Ελληνική dance σκηνή. Το μέλλον.
Σκέψεις για τη θέση της χορευτικής μουσικής στον ελληνικό μουσικό χάρτη, τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της. Του Κωστή Κουσουλού
Δύσκολα θα διακρίνετε αν ο τίτλος αυτού του άρθρου είναι κωμικός, τραγικός ή απλά αφελής. Θα παραθέσω κάποιες σκέψεις γι' αυτό το σχεδόν γραφικό θέμα, σαν μια πρώτη προσέγγιση και για να τεθούν κάποια σοβαρά ζητήματα εξ' αρχής.
Όλοι γνωρίζουμε και ζούμε τις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η χώρα μας σε σχέση με τη μουσική και τη βιομηχανία γύρω από αυτήν. Τα σκυλάδικα κυριαρχούν στη διασκέδαση, οι λαϊκοπόπ τραγουδιάρες κινούν και καθορίζουν την αισθητική του 80% του κόσμου γύρω μας, τα μουσικά ΜΜΕ πάσχουν, κλπ. κλπ. κλπ. Συνοπτικά και ανεξάρτητα από τις μουσικές προτιμήσεις του καθενός, το mainstream χαρακτηρίζεται από μιζέρια και απερίγραπτη συντηρητικότητα, λειτουργώντας απωθητικά για τους νέους καλλιτέχνες (εκτός κι αν είσαι ο Τσαλίκης...). Σε αντίθεση με κάποιες ευρωπαϊκές χώρες όπου το mainstream είθισται να αγκαλιάζει και προωθεί το νέο αίμα - κι αν οι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι οικονομικής φύσης και όχι για την τιμή του κόμματος ή την ψυχή της μάνας μας, μάλλον δεν τρέχει και τίποτα. Πρόχειρα παραδείγματα; Η Madonna που προσλαμβάνει γάλλους house παραγωγούς για τα albums της, οι Depeche Mode που αναμειγνύονται ενεργά με την γερμανική minimal σκηνή τα τελευταία τέσσερα χρόνια (με remixes απ'τον Monolake και διαφόρους της Dial, support τους Booka Shade, κλπ.), όπως και η επιτυχία pop συγκροτημάτων του βορρά σαφώς επηρεασμένων από τη rave και club σκηνή της χώρας τους (βλ. Royksopp, The Knife).
Από την άλλη, η βασική κινητήρια δημιουργική δύναμη και ιστορικά η μοναδική ελπίδα μας, ο ανεξάρτητος χώρος, αδυνατεί ολοκληρωτικά να στηρίξει τον εαυτό του σε επαγγελματικό επίπεδο - λόγω του σχετικά ολιγάριθμου κοινού του (άρα και της έλλειψης ρευστού...), της γενικότερης έλλειψης υποδομών αλλά και του σεκταρισμού που διακρίνει τα μέλη των κοινοτήτων του. Αυτό μας αφήνει με μια χούφτα ντόπιων δημιουργών που με ελλιπή μέσα παλεύουν να συναγωνιστούν τους αντίστοιχους αλλοδαπούς και τη μουσική παιδεία και τις επαγγελματικές υποδομές των χωρών τους, συναγωνιζόμενοι δε μεταξύ τους σε περιβάλλοντα τόσο περιορισμένα που θυμίζουν δαρβινικά πειράματα συσσώρευσης πληθυσμών. Τα αποτελέσματα τα είναι τα αναμενόμενα - αν και η διαρκώς αυξανόμενη προσβασιμότητα στη μουσική τεχνολογία και οι νέες μορφές προώθησης και διανομής έχουν εξομαλύνει κάπως τις ανισότητες και τις δυσχέρειες του άμεσου παρελθόντος.
Η χορευτική μουσική όπως διαμορφώνεται τα τελευταία σαράντα χρόνια, διαφοροποιείται σε σχέση με το υπόλοιπο της μουσικής δημιουργίας εισάγοντας τον DJ ως βασικό κρίκο στη δημιουργική αλυσίδα και το χώρο διεξαγωγής του event (club, αποθήκη, χωράφι, στάδιο) ως καθοριστικό παράγοντα στο performance του - κυρίως όμως επισημοποιεί τη σημαντικότητα του κοινού ως τον πλέον καθοριστικό παίκτη, του οποίου οι αντιδράσεις καθορίζουν απόλυτα την εξέλιξη της 'παράστασης', περισσότερο ακόμα κι από τη διάδραση του κοινού με το group σε μια συναυλία. Κατά συνέπεια, η μουσική εκπαίδευση και η τριβή του εν δυνάμει 'κοινού' με την ίδια την κουλτούρα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της, η έλλειψή τους από την άλλη στεγανοποιεί το χώρο και απωθεί πιθανούς νεοεισερχόμενους. Ταυτόχρονα, με εξαιρέσεις κάποια παραδείγματα φωτεινά αλλά σπάνια, οι ζωντανές εμφανίσεις των παραγωγών του χώρου δύσκολα διαφοροποιούνται από την πρακτική και αισθητική ενός DJ set (κυρίως λόγω της τεχνικής φύσης της μουσικής παραγωγής) καθιστώντας το live δυσπρόσιτο σε κάποιον που έχει συνηθίσει σε πιο προσωποκεντρικά performances (βλ. pop-rock συναυλίες). Δεν είναι περίεργο το ότι οι πρώτες επαφές με την dance κουλτούρα πολλών εκ των μελλοντικών πρωταγωνιστών της διεθνώς ήταν καθαρά τυχαίες, συχνά συνδεδεμένες με μια επίσκεψη σε ένα club ή ένα rave υπό την επήρεια - λίγοι από αυτούς 'ξεφύτρωσαν' εξ αρχής μέσα στο χώρο και ακόμα πιο λίγοι ενσωματώθηκαν εκεί ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης διαδρομής τους.
Έχοντας επιπλέον κατά νου ότι οι περισσότεροι μουσικόφιλοι στην Ελλάδα ΔΕΝ ασχολούνται με τη χορευτική μουσική (είτε ηλεκτρονική, είτε όχι) και παρατηρώντας ότι οι όποιες σχετικές προσπάθειες αντιμετωπίζονται κατά κανόνα με αδιαφορία ή/και σνομπισμό από το μεγαλύτερο μέρος των ελλήνων μουσικοκριτικών, ειδικά αυτών έξω από τους mainstream κύκλους, καταλαβαίνουμε ότι για τους λιγοστούς νέους παραγωγούς τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Οι rave τάσεις των '90ς διατηρούν την underground δυναμική τους στο μυαλό του μέσου μουσικόφιλου, πιθανόν γιατί σημαδεύτηκαν από τις απανωτές συλλήψεις αλλά και τις γραφικές εικόνες των καναλιών της εποχής. Είναι γεγονός όμως ότι η λέξη 'dance' στην Ελλάδα ακόμα παραπέμπει στη Eurovision, σε φαινόμενα τύπου Omega Vibes και σε λελέδες/χαζογκόμενες με ένα συγκεκριμένο attitude και πρόσβαση σε ακριβά drugs. Οι σοβαρότερες τάσεις της dance, η ανοχή στη διαφορετικότητα, ο βαθιά ηδονιστικός και ταυτόχρονα πολιτικός χαρακτήρας της εκτοπίστηκαν εξ αρχής από τη φαιδρότητα των πιο επιφανειακών εκφράσεών της (το ψευτο-glam της υπόθεσης) αλλά και από την έλλειψη ουσιαστικής στήριξης από τον ανεξάρτητο τύπο. Οι πιο ιδιόμορφες και πειραματικές τάσεις αφομοιώθηκαν από τους πλέον εστέτ μουσικούς κύκλους και προβλήθηκαν ως 'ψαγμένη' electronica και 'IDM' (?) στερώντας από το dance κίνημα κάθε δυναμική επέκτασής προς τα άκρα του, αλλά και καταξίωσής του ως κάτι παραπάνω από μουσική για ανεγκέφαλη διασκέδαση. Είναι πραγματικό παράδοξο και ίσως καθαρά ελληνικό φαινόμενο το ότι ένας παραγωγός πειραματικής drone μπορεί να προωθηθεί πολύ πιο εύκολα ως καλλιτέχνης και να παρουσιαστεί live απ'ότι ένας techno DJ/παραγωγός. Να τονίσω πως εξαιρώ το hip hop από τις παραπάνω υφιστάμενες διακρίσεις για ποικίλους λόγους, κυρίως σχετιζομένους με την προσωποπαγή εμπορευσιμότητα του.
Αυτή η αφύσικη περιθωριοποίηση των dance κύκλων εκτός από εκνευρισμό και απογοήτευση στους εμπλεκόμενους δημιούργησε και πολλούς μικροκόσμους, πολιτισμικά κλειστές ομάδες που αναπαράγουν μουσικά και συμπεριφορικά πρότυπα μέχρι βαρεμάρας, χωρίς επαφή με άλλες κουλτούρες και χωρίς τις επιμειξίες που απαιτούνται για την παράλληλη εξέλιξη και αλληλοστήριξη των σκηνών, επιβεβαιώνοντας τους επικριτές τους. Επιπλέον, καθώς τα τελευταία χρόνια οι χώροι που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν μια dance βραδιά διαρκώς περιορίζονται και φθίνουν σε ποιότητα και προδιαγραφές, η ίδια η κοινότητα συρρικνώνεται ραγδαία, καθώς ακόμη και καθιερωμένοι DJs αγωνίζονται απλά για να καταφέρουν να παίξουν κάπου αξιοπρεπώς (για αμοιβές δεν συζητάμε καν).
Όσοι θέλησαν να ξεφύγουν από τα παραπάνω στράφηκαν αναγκαστικά στο εξωτερικό και στις κατά κανόνα πιο δεκτικές εκεί εταιρείες, είτε μέσω συνεργασιών εξ αποστάσεως είτε απλά μετακομίζοντας σε κομβικές πόλεις ανάλογα με τις μουσικές προτιμήσεις του καθενός (Λονδίνο, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, κλπ.). Και αρκετοί από αυτούς πέτυχαν να καταξιωθούν καλλιτεχνικά, με κυκλοφορίες και bookings για live και DJ sets. Φυσικά, αν και κάποιοι ήδη είχαν την οικονομική άνεση να κινηθούν χωρίς ρίσκα, οι επιτυχημένοι επαγγελματικά και οικονομικά είναι πραγματικά μετρημένοι στα δάχτυλα. Από αυτούς που παρέμειναν εδώ, προβάλλονται περισσότερο και τελικά ξεχωρίζουν οι πιο ικανοί στη διοργάνωση events και στις δημόσιες σχέσεις, κατά βάση DJs και ελάχιστοι μόνο παραγωγοί, στηριζόμενοι κατά αρχήν είτε στα bookings ξένων DJs για κράχτες είτε σε πιθανά ειδικά προνόμια (π.χ. προσβασιμότητα στο εμπορικό ραδιόφωνο ή στα έντυπα) και στη συνέχεια στην αδράνεια που τους προσφέρει η αναγνωρισιμότητα. Με το πέρασμα του χρόνου, μέσα από όλες αυτές τις διαδικασίες έχουν καταφέρει τελικά να παρουσιαστούν και διάφορες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες που ξεχωρίζουν με την ποιότητα ή τη συνέπεια της δουλειάς τους, οι οποίοι βέβαια εξαφανίζονται αν δεν καταφέρουν να δικτυωθούν με την αλλοδαπή, ενώ ατάλαντοι μαϊντανοί του χώρου γίνονται γνωστοί και απολαμβάνουν τις δάφνες και το αποτέλεσμα του κόπου δεκάδων αφανών DJs και διοργανωτών των προηγούμενων δεκαετιών.
Με απλά λόγια, η 'ελληνική dance σκηνή' παρά την εικοσαετή σχεδόν πορεία της είναι ένα concept ασχημάτιστο και άγνωστο στους περισσότερους μουσικόφιλους (ακόμη και στους εμπλεκόμενους με αυτήν). Χωρίς καταγεγραμμένη ιστορία και χωρίς συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της, αποκομμένη από τις υπόλοιπες ανεξάρτητες μουσικές κοινότητες, η dance οικογένεια αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πατροπαράδοτη χρηματοδουλεία, το ψώνιο του καθενός και την ημιμάθεια, αλλά και την τάση για ατόφια έκφραση και δημιουργία, έστω και με ερασιτεχνικά μέσα. Παρά τις ενυπάρχουσες δυσκολίες (έλλειψη χώρων και υποστηρικτικού δικτύου για τους καλλιτέχνες, ανυπαρξία επαγγελματικών επιλογών) οι εξελίξεις δείχνουν αυτό τον καιρό θετικές. Έλληνες παραγωγοί αναγνωρίζονται στο εξωτερικό, καθιερώνεται η συνήθεια του φεστιβάλ στον ελληνικό χώρο, η δισκογραφία μας αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και αποκτά αξιοπρεπή διανομή έξω. Ανεξαρτήτου αισθητικής και προτιμήσεων, κάποια free press έντυπα και (ελάχιστοι) ραδιοφωνικοί σταθμοί ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τη dance κουλτούρα, καλύπτοντας τις επιφανειακές της ανάγκες προώθησης. Κάτι φωτεινό φαίνεται στον ορίζοντα.
Καιρός λοιπόν να ασχοληθούμε λίγο πιο σοβαρά και οι υπόλοιποι.