Εκρηκτικά ντουέτα 1990-2020
Ένα αφιέρωμα σε ντουέτα δεν θα μπορούσε παρά να έχει και αυτό δύο μέρη... Του Στέργιου Βολόγκα
Στο προηγούμενο άρθρο της σειράς είχαμε φτάσει μέχρι την «επανάσταση» των 80s, την γενιά Χ, την εποχή των βιντεοκλάμπ, του γουόκμαν, της κασέτας, των ουφάδικων, της ντίσκο, του Τσερνόμπιλ, του αρένα-ροκ, του ‘Thriller’, του ‘Bad’, της απαρχής της rap και του hip-hop αλλά και της επανάστασης του MTV. Τώρα μπαίνουμε στην δεκαετία του ’90 με Nirvana, grunge, house, techno, rave, Spice Girls, Take That, britpop, Oasis, Pulp, αλλά και Dr. Dre, Snoop Dogg και Tupac όπως και του λευκού επιγόνου του, Eminem. Τα διάσημα ντουέτα της δεκαετίας του ’80 συνεχίζουν την πορεία τους, αλλά δίνουν την θέση και την σκυτάλη σε νέα πετυχημένα σύνολα που δημιουργούνται.
CHEMICAL BROTHERS: Την εποχή που αρχίζουν να ξεπηδούν στην νέα βρετανική σκηνή ονόματα που θ’ αλλάξουν την κατεύθυνση των νέων στην μουσική και τον τρόπο με τον οποίο την ακούν και την απολαμβάνουν, όπως οι ριζοσπαστικοί Prodigy, οι πολυσυλλεκτικοί Asian Dub Foundation, οι Ambient ηλεκτρονικοί Future Sound of London, έρχεται από το Manchester το ηλεκτρονικό ντουέτο των Chemical Brothers. Οι Tom Rowlands και Ed Simons, συμμαθητές από παλιά, βρέθηκαν να κάνουν τους Djs στο Λονδίνο κάτω από το όνομα Dust Brothers, αναφορά στο παραγωγικό δίδυμο που ευθυνόταν για τις δουλειές των Beastie Boys, αλλά σύντομα άλλαξαν τ’ όνομά τους σε Chemical Brothers, ως αναφορά στις «χημικές ενώσεις» των διαφόρων ρυθμών και ειδών που επιχειρούσαν για να παράγουν νέους ήχους. Η ικανότητα τους στο sampling, στο remix και στο να δίνουν νέα πνοή σε παλιά και νέα τραγούδια, τους κάνει διάσημους, μιας και η εποχή του rave, house, techno, ambient και της electronica βρίσκεται σε μια καρποφόρα άνοιξη. Το πρώτο τους άλμπουμ “Exit Planet Dust” γίνεται γρήγορα πλατινένιο στην Αγγλία όπως και όλα τα επόμενα άλμπουμ γίνονται χρυσά ή πλατινένια σε Αγγλία και Αμερική και η αποδοχή τους στα μεγάλα φεστιβάλ ή στις διοργανώσεις καταλήγει σε βραβεία, απονομές και διθυραμβικές κριτικές. Η επιτυχία τους δεν βρίσκεται μόνο στα χαρτιά, αλλά ανοίγει τις πόρτες και σε άλλα ονόματα και σε μουσικούς που πειραματίζονται με τους νέους ήχους και τις νέες τάσεις, στον δε τελευταίο τους δίσκο “No Geography”-2019 παραμένουν ερειστικοί, δηκτικοί, πολιτικοί και πρωτοπόροι όπως παλιά.
OUTΚAST: Το Αμερικάνικο hip-hop οφείλει πολλά από τα άλματα που έγιναν από το ’90 και μετά στους πειραματισμούς και τις επιμειξίες ειδών ήχου και εικόνας από το ντουέτο των Αμερικάνων Outkast, του André 3000 (Andrė Lauren Benjamin) και του Big Boi (Antwan Andrė Patton) από την Ατλάντα της Τζώρζια. Μετά την επιτυχία του single “Player’s Ball” το 1993 ο δρόμος για τον πειραματισμό των Outkast αλλά και την καθολική τους επιτυχία σε μεγαλύτερα και μαζικότερα ακροατήρια άνοιξε. Το 2003 ήρθε η σειρά του διπλού “Speakerboxxx/The love below” που πήγε κατευθείαν στον Νο1 του Billboard και με πωλήσεις πάνω από 10 εκ. ο δίσκος γίνεται «διαμαντένιος». Η εμμονή, η επιμονή και το μουσικό χωνευτήρι των Outkast που «ανακατεύουν» το hip-hop, rap, funk, jazz, techno και την ψυχεδέλεια, έδωσε νέα ώθηση και εικόνα στο hip-hop. Οι Outkast με το “Speakerboxxx/The love below” κερδίζουν το Grammy για το άλμπουμ της χρονιάς και συνολικά στην μέχρι τώρα πορεία τους, έξι Grammy και γίνονται ένα από τα πιο πετυχημένα καλλιτεχνικά, οικονομικά και παραγωγικά σύνολα στην ιστορία του είδους. Στην μουσική τους «ψυχολογία» έχουν πιαστεί με θέματα που μέχρι τώρα θεωρούνταν ταμπού. Ο μισογυνισμός, η θρησκευτική υποκρισία, ο «ανταγωνιστικός» ρατσισμός και άλλα βρίσκουν το δρόμο και τον τρόπο να φτάσουν τα σχόλια τους σε περισσότερα αυτιά.
AIR & DAFT PUNK: Δύο σύνολα από την Γαλλία και δη ντουέτα, ήταν αυτά που απασχόλησαν και απασχολούν την επικαιρότητα από τις αρχές του ’90 και μέχρι σήμερα. Πρώτοι οι αιθέριοι ηλεκτρονικοί Air, το ντουέτο των Nicolas Godin και Jean-Benoît Dunckel που με το παρθενικό τους άλμπουμ “Moon Safari”, έβαλαν την ηλεκτρονική lounge μουσική σε άλλο επίπεδο και ξανάβαλαν την Γαλλία στο «παιχνίδι» της μουσικής πρωτοτυπίας, ανακατεύοντας το progressive με την space pop, τον μελαγχολικό ήχο των Joy Division με το trip-hop και τα ambient ηχοτοπία με τον David Bowie και τον Phillip Glass. Το επόμενο καθοριστικό βήμα ήταν η κυκλοφορία της μουσικής που γράψανε για το παρθενικό φιλμ της Σοφίας Κόπολλα “Virgin Suicides”. Το εναρκτήριο τραγούδι του soundtrack “Playground Love” έγινε σήμα κατατεθέν του φιλμ αλλά και των Air, δίνοντας ώθηση και ταυτότητα στο γκρουπ. Η ικανότητα τους να γράφουν ατμοσφαιρική μουσική με «κινηματογραφικό» τρόπο και αναφορές σε κλασικούς αλλά και σύγχρονους συνθέτες τους έκανε πολύ γνωστούς και διάσημους.
Η σημαντικότερη όμως μουσική «παρουσία» ντουέτου για τα ‘90s από την Γαλλία ανήκει σίγουρα στους Daft Punk. Το ηλεκτρονικό δίδυμο των Guy-Manuel de Homem-Christo & Thomas Bangalter, υιοθετεί από την αρχή μια «ρομποτική εικόνα» που συνδυάζει στοιχεία house, techno, funk, disco και φυσικά synth-pop. Η εικόνα των Daft Punk με τα ρομποτικά κράνη, σήμα κατατεθέν πλέον, εκτός από την προσπάθεια ανωνυμίας, θυμίζει Star Wars, αλλά και φουτουριστικά κράνη μοτοσυκλέτας, εκτός από το γεγονός ότι μάλλον μιμήθηκαν τους συντοπίτες τους electro-disco “Space”, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έπαιζαν «ζωντανά» με αστροναυτικές κάσκες.
Οι Daft Punk όμως «έπιασαν» το πνεύμα της εποχής με τα μεγάλα κλαμπ της μουσικής techno & rave και με το κατάλληλο κλίμα και το ανάλογο ηλεκτρονικό ύφος με τις πιασάρικες μελωδικές γραμμές και το video-marketing κάνοντας όλο τον πλανήτη να μιλά γι’ αυτούς, τους διανοούμενους «εξωγήινους» που ήρθαν στον πλανήτη γη να μάθουν στον κόσμο καινούργια ήθη στην μουσική και στους ρυθμούς. Οι συνεργασίες στην μουσική βιομηχανία με νέους και παλιούς μουσικούς μέντορες του είδους, όπως ο Nile Rodgers, αλλά και η συνδρομή του Pharrell Williams στην μεγάλη επιτυχία τους “Get Lucky”, ήταν αναπόφευκτο να τους κρατήσουν στην επικαιρότητα.
O.P.A. & ΕΚΕΙΝΟΣ+ΕΚΕΙΝΟΣ: Κατεβαίνοντας από την Γαλλία λίγο πιο κάτω συναντάμε την χώρα μας και εδώ έχουμε δύο σύνολα ντουέτων που έκαναν την διαφορά από τους άλλους για την στάση τους, τις συνεργασίες, την μουσική, το ύφος, την εικόνα αλλά και την συνεισφορά τους στα δρώμενα εκείνης της εποχής.
Πρώτοι οι O.P.A. (Opressive People Attack), το ντουέτο που έφτιαξαν οι Γιώργος Γκικοδήμας και Γιάννης Ευσταθίου. Συνδυασμός hip-hop, techno, θρησκευτικών ψαλμών που θυμίζουν τους σύγχρονους τους Γερμανούς Enigma του Michael Cretu, αλλά και τολμηρούς στίχους και συνεργασίες με την Χάρις Αλεξίου, τον Μάνο Ξυδού, έκαναν τους O.P.A. να ξεχωρίσουν αμέσως απ’ όλους τους άλλους. Ήταν οι πρώτοι μαζί με τους FF.C (Fortified Concept) οι οποίοι «εισήγαγαν» το hip-hop στην Ελλάδα ως αντίληψη, έκφραση και μουσικό λόγο, αναμειγνύοντας το με ελληνικά, ανατολίτικα στοιχεία και ψαλμούς. Κομμάτια όπως το κοινωνικό κατηγορητήριο «Εν+τάξει», το ερωτικό «Μες’ τα δυο της μάτια» που είπε και η Χαρούλα Αλεξίου αλλά και το «εργατικό» «Κομπολόι» με τον αμίμητο στίχο «Go Go κομπολόι…», έμειναν στην μνήμη μας ως ευρηματική συνεύρεση ελληνικού και ξένου στίχου ταυτόχρονα αλλά και ο συγκερασμός hip-hop και ελληνικής μουσικής. Στα live υστερούσαν βέβαια αλλά μπροστά στο καλό image-making τύφλα σ’ όλα τ΄ άλλα.
Εκείνος & Εκείνος. Το άλλο ντουέτο ήταν η συνεργασία των Κώστα Λογοθετίδη (πλήκτρα) & Νίκου Καλλίνη (κιθάρα-φωνή). Φίλοι και δύο από παλιά με κοινό τόπο βιωμάτων το Πέραμα, θεώρησαν ότι έχουν πολλά κοινά με τους ομώνυμους χαρακτήρες της τηλεοπτικής σειράς της ΕΡΤ, οπότε βάπτισαν έτσι το ντουέτο τους. Διακρινόμενοι για την καλή στιχουργική τους πλοκή αλλά και συγκινησιακή τους φόρτιση που μετέδιδαν στα τραγούδια που έγραφαν δεν άργησαν να βρουν δισκογραφική φωλιά πρώτα στην Minos και μετά στην ανεξάρτητη FM Rec. Διαλέγοντας προσεκτικά τραγουδίστριες και χαρακτήρες που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν πειστικά αλλά με παθιασμένο τρόπο τα τραγούδια τους δεν άργησαν να βγάλουν επιτυχημένους δίσκους εμπορικά και καλλιτεχνικά. Το τραγούδι που έδωσαν στην Καίτη Γκρέυ «Μια γυναίκα μόνο ξέρει» (1993) έγινε τραγούδι της χρονιάς ακόμα συνεργασίες με την Ελένη Βιτάλη «Σε δύσκολο Θεό πιστέψαμε» (1995), αλλά και Χάρις Αλεξίου, Δ. Μητροπάνος, Αντώνης Ρέμος κ.ά. Έκαναν μια μικρή ή μεγάλη παύση από το 2004 έως 2015, αλλά συνεχίζουν από τότε με μεγαλύτερο πάθος στην γραφή και την ανάγνωση των στόχων τους, όπως και συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν όμορφα με νέες απρόβλεπτες συνεργασίες.
Στην αυγή της νέας χιλιετίας η ατομικότητα ή δυαδικότητα, οι συνεργασίες και ο νέος τρόπος διάδοσης της μουσικής μέσω του internet και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, άλλαξε τον ρου της δισκογραφίας. Έτσι καινούργια ονόματα αλλά και μουσικά φαινόμενα εμφανίζονται στην παγκόσμια πλέον μουσική σκηνή. Παρατηρείται μια «αναβίωση» ή αν θέλετε αναθέρμανση των ντουέτων της δεκαετίας του ’80. Έτσι σε διάφορα είδη μουσικής έχουμε ντουέτα που κάνουν αίσθηση. Στο rock, punk, indie-rock, έχουμε τους τραχείς Deadboy & the Elephantmen (Dax Riggs-Tess Brunet), τα αδέλφια Jake & Jamin Orrall ως Jeff The Brotherhood, τους electro Ratatat (Evan Mast-Mike Stroud), τους πειραματικούς Dagons (Karie Jacobson-Drew Kowalski), τους μηλαδερφούς Draco & the Malfoys (Brian Ross-Bradley Mehlenbacher), τους σκληροπυρηνικούς Lightning Bolt (Brian Chippendale-Brian Gibson), στο hip-hop τους Black Star (Yasiin Bey-Talib Kweli) και στο dark-cabaret τις Dresden Dolls (Amanda Palmer-Brian Viglione) και Evelyn Evelyn (Amanda Palmer-Jason Webley).
Τα πιο διάσημα αλλά συγχρόνως και πιο επιδραστικά ντουέτα και όχι μόνο, που ξεπήδησαν μέσα στην νέα χιλιετία και μας απασχολούν ακόμη και σήμερα είναι σίγουρα οι Black Keys και οι White Stripes.
WHITE STRIPES: Ο πυρήνας των White Stripes υπήρχε σε μορφή, ιδέα και ενεργός από τα 1994, όταν ο John Anthony Gillis (aka Jack White) συνάντησε στο μουσικό ταξίδι του στο Ντιτρόιτ την Megan Martha White (aka Meg White). Στην σκηνή του Ντιτρόιτ, μέσα από διάφορα σχήματα και σχηματισμούς που πήγαιναν από το blues, στο R&B, στο rock έως το garage-punk, απέκτησαν τις γνώσεις και τα προσόντα για να φτιάξουν τους γνωστούς μας White Stripes. Μέχρι και την κυκλοφορία του τρίτου τους πολύ πετυχημένου δίσκου “White Blood Cells” (2001), η ταυτότητα του ντουέτου (άνδρας-γυναίκα) που έπαιζαν περίεργα ο ένας ντραμς και άλλος κιθάρα, έχοντας ακουστικά, εμφανισιακά και δημοσιογραφικά μια ακόμη περίεργη σχέση μεταξύ τους, καλύπτοντας και αποκαλύπτοντας το μυστήριο αν είναι τελικά αδέλφια, σύζυγοι, πρώην σύζυγοι, εραστές ή απλώς φίλοι και συνεργάτες, έπαιρνε και έδινε στα μουσικά έντυπα, εφημερίδες αλλά και τα κουτσομπολίστικά περιοδικά που έψαχναν για lifestyle-rock ειδήσεις. Τελικά αυτό έκανε ως γνωστόν καλό στις πωλήσεις, στην τηλεόραση και τα ΜΜΕ, ψηφιακά ή μη. Η ουσία ήταν ότι οι White Stripes έγραψαν πετυχημένες μελωδικές εκρήξεις και οι «καλοφορεμένες» μελωδίες με ρούχα άσπρα, κόκκινα έπιαναν στα FM. Ποιος δεν τραγούδησε το “Fell in love with a girl” και δεν το άκουσε σε talent show στυλ X-Factor, Pop-idol και βάλε. Το 2003 η 16χρονη Joss Stone, νικήτρια του BBC talent-show “Star for a night” στον πολυπλατινένιο πρώτο της δίσκο “Soul Sessions” το φέρνει στα μέτρα της και το κάνει “Fell in love with a boy”. Από κει και μετά η καριέρα τους απογειώνεται. Στον επόμενο πετυχημένο δίσκο τους “Elephant”-2003, οι τελικά παντρεμένοι αλλά χωρισμένοι σύζυγοι Jack & Meg White, γίνονται παγκόσμιοι σταρ αφού το “Elephant” παίρνει το Grammy του καλύτερου εναλλακτικού δίσκου της χρονιάς και το περιοδικό Rolling Stone βάζει τον δίσκο στην λίστα με τα 500 άλμπουμ που πρέπει κάποιος ν’ ακούσει πριν τα …τινάξει. Το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου “Seven nation army” γίνεται άλλη μια συνταγή για να πάρεις καλή θέση σε τραγουδιστικό talent-show ή μουσικό χαλί για ταινίες, «ψαγμένα» ντοκιμαντέρ, τηλεπαιχνίδια, και οποιαδήποτε άλλη ροκ παιδική ασθένεια, αφού δίνεται με δόσεις σαν γιατρικό. Εκτός αυτού αρχίζει να συναγωνίζεται σε δημοτικότητα το “Final Countdown”, αφού ακούγεται στα παγκόσμια κύπελλα ποδοσφαίρου του 2006, 2010 & 2014, ενώ πολλές φορές γίνεται σύνθημα και στα ελληνικά γήπεδα από τους οπαδούς. Μετά από δύο ακόμη δίσκους οι Jack & Meg White χωρίζουν οριστικά σαν White Stripes και ακολουθούν χωριστές πορείες. Οι μέρες των ξεκάθαρων επιρροών από Led Zeppelin, Sonics, Stooges, Gun Club και άλλους περνούν, η Meg White περνά σε δεύτερη μοίρα ενώ o Jack White ξεδιπλώνει ένα ταλέντο που ξεκινά από την υποκριτική, την πολιτική, τις φιλανθρωπίες, την συγγραφή, την επιχειρηματικότητα, μέχρι το ελληνικό… δημοτικό τραγούδι, αφού το 2006 μέσω της δισκογραφικής του “Third Man Records” κυκλοφορεί την συλλογή «Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά» ή αν θέλετε στην Jack White αγγλική εκδοχή “Why the mountains are black” – αρχειακή πρωτογενής ελληνική δημοτική μουσική παράδοση της υπαίθρου από το 1907-1960. Έχουμε ήδη υπογράψει οικονομικά μνημόνια για τα επόμενα 60 χρόνια, τώρα βλέπω παραδίδουμε την μελέτη και εξιχνίαση της παράδοσης μας σε ξένους ερευνητές, τι άλλο μας περιμένει.
THE BLACK KEYS: Είχα ακούσει για πρώτη φορά τους Black Keys στο “Set you free” από την συλλογή που συνόδευε την 5η έκδοση του περιοδικού Paste, χωρίς να δώσω μεγάλη σημασία. Τους είδα όμως να παίζουν «ζωντανά» το “10am Automatic” στο απολαυστικό βίντεο που σκηνοθέτησε ο David Cross και μπήκε στην συλλογή Cd/Dvd τον Οκτώβριο του 2004 και συνόδευε και πάλι το περιοδικό Paste και απόλαυσα το ντουέτο των Dan Auerbach-κιθάρα, φωνή & Patrick Carney-ντραμς ν΄ ανασκευάζουν την blues-rock θεματολογία με δικό τους πρωτόλειο τρόπο. Οι Black Keys ως παιδικοί φίλοι από το Άκρον του Οχάιο μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το blues, το rock, την soul και τον τρόπο που παίζεται η μουσική. Η αδυναμία και των δύο στον ωμό ήχο χωρίς «στολίδια» με μια καθαρή διάθεση να ξαναγυρίζουμε στις ρίζες της «αυθεντικής» παράδοσης του blues, τους έκανε να βγάλουν τα τρία πρώτα άλμπουμ με την ίδια «οικιακή» συνταγή και διάθεση. Αυτή η DIY συνταγή άρεσε στον κόσμο και τους κριτικούς και τους έκανε γρήγορα γνωστούς σε ευρύτερο κοινό. Συνεχίζουν να ηχογραφούν αρχικά τα κομμάτια στο υπόγειο του Patrick Carney γιατί η «μυρωδιά» του ήχου και της ατμόσφαιρας αρέσει και στους δύο και τους κάνει δημιουργικούς και άνετους στο να γράφουν τραγούδια με το ίδιο πάθος όπως τα σκέφτονται.
Αλλά η επιτυχία θέλει θυσίες και υποχωρήσεις και η άνοδος στους ψηφιακούς και μη καταλόγους του Billboard ακόμα περισσότερες. Η αλλαγή πλεύσης γίνεται το 2010 με το άλμπουμ “Brothers” και η ακόμη μεγαλύτερη αλλαγή προς ένα πιο «πλούσιο» ήχο με επιμειξίες ειδών μουσικής από rock’n’roll, soul, blues, glam κα γίνεται με το πολυπλατινένιο “El Camino”-2011, που κερδίζει το Grammy για το «καλύτερο ροκ άλμπουμ της χρονιάς» και σταματά στο Νο2 του Billboard. Το επόμενο σημαντικό βήμα επιτυχίας και ήχου, χαρακτηριστικό πλέον αναγνωριστικό σημάδι για το ντουέτο, γίνεται το 2014 με το “Turn Blue” που πάει ακόμα πιο ψηλά στο Νο1 του Billboard. Ο «βρώμικος» ήχος των ακατέργαστων blues έχει περάσει σε άλλο επίπεδο καθώς τα τραγούδια από το γράψιμο τους μέχρι την ηχογράφηση, την παραγωγή και την κυκλοφορία, έχουν άλλο «λούστρο». Οι Black Keys είναι πλέον ένα υπολογίσιμο μέγεθος στην σημερινή μουσική βιομηχανία και το 2015 τους βλέπουμε ζωντανά στο Rockwave Festival στην Μαλακάσα. Αν και δεν μπορώ να πω ότι έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από την εμφάνιση τους (υποκειμενική άποψη), οι Black Keys είναι ένα δυνατό χαρτί της μουσικής και το αποδεικνύουν το 2019, βγάζοντας το πολύ καλό και σαφές “Let’s Rock”.
DEATH FROM ABOVE 1979: Αν οι Black Keys ξεκίνησαν από το υπόγειο και ανέβηκαν στο garage και μετά πέρασαν στην κουζίνα, οι Death from Above 1979, το ντουέτο των Jesse F. Keeler-μπάσο, συνθεσάιζερ και Sebastien Grainger-ντραμς, φωνή από το Οντάριο του Καναδά, έμειναν εκεί στον σκοτεινό υπόγειο, στην φυλακή ή ηχογραφούσαν στα αμπάρια ενός πλοίου, όπως ήθελαν ή πρόβαλαν τις ιδέες και τις σκέψεις για το πώς μια hardcore μπάντα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να δρα και να γράφει μουσική. Ο Jesse F. Keeler είναι ακόμη υπεύθυνος για το λογότυπο της μπάντας, αυτού του ανθρώπου-ελέφαντα που βρίσκεται παντού σε ό,τι κάνει η μπάντα, Σε εξώφυλλα, αυτοκόλλητα, σιδερότυπα, αφίσες, ζώνες, μπλουζάκια και ότι άλλο φανταστεί κανείς. Ο ήχος των Death from Above 1979 έχει κάτι από το χαοτικό «σύρσιμο» των Sonic Youth, από τα «ακατονόμαστα» ξεσπάσματα των Lighting Bolt και τον ήχο ενός τρακτέρ που οργώνει και ξερνά μαύρο καπνό, το «βρώμικο» πετρέλαιο που καίει ο πρωτόγονος κινητήρας του. Μετά τον πρώτο δίσκο τους “You are a woman, I’m a machine” τα έχουν πει όλα και διαλύονται το 2006 για πέντε χρόνια και ξανασμίγουν το 2011 με την ίδια «καταστροφική» διάθεση. Το 2014 γράφουν το “Physical World” και κερδίζουν τον τίτλο του «καλύτερου ροκ άλμπουμ της χρονιάς» (2015) στα καναδικά βραβεία Juno. Βγάζουν ένα «ζωντανό» άλμπουμ στην εταιρεία του Jack White “Third Μan Records” το 2016 και το 2017 επιστρέφουν στην «καναδέζα μαμά» ανεξάρτητη εταιρεία τους “Last Gang Records” πιο οργισμένοι από πριν για να κυκλοφορήσουν το συνθηματικό “Outrage! Is now”. Έπεται συνέχεια.
Καθώς μπαίνουμε στην τελευταία δεκαετία πολλά αλλάζουν. Το κλασικό ροκ-τρίο μπάσο-κιθάρα-ντραμς με την χρήση της τεχνολογίας και των πολυμέσων έχει αλλάξει κατά πολύ, την δημιουργία, την ηχογράφηση, την παραγωγή και την κυκλοφορία του υλικού μιας μπάντας. Πολλές φορές δεν χρειάζονται καν παραγωγοί, εταιρείες, ενδιάμεσοι για να κυκλοφορήσει ή να μαθευτεί κάτι. Όλα γίνονται από τον «καναπέ» ενός σπιτιού, ενός οικιακού υπολογιστή και ή παραγωγή και ή προώθηση των βίντεο κλιπ μπορεί να γίνει στο σαλόνι, στο μπάνιο, στο γκαράζ ή στην αυλή του σπιτιού σας, με πρωταγωνιστές τον αδελφό σας, τον ξάδελφο και γκεστ την μαμά σας και τον σκύλο σας.
Ντουέτα συναντάμε πολλά, άλλα διάσημα, άλλα λιγότερο διάσημα αλλά όλα προβάλλονται με τον χαρακτήρα του διαφορετικού, του νεωτερισμού και του μοντέρνου.
Οι “No Αge” της ανεξάρτητης Sub Pop με βάση το Los Angeles, παίρνουν υποψηφιότητα για Grammy, οι Quasi από το Portland του Oregon κερδίζουν τους κριτικούς, οι Twenty one Pilots από το Οχάιο είναι το πιο πετυχημένο ντουέτο με Νο1 στο Billboard και άλλα πολλά. Στην Αγγλία έχουμε τους synth-pop “Hurts” τους βραβευμένους “Royal Blood” και το ασυνήθιστο γυναικείο country-pop ντουέτο Ward Thomas.
SLEAFORD MODS: οι Jason Williamson-φωνή και ο μουσικός Andrew Fearn που απαρτίζουν τους Sleaford Mods, ίσως είναι το πιο ακραίο αλλά συγχρόνως και το πιο ευρηματικό ντουέτο των τελευταίων 10 ετών στην Βρετανία και όχι μόνο. Από την μια μεριά έχουμε αυτό που λέμε «οικιακή» μουσική, αφού στο μουσικό μπλέντερ του Andrew Fearn όλα γίνονται και ξε-γίνονται. Οι Sex Pistols, ο John Cooper Clark, οι Streets,οι Prodigy, οι Pet Shop Boys, ο Ian Dury, οι Fall, οι Neu!, η Anne Clark, οι Joy Division και ότι άλλο βάλει ο νους σας είναι «μέσα». Σε ένα ηχητικό υπόστρωμα που «ανακατεύει» έξυπνα και δημιουργικά το electro, το punk, το hip-hop, το ambient, έρχεται η φωνή του Jason Williamson σαν οδοστρωτήρας, να σχολιάσει, να λοιδορήσει, να καυτηριάσει, να βρίσει και να κραυγάσει μανιφέστα, ιστορίες και στίχους από την άλλη μεριά της πόλης από ένα άλλο κοινωνικό σύμπαν που όλοι θέλουμε ν’ αγνοούμε γιατί δεν μας «βολεύει».
Παρ’ όλο τον μινιμαλιστικό, εξοργιστικό και καταγγελτικό ύφος των Sleaford Μods η πορεία τους στα charts και τις επιτυχίες γνωρίζει βραβεύσεις, απονομές, ξεχωριστές κριτικές και συγκεντρώνει πολλούς οπαδούς. Οι Εγγλέζοι τελικά είναι ικανοί για το χειρότερο και το καλύτερο ταυτοχρόνως.
BLACK PISTOL FIRE: Στον Καναδά τώρα εκτός από τους γκαραζιέρηδες Japandroids και τους post-rock Handsome Furs, έχουμε τους εκρηκτικούς “Black Pistol Fire”. Οι Black Pistol Fire είναι ένα ντουέτο με καταβολές από το Τορόντο του Καναδά αλλά σταθερή πλέον βάση στο Austin του Texas όπου τα τελευταία και πιο δημιουργικά τους χρόνια ανέβηκαν από υπόγεια γκαράζ σε υπέργεια στούντιο και σε μεγαλύτερες σκηνές, παίζοντας δίπλα-δίπλα με τους ZZ Ward, τον Gary Clark Jr., τους Black Rebel Motorcycle Club, την Lucinda Williams και άλλους ευγενείς κυρίους και κυρίες. Ο ήχος τους απαρτίζεται από το τραχύ «άγριο» feedback της κιθάρας του Kevin McKeown και το κοπάνημα στα ντραμς του Eric Owen, πότε με το ένα χέρι, πότε με τα δύο, πότε με χέρια-πόδια, μιμούμενος τις αρχέγονες πηγές του western swing, rockabilly, psychobilly, punk και sludgeabilly των συμπατριωτών τους Deja-Voodoo, πέρασε σε πιο country rock –blues hardcore περιβάλλον, αλλά πάντα με σκηνικό κάκτους, έρημο και γύπες.
Μετά το ομώνυμο άλμπουμ του 2011 έρχονται τα “Big Beat ‘59” (2012), “Hush or Howl” (2014) και “Don’t Wake the Riot” (2016) όπου από μόνοι τους οι τίτλοι φανερώνουν την οργή, την ακατέργαστη ενέργεια και την punk DIY ατμόσφαιρα που ξεχύνεται ανεξέλεγκτη από τα όργανα, τους ενισχυτές και την σκηνική δράση των μανιασμένων live εμφανίσεων του γκρουπ που τους κάνουν πραγματικά αγαπητούς στο νεανικό κοινό και όχι μόνο, αφού όσοι δεν έχουν χάσει ή δεν έχουν ξεχάσει τα μουσικά τους αρχέτυπα έχουν την ευκαιρία να «ζεστάνουν» λίγο τις φλέβες τους με αγνό υλικό. Στο τέλος του 2017 κυκλοφορούν το τελευταίο τους κατόρθωμα “Deadbeat Graffiti. Ο δίσκος ανάβει 11 φωτιές είτε βραδυφλεγείς, όπως το bluesy “Watch it burn”, το ελεγχόμενο “Bully” ή το “Lost cause” που χάνεται σιγά-σιγά μέσα στον κουρνιαχτό της ερήμου και τους κάκτους, είτε με θέματα που αγγίζουν τις χαμένες πόλεις των σκονισμένων αυτοκινητόδρομων του Texas και προσεγγίζουν γωνίες των Stokes, Raconteurs και το χαρούμενο garage των Hives.
BIG NOSE ATTACK & NOISE FIGURES: Για το τέλος άφησα πάλι την μητέρα πατρίδα με δύο νέα και ελπιδοφόρα σχήματα για το μέλλον. Η Ελλάδα του σήμερα μπορεί να πληρώνει αμαρτίες του παρελθόντος, αλλά οι νέοι δεν σταματούν να ονειρεύονται και να έχουν ιδέες και να τις πραγματοποιούν.
Πρώτα οι Big Nose Attack, τα αδέλφια Αντώνης Ντίνος (Little Tonnie) –κιθάρα, φωνή και Γιώργος Ντίνος (Boogieman) –τύμπανα από το Μπραχάμι, το 2011 αποφασίζουν να ζήσουν τα παιδικά τους όνειρα με απτό και υπολογίσιμο τρόπο. Μεγαλώνοντας στο αστικό περιβάλλον που το χρώμα του έχει πινελιές από blues, funk, soul και 70s rock, οι Big Nose Attack από απλό αστείο εξελίσσονται σε εγχώριο μουσικό φαινόμενο. Συμμετέχουν σε φεστιβάλ εντός (Rockwave) και εκτός (Suwalki Blues Festival, Project, Lost Dogs Festival κ.ά). Αποκτώντας εμπορίες παίζοντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα δεν διακατέχονται από το σύνδρομο να γίνουν γρήγορα γνωστοί και γρήγορα πλούσιοι, αλλά να βάλουν στον χάρτη της μουσικής μια μικρή βούλα με την στάση τους και το παίξιμο τους. Έχοντας καθαρά ροκ καταβολές από κυρίαρχα ονόματα των 70s, το ντουέτο έχει μέχρι σήμερα βγάλει τέσσερεις μεγάλους δίσκους διαφορετικούς κι ενδιαφέροντες. Ο τελευταίος τους “Deader than Disco”-2019, μπορεί να μπερδεύει τους ακροατές με τον τίτλο του, αλλά «βλέπει» τις μουσικές επιρροές και επιδράσεις του ντουέτου με άλλο μάτι και αυτό τον κάνει ξεχωριστό και κάνει και τους ίδιους να συνεχίζουν το ταξίδι με περισσότερο πάθος.
Τελευταίοι αλλά όχι καταϊδρωμένοι οι Noise Figures. ο Γιώργος Νίκας (φωνή – τύμπανα) και ο Στάμος Μπάμπαρης (φωνή – κιθάρα), έχουν βρει την «μαγική» συνταγή να λειτουργούν όχι σαν ένα ντουέτο που συνεργάζεται άψογα στην σκηνή και στο στούντιο αλλά και σαν ένα δίδυμο που καταφέρνει να ιερουργεί με την ροή και την ευκολία μιας μπάντας με περισσότερη εμπειρία από τον πραγματικό χρόνο που είναι μαζί. Μετά από τρείς δίσκους, πολλές εμφανίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό οι Noise Figures μέσα από το fuzz, την ελεγχόμενη παραμόρφωση και τον δημιουργικό παροξυσμό, μη αδικώντας τ’ όνομά τους και την αρχική ηχητική εικόνα, τα τραγούδια και οι δίσκοι θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι το soundtrack μιας ταινίας δρόμου-τρόμου-αγωνίας και έντασης, ποτισμένη με παραισθησιογόνα, κόντρες με μηχανές και νεαρούς παραβάτες που ανακαλύπτουν την σεξουαλικότητα τους, οσφραίνοντας στον αέρα τις καλοκαιρινές τους επιθυμίες, που γίνονται ένα, μπολιάζοντας τις επιρροές τους με το όραμα του μέλλοντος τους. Με οδηγό τους πρώιμους Pink Floyd, τους λυσεργικούς 13th Floor Elevators, τους Black Rebel Motorcycle Club αλλά και τους δικούς μας Nightstalker, αφήνουν στα live τους και στους δίσκους υποσχέσεις για μια πιο συγκλονιστική εμπειρία και συνέχεια.