Εκτός Πλαισίου Ήχοι

Για ένα λυσάρι στον αυτοσχεδιασμό…

Τι βιογραφικά είναι τούτα; Ενάντια λέει σε καθεστώς, νόμους, συνήθειες, έθιμα... Είστε σίγουρα μουσικοί ή θα μπλέξουμε; Του Πάνου Πανότα

Σαν από απροσδόκητα τυχερό σμίξιμο πνεύματος και βεβαιότητας, όσο γίνεται αληθοφανές καθότι μη δυνάμενο να εκπληρωθεί στον βαδίζοντα χρόνο, μεταφερόμαστε σ’ ένα άδειο δωμάτιο με μόλις τέσσερις καρέκλες. Όπου κι έχουμε σκηνοθετικά προσκαλέσει τον ψυχολόγο Mihaly Czikszentmihalyi, τους εκλιπόντες μουσικούς Bill Evans, Derek Bailey, και τη μουσικολόγο-συγγραφέα Sabine Feisst για μια ανοιχτή συζήτηση πάνω στις ετυμηγορίες του ρήματος αυτοσχεδιάζω - ενεργώ αυτόματα, κατασκευάζω στιγμιαία, δρω χωρίς προετοιμασία, όλες απολύτως πραγματικές κι αρκούντως σχετικές με τη μουσική, για να πιάσουμε απαρχής σφιχτά το θέμα μας.

Πρώτον ακούσαμε τον Czikszentmihalyi να συνοψίζει το βιβλίο του “Flow: The Psychology Of Optimal Experience”. Για την πνευματική κατάσταση-εμπειρία της ροής η οποία προκαλεί, αλλά κι απαιτεί, καθολική δέσμευση και προσήλωση ενός ατόμου που ασχολείται τη δεδομένη στιγμή με κάτι, σ’ αυτό το κάτι, ώστε να μένει απόλυτα ανεπηρέαστο από κάθε έξωθεν ερέθισμα. Τελειώνοντας, τόνισε με νόημα ότι με την δραστηριότητα που ανέλυσε είχε καλύψει και τους υπόλοιπους συνομιλητές του πριν καν αυτοί τοποθετηθούν, κι έδειχνε πολύ σίγουρος για τα λόγια του.

Ο Evans, δεικτικός όπως τον θυμάστε, κατέθεσε τον παραλληλισμό του αυτοσχεδιασμού με την μια κι έξω ζωγραφική όπου εκεί ο δημιουργός γνωρίζοντας ότι δεν του επιτρέπονται κατοπινές διορθώσεις ή άλλες παρεμβάσεις εξασκείται εκ των προτέρων στην άκρως αυστηρή ατομική πειθαρχία που θα του φέρει την καλύτερη αποτύπωση των ιδεών του. Και ναι, παραδέχτηκε πριν δώσει τη σειρά του ότι στην λεπτότατη ισορροπία που μας αφηγήθηκε, ο πρώτος ομιλών σε ικανό βαθμό τον είχε καλύψει.

Ο Bailey, γνωστός απρόβλεπτος και του πείσματος, φάνηκε αμέσως να θέλει να αδράξει την ευκαιρία για να μιλήσει ξανά αναθεωρητικά (σαν στους δίσκους του). Υπερασπιζόμενος την υποκειμενική άποψη ότι άπαντες, κι ανεξάρτητα απ’ την όποια σχετική κατάρτιση κι εκπαίδευση έχουν στη μουσική, δύνανται να παίξουν σε δράσεις ελεύθερου αυτοσχεδιασμού. Άποψη που κι εκείνος την είχε συγγράψει ακριβώς έτσι πριν δεκαετίες αλλά που έμελλε να μείνει στην σκιά τού επίσης δικού του αποφθέγματος για τους αυτοσχεδιαστές - είχε πει ότι παίζουν χωρίς μνήμη, πρώτευσε, κι έκτοτε περιμένουμε να εμφανιστεί ανάμεσά μας ένας απ’ τον Σείριο που θα ’χει τα επιχειρήματα να του αντιμιλήσει κατά πρόσωπο για το λάθος του.

Σε εντελώς τρίτο μήκος κύματος, στενά προσθετικό ωστόσο αφού οτιδήποτε εξουδετερώνει την αφομοίωση, τη νοούμενη τυφλή, θα το επικαλεστούμε σήμερα, κινήθηκε κι η Feisst. Πώς ουσιαστικά, μοιράζοντας φωτοκόπιες του άρθρου της “John Cage And Improvisation - An Unresolved Relationship” και ζητώντας απ’ τους άλλους να το διαβάσουν με την ύπατη προσοχή. Πού να εξηγούσε τώρα με το ρολόι να τρέχει τα γιατί και τα πώς του επιθέτου «άλυτη»; Έξυπνοι ήταν, ας τα έβρισκαν μόνοι τους. Απλό.

Ορίστε το κρατούμενο, λοιπόν, αν θέλουμε το μέγιστο ένα, απ’ το αυθαίρετα στημένο σκετς που παρακολουθήσαμε πιο πάνω:

Σπάνια έχει αξιώσει ένας μουσικός τόσα πολλά για τον εαυτό του ή έχει αυταπατηθεί τόσο πολύ όσο ο υποψήφιος αυτοσχεδιαστής.

Εξάλλου, αν η μουσική γενικά αφορά στο πώς οι άνθρωποι ερμηνεύουν τον κόσμο, ο αυτοσχεδιασμός αφορά ειδικά στο πώς οι άνθρωποι ερμηνεύουν τη μουσική.

Η αυταπάτη αποδίδεται στο υποσυνείδητο. Εκείνο που μετασχηματίζεται συνεχώς φαντασιακά, και που ενώ υπερβαίνει ακόπως την άλγεβρα του 1+1=2, αμέτρητες φορές οδηγείται ευθεία καταπάνω στον τοίχο μιας εκφραστικής υπερτροφίας χωρίς μεδούλι.

Άγριο πρωτογενές ενέργημα, κάποτε αυτοαναφορικό και δίχως να ακολουθεί συγκεκριμένη μέθοδο. Ωραία, έστω κι έτσι, πότε ο αυτοσχεδιασμός θεωρείται παραγωγικός; Όταν είναι επιτυχής. Και πότε είναι επιτυχής; Όταν δύναται να καταναλωθεί εκ νέου, ξανά, πάλι. Σε διαφορετικό μέρος, από άλλους ακροατές, πιθανώς και με αναντίστοιχο τρόπο. Τότε. Όταν άμα την αρχή του συστηθεί άνευ προϋποθετικών όρων και συντόμως μεταβεί σε ψυχοσωματική συμπλοκή, μεταξύ γεωμετρίας και χρόνου, κυριολεξίας και πιθανότητας. Τότε.

Παρά τα όσα υποστήριξε ο Derek Bailey επομένως και παρά το γεγονός πως ο αυτοσχεδιασμός είναι ολιστική κατάσταση που συμπεριλαμβάνει αίθουσα, οργανοπαίχτες & ακροατές, διαπίστωση που όλοι με τον καιρό την υιοθετήσαμε, τουλάχιστον οι μισοί αυτοσχεδιαστικοί δίσκοι που κυκλοφορούν πάνε, με γνώμονα το επίτευγμα, απευθείας για τον άπατο σκουπιδοτενεκέ. Αλλά σε όσους απομείνουν τούς αναγνωρίζονται συντριπτικά πεπραγμένα για την ευρύτερη εξέλιξη της μουσικής παραγωγής.

Με γνώμονα το επίτευγμα; Το φτασμένο και το άφταστο στον αυτοσχεδιασμό απέχουν υποδιαίρεση του χιλιοστού. Οι ιθύνοντες συντελεστές (από έναν σόλο μέχρι όσους επιπλέον) επιλέγουν να αντλούν απ’ την παλιότερη αντίληψη περί μοναδικότητας, ψάχνουν ό,τι ακόμα δεν υπάρχει μα κι ανασύρουν δείγματα απ’ το παρελθόν, κοινωνούν και συγχρόνως προσδοκούν συναισθήματα συν νέες διεγέρσεις κ.ο.κ. Δεν είναι όμως ποτέ ασφαλείς. Ούτε θα βρεθεί ο από μηχανής εγγυητής που θα αποτρέψει την αύρα που συνοδεύει τα διανύσματα των λογικών διαγραμμάτων του προφέσορα Michele Biasutti (βλ. κάπου στο πλάι) όταν περάσουν απ’ το χαρτί στη ζωή, είτε κι εντελώς αιφνιδιαστικά, για να μην τους διαλύσει, αφήνοντάς τους άπραγους και στο σημείο τού τίποτα απ’ όπου ξεκίνησαν. Πόσο θέλει για να καταφέρουν να πιάσουν (ή να ξαναπιάσουν) το συνθετικό πράττειν απ’ τη μηδενική πηγή του, κι άρα με στοιχεία που θα μπορούσαμε –καθόσον τούτη η εκδοχή ανέκαθεν μας γοήτευε–, να χαρακτηρίσουμε αρχαϊκά, δίχως στιλιστική, ή όποια αλλιώτικη, δέσμευση; Θέλει λίγο; Ε, για ομοίως λίγο χθες δεν τα κατάφεραν κι αύριο πιθανόν να μην τα καταφέρουν και πάλι.

Άρα ο αυτοσχεδιαστής είναι καταδικασμένος να προχωρά δείχνοντας. Δεν διχάζεται ούτε δευτερόλεπτο να επενδύει στην περαιτέρω προσοχή, εγωιστικά επιθυμώντας την αρραγή, όπως δηλαδή δεν θα ’ναι ποτέ της. Οξύμωρο, αφού άνετα μπορεί να βγει απρόσεκτος ο ίδιος ή υπερενθουσιώδης, κι αν δεν κατευθύνει τα μπρος-πίσω μεταξύ τού να δανείζει και τού να δανείζεται ώστε να παραχθεί όντως καινούργιο ηχητικό μίγμα, θα αποτύχει. Μίγμα που αν ηχογραφηθεί και κυκλοφορήσει, ο δίσκος μακροπρόθεσμα προορίζεται για εφάπαξ αποθετήριο, δημόσιο και κοινής θέας, με τους ήχους-επινοήματα που βρέθηκαν να γεννηθούν μονάχα εκεί-τότες-μέσα του. Τον βαφτίσαμε βιοπρακτικό μουσείο. Κι αμέσως του ταίριαξε…

Ο βάσκος Mattin Artiach συνόψισε κάμποσα επίμαχα στη ομολογία «Στον αυτοσχεδιασμό κάνουμε διαρκώς λάθη, τα χρησιμοποιούμε και μαθαίνουμε από αυτά», με το επίρρημα «διαρκώς» και το ρήμα «χρησιμοποιούμε» να δίνουν ανέλπιστες συλλογιστικές λύσεις εκεί που ειδάλλως δεν θα εντοπίζαμε ούτε μία. Η δήλωση προέρχεται απ’ το ελεύθερο ’08 όμως επιγράφεται ελεύθερα κι οποτεδήποτε χρονικά, τόσο πιο πριν όσο και πιο μετά.

Βρίσκονται άλμπουμ εδώ που αντέχουν τις μακρές κι αλλεπάλληλες παρατάσεις και δεν εξαντλούνται με τα παιξίματα. Επιδίωξα να ακούσω σερί τα δύο πρόσφατα των Razen, σίγουρα στις εξέχουσες ευρωπαϊκές μπάντες αυτοσχεδιασμού των καιρών, και φτάνοντας σε αξεπέραστα τρακ σαν το έκτο θέμα του “Robot Brujo” ή το τέταρτο του “Blue Rot” η ανάδυση του εσωτερικού παλμού, πολυσύνθετου ή κι απλού πέρα από μιμήσεις, εξελίσσεται σε κυριαρχία που σε αποσβολώνει. Η απόπειρα λίγων τον αριθμό ανθρώπων να διαμορφώσουν μια μουσική πλεύση ξεκάθαρα πραγματικού σκοπού για τους εαυτούς τους και πέραν αυτών, παρέχει το αντιληπτικό πλαίσιο όπου η αισθητική αποτελεσματικότητα και το κατασκευαστικό ενδιαφέρον δεν χρειάζονται πλέον καμία δικαιολόγηση. Το ξεχωριστό έγκειται στο παρατεταμένο των μικρών αξιών που χρησιμοποιούνται. Κάθε τέτοιο εγχείρημα/ συνεύρημα όσο κι αν διαρκεί δεν εμπίπτει τόσο σε επεξηγηματικούς κανόνες όσο σε περιγραφικούς. Η ανάπτυξη προβάλλεται κανονικά βηματική και βασίζεται σε ταχείες αποφάσεις (πιο γρήγορη σκέψη = άμεση, γνήσια αντίδραση στα ερεθίσματα που προκύπτουν) οι οποίες κρίνονται εκ των υστέρων για το πόσο επινοητικές ήταν στον αναλογούντα και περιορισμένο χρόνο τους. Ψάξτε τους.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα, ο Ben Watson έγραψε για τον Eugene Chadbourne «Ως αυτοσχεδιαστής, χρειαζόταν ανοιχτή φόρμα, παράκαμψη της αρμονίας και διακοπές του ρυθμού». Ήταν ο μόνος αυτοσχεδιαστής που χρειαζόταν αντίστοιχες τακτικές; Φυσικά κι όχι. Ήταν ο μόνος αυτοσχεδιαστής που χρειαζόταν εξειδικευμένα αυτές; Επίσης όχι (ή όχι και τόσο). Ο Watson μιλάει απρόσκοπτα για τον Chadbourne, ό,τι καταθέτει όμως φεύγει απ’ το ένα –αυτό το– πρόσωπο κι έρχεται προσεχτικά να καλύψει ενέργειες σε ανάλογα δρώμενα που αφορούν πια ομάδες προσώπων, κομμάτι πλήθους αλλιώς, που έτυχε προς ώρας να μην ονοματίζονται αναλυτικά μα όλοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν είναι ανώνυμοι. Έρχεται τότε ως συνήθης κανόνας.

Η γεφύρωση του παλιού χάσματος ανάμεσα στις ιδέες και την εφαρμογή τους αγγίζει περισσότερο τον αυτοσχεδιασμό. Σωστό ή λάθος; Ολόσωστο. Επειδή καθαυτός είναι στιγμιαίο πράγμα. Γι’ αυτό μπορεί κι εκφράζει άριστα την συγκυρία, μα δεν διαθέτει χρονικό βάρος εφόσον δεν αποτυπωθεί όταν ακριβώς συμβαίνει. Σύμφωνα δε με την Peggy Phelan (αλλά κι άλλους) δεν μπορεί να διασωθεί μέσω της εγγραφής διότι «Όταν το κάνει, τότε γίνεται κάτι άλλο». Ανάγοντας το μεταίχμιο τού «είναι» και τού «παύει να είναι» σε εγκυμονούσα παγίδα σκέψης που προβλέπεται αδιανόητα οριστική ήδη με το που εκφέρεται.

Απ’ την άλλη, γίνεται στ’ αλήθεια η καθαρή τεχνική πρόβλημα; Οι γνωστικές λειτουργίες, όπως κι οι συμπεριφορικές, δοκιμάζονται και κρίνονται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης. Πολλοί σπουδαγμένοι μουσικοί (απόφοιτοι ωδείων, μουσικών τμημάτων σχολών κ.ά.) στο καλό σενάριο αντιμετωπίζουν διστακτικά τον αυτοσχεδιασμό, στο κακό τον απορρίπτουν ασυζητητί κι η εξάσκηση στις παραμέτρους συνδήλωσης, απ’ τις υψηλότερες σε σχήμα που δημιουργείται για να παίξει μουσική, που σ’ αυτόν θεωρείται δεδομένη, δεν μπαίνει καν στις επιλογές τους.

Μολοντούτο, δεν συναντούμε άλλο πεδίο μουσικής όπου να τρέχουν παράλληλα στο ίδιο δρώμενο η σύνθεση με την εκτέλεση, να αρχίζουν ταυτόχρονα και να πηγαίνουν αγκαλιασμένες ως το ακαθόριστο, κοινό στοπ. Πρόκειται για συνύπαρξη που δομείται σε αποκλειστική, δική της γλώσσα κι ας επιδέχεται αυτή υπερθεματίσεις του τύπου ιδιάζουσα, παρασυνθετική, αδοκίμαστη, οριακή κ.ο.κ. Φταίει που ο μουσικός αυτοσχεδιασμός δεν ορίζεται παρά ως ακολουθία από φραστικά συνώνυμα που καθένα τους χώρια και μαζί ως άθροισμα τον υλοποιούν όπως τον ξέρουμε νοηματικά, κι ας δυσκολευόμαστε ενίοτε να τον περιγράψουμε. Όπως και τα συστατικά του. Περιορίζεται μονάχα από οτιδήποτε εξαντλεί την ικανότητα του ανθρώπου να προσηλώνεται. Από τίποτα άλλο.

Ξαφνικά σκάει το προ του τέλους γαμημένα εκρηκτικό φλας γύρω απ’ την διασταύρωση αναφορών και σκορπά πανικό. Ανατρέχουμε σε βιβλίο των Gabriel Solis και Bruno Nettl, που παραλίγο να ξεχαστεί, για να συμβουλευτούμε τη συμμετέχουσα Patricia Shehan Campbell. Κι επιτέλους, με κβαντική ταχύτητα δακτυλογραφούμε ίσως την πιο κομβική παράγραφο όσον αφορά στην κατανόηση του παρόντος κειμένου:

Κάποιος που θέλει πολύ μπορεί να αυτοσχεδιάσει μουσική για να μάθει - να αυτοσχεδιάζει για να μάθει μουσική - να μάθει να αυτοσχεδιάζει μουσική, με την ακολουθούμενη σειρά ή με οποιαδήποτε άλλη. Τρεις φράσεις με παραπλήσια φωνητική και συντακτική απόδοση, μακριά εντούτοις ως προς το τι επισημαίνει καθεμιά και πού μας οδηγεί ύστερα. Αφού συμπερασματικά, οι αυτοσχεδιαστές συνεπιφέρουν την ανοιχτότητα με τον ζήλο οξείας πολιτικής στάσης που έρχεται να αντιπαρατεθεί με τα εκάστοτε ισχύοντα και καθεστώτα. Όχι για την εποχή τους αλλά (ουτοπικά κι εν αγνοία τους) για πάντα. Ναι, για πάντα…