Ένα ενοχικό συναίσθημα
Μια εντελώς διαφορετική οπτική στην "guilty pleasure" προσέγγιση της μουσικής. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Η αμήχανη κατάσταση κατά την οποία η απόλαυση του ακροατή είναι ευθέως ανάλογη του πόνου του μουσικού.
Κανονικά, δε θα έπρεπε να συμβαίνει. Δεν είναι σωστό να το νιώθουμε. Δε μπορεί καν να αποτελέσει δικαιολογία ακόμα και το ότι τα συναισθήματα είναι ανεξέλεγκτα. Δεν παίζει κανείς με τη δυστυχία του άλλου, για να νιώσει όμορφα. Ή, μήπως, με πρόσχημα τη μουσική, παίζει; Μη βιάζεστε να το αρνηθείτε. Για σκεφτείτε το λίγο. Προφανώς, όποιος από εμάς ομολογήσει την ενοχή του, θα μπορούσε να τύχει των ανάλογων ελαφρυντικών, ίσως και να πάρει και το ευεργέτημα της αναστολής. Τι γίνεται όμως αν εξακολουθήσει να το κάνει; Τέλος πάντων, όπως κι αν έχει, δηλώνω ένοχος. Και μάλιστα, αμετανόητος. Τουλάχιστον, στη φυλακή αυτή θα έχω καλή μουσική.
Ναι, κάπως έτσι λειτουργεί η επι-κοινωνία της τέχνης. Κι ένα μεγάλο κομμάτι από αυτό το δούναι και λαβείν συχνά είναι εμπνευσμένο και δομημένο πάνω στον πόνο, τη θλίψη ή την απογοήτευση του δημιουργού. Μέχρι εδώ, δεν υπάρχει τίποτα επιλήψιμο. Από τη στιγμή όμως που πιάνουμε τους εαυτούς μας να εύχονται να μη φωτιστούν τα σκοτάδια ενός δημιουργού, για να εξακολουθήσει προς τέρψη μας να μεγαλουργεί, τότε τα πράγματα μάλλον παίρνουν άλλη τροπή. Φαντάζομαι πως κάποιοι δε θα βλέπουν τίποτα κακό ακόμα και σε αυτό. Κι όμως, δε μπορεί παρά να είναι ενοχικό το συναίσθημα να εύχεσαι την παραμονή κάποιου στα κατάβαθα ενός σκοτεινού πηγαδιού, μόνο και μόνο για να απολαμβάνεις πεντακάθαρο το νερό που εκείνος βάζει στον κουβά που ανεβάζεις. Γιατί; Διότι, απλά, η χαρά σου είναι εξαρτώμενη από την λύπη του.
Αυτό, ενώ μοιάζει υπερτονισμένη θεωρητική κατασκευή ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, στην πραγματικότητα παρατηρείται περισσότερο συχνά από ό,τι φανταζόμαστε. Κι αν βιαστήκατε να απαντήσετε ότι δεν έχετε ποτέ νιώσει κάπως έτσι, ρίξτε μια ματιά στις παρακάτω γνωστές πέντε -από τις πάρα πολλές- περιπτώσεις και ύστερα μπείτε στον κόπο αναρωτηθείτε για άλλη μια φορά. Ποιος ξέρει; Η απάντηση που θα δώσετε μπορεί να σας ξαφνιάσει.
Robert Smith
Ένας διαχρονικά αγαπημένος του Ελληνικού κοινού, ο οποίος θέλει να χαρεί κι εμείς δεν τον αφήνουμε. Κι αυτό, πέρα από την έκδηλη αγάπη, το εισπράττει κυρίως στις συναυλίες, αλλά και στα σχόλια που ακολουθούν σχεδόν κάθε στούντιο κυκλοφορία των The Cure από το “The Top” και μετά. Ο εφιάλτης στα μάτια κάθε οπαδού, ο οποίος είχε μαλλιά «γλάστρα» και κούμπωνε το κουμπί στο λαιμό του μαύρου πουκαμίσου που φορούσε μέσα από το μαύρο παλτό του, άρχισε με τραγούδια όπως τα "Bananafishbones", "Piggy in the Mirror", “Birdmad Girl” ακόμα και το "The Caterpillar" και συνεχίστηκε για κάμποσο καιρό, παρά την πρόσκαιρη αναπτέρωση των ελπίδων του “The Head on the Door”, με νέο ντεμαράζ τραγουδιών όπως τα "Hey You!", "How Beautiful You Are..." (που δεν απευθυνόταν καν σε ημιθανή ή πεθαμένη…) και ούτω καθ’ εξής.
Αλήθεια, πόσο δύσπεπτα ακούγονταν όλα αυτά τα «προδοτικά» μετά το ομιχλώδες μεγαλείο των άλμπουμ “Seventeen Seconds”, “Faith” και ιδίως του μνημειώδους και αξεπέραστου “Pornography”; Πολλοί ένιωσαν προδομένοι, με τον Smith να ξεκινά την ανεπιτυχή ακόμα και στις μέρες μας προσπάθεια να αποτινάξει τη gothic rock ταυτότητα που του είχε αποδοθεί, αλλά και το βαρύ, ίσως και καταθλιπτικό παρελθόν του, διατρανώνοντας όπου σταθεί κι όπου βρεθεί ότι πλέον η ζωή του είναι φωτεινή και πως δεν είναι κακό να γράφεις ερωτικά τραγούδια. Ναι, καλά… Σε ποιος τα πουλάς αυτά, Bobby; Στα μάτια, ίσως και στις καρδιές, όλων εκείνων το “Pornography” αντιπροσωπεύει το υπέρτατο μουσικό El Dorado, που ήταν επιβεβλημένο να τύχει σεβασμού και όχι να αποδομηθεί σταδιακά με το “Friday I’m in Love” («τι είσαι;»), “Love Cats” και “Why Can’t I Be You” (μήπως ήθελες να πεις: why you can’t be you?). Δεν ήταν καθόλου περίεργο που οι μόνες αξιόλογες στιχουργικές απόπειρες του Robert εξαντλήθηκαν στο “Pornography” και είχαν να κάνουν με «ανούσιες μέρες, τα δόντια της τρέλας, την κατάρρευση των πάντων μέσα του, σκουλήκια που τρώνε το δέρμα του, πικρούς ήχους μέσα στο κεφάλι του και κύματα που τον πνίγουν».
Ο Smith δήλωσε πως κατά την ηχογράφηση του “Pornography” περνούσε τη χειρότερη, γεμάτη ψυχολογική πίεση και πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του, ενώ ο Gallup, περιέγραψε το δίσκο ως μηδενιστικό, προσθέτοντας ότι ο στίχος “It doesn't matter if we all die” εξέφραζε όσο κανείς άλλος τις σκέψεις τους εκείνη την εποχή. Πολλοί τα διάβασαν αυτά, αλλά λίγοι συγκινήθηκαν, για το λόγο ότι, αφού το άλμπουμ αυτό ήταν το απόγειό τους, έπρεπε πάση θυσία να συνεχίσουν σε ανάλογο ύφος. Τι κι αν οι δημιουργοί του δήλωσαν ότι ο δίσκος ήταν γέννημα καταστάσεων που δεν ήθελαν ποτέ να ξαναζήσουν; Ελάτε βρε παιδιά, υπερβολές. Για το καλό σας το θέλουμε. Τέτοιο δίσκο δε θα γράψετε πάλι one hundred years κι αν περάσουν, αλλά ούτε μια τόση δα προσπάθεια;
Κι έτσι σε κάθε συναυλία ξεφωνίζουν ζητώντας τραγούδια του, που κατά βάθος καλά γνωρίζουν ότι δε θα ακούσουν, έχοντας όμως συμβιβαστεί με το μεγαλείο της μπάντας και βάλει αρκετό νερό στο κρασί τους, ώστε να δώσουν την προσοχή που αξίζει και στα όντως πολύ σημαντικά άλλα. Ύστερα από αυτό, αρκετοί έκαναν την καρδιά τους πέτρα και έμαθαν να αγαπούν τον Robert ακόμα και ευτυχισμένο, νομίζω όμως όχι τόσο διότι σεβάστηκαν την αυτονόητη επιθυμία του να βγει και να παραμείνει στο φως, αλλά περισσότερο από φόβο μήπως απογοητευτούν, σε περίπτωση που φτιάξει κάτι παρεμφερές με το “Pornography” που δε θα είναι όμως αντάξιό του.
Ian Curtis
Εκείνος τραγουδούσε πλημμυρισμένος από φόβο το «Έχασε την Αυτοκυριαρχία της» κι αυτοί απολάμβαναν το ότι την είχε χάσει κι εκείνος. Ο Ian Curtis, δεν ήθελε να είναι μόνος, αλλά αναγκάστηκε. Βίωσε τεράστιο αδιέξοδο λόγω της επιληψίας από την οποία έπασχε και των κρίσεων που τον επισκέπτονταν απροειδοποίητα στη σκηνή, αλλά και σε ολόκληρη τη ζωή του, δημιουργώντας του αφόρητη πίεση. Ο κόσμος γύρω του κατέρρεε, η ζωή του οδηγούνταν σε μια σκοτεινή απομόνωση, που έβρισκε μόνη προσωρινή διέξοδο στη μουσική. Κι όταν ακόμα κι αυτή χανόταν μέσα στο αλκοόλ, τα τσιγάρα και τις αϋπνίες, οι επιληπτικές κρίσεις έρχονταν παρέα με επώδυνες παρενέργειες, κάνοντάς τον απρόβλεπτο και κυκλοθυμικό. Η έντασή του κορυφωνόταν (“Could these sensations make me feel the pleasures of a normal man?”), γινόταν όλο και πιο περί-λυπος (“There's no room for the weak”), μέχρι να σβήσει τελείως η όποια ελπίδα (“To the depths of the ocean where all hopes sank”).
Ο κόσμος στεκόταν με αμηχανία μπροστά στην εικόνα του και με έκσταση μπροστά στη μουσική των Joy Division. Οι κρίσεις κατά τη διάρκεια των συναυλιών δεν ήταν σπάνιες, με αποκορύφωμα εκείνη στο club Rainbow στο Finsbury Park του Λονδίνου, όπου η χρήση strobe lights αποδείχτηκε καταστροφική. Κι όμως, ακόμα κι αυτή έχει απομυθοποιηθεί!
Ο Ian αποτελεί κλασική περίπτωση μουσικού που μεταμόρφωσε αριστουργηματικά σε τέχνη το αδιέξοδο που βίωνε και οι φανς τον αγαπούν γι’ αυτό, πιστεύοντας ακράδαντα ότι δε θα έφτανε σε ανάλογο επίπεδο, αν ήταν υγιής και η οικογενειακή ζωή του κυλούσε φυσιολογικά. Η κάθοδός του στα σκοτάδια γινόταν η δική τους ανάσταση, επειδή ήταν επιλεκτικά αποστασιοποιημένοι θεατές αυτού του ιδιότυπα αναγωγικού atrocity exhibition που αφορούσε μόνο τον ίδιο. Και οι λοιποί, όμως, τίτλοι των τραγουδιών της μπάντας περιγράφουν εύγλωττα την ένοχη επιθυμία ή, έστω, την καλοδεχούμενη παράταση της απέλπιδας αυτής κατάστασης, που είχε τη δύναμη να σε πλημμυρίζει με δέος. Κι αυτή η «Άγνωστη Απόλαυση» γινόταν αισθητή όχι μόνο κατά τα ελάχιστα χρόνια που μεγαλούργησε ο Ian, αλλά καλά κρατεί ακόμα και σήμερα.
Adrian Borland
Αλήθεια, έχετε συνειδητοποιήσει ότι μερικοί από τους πιο συμπαθείς μουσικούς έχουν δώσει οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους; Το να είναι όμως κάποιος συμπαθής, δεν αναιρεί το οξύμωρο της ευχαρίστησης που παίρνεις από τις νότες που κατά καιρούς έντυσαν τη δυστυχία του. Ο Adrian, ένα willing victim of circumstance, έδωσε πολλούς αγώνες με συμμάχους τους δικούς του ανθρώπους, μέχρι τελικά να ηττηθεί από «κάποιο συναίσθημα που είχε παγιδευτεί μέσα του». Έπασχε από σοβαρή κατάθλιψη και σχιζοφρένεια, λόγω της οποίας οδηγήθηκε σε αυτοκτονία, ύστερα από τρεις τουλάχιστον αποτυχημένες προηγηθείσες απόπειρες.
Η μουσική των The Sound αρχικά ήταν αποκλειστικά κύημα του Adrian και όσο προχωράμε στη δισκογραφία τους ήταν τυπικά προϊόν συνολικότερης προσπάθειας, αλλά ουσιαστικά δικό του. Οι δύο πρώτοι τους κολοσσιαίοι δίσκοι δεν αποτυπώνουν απλά με το χαρακτηριστικότερο τρόπο το μουσικό πνεύμα της εποχής, αλλά δίνουν και σαφή εικόνα του ταραγμένου ψυχισμού του Adrian. Τι κι αν οι συμπατριώτες του οι Βρετανοί τους αγνόησαν, επιβραβεύοντας στο UK Indie chart μόνο το απλά ενδιαφέρον “Heads and Hearts”; Όσο περνούν τα χρόνια το “Jeopardy” και το “From the Lions Mouth” γίνονται όλο και πιο κομβικά και ανατριχιαστικά, με τρομερά όλα τους ανεξαιρέτως τα τραγούδια και, μάλιστα, σε πεντακάθαρη παραγωγή της μπάντας και των Nick Robbins και Hugh Jones, που συνεπάγεται επ’ άπειρον ακροάσεις.
Η κιθάρα σε διαπερνά, ένα τόσο δημιουργικό μπάσο δε μπορεί να ενταχθεί σε καμία απολύτως rhythm section και ο όλος μαγικά ζωντανός ήχος ντύνει στίχους όπως τους “I can’t escape myself” και “Caught in the comfort of my trap, Where it's easier to die than to fight back”, που προδίδουν την καθοδική πορεία του δημιουργού τους, σε αντίθεση με την ευφορία των ακροατών τους. O εσωτερικός αγώνας που περιγράφεται στο “Winning” αποτυπώνεται στον εντυπωσιακό πίνακα του Briton Rivière που κοσμεί το εξώφυλλο του “From the Lions Mouth” και απεικονίζει τον Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων. Κι ο αγώνας αυτός είχε μεγαλείο και αξιοπρέπεια, που εξαρχής απολαύσαμε όλοι εμείς, αλλά δεν αποδείχτηκαν ικανά να στηρίξουν τον ίδιο τον Adrian στον άνισο αγώνα που έδινε. Κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο, τα προσωπικά και στιχουργικά αδιέξοδα του Borland είναι δομημένα περισσότερο πάνω σε δυνατές μουσικές και γι’ αυτό καταλήγουν αναγωγικά για το ακροατήριό τους, που ζούσε από κοντά αυτό το περίεργο παιχνίδι.
Nick Cave
Η απόλυτη συγκίνηση για κάθε φίλο του Nick Cave ήταν η συνεργασία του με την Kylie Minogue στο "Where the Wild Roses Grow". Σχεδόν ταυτόσημη σε συγκίνηση αποδείχτηκε και η διασκευή του "What a Wonderful World", που έκανε μαζί με τον Shane MacGowan, όπως και οι μουσικές επενδύσεις του στην τηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ναι, καλά…
Ένα είναι σίγουρο: ο κόσμος που γνώρισε τον Cave και μένει μαζί του όλα αυτά τα χρόνια, δεν τον θέλει με τίποτα βολεμένο. Πώς να το κάνουμε; Δεν πάει. Ο Αυστραλός «ιδιόρρυθμος» φίλος μας συστήθηκε με τους The Birthday Party ως ένας βίαιος τύπος, ο οποίος κάλμαρε λιγάκι την αγριάδα του με τους Nick Cave and the Bad Seeds, συντηρώντας ένα ασυμβίβαστο ροκάδικο προφίλ, που διεύρυνε με τους Grinderman. Οι περισσότεροι, μάλιστα, αποδέχτηκαν και την εκτός θρησκευτικών κανόνων ενασχόλησή του αρχικά με την Παλαιά και μεταγενέστερα με την Καινή Διαθήκη, την απορρόφησή του από την αιώνια διαμάχη μεταξύ καλού και κακού, όπως και την κατ’ επέκταση ρήση του ότι «κάθε αληθινό τραγούδι αγάπης αφορά το Θεό».
Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να πει ότι αυτά αποτελούν το πραγματικό απόγειό του, σύμφωνα με τους οπαδούς του. Η πράξη όμως, λέει κάτι άλλο, ακόμα πιο βαρύ. Τώρα πια που οι δισκογραφικές πωλήσεις δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν τεκμήριο δημοτικότητας ενός μουσικού, πιο ασφαλές κριτήριο μοιάζει να είναι η προσέλευση του κοινού στις συναυλίες του. Κι όπως όλοι καλά γνωρίζουμε, στις σχετικά πρόσφατες εμφανίσεις του Nick ο κόσμος συρρέει όπως παλιά και ίσως ακόμα πιο αθρόα. Και τι βλέπει και ακούει τώρα τελευταία; Σωστά θυμάστε. Τον Cave να θρηνεί, εξερευνώντας κατά το μέτρο του δυνατού τις διαστάσεις του ανεξήγητου της ύπαρξης και της μετά θάνατο ζωής.
Ο προ πενταετίας θάνατος του γιού του Arthur, που έγινε αντικείμενο ενασχόλησης στο ντοκιμαντέρ “One More Time with Feeling” και στα άλμπουμ των Bad Seeds “Skeleton Tree” και “Ghosteen” δείχνει μια άλλη, πιθανόν αναπόδραστη προσωπική και electronica - ambient μουσική πλευρά του Cave, η οποία συναγωνίζεται στα ίσα τις μέρες του ένδοξου παρελθόντος. Ο κόσμος συμπάσχει μεν, αλλά εξ ορισμού και εκ του ασφαλούς, βγαίνοντας συχνά συγκλονισμένος από τις παραστάσεις και γοητευμένος από τη μουσική ενσάρκωση του πόνου του. Του πόνου από το θάνατο του γιου, ο οποίος όμως αναγέννησε τη μουσική περσόνα του πατέρα. Ενός πόνου, που όσο αργότερα γιατρευτεί, τόσο περισσότερο δέος θα εξακολουθεί να προκαλεί.
Trent Reznor
Κι εδώ η απογείωση ήλθε -σε μεγάλο βαθμό- ταυτόχρονα με την κάθοδο, δηλαδή με το “The Downward Spiral”. Διαβάσαμε σε συνεντεύξεις που χρονολογούνται κυρίως στα 70s, αλλά και αργότερα, πόσο σημαντική για την έμπνευση και δημιουργία ενός μουσικού μπορεί ενδεχομένως να αποδειχθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ο Trent Reznor όμως, ως παθών, φρόντισε να το απομυθοποιήσει, χωρίς όμως να το αρνηθεί πλήρως, αλλά βλέποντάς το συνδυαστικά με τις παράπλευρες και μη απώλειες που ούτως ή άλλως θα επισυμβούν. Και όταν μιλά ένας τύπος σαν τον Trent μάλλον τον ακούς, συμφωνείς δε συμφωνείς μαζί του.
Η σοβαρή περιπέτειά του με την ηρωίνη και την κοκαϊνη δήλωνε παρούσα κατά την ηχογράφηση του δίσκου και κυρίαρχη κατά την πενταετία που την ακολούθησε. Και, δυστυχώς, είχε παρέα την αλόγιστη χρήση αλκοόλ και την κατάθλιψη. Κι όταν συναντηθούν αυτές οι τρεις Ερινύες, μπορείς φυσικά να φτιάξεις ένα δίσκο ανάλογης δυναμικής, αλλά δε μπορείς καθόλου εύκολα να απεξαρτηθείς. Από την άλλη, οι φίλοι των Nine Inch Nails επιφύλαξαν ενθουσιώδη υποδοχή στο concept αυτό άλμπουμ, που ηχογραφήθηκε στο σπίτι όπου δολοφονήθηκε η Sharon Tate και περιγράφει αλληγορικά την κάθοδο στον Άδη μέσα από τις περιελίξεις στις στροφές μιας καθοδικής σπείρας.
Το συγκλονιστικό τραγούδι "Hurt", που ομολογουμένως εκτόξευσε το 2002 ο Johnny Cash, εξέφρασε όλη την κατάσταση μέσα σε λίγες λέξεις: “I hurt myself today, To see if I still feel, I focus on the pain, The only thing that's real, The needle tears a hole, The old familiar sting, Try to kill it all away, But I remember everything… I wear this crown of thorns, Upon my liar's chair, Full of broken thoughts, I cannot repair”. Ενώ ο κόσμος του κατέρρεε, εκείνος, με πονεμένη αξιοπρέπεια φορούσε το ακάνθινο στεφάνι του, βιώνοντας το απόλυτο κενό και την ανυπαρξία φίλων. Κι όμως, οι φίλοι του στέκονταν διακριτικά παραδίπλα, μη διακινδυνεύοντας να τους δει και αναθαρρήσει, μπας και χάσει το δημιουργικό του οίστρο. Γι’ αυτούς τότε ο Trent ακούστηκε πιο συγκλονιστικός από ποτέ. Πολύ μάλλον από όσο τα τελευταία χρόνια, που επειδή είναι αποτοξινωμένος, δε μπορεί να εκφράσει το ίδιο γλαφυρά την απογοήτευση, τη μοναξιά και την οργή, που κατά δήλωσή του έχει ακόμα μέσα του. Κι αυτό μοιάζει να είναι το τίμημα της ευτυχίας.