Eκρηκτικά ντουέτα 1950-1980
1 + 1 στα μαθηματικά κάνει (συνήθως!) 2, στην μουσική πολλές φορές και κάτι παραπάνω... Του Στέργιου Βολόγκα
Η ισχύς εν τη ενώσει. Η μουσική είναι ένα ισχυρό φάρμακο για δημιουργία, έκφραση, βήμα ιδεών και πολλά ακόμη, μα ολοκληρώνεται καλύτερα όταν σ’ αυτή την δημιουργία συμμετέχουν όλο και περισσότεροι. Η αυτοέκφραση μέσω της μουσικής ήταν πάντα εκτός από μια δύναμη και μια «φωνή» λόγου, ένα ισχυρό θεραπευτικό μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου με τον κοινωνικό περίγυρο και τα προβλήματα του. Όσο περισσότεροι συμμετείχαν στην έκφραση αυτή τόσο πιο πολύπλοκα συναισθήματα και προβλήματα μπορούσαν να εκφραστούν αλλά και να κοινωνιολογηθούν στο ευρύτερο χώρο.
Στον πρωταρχικό πυρήνα έχουμε τον τραγουδιστή ως εκφραστή και δημιουργό των δικών του ιδεών και συνθέσεων. Στην κοινωνία και στη ζωή μπορείς να πετύχεις περισσότερα όταν μάθεις να συνεργάζεσαι και να μοιράζεσαι ρόλους, ιδέες και σκέψεις. Στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής δημιουργίας αυτό εδραιώθηκε με πολλά παραδείγματα που έγιναν φάροι επιτυχίας, δημιουργίας, ευρηματικότητας, μίμησης και τελικά «έσπειραν» το σύνθημα ότι πολλές φορές «ένας ίσον κανένας». Σ’ όλα τα στάδια εξέλιξης, κυκλοφορίας και αποδοχής ενός μουσικού έργου αυτό είναι προφανές για όσους θέλουν να «διαβάζουν» την μουσική ιστορία.
Οι παρακάτω συνεργασίες στην σύγχρονη μουσική φέρνουν στο νου μας και στην θύμηση μας μόνο θετικά αποτελέσματα: John Lennon-Paul McCartney, Mick Jagger- Keith Richards, Elton John-Bernie Taupin, Rodgers and Hammerstein, Leiber and Stoller, Θεοδωράκης-Μπιθικώτσης, Πάνος και Χάρης Κατσιμίχας, Μαίρη Λίντα-Μανώλης Χιώτης και ων ουκ έστιν αριθμός. Οι συνεργασίες αυτές έχουν όλες τις αποχρώσεις, από τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργούς, ενορχηστρωτές κλπ. Εδώ όμως δεν θέλουμε να δούμε την δημιουργία πίσω από την κουρτίνα, στο παρασκήνιο, πριν εμφανιστεί στο πάλκο, αλλά επάνω στο σανίδι. Να δούμε την ένωση δημιουργών με άλλο μάτι, αυτού του αυτάρκους μουσικού ντουέτου, που γράφει, συνθέτει και ιερουργεί μουσικά, αυτόνομα επί σκηνής.
Στην σύγχρονη μουσική σκηνή εμφανίστηκαν ντουέτα που έγιναν γνωστά γιατί έκαναν «την διαφορά». Με εφόδια το ταλέντο, τις φωνές τους και όπλα τα όργανα τους ξεχύθηκαν στο μουσικό προσκήνιο και μοίρασαν συγκινήσεις πολλαπλών ταχυτήτων και συναισθηματικών αποχρώσεων. Από την δεκαετία του ’50 και μετά, το ταξίδι στην μουσική άρχισε να έχει ταυτότητα.
Ένα ντουέτο που όλοι μικροί-μεγάλοι αγαπήσαμε στην Ελλάδα ήταν οι Simon & Garfunkel. Διάσημο ντουέτο που με τα τραγούδια τους, τους στίχους τους, τις μελωδίες τους αλλά κυρίως με το αστείρευτο ταλέντο τους μέχρι και σήμερα καθορίζουν εποχές και καταστάσεις. Ο Paul Simon & Art Garfunkel ξεκίνησαν την ζωή τους, την γνωριμία, την φιλία και την συνεργασία τους από συμμαθητές στον δημοτικό σχολείο στο Queens της Νέας Υόρκης και κατέκτησαν όλο τον κόσμο. Αρχικά σαν εφηβικό ντουέτο ως Tom & Jerry κυκλοφορούν στα 1957 τον πρώτο μικρό τους δίσκο το “Hey Schoolgirl” αφού ακόμη ήταν μαθητές και οι ίδιοι. Στην συνέχεια στα ώριμα κι επαναστατικά sixties, μας χαρίζουν αγαπημένες και αλησμόνητες επιτυχίες και τραγούδια, όπως τα αξεπέραστα “Τhe sound of silence”, “Mrs. Robinson”, “Bridge over trouble water”, “I am a rock”, “A hazy shade of winter” και πολλά ακόμη. Στην δεκαετία του ’70 χωρίζουν ως ντουέτο αλλά συνεχίζουν επιτυχημένα και οι δύο προσωπικές καριέρες, με πιο πλούσια και σημαντική την πορεία του Paul Simon.
Πολλοί καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από το στυλ και τα τραγούδια τους αλλά και οι ίδιοι επηρεάστηκαν από προηγούμενους, μιλάμε για το σπουδαίο ντουέτο του ’50, τους Everly Brothers. Οι αδελφοί Don & Phil Everly ξεκίνησαν από εφηβική ηλικία επίσης, αφού έτυχαν της προσοχής του πρωτοπόρου μουσικού και κιθαρίστα Chet Atkins. Με βάσεις στην country, pop & rock’n’roll οι διπλές καθαριστικές αρμονίες και συνθέσεις των Everly Brothers κερδίζουν τις καρδιές του νεαρόκοσμου αλλά και όλων των υπόλοιπων ηλικιών αφού το «καθαρό» και καλοντυμένο παρουσιαστικό τους είναι ότι πρέπει για την μεταπολεμική αμερικάνικη κοινωνία. Με τραγούδια όπως τα διαχρονικά και χιλιοπαιγμένα “Bye bye love”, “Wake up little Susie”, “All I have to do is dream”, “Bird dog” & “Cathy’s clown” ξεπερνούν σύνορα και γίνονται παγκόσμιες αναγνωρίσιμες μελωδίες που τραγουδάμε με πολύ ευκολία έως σήμερα. Οι Everly Brothers αποτέλεσαν πρότυπο για το πώς γράφονται τραγούδια αλλά και πόσο αξεπέραστο είναι να τραγουδούν και να παίζουν αρμονικά δυο κιθάρες μαζί.
Το φαινόμενο του συνθετικού και εκτελεστικού ντουέτου δεν ήταν άγνωστο στην Ελλάδα, αφού οι παρέες με κιθάρες αλλά και οι καντάδες με κιθάρες, μπουζούκια, μαντολίνα και άλλα όργανα ήταν γνωστές σ’ όλες τις επαρχίες.
Γνωστό και μη εξαιρετέο, το εξαιρετικό ντουέτο από την δεκαετία του ’50 ακόμη, οι διάσημοι Αφοί Κατσάμπα, τα γνωστά σε όλους μας «Κατσαμπάκια». Με καριέρα που ξεπερνά τα 60 χρόνια ανήκουν στις αξεπέραστες και αξιομνημόνευτες μορφές της ελληνικής και παγκόσμιας τραγουδοποιίας αφού πέρασαν σύνορα και θάλασσες και ταξίδεψαν και διασκέδασαν ανθρώπους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Εξήγαγαν και εισήγαγαν μελωδίες δικές μας αλλά και άλλων χωρών με πλούσια παράδοση και έκαναν τις μελωδίες αυτές να μοιάζουν τόσο οικείες, που κάποιοι ίσως πείστηκαν ότι γράφτηκαν και γεννήθηκαν στην Ελλάδα. Το γνωστό “El poromporero” και άλλες λάτιν μελωδίες έγιναν σήμα κατατεθέν γιορτών, ξεφαντώματος και τρελού κεφιού απ’ άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα. Με «πολεμικό» όπλο τους τις κιθάρες ο Γιάννης και ο Γιώργος Κατσάμπας με καταγωγή από το Αγρίνιο, έβαλαν τα «γυαλιά» σε όλους τους μεγάλους παγκόσμιους σταρ αφού το κέφι, το μπρίο, η εκτελεστική δεινότητα και το παγκόσμιο διαβατήριο της μουσικής τους απέκτησαν και ελληνική ταυτότητα.
Την αναγνώριση και την επιτυχία των Αφών Κατσάμπα ζήλεψαν και άλλοι, με πιο γνωστούς από την δεκαετία του ’60 και μετά τους δίδυμους Νίκο & Γιώργο Τζαβάρα ή περισσότερο γνωστοί ως «Αφοί Τζαβάρα» και κατ’ επέκταση της φήμης τους και αυτοί «Τα Τζαβαράκια». Ξεκινώντας από την Πάτρα όπου μεγάλωσαν, μετακόμισαν στην Αθήνα κάνοντας εμφανίσεις σε λαϊκά κέντρα, μπουάτ και αλλού. Ακολουθώντας και εκείνοι την μέθοδο της μουσικής περιπλάνησης συνέλλεξαν εμπειρίες και συνεργασίες από διαφορετικούς χώρους και μουσικές επιρροές. Στο μουσικό χωνευτήρι έβαλαν ξένους ερμηνευτές και συνθέτες αλλά και γνωστούς έλληνες δημιουργούς όπως ο Θεοδωράκης, ο Πλέσσας, ο Ξαρχάκος, ο Πολυκανδριώτης και άλλους, κάνοντας γνωστά τα τραγούδια τους σ’ όλο και μεγαλύτερο κοινό.
Επιστέφουμε στην Αμερική στην δεκαετία του ’50 για να δούμε ένα σημαντικό ντουέτο της μουσικής σκηνής, κυρίως όμως της country, τους αδελφούς και εδώ Ira & Charlie Louvin, τους Louvin Brothers. Επειδή το ιδίωμα της country δεν είναι ουσιαστικά πουθενά περισσότερο γνωστό εκτός από την Αμερική, γι’ αυτό και τους καινοτόμους και πολυβραβευμένους Louvin Brothers τους ξέρουν μόνο οι Αμερικάνοι ακροατές. Οι Louvin Brothers, βαπτιστές στο θρήσκευμα καθόριζαν με την ιδιαίτερη τεχνική τους στις «κλειστές αρμονίες», ένα πεδίο θρησκευτικών τραγουδιών gospel αλλά και διάφορα ιδιώματα country που επηρέασαν αρκετά μουσικά είδη που εξελίχθηκαν αργότερα, όπως το country-rock. Οι Everly Brothers ανήκουν στα γκρουπ που επηρεάστηκαν από τους Louvin Brothers και τόσοι άλλοι.
Άλλο διάσημο ντουέτο που ευθύνεται ουσιαστικά για το ήχο του “California sound” γνωστό και ως “surf music” είναι οι Jan & Dean, που ξεκίνησαν από τα τέλη του ’50 και γνώρισαν μεγάλες δόξες στην δεκαετία του ’60. Κανείς όμως, ως γνωστόν, προφήτης στον τόπο τους, το ιδίωμα της “surf music” που υπηρέτησαν και ανέδειξαν «κατοχυρώθηκε» ως αναγνωρισμένο προϊόν των Beach Boys που δραστηριοποιήθηκαν στον ίδιο χώρο και τόπο λίγο μετά από εκείνους. Τα οικονομικά συμφέροντα, οι δημόσιες σχέσεις αλλά κυρίως οι πειραματισμοί με πολλά και διαφορετικά είδη και η δίψα για διασημότητα, έφαγαν το «ψωμί» και την δόξα των Jan & Dean, αφήνοντας πίσω το κομμάτι τους “Surf city” ως το μοναδικό Νο1 (1963) και το πλέον αξιομνημόνευτο.
Στην δεκαετία του ’60 οι κοινωνικές ταραχές, ο ρατσισμός, η έξαρση και η επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων, ο πόλεμος στο Βιετνάμ, οι διεκδικήσεις στην εκπαίδευση και τα άλλα βασικά θέματα ειρήνης και δημοκρατίας βρίσκονται συνεχώς στο προσκήνιο, από την άλλη οι μουσικές συνεργασίες οι πειραματισμοί και οι συναυλίες διαμαρτυρίας αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.
Τα μουσικά ντουέτα που ξεπήδησαν από αυτή την δεκαετία πολλά. Ν’ αναφέρουμε για την country τους Wilburn Brothers, Bellamy Brothers, The Gordons, για την folk, Mickey & Sylvia, Bob Dylan & Joan Baez , Richard & Mimi Farina, για το R&B Sonny & Cher και πολλοί άλλοι.
Η δυναμική των ντουέτων συνθετικά και εκφραστικά παραμένει περιορισμένη επί σκηνής γιατί αν τα δύο μέλη δεν συνοδεύονται από πρόσθετους μουσικούς, τεχνικούς και την απαραίτητη ηχητική, ηλεκτρική και τεχνολογική βοήθεια είναι δύσκολο έως απίθανο να εκπληρώσουν τις όποιες τους ιδέες στην πράξη.
Στα τέλη του ’60 αρχές του ’70 η τεχνολογία στα μουσικά όργανα, τα ηχητικά συστήματα και τον φωτισμό, γνωρίζει αλματώδη άνοδο και αυτό δίνει τις δυνατότητες σ’ ένα και μόνο μουσικό να γίνει πολυ-οργανίστας και να υλοποιήσει πρώτα στο στούντιο και μετά επί σκηνής όλο και περισσότερο πολύπλοκες ιδέες, συνθέσεις που οπτικά συνδυάζουν εικόνα, ήχο και θέαμα. Ξεκινά η επανάσταση των synthesizers που δίνει νέα ώθηση στην μουσική δημιουργία.
Στα τέλη του ’60 το ντουέτο των Silver Apples (Simeon Oliver Coxe III και Danny Taylor) από την Νέα Υόρκη πειραματίζονται με μια σειρά ηλεκτρονικών ταλαντωτών και άλλων περίεργων ηλεκτρονικών κατασκευών και κυκλοφορούν δύο πρώιμα ηλεκτρονικά ψυχεδελικά έργα τα “Silver Apples” (1968) & “Contact” (1969) με μικρή απήχηση για την εποχή εκείνη αλλά θεμέλιο λίθο για τις ιδέες τουλάχιστον των μουσικών που θα ακολουθήσουν το ριψοκίνδυνο παράδειγμά τους, όπως το γερμανικό ντουέτο των μεταρρυθμιστών Neu! από το Ντίσελντορφ, που αποτελούν οι Klaus Dinger & Michael Rother που αποχωρούν από τους επίσης ρηξικέλευθους Kraftwerk για να δημιουργήσουν έναν ήχο που μέχρι τότε δεν είχαμε ξανακούσει και που ο μινιμαλιστικός του ρυθμός των 4/4 θα ονομαστεί από τον υπνωτικό του χαρακτήρα, “motorik” και θα επηρεάσει από την ηλεκτρονική μουσική και το punk μέχρι το post-punk και όλες τις αποχρώσεις του new-wave.
Οι πειραματισμοί συνεχίζονται, στην Νέα Υόρκη συναντάμε τους Attila ένα ντουέτο που στις τάξεις τους περιλαμβάνει τον ντράμερ Jon Small και στο όργανο τον μετέπειτα διάσημο Billy Joel. Στην Καλιφόρνια σχηματίζονται οι Sparks από τους αδελφούς Ron & Russell Mael, ένα κατά βάση σταθερό ντουέτο που έκαναν αίσθηση στην δεκαετία του ’70 ξεκινώντας από το glam-rock αλλά σταδιακά περνώντας πειραματιζόμενοι με όλα τα είδη συνεχίζοντας μέχρι και σήμερα μια καριέρα που ξεπερνά τον μισό αιώνα επηρεάζοντας με τα τραγούδια τους και την εμφάνιση τους πλειάδα νέων μουσικών έως και σήμερα.
Στην Νέα Υόρκη και πάλι συναντάμε τους Suicide, το ντουέτο των Alan Vega και Martin Rev. Στο μουσικό χωνευτήρι της σκηνής της Νέα Υόρκης ίσως ήταν το πρώτο γκρουπ που χρησιμοποίησε την λέξη punk, έστω και τυχαία, για να περιγράψει την μουσική του. Στον ναό της γέννησης του νεοϋορκέζικου ήχου του punk, το CBGB τελετούργησαν μαζί με άλλα ονόματα όπως τους Ramones, τους Blondie, τους Television και άλλους πολλούς. Ο αινιγματικός, απόκοσμος, μινιμαλιστικός, ηλεκτρονικός και αγχωτικός ήχος της κορύφωσης των τραγουδιών τους και ειδικά το πρώτο τους άλμπουμ επηρέασε μια σειρά από μουσικά είδη που ξεκινούν από την ηλεκτρονική μουσική, το punk, post-punk έως το industrial, techno, ambient την electronica κ.α.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά η χρήση των πληκτροφόρων οργάνων κάθε μορφής σε συνδυασμό με την τεχνολογία φέρνει στο προσκήνιο αλλά και στο παρασκήνιο (στούντιο) ότι «παράξενο», πρωτοπόρο, ασυνήθιστο και ιδιόμορφο όργανο περνά από το εφευρετικό μυαλό μουσικών με ανησυχίες και νέες ιδέες.
Από το «παραδοσιακό» ντουέτο των Gallaher & Lyle και το blues rock ντουέτο των Medicide Head (John Fiddler & Peter Hope-Evans) μέχρι τους δαιμόνιους Buggles (Trevor Horn & Geoff Downes) που «μυρίστηκαν» την νέα εποχή του ήχου και της εικόνας που έρχονταν και έβγαλαν το προφητικό “Video killed the radio star” (1979) πριν χωρίσουν σαν ντουέτο και περάσουν από τις τάξεις διάφορων πετυχημένων και επιδραστικών σχημάτων με πιο γνωστούς τους Yes, τους Asia και τους Art of Noise. Στο ίδιο μήκος κύματος αλλά με πιο avant-garde πειραματικό προφίλ έχουμε και τους Lol Crème & Kevin Godley. που πριν είχαν «περάσει» από τους πετυχημένους art-rockers 10cc. Ως ντουέτο οι Godley & Crème έθεσαν τον πήχη πολύ ψηλά και έβγαλαν σαν πρώτο άλμπουμ το εξαιρετικά πειραματικό, ιδιότυπο και τριπλό(!) “Consequences”, δείχνοντας τον δρόμο σε πολλά νέα συγκροτήματα που θ’ ακολουθούσαν το παράδειγμα τους.
Ερχόμαστε έτσι στην δεκαετία του ’80 που η επικράτηση του ατομισμού, της σύγχρονης «οικιακής» τεχνολογίας αλλά και η καθολική χρήση των συνθεσάιζερ γίνεται πλέον «χρυσός» κανόνας στην μουσική από τον οποίο δεν γλιτώνει κανένα μουσικό είδος και «παραφυάδα» αυτού.
Αν θα πρέπει να ξεκινήσουμε μια λίστα με ονόματα γκρουπ, ντουέτων και σχημάτων που υπήρξαν, ξεκίνησαν ή υπάρχουν ακόμη από αυτή την δεκαετία θα χρειαστούμε σελίδες και μεγάλη υπομονή. Έτσι θα αναφέρουμε τα πιο σημαντικά, πιο πετυχημένα ή πιο επιδραστικά από αυτά που τουλάχιστον ένα μέλος τους χειρίζεται κάποιο τύπο συνθεσάιζερ. Η πλειονότητα των γκρουπ βρίσκεται στην Αγγλία με τα περισσότερα που παρατίθενται πιο κάτω να έχουμε χορέψει, αγαπήσει, συνδεθεί με κάποιο τραγούδι τους και φυσικά να έχουμε κάποιο δίσκο στην δισκοθήκη μας. Ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή: Αγγλία – Pet Shop Boys (Neil Tennant-Chris Lowe), Tears for Fears (Roland Orzabal-Curt Smith), Eurythmics (Annie Lennox-David A. Stewart), Wham! (Andrew Ridgeley-George Michael), Yazoo (Vince Clarke-Alison Moyet), Erasure (Andy Bell-Vince Clarke), The Assembly (Eric Radcliffe-Vince Clarke), Communards (Jimmy Somerville-Richard Coles), Soft Cell (Dave Ball-Marc Almond), Everything But The Girl (Ben Watt-Tracey Thorn), Associates (Billy Mackenzie-Alan Rankine), Strawberry Switchblade (Jill Bryson-Rose McDowall), Heaven 17 (Glenn Gregory-Martyn Ware) αλλά και Ελβετία όπως οι Yello (Boris Blank-Dieter Meier) και Γερμανία (DAF (Gabriel "Gabi" López- Robert Görl)).
Θα σταθώ περισσότερο στην Αμερική και σε άλλες χώρες όπως την Ελλάδα που έβγαλε τους Bang (Θάνος Καλλίρης & Βασίλης Δερτιλής), που με την συμμετοχή τους στον διαγωνισμό της Eurovision το 1987, παίρνοντας την 10η θέση στον διαγωνισμό, γεύτηκαν και άγγιξαν για λίγο το άπιαστο όνειρο όλων των Ελλήνων καλλιτεχνών που θέλουν να κάνουν διεθνή καριέρα. Την δοκίμασαν για λίγο με τα τραγούδια “Stop”, “You ‘re the on” & “Holding my heart”. Αλλά μέχρι εκεί.
Στην Αμερική προσωπικά ξεχωρίζω τους «άγνωστους» House of Freaks (Bryan Harvey & Johnny Hott) από το Richmont της Virginia που ο ήχος της κιθάρας του Harvey και τα ντραμς του Hott ήταν ένας συνδυασμός folk, rock με πρωτόγονους ρυθμούς και καταβολές που σε συνάρτηση με τους «σκληρούς» στίχους που ανακάτευαν την θρησκεία, τις ανθρώπινες προκαταλήψεις, τον ρατσισμό, την ανθρώπινη εκμετάλλευση, την αγροτική ζωή στον Νότο μέσα από «πλούσιες» εικόνες και παροιμιώδεις φράσεις και μεταφορές έκαναν την μουσική των House of Freaks ν’ ακούγεται πολύ πιο μπροστά από την εποχή τους. Το μουσικό υπο-είδος που χαρακτηρίστηκε ως “southern gothic” και οι ρίζες των πολύ πετυχημένων μετέπειτα Black Keys μάλλον βρίσκονται εδώ.
Ένα άλλο «αδικοχαμένο» γκρουπ από την Αθήνα της Georgia ήταν το ντουέτο των Method Actors (Vic Varney & David Gamble) που πειραματίστηκαν με στριφνούς ρυθμούς, το punk, τον Cpt. Beefheart, την free-jazz και το funk. Σε μεταγενέστερη δήλωση του συμπατριώτη τους Peter Buck (REM) ότι τους είδε live πάνω από εκατό φορές (sic), η «αγάπη» του αυτή και ο επηρεασμός τους δεν φαίνεται πουθενά. Οι Method Actors σαν πειραματικό και ιδιόμορφο γκρουπ δεν «έζησαν» πολύ, αλλά το μινιμαλιστικό του υπόβαθρο και οι πρωτοπόρες ιδέες απηχούν και ηχούν ακόμη φρέσκιες.
Μένοντας στην Αμερική και στην δεκαετία του ’80 συναντάμε ένα ντουέτο που έκανε όλα τα νέα παιδιά από το Bronx και δώθε να ορθώσουν την δική τους «φωνή» και τον δικό τους λόγο μέσα από την καθημερινή πάλη για την ζωή και τα πολλές φορές αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι Eric B. & Rakim από την Νέα Υόρκη πήραν το hip-hop από το περιθώριο των δρόμων της «μαύρης» καθημερινότητας και το έκαναν μια παγκόσμια γλώσσα επικοινωνίας των νέων σε όλο τον κόσμο. Μαζί με τους σύγχρονούς τους RUN DMC, επέδρασαν καταλυτικά σε μελωδίες, ρίμες και τεχνικές κάνοντας το πρώτο τους άλμπουμ “Paid in full” (1987) ένα από τα πιο επιδραστικά και πιο ολοκληρωμένα της εποχής του και όχι μόνο, αφού γενιές μετά «σκύβουν» ακόμη πάνω του. Πάνω στο δικό τους hit “I know you got soul” στηρίχτηκε το mega-hit της ίδιας χρονιάς των “M.A.R.R.S” -“Pump up the volume”, που έμελε να ξεσηκώσει όλες τις χορευτικές πίστες του κόσμου με τον acid-house ρυθμό του.
Την ίδια επίδραση αλλά με άλλες μουσικές ιδέες και κατευθύνσεις στην άλλη πλευρά της Αμερικής στην Washington D.C. ο κιθαρίστας Neil Michael Hagerty, αφού έχει περάσει από τους θορυβώδεις Pussy Galore, σχηματίζει με την σύντροφό του, τραγουδίστρια, συνθέτρια, παραγωγό αλλά και μοντέλο την Jennifer Herrema τους Royal Trux που πειραματίζονται αντισυμβατικά με έναν χαώδη ήχο στον στίχο και την μουσική, αλλά καταφέρνουν τελικά να μεταπηδήσουν σε μεγάλη εταιρεία, στην Virgin, υπογράφοντας συμβόλαιο για 1 εκ. δολάρια, όταν οι συντοπίτες τους Nirvana γνωρίζουν παγκόσμια επιτυχία στα ‘90s. Ακόμη και τότε η παραμόρφωση και οι αξίες αυτής παραμένουν σε υψηλά στάνταρντ για να δώσουν στον «θόρυβο» άλλο όνομα. Στα δύο πρώτα άλμπουμ το ομώνυμο “Royal Trux” (1988) και το ασυνήθιστα διπλό για την εποχή του και το ύφος “Twin infinitives” (1990), ακούγονται σαν μια μία επιμειξία των Suicide με την ορχήστρα του Sun Ra και με διευθυντή ορχήστρας τον Cpt. Beefheart. Αν στο εκρηκτικό αυτό μίγμα προσθέσετε και σαν παραγωγό ήχου τον Henry Rollins των Black Flag έχετε ολοκληρώσει τον «παρανοϊκό» ήχο αυτής της μπάντας.
Και θα ολοκληρώσω αυτό το πρώτο μέρος που πάει έως τα ‘80s με δύο ξεχωριστά μουσικά ντουέτα ανά τον πλανήτη, εκ διαμέτρου αντίθετα, τουλάχιστον γεωγραφικά, τους Καναδούς Deja Voodoo από το Μόντρεαλ και τους Tall Dwarfs από την Νέα Ζηλανδία. Και τα δύο σχήματα αποτελούν την επιτομή αυτού λέμε, κάντο μόνος σου και μην κοιτάς κανένα κόστος, “D.I.Y.”.
Οι Deja Voodoo (Gerard Van Herk- κιθάρα, φωνή & Tony Dewald- ντραμς) έκαναν στον απόλυτο βαθμό χωρίς τελικά, οικονομικό όφελος, αυτό που θα λέγαμε «οικιακή» μουσική δημιουργία, παραγωγή, εκτέλεση, συναυλίες, διανομή και διάθεση. Με απόλυτη, πρωτόγονη όμως προσήλωση, στις αρχές του αγνού rockabilly, της αρχέγονης country music, των βιωματικών b-movie ταινιών τρόμου και επιστημονικής φαντασίας κινηματογράφο του ’50, πασπαλισμένο με ιδιότυπες μουσικές κατασκευές –τετράχορδη (!) ηλεκτρική κιθάρα για τον Gerard Van Herk και ξεχαρβαλωμένα τύμπανα για τον Tony Dewald– η μουσική που παρουσίασαν οι Deja Voodoo για μια περίπου δεκαετία είχε τον δικό της ήχο και μια ταυτότητα αναγνωρίσιμη από μακριά, οι ίδιοι την ονόμασαν "sludgeabilly". Κάνοντας την δική τους εταιρεία την “Og Μusic”, έκαναν την παραγωγή και την διανομή των δίσκων μόνοι τους, έχοντας τον απόλυτο έλεγχο από την μία μεριά, τον αποκλειστικό καλλιτεχνικό ύφος που ήθελαν από την άλλη αλλά χωρίς κανένα οικονομικό κέρδος, απλώς βγάζοντας τα απαραίτητα χρήματα μέχρι την επόμενη παραγωγικά καλλιτεχνική κίνησή τους. Από το 1985 έως το 1989 έδωσαν βήμα και φωνή σε καναδικά σχήματα που μοιράζονταν μαζί τους τις ίδιες απόψεις περί μουσικής δημιουργίας και εκτέλεσης μέσω ισάριθμων κατ’ έτος συλλογών τα “It came from Canada” Vol. 1,2,3,4,5. Ανένταχτοι και αμετάπειστοι έως τα τέλη του ’80 που διέλυσαν και πούλησαν την εταιρεία, οι Gerard Van Herk & Tony Dewald παρέμειναν πιστοί σαν φίλοι και αμετακίνητοι στα ιδέες που πίστεψαν σαν παιδιά. Το σύνθημα του ’60 «Η φαντασία στην εξουσία» στην περίπτωση των Deja Voodoo βρήκε την απόλυτη ουτοπική εφαρμογή του και το ντανταϊστικό εξώφυλλο και μήνυμα του δίσκου “Too cool to live, too smart to die” (1985), τον ιδανικό πίνακα για να κοσμεί και να τρομάζει τις «σκοτεινές» πλευρές του νου.
Στην άλλη πλευρά του κόσμου στην Νέα Ζηλανδία έχουμε το εξίσου «περίεργο» ντουέτο των Tall Dwarfs, μια συνύπαρξη των Alec Bathgate & Chris Knox που και οι δύο παίζουν κιθάρα, μπάσο, όργανο αλλά χωρίς ντραμς, όπου για κρουστά χρησιμοποιούν καθημερινά οικιακά αντικείμενα. Αυτή η ασυνήθιστη οργανική πανδαισία έχει ως αποτέλεσμα άλλη μια μπάντα D.I.Y. που δισκογραφεί στην ανεξάρτητη Flying Nun Rec. Και τα δύο μέλη έχουν προϋπάρξει και ξεκινήσει από punk μπάντες αλλά οι Tall Dwarfs είναι κάτι το διαφορετικό αισθητικά και ακουστικά. Με ρίζες στο punk, στην ψυχεδέλεια και στο garage του ’60 και την παρεΐστικη διάθεση που διακρίνει τους δύο συνεργάτες, οι Tall Dwarfs ακούγονται σαν μια συνεργασία των Red Crayola του Mayo Thompson με τους πρώιμους Pink Floyd του Syd Barrett. Η D.I.Y. αισθητική συνεχίζεται, στην καρτουνίστικη εικονογράφηση των εξωφύλλων και των εσώφυλλων, καθώς και στα βιβλιαράκια που συνοδεύουν τις εκδόσεις των δίσκων, τις κασέτες ή τα CDs. O Chris Knox που έχει περισσότερο τον λόγο του ηγέτη και του μπροστάρη, «ανακατεύεται» και σε ηχογραφήσεις άλλων γκρουπ της εταιρείας, που αποτελεί ότι πιο ανεξάρτητο και ηχητικό πρωτοπόρο βγάζει η Νέα Ζηλανδία από το ’80 και μετά. Η συμβολή τους στην πρωτοπορία του, «φτιάξτε το μόνοι σας, αξίζει» δεν μπορεί να μετρηθεί με λόγια. Ότι λοιπόν είχε ξεκινήσει δειλά σαν επιμειξία ειδών με το rock-n-roll του ’50, πέρασε από την garage έκρηξη του ’60 και την βρετανική εισβολή των Beatles στην Αμερική, για να συνεχίσει με το punk του ’70, ολοκληρώθηκε στην δεκαετία του ’80 όπου ή έκρηξη της «οικιακής» και προσιτής τεχνολογίας έκανε τον κάθε ευρηματικό και ελπιδοφόρο νέο να προβάλει την εικόνα του και την μουσική του σε αλυσιδωτά ομοιόμορφα κανάλια ψυχαγωγίας, διασκέδασης αλλά και να δημιουργήσει μια νέα τέχνη χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις ή λογοκρισία.
Στο δεύτερο μέρος θα δούμε την συνέχεια αυτής της παρακαταθήκης της ανεξάρτητης γενιάς.