρώην αρχικά φανατικός και σχεδόν stalker και μετέπειτα κιθαρίστας του Frank Zappa, που το 1986 γέμισε αυτοβούλως τα παπούτσια του Andy Taylor, προτού καν αυτά προλάβουν να αδειάσουν (σίγουρα θα υπάρχει ένα λάθος με όλους αυτούς τους Taylor σε αυτό το κείμενο, παρότι δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά σε έναν από τους τρεις).

Στο ‘Astronaut’ του 2004 θα έχουμε πάντως και πάλι τρεις Taylor, αλλά παρά τους τέσσερις δίσκους που θα ακολουθήσουν μέχρι να φτάσουμε σε ένα ακόμη άλμπουμ διασκευών τριάντα χρόνια μετά το ‘Thank You’, η πραγματική ιστορία γράφει πως οι Duran Duran ‘τελείωσαν’ δισκογραφικά το 1993, δηλαδή στον έβδομο κατά τας γραφάς δίσκο τους και πως πράγματι το ‘Medazzaland’ του 1997 υπήρξε και παραμένει μέχρι σήμερα η κουρελιασμένη εκείνη τίγρη (sic), που μπορούμε να δούμε με την περισσότερη συμπάθεια από ότι τα τιγρέ γατάκια που ποδοβόλησαν όλη την μετέπειτα δισκογραφία τους.

Υπάρχει μία άποψη (για όχι περισσότερο από μία δεκαετία τώρα πάντως) ότι οι Duran Duran αδικήθηκαν από τους κριτικούς και κατ’ επέκταση από την επίσημη ροκ ιστορία, πολλώ δε μάλλον από αυτή που γράφτηκε ή/και γράφεται ακόμη στην ελληνική γλώσσα, που ‘μικρόνοα επιμένει’ να μην τους αποσυνδέει από τα εξώφυλλα στην Μανίνα και τα εφηβικά δωμάτια, κοριτσίστικα ή και μη. Αφού διευκρινίσουμε ότι αυτό το τελευταίο δεν είναι απαραίτητα αρνητικό (ίσα ίσα), θα πρέπει να βάλουμε αρκετές παραμέτρους στη συζήτηση για να καταλήξουμε και πάλι στο προφανές, δηλαδή στο ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση.

Έχοντας να αποτιμήσουμε στο σήμερα την ιστορία και τα πεπραγμένα ενός group πλησίον των πενήντα ετών (στην πραγματικότητα είμαστε συνομήλικοι με τους Duran Duran, ανήκοντες, από διαφορετικό ο καθένας μας μετερίζι, στη γενιά του 1978), θα πρέπει ορθά κοφτά να πούμε ότι πρόκειται μεν για ένα πολύ μεγάλο rock group της μετά πανκ περιόδου, που έχοντας μεταβολίσει ορθά τις glam επιταγές με τις dance προσταγές, διάβηκε θριαμβευτικά τον Ρουβίκωνα της pop καταξίωσης, ίσως και όπως κανείς άλλος πριν και μετά από αυτούς, αν μιλάμε αυστηρά με τους κανόνες της ροκ μπάντας στην αληθή της έννοια, αλλά πάντως όχι χωρίς απώλειες και στην περίπτωση τους.

Δεν θα πρέπει να μας διαφύγει και το ότι οι Duran Duran υπήρξαν πάντοτε ένα group μυθοπλασίας κυρίως, καθώς τα τραγούδια τους, ακόμη και όταν αφορούν δήθεν στην καθημερινότητα, εξελίσσονται σε έναν κόσμο παράλληλο προς τον πραγματικό κόσμο. Μπορεί τα παραμύθια των Duran Duran να μην έχουν τους δράκους και τους βασιλιάδες των αντίστοιχων των Manowar π.χ., αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι παραμύθια (έχουν περίσσευμα σε πρίγκιπες και πριγκίπισσες άλλωστε). Το ότι βέβαια σήμερα με μεγαλύτερη ευκολία ακούμε σε διηγηματική επανάληψη τα παραμύθια και των δύο, παρά τα μανιφέστα των Gang of Four δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τελικώς οι Duran Duran υπήρξαν ένα σπουδαιότερο συγκρότημα από τους Gang of Four (ας αφήσουμε στην άκρη τους Manowar καλύτερα). Ούτε πάντως σημαίνει αυτό ότι οι Duran Duran δεν υπήρξαν ένα γκρουπ που διαμόρφωσε την εποχή του σχεδόν στον ίδιο βαθμό στον οποίο διαμορφώθηκε από αυτήν.

Και που όμως από την άλλη πλευρά περισσότερο επίδρασαν, παρά επηρέασαν. Και όταν αυτό το τελευταίο συνέβη, τα αποτελέσματα δεν ήταν και τόσο καλά. Κι εγώ όμως ως συνομήλικος τους, δικαιούμαι να αλλάξω απόψεις στο κατώφλι πριν τα 50, και να καταθέσω ότι τελικώς η όποια επιρροή δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να στεκόμαστε ως πρωτεύον στοιχείο στην αναζήτηση του μεγέθους της σημασίας κάθε επόμενου ονόματος της pop και rock ιστορίας. Τα πραγματικά γεγονότα πρέπει να κρίνονται στις περιστάσεις που τα προκαλούν, και όχι στις μετέπειτα συνθήκες που δεν επιτρέπουν να διαγραφούν από την συλλογική μνήμη. Και αυτός είναι κάπως εν περιλήψη ο χρυσός κανόνας της Retromania, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσει κανείς τις εκατοντάδες σελίδες του Simon Reynolds.

Η χρυσή δωδεκαετία των Duran Duran, όπως αυτή οριοθετείται αυστηρά ανάμεσα στα δύο ομότιτλα άλμπουμ του 1981 και του 1993 αντίστοιχα, με μόνη ενδιάμεση αδύναμη στιγμή το ‘Liberty’ του 1990, με έναν εξωφρενικά ακραίο δίσκο για group τόσο μαζικής αποδοχής (‘Big Thing’/1988) και με οτιδήποτε στα όρια του αριστουργήματος καλείται να κρατήσει ο καθένας μας από τις στιγμές - μεγαθήρια του γκρουπ, μπορεί μεν να μην εξιλεώνει μία εξαιρετικά αδύναμη δισκογραφικά τριακονταετία plus που ακολούθησε, αλλά σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ροκ βιομηχανίας, ορθούς ή/και μη, αρκεί για να τους χαρίσει έως και άπειρες ζωές για να έχουν να τις καίνε στο παιχνίδι της ροκ αρένας, το οποίο πλέον μοιάζει χωρίς προοπτική τέλους για τους πάντες, άξιους και λιγότερο άξιους, ενίοτε και για τους βεβαιωμένα ανάξιους να το ζήσουν όταν έπρεπε να το ζήσουν.

Αυτή όμως η διαπίστωση, όπως και η κάθε επόμενη φορά που θα αποχωρούμε σαστισμένοι από μία συναυλία τους (ανεξάρτητα από τους πόσους Taylor θα έχουμε επί σκηνής), δεν αιτιολογεί κανενός είδους αναθεωρητική λογική περί του ότι οι Duran Duran υπήρξαν δήθεν ένα συγκρότημα για το οποίο η τέχνη της μουσικής είχε σε οποιοδήποτε σημείο μεγαλύτερη σημασία από την τέχνη της αρένας. Μια τέτοια εσφαλμένη όψιμη διαπίστωση περισσότερο τους μειώνει, παρά τους αποκαθιστά ιστορικά. Δεν υπάρχει έστω και ένα τραγούδι, από τα πραγματικά σπουδαία τραγούδια των Duran Duran, που να μην έχει φτιαχτεί με τρόπο τέτοιο ώστε η μόνη φυσική του θέση να είναι σε ένα τεράστιο στάδιο και να εφορμά ενάντια σε χιλιάδες φανατικών. Βάλτε το ‘Notorious’ σε μια αίθουσα 100 καθήμενων και την αμέσως επόμενη στιγμή θα το έχετε σκοτώσει μία και για πάντα. Το ίδιο ισχύει και για το ‘Come Undone’, για να προλάβω τους καλοθελητές.

Οι Duran Duran ήταν και θα παραμείνουν το συγκρότημα εκείνο που με τον πιο πειστικό τρόπο ακύρωσε το κλισέ περί του ότι τα σπουδαία τραγούδια επιβεβαιώνονται ως τέτοια μόνον όταν τα απογυμνώσεις από το περίβλημα τους, τα παίξεις με μια κουτσή κιθάρα κλπ και αυτά συνεχίζουν να είναι σπουδαία. Σαχλαμάρες. Οι Duran Duran, η ουσία τους και το περίβλημα τους είναι ένα και το αυτό, και δεν χρειάζεται ασφαλώς κανείς να ξεχωρίσει ποιο είναι το περίβλημα και ποια είναι ακριβώς η ουσία των Duran Duran, καθώς τότε σίγουρα δεν θα έχει καταλάβει τίποτε από τους τελευταίους.

Υ..Γ. 1 Οι Duran Duran εμφανίζονται την Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024 στην σκηνή του Athens Release Festival. Μια βραδιά η οποία παίρνει τη μορφή της μεμονωμένης συναυλίας, παρά μιας φεστιβαλικής εμφάνισης (παρότι ότι τελευταία στιγμή προστέθηκε για support ο JC Stewart). Δηλαδή, αυτό ακριβώς που χρειάζεται για να μπορέσει να επαναληφθεί στον μέγιστο εφικτό βαθμό το θαύμα του 2005. Αν προσθέσει κανείς ότι αυτή είναι η πρώτη συναυλία των Duran Duran μετά από την δίμηνη παύση που επακολούθησε την περιοδεία στις Η.Π.Α., οι συγκυρίες για ένα τρίωρο show στο οποίο θα χωρέσει κάτι παραπάνω από το τυπικό τέλος με την Rio -της οποίας μόλις πρόσφατα αποκαλύφθηκε ο αληθινός εαυτός- είναι ιδανικές.

Υ.Γ. 2 - Ο τίτλος του άρθρου προεκτείνει την προφητεία του αβάσταχτα ευαίσθητου Νίκου Αγγελή από τον post mortem δίσκο των Χωρίς Περιδέραιο, όπου ξεκαθαρίστηκε ότι ή Duran Duran ή ταν ή επί τας.