Ένα μουσικό ταξίδι πιάτο-πιάτο

Τραγούδια του φαγητού και της τάβλας

Καμιά φορά και η μουσική περνάει κι αυτή από το στομάχι. Ένα αφιέρωμα - πλήρες γεύμα του Αντώνη Ξαγά

Έξω βρέχει αυτή τη στιγμή με το τουλούμι, εσύ μένεις σπίτι, είσαι ζεστά, είσαι σκεπασμένος, τι μπορεί αλήθεια να πάει στραβά; Πριν λίγο γύρισες κιόλας, αφού έστειλες κωδικό 2 και πήρες άδεια από το Κράτος και τον μπάτσο, πήγες κι ένα σούπερ μάρκετ και τα ράφια γέμισαν με ζυμαρικά, όσπρια, μαγιά, χαρτί υγείας, μαζί και διάφορες άλλες αηδίες που ξέρεις ότι είναι αηδίες αλλά τι να κάνουμε, guilty pleasures. Έχει βραδιάσει πια, έξω το κενό της σιωπής γεμίζουν μόνο περαστικές σειρήνες, οι εξατμίσεις από τα ντελίβερυ μηχανάκια και ο ήχος της βροχής, μέσα εσύ είσαι λιωμένος μπροστά σε μια οθόνη, με το τηλεκοντρόλ ή με το ποντίκι (για όσους… δεν βλέπουν τηλεόραση) στο χέρι, το ζάπινγκ και το κλικ μπορεί να είναι μια κάποια λύση, κρύβουν μια ψευδαίσθηση ότι έχεις την κατάσταση στα χέρια σου, την ελέγχεις, ότι παρακάτω μπορεί να είναι καλύτερα, να, πάλι μαγειρεύουν και ξεκατινιάζονται, το μεγάλο φαγοπότι για το μάτι και χυλός για το μυαλό, πολύχρωμες συνταγές και κρυμμένα μυστικά, για να δούμε τι θα φτιάξουν σήμερα με αυτό το ντάσι, δεν γαμιέται, ποιος κάθεται να ζυμώσει τώρα, μήπως και το τηλέφωνο είναι κι αυτό μια κάποια λύση; Τώρα που δεν υπάρχει και μια γιαγιά να μας τηγανίσει για παρηγοριά μια χεριά πατάτες, από εκείνες τις μαλακές και τις λαδοπιωμένες, που σήμερα κανένα… πάσο δεν θα πέρναγαν, αλλά σαν κι αυτές ποτέ δεν ξαναβρήκες; «Την ώρα που ξεκινάει το μάστερ-σεφ, είμαι χαρούμενος, έχω ένα λόγο να ζω, Σωτήρη, Λεωνίδα και Πάνο, συγνώμη για τον ενικό. Σας ευχαριστώ» λέει ο The Boy στο «Πάνω που το τέλος μου έμοιαζε κοντινό».

Μένουμε ‘ασφαλείς’ το 2021…

Το φαγητό, η μαγειρική, η γαστρονομία σαν τρόπος διαφυγής από τον φόβο, επιστροφή στην μόνη ασφάλεια, αυτή του παρελθόντος. Τότε που… όλα ήταν αλλιώς, μια comfort zone όπου τα υλικά ήταν αγνά, το ψωμί ζυμωμένο από τα χεράκια γιαγιάς, το καρβουνιάρικο στην γωνία είχε το καλύτερο κρασί, το ροκ ήταν γνήσιο και επαναστατικό, η νεολαία σεβόταν και μάθαινε γράμματα, και βασικά εσύ ήσουν νέος, δεν είχες τριγλυκερίδια ούτε πονάκια στην μέση. Στην πραγματικότητα τα υλικά ήταν αγνά μόνο εάν δεν ήταν… νοθευμένα (τα παλιά βιβλία μαγειρικής είχαν πάντοτε μεγάλα κεφάλαια για την προφύλαξη από νοθείες), το ψωμί ήταν από αλεύρι με κάθε λογής σκόνη και πετραδάκια, το κρασί στο καρβουνιάρικο ήταν ξύδι για την σαλάτα, το ροκ ελάχιστη σχέση είχε με επαναστάσεις και ήταν έως και συντηρητικό, η νεολαία ποτέ δεν «σεβόταν» και τα γράμματα που μάθαινε ήταν βαρετά κι ανούσια, «Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο» και γρήγορα τα ξέχναγε. Δεν έχουν σημασία αυτά, άλλωστε η μνήμη και η νοσταλγία μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Και όμως… Μια μυρωδιά και μόνο αρκεί για να σε εκτοξεύσει σε ταξίδι του χρόνου προς τον ειδυλλιακό ου-τόπο του παρελθόντος, μια γεύση μπορεί να παρασύρει ένα σωρό φερτά υλικά από θύμησες που έχεις ξεχάσει (ή θέλεις να ξεχάσεις ενίοτε). Να κι εκείνος ο Προυστ μια μαντλέν δεν δάγκωσε και μετά έκατσε κι έγραψε επτά τόμους;

Και μπορεί το φαγητό, η επεξεργασμένη δηλαδή τροφή, να στοχεύει στην επιβίωση στο πλέον πρωτογενές και θεμελιώδες επίπεδο, αλλά ακόμη και στην ασυνείδητη ηλικία που ανοίγει (και αν το καλοσκεφτούμε κλείνει κιόλας τον κύκλο της ζωής), εκείνη με το στόμα στον μαστό, του κάνε μαμ, αεροπλανάκι, ‘μία ακόμη για τον μπαμπά’, ακόμη κι από το βαζάκι Gerber, υπάρχει κάτι που πάει πέρα από τον απλό κορεσμό, μπορεί πολλοί να μένουν στην εξίσωση «επιβίωση = ζωή», μήπως όμως έχουμε να κάνουμε με μια ανίσωση όπου η ουσία είναι στην διαφορά; Γράφει κάπου ο Κωστής Παπαγιώργης: «συνήθως το φαγητό ανάγεται στην ζωτική του λειτουργία –υπαρκτή βέβαια και λυτρωτική- και αποσιωπώνται όλα τα υπόλοιπα που παρουσιάζουν λεπτεπίλεπτο ενδιαφέρον». Ήτοι, μια προσφορά κατ’ αρχήν, ένα δόσιμο και μοίρασμα με έως και ισχυρή συμβολική διάσταση (λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου), αλλά και δημιουργικότητα, χειροτεχνία, αισθητική μεταστοιχείωση της ύλης, έκφραση, επικοινωνία («οι μερίδες φαγητού με τις οποίες επικοινωνήσαμε» διαβάζω σε μια συνέντευξη του «Άλλου Ανθρώπου»). Και φυσικά συναίσθημα. Ένα πιάτο μπορεί να αφηγηθεί μια ιστορία για όποιον θέλει ή μπορεί να την ακούσει. Ο Ερβέ Τις, ο θεωρητικός μπαμπάς της μοριακής γαστρονομίας, συμπυκνώνει την ουσία (κάνει… ρεντουξιόν που θα έλεγε κι ένας σεφ της γαλλικής σχολής) στον τίτλο ενός βιβλίου του μαζί με τον Πιερ Γκαναίρ: η μαγειρική είναι αγάπη, τέχνη, τεχνική.

«Μα είναι το φαγητό Τέχνη;», ήδη διαισθάνομαι τις αντιρρήσεις στον αέρα. Ένα ερώτημα είναι και τούτο που όπως όλα τα ανθρωπογενή δεν έχει μία και οριστική απάντηση, η κουβέντα επί αυτού φτάνει μέχρι σήμερα αλλά έχει ξεκινήσει από αρχαιοτάτων χρόνων, οι αρχαίοι από την μεριά τους δεν είχαν αναθέσει σε καμία Μούσα χαρτοφυλάκιο μαγειρικών αρμοδιοτήτων, ο δε θείος Πλάτωνας πιο αυστηρός θεωρούσε ότι η τροφή είναι ένας περισπασμός από τα άλλα τα σημαντικά (μεταξύ μας, τζαναμπέτης τύπος πρέπει να ήταν, δεν γούσταρε ποίηση και μουσική και άλλα τέτοια – αν και όλο σε… συμπόσια τον βρίσκουμε). Στην ίδια γραμμή ακολούθησαν κι ένα σωρό επίγονοι και μη φιλόσοφοι, από τον Καντ και τον Χέγκελ μέχρι τον Σοπενχάουερ (ο οποίος ήθελε να εξοβελίσει όχι μόνο το φαγητό αλλά και τις… γυναίκες από την ζωγραφική, διότι ξυπνούν λέει την επιθυμία), αν ανατρέξετε στο θαυμάσιο μετα-(ή αντί-;)καντιανό βιβλίο «Κριτική του γευστικού λόγου» του νεότερου Επίκουρου, θα βρείτε κάμποσα ακόμη τέτοια παραδείγματα μαζί όμως με μια διαυγή κριτική αντι-επιχειρηματολογία.

Γιατί όμως τόση απαξίωση για μια έκφανση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, η οποία και αντικειμενικά ακόμη αποτελεί στοιχείο κάθε κουλτούρας, για πολλούς μάλιστα το μαγείρεμα και η επεξεργασία της τροφής ήταν η καθοριστική στιγμή γένεσης του ανθρώπινου πολιτισμού; (θυμάμαι τώρα ένα επεισόδιο της αξέχαστης παιδικής σειρά «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο άνθρωπος», όπου ένας κεραυνός κατακαίει ένα κομμάτι κρέας, κι εκεί που όλοι θρηνούν την καταστροφή, κάποιος το δοκιμάζει). Ούτε εδώ υπάρχει μια μοναδική απάντηση, ωστόσο σίγουρα στην αναζήτησή μας θα καταλήξουμε στην θρησκεία. Μέσα από εκεί (και όχι μόνο τον χριστιανισμό, μην αρχίσουμε το αυτομαστίγωμα) έχει καθιερωθεί μια άτυπη ιεραρχία των αισθήσεων, με άλλες να θεωρούνται ανώτερες, πιο πνευματικές, και άλλες να υποτιμούνται ως κατώτερες, ταπεινές, έως και βδελυρές, ακόμη κι αμαρτωλές, που θέτουν εμπόδια στην ανοδική πορεία της ψυχής προς τον Θεό (δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι θρησκείες επιβάλλουν κάποιου είδους νηστεία ή κάποιους διατροφικούς περιορισμούς, οι οποίοι δήθεν εξυψώνουν το πνεύμα έναντι στης σάρκας, γιατί «μόνο η οδύνη είναι ηθική» όπως έγραφε και ο Θωμάς ο εκ Κέμπης).

Τούτη η διάκριση είναι πλέον τόσο κατεστημένη και εμπεδωμένη που έχει ξεφύγει από το θρησκευτικό πλαίσιο, ακούγεται ακόμη και στο πλέον άθεο περιβάλλον, διατηρώντας ωστόσο ακέραια την ηθικολογική της διάσταση. Η οποία ωστόσο δεν αντέχει σε καμία λογική ανατομή, ειδικά αν παρατηρήσει κανείς ότι βασίζεται στην φαινομενική μη-υλικότητα κάποιων εκφραστικών μορφών (της μουσικής λ.χ.). Ωστόσο όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις και δημιουργίες είναι απόλυτα σωματικές και υλικές (κι ας μην είναι πάντα αντιληπτά χειροπιαστές), εδράζονται στο ένστικτο και στην σάρκα, κι ας αυτοβαυκαλίζεται ο εγωτικός ανθρωποκεντρισμός ότι υπάρχει κάτι που το λένε πνεύμα και το οποίο ξεφεύγει από την υλική μοίρα του «χους ην».

Από την άλλη Τέχνη είναι ότι θέλουμε εμείς να ορίσουμε ως Τέχνη, το ίδιο ισχύει πλέον για το έργο τέχνης, ειδικά στην μετα-Duschamp εποχή. Έτσι κι αλλιώς ο ορισμός (στην ουσία περιορισμός) της Τέχνης μπορεί να αλλάζει κι από εποχή σε εποχή, ας μην ξεχνάμε ότι στον Κανόνα των Υψηλών Τεχνών κάποτε υπήρχε η κηπουρική (και όχι π.χ. το μυθιστόρημα), ενώ πρόσφατα οι 7 τέχνες γίνανε σιγά σιγά 9, με την συμπερίληψη των κόμιξ. Γιατί όχι και 10 μαζί με την γαστρονομία;

Η οποία άλλωστε έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας Καλής Τέχνης. Μπορεί και αυτή να γίνει ιδεολογία, πολιτική, ταυτότητα, μόδα, lifestyle. Ποιος είπε ότι η μαγειρική είναι μόνο θερμίδες; (μήπως η μουσική είναι κι αυτή μόνο συχνότητες;) Έχει και αυτή τους πιουρίστες της (τα γεμιστά χωρίς κιμά!) και τους φανατικούς ιεραπόστολους του «πρέπει» και του «μη», αλλά και τις αβάν-γκαρντ ταξιαρχίες που θα αδιαφορήσουν για την αισθητική ηδονή και «νοστιμιά» και θα υπηρετήσουν την «τέχνη για την τέχνη», που θα προκαλέσουν και θα ξεβολέψουν, ακόμη και με τα δικά τους μανιφέστα (αναζητήστε π.χ. το μανιφέστο των φουτουριστών –ναι υπήρχε και τέτοιο!- στο οποίο μάλιστα θα βρείτε πολλά που προεικάζουν την σημερινή πραγματικότητα, από την μοριακή γαστρονομία μέχρι την πολυαισθητηριακή εμπειρία). Μέσα από αυτή μπορεί να τεθούν και ανοίξουν ένα σωρό ζητήματα και προβληματισμοί επί της πρωτοπορίας και της παράδοσης, του ντόπιου και του οικουμενικού, να προβληθούν κοινωνικοί απόηχοι ακόμη και ταξικοί, όπως συμβαίνει σε κάθε Τέχνη (γιατί άλλα τρώνε κι ακούνε στα σαλόνι και άλλα ακούνε και τρώνε τα συνεργεία). Στις ημέρες μας είναι έως και κομμάτι της αποκαλούμενης «ποπ κουλτούρας» -ότι κι αν σημαίνει αυτό- με πολλούς σεφ να διεκδικούν στάτους ποπ αστέρα. Μια Καλή Τέχνη φυσικά με τις δικές της ιδιαιτερότητες (π.χ... τρώγεται επί τόπου και δεν επαναλαμβάνεται ποτέ - όπως το θέατρο, αν συνεχίσουμε τις αναλογίες), με την δική της γλώσσα, τους δικούς της κώδικες και τις δικές της «νότες». Μια Καλή Τέχνη που αξίζει την δική της αισθητική προσέγγιση και θεωρία.

 

Cook’n’roll

«Κάθε αίσθηση έχει την ικανότητα, χάρη σε μια φυσική δεινότητα και εμβριθή καλλιέργεια, να προσλαμβάνει νέες εντυπώσεις, να τις πολλαπλασιάζει, να τις συνδυάζει και συνθέτει αυτό το όλον που συνιστά ένα έργο. Και εν ολίγοις, δεν ήταν περισσότερο αφύσικο που υπήρχε μια τέχνη επιλογής αρωματικών υγρών απ’ όσο άλλες μορφές τέχνης που διαχωρίζουν ηχητικά κύματα ή πλήττουν τον αμφιβληστροειδή με πολύχρωμες ακτίνες» σημειώνει ο Ουισμάνς στο περίφημο «Ανάστροφα».

Γιατί λοιπόν να μην την αποκαλέσουμε «μουσική της γεύσης;» Στην πραγματικότητα βέβαια η μαγειρική είναι μια θεραπαινίδα όλων των αισθήσεων και όχι μόνο των προφανών, της γεύσης δηλαδή και της όσφρησης. Στην (συν)αισθητική της εμπειρία συμμετέχουν απαξάπασες οι αισθήσεις, από την όραση, η οποία κατά την λαϊκή ρήση, είναι η πρώτη που χορταίνει, μέχρι την αφή («πιάστο με το χέρι να το χαρείς») αλλά ακόμη και την… ακοή. Είναι άλλωστε πλέον γνωστό ακόμη κι από την φυσιολογία ότι καμία αίσθηση δεν είναι εντελώς ανεξάρτητη και αποκομμένη από τις άλλες, όλες είναι σε μια διαρκή και πολύπλοκη αλληλεπίδραση και διαδραστικότητα. Τρώμε με τα μάτια, με τα αυτιά, με την μύτη, με την μνήμη, την φαντασία και το γούστο μας» σημειώνει ο σπουδαίος και λίαν επιδραστικός σεφ Heston Blumenthal στην εισαγωγή του στο βιβλίο «Gastrophysics» του Charles Spence, ενός ακαδημαϊκού τύπου ο οποίος κάνει έρευνες του τύπου «πως επηρεάζουν τα bpm της μουσικής την ταχύτητα κατανάλωσης φαγητού» ενώ έχει επινοήσει και τον όρο «sonic seasoning» (να τον μεταφράσουμε, ηχητική καρύκευση;). Κάτι τέτοιο έκανε άλλωστε πρώτος ο ίδιος ο Blumenthal όταν στο θρυλικό Fat Duck σέρβιρε ένα πιάτο θαλασσινών με τίτλο «Sound of the sea» και συνοδεία ακουστικά από τα οποία ακουγόταν ο φλοίσβος της θάλασσας.

Από όποια σκοπιά κι αν το προσεγγίσουμε πάντως ο ήχος και το φαγητό είναι σε αγαστή συνεργασία και συνέργεια, είτε πάμε στην «τεχνοαισθηματική» (όπως την αποκαλεί) τεχνοτροπία του Ferran Adrià στα τριάστερα εστιατόρια (όπου… αστεράκια βλέπεις και όταν έρχεται ο λογαριασμός) μέχρι τον απλό οικιακό μάγειρα που προσθέτει σε ένα… ήσυχο φαγητό όπως είναι ένα μπέργκερ ένα τραγανό φύλλο μαρουλιού, μια πίκλα αγγουριού, έτσι για να γίνει λίγο πιο τραγανό και θορυβώδες, η τραγανότητα, το «κρατς» γαρ, είναι υποσυνείδητα επιθυμητά χαρακτηριστικά, γιατί παραπέμπουν σε φρεσκάδα. Έχουμε sound designers που σχεδιάζουν μουσικές ειδικά για εστιατορικές επενδύσεις στα απενοχοποιημένα πια χνάρια της «χρηστικής μουσικής» του Satie και του Eno ή του ελληνοϊταλού συνθέτη George Melachrino ο οποίος την δεκαετία του ’50 είχε κυκλοφορήσει μια σειρά τέτοιων δίσκων «music for», μεταξύ αυτών και το «Music for Dining», αλλά και performance art που ενσωματώνει φαγητό και μαγειρική (ο Μαρμαρινός δεν ήταν που συνήθιζε να σερβίρει ρεβιθάδες;) ή σχήματα που χρησιμοποιούν την πλούσια ηχητική μπάντα μιας κουζίνας, τον κοχλασμό του νερού, το τσιτσίρισμα του λαδιού, το κροτάλισμα των σκευών (π.χ. οι Sonic Catering Band σε δίσκους όπως το «Seven Transdanubian Recipes»).

Με μια ηχητική αναγγελία θα ξεκινήσουμε και το παρόν αφιέρωμα το οποίο θα προσπαθήσει να ιχνηλατήσει αναφορές φαγητών σε τραγούδια και μουσικές, μια επιλογή που έγινε μέσα από εκατοντάδες και η οποία θα ακολουθήσει μια νοηματικά ορθή αλληλουχία. Ας μας δώσουν λοιπόν οι They Might Be Giants το παβλοφικό σύνθημα με το «Dinner Bell», «I don't want a pizza, I don't want a piece of peanut brittle/Cuz I'm waiting for the dinner bell ring» και ας ξεκινήσουμε. Καλή μας απόλαυση που λένε σήμερα, καλή μας όρεξη που λέγανε παλιά. Κι ας τσιμπήσουμε μόνο σήμερα, που έλεγε κι ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στον «Αχόρταγο». Και μια συναγρίδα, αν υπάρχει (που δεν υπάρχει, κανείς φευ δεν τις έγραψε τραγούδι)…

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Κι επειδή όλα ξεκινάνε γύρω από ένα τραπέζι, δεν μπορεί παρά να πιάσουμε για αρχή τα τραγούδια της τάβλας, τα τραγούδια δηλαδή που έλεγε η κοινότητα ή το σόι (να που από κάτι μας…. γλυτώνει η καραντίνα) καθιστό, συνήθως γύρω από το τραπέζι, σε ένα αντάμωμα με αφορμή ένα έθιμο, μια επέτειο, έναν γάμο, ένα ξόδι, είτε βρισκόταν ψηλά στα ηπειρώτικα βουνά είτε σε ένα γαλατικό συμπόσιο (με τον Κακοφωνίξ δεμένο στην γωνία) είτε ακόμη παλαιότερα σε ένα ρωμαϊκό… όργιο (είναι αξέχαστο το απόσπασμα από «Σατυρικόν» του Πετρώνιου όπου περιγράφει ένα πέραν του… λουκούλλειου γεύμα με κόνσεπτ τα 12 ζωδιακά σύμβολο, κάθε ένα και ο αντίστοιχος μεζές, όπου παρέλαυναν «γουρούνια ψημένα ολόκληρα μέσα από τα οποία ξεχύνονται τα έντερα τους φτιαγμένα λουκάνικα». Δεν είναι να απορεί κανείς πως τις επόμενες ημέρες την έβγαζε «τρώγοντας μόνο κοτόζουμο»). Στην Δυτική Ευρώπη τα άσματα αυτά χαρακτηρίζονταν Tafelmusik, είδος που άκμασε τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, με χαρακτηριστικά δείγματα το «Banchetto musicale» του Johann Hermann Schein ή την περίφημη σκηνή με το γεύμα στο κλείσιμο του «Ντον Τζιοβάνι» του Mozart, φτάνοντας όμως μέχρι και την αβάν-γκαρντ του 20ου αιώνα (π.χ. το «Musique pour le souper du Roi Ubu» του Bernd Alois Zimmermann).

Μετά μουσικής ή άνευ πάντως, το φαγητό είναι ωραία να το μοιράζεσαι, με την παρέα, με την κομπανία (με την ρίζα στα λατινικά com+panis, συν+ψωμί, να δηλώνει την ισχύ του συν-τροφικού δεσμού), το κατά μόνας γεύμα έχει κάτι το μελαγχολικό, «I hate to eat alone», καλά το λένε οι 10CC ήδη από τα 70s, όταν ακόμη δεν είχαν γεμίσει τα δυτικά σούπερ-μάρκετ με διάφορα έτοιμα και ύποπτα σκευάσματα για να τα ψωνίσει μόλις σχολάσει ο ξεζουμισμένος εργαζόμενος πριν γυρίσει στο κουτάκι του και στο τηλεκοντρόλ του (εικόνες από το «The day before you came» των ABBA). Στα μέρη μας ακόμη δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το διαφωτισμένο επίπεδο, όπως κι απέχουμε πολύ από την εκ Κορέας ορμώμενη συνήθεια να κάθεσαι να βλέπεις στο youtube άλλους να τρώνε (κάντε μια αναζήτηση για το Mukbang και προετοιμαστείτε για πολιτισμικό σοκ). Εδώ ακόμη η τάβλα μπορεί να ενώνει (ή και να χωρίζει, οι καλύτεροι τσακωμοί γίνονται εκεί), «φάτε και πιέστε φίλοι μου, γλεντάτε να χαρούμε, ετούτον χρόνο τον καλό, τον άλλο ποιός το ξέρει» που λέει με λαϊκή θυμοσοφία το πασίγνωστο εμβληματικό του είδους ηπειρώτικο «Σε τούτη την τάβλα που ‘μαστε», «βάλε να τα πιούμε τώρα που γλεντούμε, τον ντουνιά τον ψεύτη μια φορά τον ζούμε» συμπληρώνει ο Δημήτρης Μανισαλής δια χειλέων Περικλή Κόκκινου σε ένα κομμάτι παραδοσιακό –και πιθανότατα μεταφρασμένο από παλιότερο οθωμανικό- το οποίο κατά τα λοιπά είναι αφιερωμένο στον μερακλίδικο μεζέ που λέγεται -όπως και το άσμα- «Παστουρμάς» (και να πούμε στο σημείο αυτό ένα όχι στους «άοσμους» και άλλους τέτοιους νεωτερισμούς, ο παστουρμάς ο καλός οφείλει να μυρίζει τσιμένι και μικρό κιμπάρικο καφενέ). «Άααα, το πιατάκι με σαλάτα, ταραμά-ταραμά, σαλαμάκι, μορταδέλα, παστουρμά/βάι-βάι, καραφάκι ούζο», το ούζο πράγματι τραβιέται με το αιχμηρό τσιμενένιο αλλαντικό, βάλε και παστέλι, ειδικά όταν το κρύο είναι βαρύ και είσαι μοναχός στο καφενείο όπως συμβαίνει στον Μιχάλη Βιολάρη στην «Τι Λωζάνη τι Κοζάνη» των Γιώργου Κριμιζάκη και Γιάννη Κακουλίδη.

 

Morning glory: η καλή μέρα από το πρωινό (αυγό) φαίνεται

Το πιάσαμε ωστόσο λίγο hardcore για αρχή, οπότε μήπως να επιστρέφαμε στα διαιτολογικώς ορθά; Και να ξεκινήσουμε από το σπουδαιότερο γεύμα της ημέρας κατά τας γραφάς, το πρωινό; «Το πρωί φάε σαν βασιλιάς, το μεσημέρι σαν άρχοντας και το βράδυ σαν ζητιάνος» αποφαίνεται η άνευ διπλωμάτων λαϊκή ρήση, υποθέτω επειδή εξ απαλών ονύχων υπήρξα… αντιβασιλικός, το πρωινό μου από τα σχολικά χρόνια ήταν ένα γάλα στο πόδι, ένα κρουασάν ίσως, χωρίς την εκλεκτική μουσική υπόκρουση που ζητούσε ο Legowelt στο «Croissant with Stravinsky», έστω και με σοκολάτα, αρκεί να έδιωχνε την ψαρίλα από το μουρουνόλαδο με το οποίο με κυνηγούσε η μέσα στην τότε τελευταία λέξη της υγειονομικής μόδας μάνα (κάπως έτσι ζητούσε ίσως πορτοκαλάδα και ο ινδο-σκωτσέζικης καταγωγής κιθαρωδός Hamish Imlach στο πολύ όμορφο «Cod liver oil and orange juice» - κι ας φαίνεται να υπονοούσε κι άλλα πράγματα, το πάντα ευαίσθητο BBC είχε απαγορέψει την μετάδοσή του τότε στα 1966).

Αφήνοντας όμως αυτά τα οικογενειακά δράματα στην ευμένεια της μνήμης, και επιστρέφοντας πάλι στην αρχή, στην αρχή των πάντων τούτη τη φορά, εκεί που είτε σκαλίσουμε τον αχυρώνα της παγκόσμιας μυθολογίας και λαογραφίας είτε τα επιστημονικά κιτάπια, θα ανακαλύψουμε ένα… αυγό (λύνοντας έτσι και τον πανάρχαιο γρίφο). Ένα «κοσμικό» αυγό το οποίο, πραγματικά ή και συμβολικά, συμπυκνώνει μέσα του την ίδια την ζωή, με τον αέναο κύκλο γονιμοποίησης και εκκόλαψης και τις άπειρες δυνητικές της εκδηλώσεις.

Εν αρχή όμως ην το αυγό και στην μαγειρική (κι ακόμη περισσότερο στην ζαχαροπλαστική). Κι αν κάποτε κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε κιόλας ως υπεύθυνο για την «κακή» LDL χοληστερόλη και για κάθε σχεδόν καρδιακό δεινό, τώρα πλέον, στον δεύτερο βαθμό, η έφεση δεν είχε απλά ανασταλτικό χαρακτήρα αλλά και απαλλακτικό, και έτσι το αυγό παραδόθηκε ξανά στην γαστρονομία με λευκό και άσπιλο μητρώο για κάθε χρήση.

Ανοίγοντας εδώ μια αναπόφευκτη παρένθεση, δεν μπορεί να μην παρατηρήσουμε ότι δεν πρόκειται για το μοναδικό θύμα της ελεγκτικής μανίας του μιντιακού ιατροβιομηχανικού συμπλέγματος και μιας πανταχού παρούσας bullshit «επιστήμης» (που λέει και ο ιοβόλος και διασκεδαστικός Ben Goldacre) του ερευνητικού τύπου «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας τόσο χειρότερη γι’ αυτή» (π.χ. τα τελευταία χρόνια έχει γυρίσει το παιχνίδι και για τα εξοβελισμένα από το πιάτο μας λιπαρά). Κι αν εμείς στέκουμε με έκφραση απορίας απέναντι σε αντικρουόμενες πολλές φορές επιταγές, ίσως το μόνο επιστημονικώς ορθόν που μπορούμε να κάνουμε, είναι ότι θα έκανε κι ένας σώφρον επενδυτής που έχει περίσσεμα να παίξει στο χρηματιστήριο: διασπορά κινδύνου και λίγο και απ’ όλα. Σβήνουμε και το τσιγάρο, σηκωνόμαστε και από καναπέδες, πολυθρόνες και ανάκλιντρα και στέλνουμε ένα μήνυμα «6» στο κινητό, και… κάπου εδώ τελειώνει το υγιεινιστικό κοινωνικό μήνυμα προσφοράς του άρθρου ετούτου.

Μετά ωστόσο την απαλλαγή του αυγού από κάθε κατηγορία, και όπως συμβαίνει συνήθως όταν γυρίζει ο τροχός, η υπερβολή ήρθε από την ανάποδη. Παντού πλέον υπάρχει ένα αυγό, συνήθως μάλιστα κακοφτιαγμένο (μιας που σε αντίθεση με το κοινώς ρηθέν «δεν ξέρει να φτιάξει ούτε ένα βραστό αυγό», οι παρασκευές του αυγού ακόμη και οι πλέον φαινομενικά απλές, ενέχουν πολλούς βαθμούς δυσκολίες – πέστε π.χ. την λέξη «σουφλέ» σε έναν μαθητευόμενο μάγειρα και εξασφαλίστε του άφθονες εφιαλτικές νύχτες), κάθε σχετικό και άσχετο πιάτο οφείλει να κορυφώνεται με ένα αυγό και τον κρόκο του να σπάει και το περιεχόμενό του να χύνεται σε αργή και ηδονική ροή (yolk porn! - συνειρμικά θυμήθηκα εδώ τον στίχο από το παλιό λαϊκόν και σκωπτικόν άσμα «τώρα θες αυγά μελάτα γιατί έφυγαν τα νιάτα»).

Κι αν η… protein in motion έχει ομολογουμένως την γοητεία της, και η ακίνητη μορφή της δεν πάει πίσω. Τροφή βασικά της σπιτικής ασφάλειας το αυγό, έτσι το βλέπει ακόμη κι ο Iggy Pop στο «Εggs on my plate», συνεχίζοντας, I got four walls I live here (όχι πάντως ο Tom Waits ο οποίος –στα τραγούδια του τουλάχιστον- ζούσε μόνο νύχτα σε ύποπτα καταγώγια γεμάτα με θερμές γυναίκες και κρύες μπύρες -ή μήπως ήταν ανάποδα;- και κατανάλωνε για βραδινό(;), πρωινό(;), αυγά με λουκάνικα στο «Eggs and Sausage (In a Cadillac with Susan Michelson)»). Είτε μιλάμε για μια δική μας παραδοσιακή στραπατσάδα (στην οποία αναφέρονται με κρυπτικό στιχουργικό τρόπο στο «Στραπατσάδα song», οι Χρυσοθήρες, από τα σχήματα ελληνικού ροκ που –μεταξύ μας- λίγο άκριτα κυκλοφορούσε η Wipe Out στα 90s), που την λένε πια scrambled eggs στα χωριά μας (αλλά και στην ομότιτλη γνωστή τζαζ σύνθεση του Sam Jones), είτε για μια κλασική ομελέτα του σεφ (είχε κάνει κάποτε αυτή τη δουλειά και εις εκ των Sleaford Mods, εξού και το πρώιμο «Chef's omelette» τους), είτε για απλά τηγανητά (από μια συλλογή με τίτλο «Coolsville Hits & Rarities From The Golden Age Of Pop Instrumentals» αλιεύουμε το ομώνυμο των Intruders). Αν δεν σας αρκεί η αυγουλένια απλότητα, η γκάμα των πιθανών συνοδευτικών είναι πλατιά, από ξενοδοχειακά τυπικά (Leadbelly - Ham an' Eggs) έως κάπως πιο ιδιαίτερα γούστα (Stereolab - Fried Monkey Eggs). Κι αν πάμε Γαλλία (όπου το κατέχουν το άθλημα αν μη τι άλλο) μάλλον θα παραξενευτούμε με τους death-metal Cesspit και το «Mon fils est une omelette» (ο γιος μου είναι μια ομελέτα, αν δεν χάνω τίποτις ιδιωματικό). Πέρα από γούστα όμως, ποιος δεν θα απαντούσε στην ερώτηση της Helen O'Connell «How d'ya like your eggs in the morning? όπως ο Dean Martin, I like mine with a kiss; Δεν θα τον παρεξηγήσουμε έτσι τον Ty Segall ο οποίος στο «Breakfast eggs» πιο ορεξάτος απλώνει το χέρι λίγο παραπέρα, I'm making her favorite breakfast eggs, I'm looking and touching her little legs.

 

Appetite for appetizers: Ορεκτικά-Σούπες-Εντράδες

Μιλώντας για σωματικές ορέξεις, στο φανταστικό αυτό μουσικό μας γεύμα δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ιδιάζουσα κατηγορία που αποκαλείται «ορεκτικά», που μεταξύ μας κάπως αχρείαστη είναι ή ενίοτε επιτελεί και τον αντίθετο σκοπό, καθώς πολλά πλασαριζόμενα ως ορεκτικά είναι τόσο βαριά και τηγανητά που μάλλον κλείνουν την όρεξη (για σαλάτες ούτε λόγος, κανείς δεν έχει γράψει μια σοβαρή ωδή για μια σαλάτα, ποιος νοιάζεται άλλωστε για σαλάτες πέρα από τους διαιτολόγους και τις μεταφορικές χρήσεις τύπου «μανάρι μου τα κάναμε σαλάτα»;).

Γι’ αυτό ας είμαστε φειδωλοί στην παραγγελία, ας ακολουθήσουμε τους παλιούς που προτιμούσανε ραπανάκια ή αγγουράκια τουρσί (τα «Les Cornichons» που λένε οι Γάλλοι και τραγούδησε ο Nino Ferrer, ο οποίος στο κομμάτι διοργανώνει ολόκληρο πικ-νικ), ή το πολύ-πολύ να πάρουμε καμιά αλοιφή (που λένε και στην κοιτίδα του MiC Θεσσαλονίκη). Κατά σειρά… χιψτερισμού οι επιλογές κυμαίνονται από γουακαμόλε, την πάστα από τα εσχάτως πανταχού παρόντα αβοκάντο (την οποία οι Super Furry Animals την χρησιμοποιούν ως φαρμακευτική αγωγή για την… αϋπνία), το μεσανατολίτικο χούμους (το δικό του φτιάχνει και ο Muslimgauze τιμώντας ίσως την προέλευση του ψευδωνύμου), και τέλος την δική μας ταραμοσαλάτα, ή «Taramasalata» όπως την άκουσαν οι indie Σουηδοί Eggstone, σε ένα κομμάτι όπου διηγούνται μια άσχετη ιστορία για έναν τύπο ο οποίος πήγε σε μια συναυλία και μετά είχε διάφορες νυχτερινές περιπέτειες. Ποιος ξέρει, ίσως να κατέληξαν σε μια Grekisk Taverna κι εκεί να την δοκίμασαν και να εντυπωσιάστηκαν, ειδικά αν ήταν από εκείνη την παλιά την πρόστυχη με την ροζ χρωστική, δυσεύρετη πια στις ημέρες της γκουρμέ καθαρολογίας, η οποία εμένα πάντως με μεταφέρει σε καιρούς νεανικούς, Δευτέρες μεσημέρια στην πανεπιστημιακή λέσχη (δεν θυμάμαι, είπαμε ότι το φαγητό είναι κυρίως μνήμη;), ήχους από κλαγγές ταψιών και φοιτητική μουρμούρα και στα αλουμινένια μας δισκάκια η ροζ ταραμοσαλάτα μαζί με μια καλή ποσότητα φασο(υ)λάδα λαδερή (που έλεγε και ο Δημήτρης Πουλικάκος στο «Σκόνη, πέτρες, λάσπη») για να τυλώσει το είναι μας με κάτι μαγειρευτό που ακόμη ανεπρόκοποι δεν τολμάγαμε να δοκιμάσουμε σε αυτοσχέδιες οικιακές εκδοχές (τούτη δεν ήταν άλλωστε και η πρωταρχική υπηρεσία των ρεστοράν, που ήταν πανδοχεία στους γαλλικούς μετεπαναστατικούς δρόμους τα οποία πρόσφεραν διαμονή, σανό για τα άλογα και μια σουπίτσα «αναστηλωτική», «pour restorer», για τους ταξιδιώτες;). Κι ας μην ήταν τα φασόλια πάντοτε «καλομαγειρευμένα με ικανόν ευώδες έλαιον και με άφθονον κοκκίνην πιπεριάν» όπως τα ήθελε ο μερακλής Παπαδιαμάντης.

Κι εδώ θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μια παρένθεση μεγέθους τόμου, να παραπέμψουμε σε Hobsbawm και επινοημένες παραδόσεις, και να θέσουμε ερωτήματα για την στενή ή την ευρεία αντίληψη περί «ελληνικότητας», κι αν αυτή στην μαγειρική (αλλά και σε όλες τις άλλες Τέχνες) εδράζεται στα υλικά, στον τρόπο ή σε κάτι άλλο υπερβατικά φαντασιακό (με τον τρόπο π.χ. που είναι και δεν είναι «ελληνικός» ο περίφημος δίσκος του Phil Woods «Greek Cooking»). Γιατί μολονότι η λέξη «φασολάδα» σχεδόν νομοτελειακά έλκει τα επίθετα «πατροπαράδοτη» και «εθνική», μια δεύτερη σκέψη και γνώση θα παρατηρούσε ότι τα υλικά της είναι βασικά αμερικανικής προέλευσης, τα φασόλια των Ίνκας ή η (ξι)τομάτλ των Αζτέκων είναι οι πρωταγωνιστές, και κατά συνέπεια ένας αρχαιοέλληνας, ένας βυζαντινός, ακόμη και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης δεν θα αναγνώριζε από τα υλικά της παρά μόνο ίσως το κρεμμύδι και το σέλινο (κάτι που συμβαίνει και με άλλα εμβληματικά «μας» greek φαγητά όπως η χωριάτικη ή ο μουσακάς). Μόνο από τα μέσα του 19ου αιώνα και ύστερα άρχισε να καθιερώνεται η σούπα από ‘φουσκοκοίλια’ (κατά την αργκό των παλιών μαστόρων), κυρίως στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα με τα οποία και ταυτίστηκε σχεδόν στερεοτυπικά (όπως συνέβη και με το ρεμπέτικο, τραγούδια του οποίου με γαστρονομικές αναφορές συγκέντρωσε στο βιβλίο-CD «Μουσικός περίδρομος» ο μάγειρας Νίκος Φωτιάδης, μεταξύ αυτών πρωτο-ηχογραφημένο και το «Αχ φασολάδα», διασκευή των αιχμαλώτων Ελλήνων αριστερών στο βρετανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης της Ελ-Ντάμπα, στον ρυθμό της «Βαλεντίνας» του Γιώργου Μητσάκη), ενίοτε και σε βαθμό καρικατούρας («Ντο ρε μι φα σολ άδα» λεγόταν μια αλήστου μνήμης βιντεοταινία της δεκαετίας του ’80 με τον Παύλο Κοντογιαννίδη που έπαιζε με το στερεότυπο -βγαλμένο από την ζωή- του κλασικού μουσικού που ψοφάει της πείνας μέχρι να ανακαλύψει το πιο προσοδοφόρο πια… ρεμπέτικο).

Φτηνή και λαϊκή πρωτεΐνη λοιπόν τα φασόλια, μοιραίο είναι να έχουν την τιμητική τους παγκοσμίως, και άλλες χώρες έχουν και αυτές εθνικές φασολάδες όπως π.χ. η Βραζιλία με τα πεντανόστιμα μαύρα φασόλια της στην ερμηνευμένη από τον Stan Getz «Feijoada». Στις ΗΠΑ οι Booker T and The MG's έφτιαξαν έναν μαγικό (τόσο διατροφικά όσο και μουσικά) συνδυασμό με ρύζι στο «Red beans and rice» ενώ οι Weezer πρόσθεσαν και λίγη ζωική πρωτεΐνη (στο σουξέ τους «Pork and Beans», το οποίο ήταν μια απάντηση στον εταιρειάρχη τους ο οποίος ήθελε πιο εμπορικό υλικό). Στην δε Αγγλία μια τοπική γαστρονομική ακροβασία έφερε ως απαραίτητο συστατικό του «English breakfast» τα αηδιαστικά γλυκερά φασόλια κονσέρβας, από τα οποία κινδυνεύεις είτε τρώγοντας τα είτε κι αν κάνεις μόνο… μπάνιο σε αυτά (ο Roger Daltrey των The Who διηγείται ότι έπαθε πνευμονία κατά την φωτογράφηση για το θρυλικό εξώφυλλο του άλμπουμ τους «The Who Sell Out», στο οποίο είχαν συμπεριλάβει και το ειρωνικά ψευδο-διαφημιστικό κομμάτι-jingle «Heinz Baked Beans»).

Και αφού κάπως έτσι μας τελείωσαν τα φασόλια και οι γίγαντες γιαχνί, ας πάρουμε «τίποτα πιο εκλεκτό», ακολουθώντας τις προτιμήσεις του Νίκου Φέρμα στην κλασική ταινία, ας παραγγείλουμε έναν πατσά, πατσά, πατσά, πατσ… Άλλη μια τυπικά ελληνική λαϊκή σούπα η οποία απαντάται σε διάφορες παραλλαγές ανά τον κόσμο, με τα πιο «δεύτερα» κομμάτια κρέατος να βράζουν στο ζουμί για ώρες, φτηνή και χορταστική, τόσο που καθιερώθηκε και στις πιο καλοζωισμένες εποχές η έκφραση «βουρ στον πατσά» (κι έγινε «ελληνικό ροκ» τραγούδι από τον Σάκη Μπουλά και τον Πάνο Κατσιμίχα το 1986). Σήμερα τα λεπτεπίλεπτα μας γούστα μάλλον σοκάρονται με τέτοιες γεύσεις, φανταστείτε να αντιμετωπίζαμε καμιά «Goats Head Soup» (μόνο μέχρι τον δίσκο των Rolling Stones θα φτάναμε, που δεν είναι κι από τους καλύτερους τους κιόλας), ακόμη και η παραδοσιακή μας γίδα βραστή είναι μάλλον δυσεύρετη (δεν θα ήταν ένα καλό τεστ… ανοσμίας για τον κορονοϊό;), και το παλιό πολυβολείο στην κορφή του Κωλοσούρτη, στάση παιδική στην παλιά οδό Άργους-Τριπόλεως, ρημάζει στο έλεος του χρόνου, των αγριόχορτων και των λοιπών στοιχειών της φύσης.

Περί σούπας εδώ και κάμποσες παραγράφους ο λόγος, αυτή τη μαγική σχεδόν (αλ)χημική μετατροπή ενός άχρωμου, άγευστου και άοσμου υγρού, που είναι ίσως το πραγματικό τεστ για έναν μάγειρα, η ικανότητα για μια καλή σούπα είναι τόσο προαπαιτούμενη όσο και τα τατουάζ φρονώ, εξού και πάντα παραγγέλνω την «Soup of the day» (Chris Rea) από ένα μενού, όποια κι αν είναι, πιστεύω ότι ακόμη-ακόμη κι ο μέλανας ζωμός μπορεί να μην ήταν τελικά τόσο άσχημος όσο η φήμη του (θα είχα ενδοιασμούς μόνο αν έβρισκα όπως ο Ισοβίτης του Αρκά ένα ποντίκι στη σούπα μου ή στην ακραία περίπτωση έναν… ψυχοπαθή - κομμάτι των Pop Will Eat Itself είναι αυτό!).

Φαγητό της φτώχειας και της ταπεινότητας η σούπα, σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου και του χρόνου, όσο κυριλέ περιτύλιγμα και εξωτικό φύκι και να δώσεις σε ένα γιαπωνέζικο ράμεν (με μια crust αποθέωση του από τους Destroy! στο «Ode to Ramen»), ένα βιετναμέζικο φο, ένα ρώσικο μπορστ, μια γαλλική εργατική κρεμμυδόσουπα (μια αποθέωση του αναντικατάστατου μαγειρικά αυτού βολβού βρίσκουμε στην «Κρεμμυδόσουπα» -με το ζουμί της- από Nanah Palm της πάλαι ποτέ ομάδας της Φυτίνης), ένα κεντροευρωπαϊκό γκούλας το οποίο ταυτίστηκε με την Ουγγαρία περισσότερο και από τους ουγγρικούς χορούς του Μπραμς (στον πιο γνωστό εξ αυτών στηρίζεται και το κωμικό κομμάτι του Allan Sherman «Hungarian gulash No 5», ένα πραγματικό γαστρονομικό γαϊτανάκι, ενώ σε άλλη διαπολιτισμική γέφυρα ταίριαξε μια χαρά με το dub του Mad Professor) ή ένα ισπανικό γκασπάτσο, κι ας τρώγεται κρύο σαν την εκδίκηση, το οποίο μια τολμηρή μάλιστα ετυμολόγηση το φέρνει να έχει ελληνική ρίζα (από το ‘γαζοφυλάκιο’, ήτοι θησαυροφυλάκιο, γεύσεων εν προκειμένω), και οι Marillion το έκαναν τραγούδι, αν και περισσότερο επειδή τους βόλευε στην ρίμα macho-gazpacho, το ομώνυμο κομμάτι είναι περισσότερο μια αναφορά στην δίκη του O.J. Simpson.

Φαγητό επίσης της οικογένειας, της κοινότητας και της μοιρασιάς, από την αρχαία εποχή όταν η φυλή μαζευόταν γύρω από ένα αχνιστό τσικάλι που σιγόβραζε, μέχρι τα μεσαιωνικά «Pot au feu» (για να μνημονεύσουμε εδώ ένα μικρό ηλεκτρονικό κομψοτέχνημα της Delia Derbyshire) όπου η σημερινή σούπα περιείχε υπολείμματα της χθεσινής και αυτή της προχθεσινής και ούτω καθεξής (δεν είναι αυτή μια ωραία αναλογία με την εξέλιξη της τέχνης στον χρόνο;). Μόνο στις σύγχρονες ατομικιστικές εποχές έγινε η σούπα φαγητό για έναν («Soup for one» λεγόταν μια παλιά τραγική σεξοκωμωδία που την θυμόμαστε μόνο για το κομμάτι των Chic), έγινε ακόμη και σκόνη χημικού πανηγυριού σε φακελάκια, λύση απελπισίας για μοναχικά βράδια, αναπολώντας στιγμές όπου η ζωή σου φαινόταν μια «σουπάρα», μια μεγάλη σούπα ήτοι μινεστρόνε με μπόλικη παρμεζάνα όπως την έβλεπαν οι 10CC («Life is Minestrone»), έχουν τα δίκια τους όταν την παρομοιάζουν με αυτή την εξαιρετική, ιταλικής προέλευσης σούπα, η οποία έχει μέσα της, σαν τη ζωή, τα πάντα απ΄ όλα, και της Παναγιάς τα μάτια (θα μπορούσε λοιπόν να την αποκαλέσει κανείς και «σούπα ...Τήνου»;), βασικά όμως ένα ψιλό ζυμαρικό χρειάζεται, ότι λαχανικό έχει ξεμείνει μόνο κι έρημο στα ράφια του ψυγείου και για να είμαστε πιστοί στη συνταγή, προσθέτουμε και κα’να όσπριο (φασόλι ή ρεβίθι). Από την άλλη, οι 10CC στο κομμάτι αυτό παρομοιάζουν τον θάνατο με ένα πιάτο κρύα λαζάνια, αλλά αν είναι Κυριακή πρωί και ξυπνάς Κυριακή ...μεσημέρι με ένα hangover θανατηφόρο, ακόμη τα παγωμένα λαζάνια από χθες μπορεί να είναι μία κάποια σωτηρία.

Στα παιδικά μας χρόνια πάντως, μπορεί να διασκευάζαμε στο δημοτικό το γνωστό τσακώνικο ως «σου ‘πα μάνα θέλω σούπα», στην πραγματικότητα η σούπα είχε ταυτιστεί με την αρρώστια, σούπα και χυλός μέχρι να σταθείς ορθός, και δεν θα διαφωνούσαν ούτε οι Dead Kennedys («Soup is good food», πολιτικότατο τραγούδι βέβαια, με στόχο τις απολύσεις που φέρνει η σύγχρονη τεχνολογία). Ειδικά η κοτόσουπα είχε περιβληθεί με σχεδόν μαγικές ιαματικές ιδιότητες, τις οποίες σίγουρα δεν είχε κατά νου η Carole King όταν έγραφε την «Ballad of Chicken Soup» όπου ο πρωταγωνιστής… πεθαίνει επειδή του κάθεται στο λαιμό ένα κοκαλάκι. Βέβαια η πιο επικίνδυνη θεωρητικά για τέτοια ατυχήματα είναι η ψαρόσουπα, πραγματική παιδική φοβία ετών που άργησε να ξεπεραστεί, ακόμη δεν είχε κάνει κι ο Λευτέρης Λαζάρου μόδα την πεσκανδρίτσα που βγάζει το πιο γευστικό ζουμί, ούτε είχαμε ιδέα για τις πλούσιες μπουγιαμπέσες με τα δεκάδες υλικά (όσα και τα… σαμπλ -24 για την ακρίβεια- που συναντάμε στην 17λεπτη «B-Boy Bouillabaisse» των Beastie Boys η οποία κλείνει επικά το «Paul’s Boutique»). Και ίσως σε έναν καφενέ της Μασσαλίας (ή Μαρσίλιας που θα έλεγε ο Καββαδίας) να καθόταν μελαγχολικά κι ο ναυτικός που είχε πάθει ναυτία της στεριάς, mal du depart στο κομμάτι των Manfred Mann’s Earth Band «Drowning on dry Land/Fish Soup», sitting in a silent room, the walls around me screaming και το μαγικό μέλοτρον, υλικό που σε όποια «σούπα» πέσει να δίνει μια γλυκιά νοσταλγική επίγευση (οι ίδιοι λίγα χρόνια μετά θα επανακυκλοφορήσουν το κομμάτι σε μια συντομευμένη εκδοχή με τίτλο «Bouillabaisse»). Κι αν η θάλασσα έχει σίγουρα τον σκληρό της μόχθο, στο τέλος της ημέρας «βίρα την άγκυρα, άντε παιδιά/στήστε τσουκάλι για κακαβιά/σία κι αράξαμε στο ακρογιάλι/τέλειωσ’ η βάρδια μας αύριο πάλι» όπως μετέφερε σε στίχους την ψαράδικη βιοπάλη ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης στην «Κακαβιά» που τραγούδησε ο Στελλάκης Περπινιάδης σε μουσική του πιο θαλασσινού από όλους τους ρεμπέτες Γιάννη Παπαϊωάννου, ενώ τις τυλωτικές ιδιότητες εξυμνεί και ο Στράτος Παγιουμτζής στην ομώνυμη "Κακαβιά" (που αν γυρίσετε το δισκάκι στην άλλη πλευρά θα βρείτε το κομμάτι..."Ολυμπιακός").

Από τις δεινότερες πάντως μάστιγες των παλαιών ναυτικών, τις εποχές πριν ανακαλυφθεί (κι έκτοτε υπερεκτιμηθεί) η αξία της βιταμίνης C ήταν το σκορβούτο, αποτέλεσμα μιας διατροφής βασισμένης αποκλειστικά σε ξηρά τροφή και κονσέρβες. Στην Τέχνη από την άλλη οι κονσέρβες αποδείχθηκαν πιο θρεπτικές αν θυμηθούμε και ότι μια απλή ντοματόσουπα αναδείχθηκε σε περιβόητο έργο τέχνης από τον Andy Warhol, αλλά και την 10λεπτη σούπα που σέρβιραν οι... Can στο «Soup» από το περίφημο «Ege Bamyasi», όπου ένα σχήμα με όνομα Κονσέρβα διαλέγει να ανοίξει τον δίσκο με κομμάτι «Vitamin C» σαν αντίδοτο, αποθεώνοντας συγχρόνως τις τουρκιστί «μπάμιες του Αιγαίου» στον τίτλο και το εξώφυλλο (γιατί ως γνωστόν το Αιγαίο ανήκει και στις μπάμιες του - ειδικά αν αυτές είναι μαγειρεμένες με ροφό). Δίνοντας μας έτσι αφορμή όχι μόνο να εκδηλώσουμε μια λατρεία για το τόσο παρεξηγημένο αυτό λαχανικό, αλλά να κάνουμε κι ένα πολιτισμικό άλμα μέχρι την Λουιζιάνα και την κρεολική κουζίνα της οποίας η okra αποτελεί βασικό συστατικό (όπως και της δυτικοαφρικανικής επίσης, με προφανείς νομίζω τους ιστορικούς δεσμούς), όπου χρησιμοποιείται και σε ρόλο πυκνωτικού μέσου στις σούπες, αλλά και σε πολλά τοπικά εδέσματα, όπως τα περίφημα gumbo και jambalaya, τοπικά τουρλού στην ουσία με αναρίθμητες παραλλαγές (εξού ίσως και ο Frank Zappa έγραψε τις «Gumbo Variations» στο «Hot rats») που μοιάζουν μεταξύ τους στην χαοτική πληθωρικότητα υλικών και επιρροών, πραγματικές αποτυπώσεις μιας γαστρονομικής πολυπολιτισμικότητας. Και μιας που η Νέα Ορλεάνη όπως λέγεται είναι περισσότερο μουσική παρά πόλη, μια τέτοια γαστρονομική παράδοση δεν θα μπορούσε να μην αποτυπωθεί και στο πεντάγραμμο, να γίνει τραγούδι από τον τοπικό άγιο Dr. John («Gris Gris Gumbo Ya ya») και μεγάλη επιτυχία του Hank Williams («Jambalaya (on the Bayou)»), που χρόνια αργότερα θα περάσει και από το εργαστήριο των Residents αποκτώντας μια άλλη απροσδόκητη διάσταση.

Ρε παιδιά, με τόση σούπα, κανείς να μην ζητήσει λίγο ψωμάκι; Να μην τιμηθεί και η περήφανη ελληνική αμετάφραστη λέξη «παπάρα»;

 

Άρτος και ζυμάρια: She’s in… pastries

«Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» λέει η ευαγγελική ρήση, αλλά και το ίδιο ισχύει περισσότερο άνευ άρτου. Ίσως η πλέον θεμελιώδης ανθρώπινη τροφή από τα χρόνια που χάνονται στην αχλή της ιστορίας, από την εκδίωξη μας από την παράδεισο και από τότε «για ένα κομμάτι ψωμί, δεν φτάνει μόνο η δουλειά» (ναι, Αφοί Κατσιμίχα) «ο άρτος ημών ο επιούσιος», το «ψωμί ψωμάκι», έστω και ξερό και με… Φασμπίντερ (όπως το προτιμούσε ο Πανούσης) έχει αποκτήσει ειδικό βάρος και μεγάλη συμβολική αξία, φτάνοντας μέχρι την μεταφυσική/θρησκευτική. Η δε απουσία αυτού (και του παντεσπανίου όπως… δεν είπε ποτέ η Μαρία η Αντουανέτα) έχει συνδεθεί με επαναστάσεις και εξεγέρσεις, από την άλλη η αφθονία του έχει καταγγελθεί και ως ένας τρόπος ήπιας καταστολής ανυπότακτων τάσεων με «άρτον και θεάματα», ή καλύτερα panem et circenses που λέγανε οι Ρωμαίοι που είχαν το copyright της μεθόδου (έτσι το είπανε και σε ρυθμό τροπικάλια οι Os Mutantes το 1968), σε αυτό το πνεύμα μάλλον είναι γυρισμένη και η ιταλική κωμωδία «Έρωτας, Ψωμί, Φαντασία» -με τον πεινασμένο να έχει την ελευθερία να φαντάζεται καρβέλια- που έκανε σταρ την Τζίνα Λολομπρίτζιτα, και έγινε τραγούδι της Τζένης Βάνου σε ελληνικό ριμέικ, καμιά δεκαετία πριν το σύνθημα γίνει «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία». Το θέμα θα είχε… ψωμί για ολόκληρο βιβλίο, όπως και τα τραγούδια για το ψωμί συνοδευμένο συνήθως με διάφορα επίθετα όλης της γευστικής γκάμας, από γλυκό μέχρι πικρό (και ακόμη πιο πικρό, όταν περνούσε στα χείλη του Καζαντζίδη), ενίοτε και βρώμικο (αυτό που τρώνε «όσοι αγαπούνε»), ενώ θα μπορούσαμε να επεκταθούμε και σε άλλα αρτοσκευάσματα όπως τα παξιμάδια (κι εδώ θα μπορούσε να παίξει μια πενιά του Θανάση Παπακωνσταντίνου) ή τα ξενότροπα εκ Γερμανίας ορμώμενα πρέτζελ (ένας πλανόδιος πωλητής τους απεικονίζεται στο κρυπτικώς τιτλοδοτημένο «Pretzel Logic» των Steely Dan).

Ακούγοντας έτσι τραγούδια από παλιότερες εποχές, ειδικά όσες δεν έχουμε ζήσει, μια νοσταλγία μπορεί να μας πιάσει, κάθε εποχή άλλωστε νοσταλγεί και μια παλιότερη μέχρι που να έρθει μια επόμενη και να την… νοσταλγήσει κοκ κοκ, ήδη στα 60s ο φολκ τραγουδοποιός The Singing Postman (ήταν πράγματι ταχυδρόμος ο Allan Smethurst) σε αμίμητη τοπική προφορά του Νόρφολκ θρηνωδούσε ότι με την επέλαση του βιομηχανοποιημένου ψωμιού «I Can’t Git a Noice Loaf a Bread». Βέβαια το παρελθόν συνήθως δεν ήταν στην πραγματικότητά του όπως το θέλει η φαντασία μας, και το ψωμί που ζύμωνε η γιαγιά (σπανίως) ήταν σκληρό και δύσπεπτο, από αλεύρι όχι ακριβώς πρώτης ποιότητας, με διάφορες προσμείξεις ανόργανες έως και εχμμ οργανικές, εξού και οι συγκαιρινοί όπως μας αποκαλύπτει π.χ. ο Μάρκος Βαμβακάρης όταν τραγουδούσε «Είσαι αφράτη σαν φρατζόλα σαν το χάσικο ψωμί» είχαν λίγο διαφορετικά από τα σημερινά πρότυπα ομορφιάς, τόσο στις γυναίκες όσο και στα… ψωμιά (χάσικο γαρ σημαίνει λευκό).

Γενικά η έννοια της «αυθεντικότητας» σε κάθε επίπεδο είναι δίκοπο μαχαίρι, με πολλές περιπλοκές (πέραν την εκ φύσεως συντηρητική της αντιδραστικότητα). Ενδιαφέρον case study θα μπορούσε να αποτελέσει το No. 1 σε αναγνωρισιμότητα φαγητό του κόσμου (ναι υπάρχουν και τέτοιες λίστες), η πίτσα. Κι αν η ιδέα του ψημένου τυριού πάνω σε μια ζύμη είναι εντελώς generic, η Ιταλία κατάφερε να την ονοματίσει και να την κατοχυρώσει κρατώντας και το όνομα και την χάρη, μαζί και την αμφίβολη τιμή να κακοποιείται σε αναρίθμητα ταχυφαγεία σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου (πλάκα έχει το λογοπαίγνιο των πανάγνωστων Σουηδών νιουγεϊβάδων… Kizza Ping, περισσότερο κακή αισθητική το εξώφυλλο του «Pizza Party» του Joe Biviano, τον Dean Martin που βλέπει το φεγγάρι σαν μεγάλη πίτσα τον συγχωρούμε λόγω έρωτος: when a moon hits your eye like a big pizza pie, that's amore», τους Personal and the Pizzas δεν μπορούμε να τους καταλάβουμε όταν δηλώνουν «I don't wanna be no personal pizza»). Κι αν διάφορες ιταλικές πόλεις ερίζουν για τα πρωτεία και την βούλα της γνησιότητας, είναι η ναπολιτάνικη, αυτή με την λεπτή ζύμη και τα τρία υλικά μόνο, η πίτσα που έχει εμπεδωθεί ως η «αυθεντική» στο συλλογικό υπογάστριο, τόσο που μέχρι και η Unesco την χαρακτήρισε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Δικαίως λοιπόν βάφτισε το ντεμπούτο του «Feed Me Weird Things» ο σπουδαίος Squarepusher, καθώς είχε συμπεριλάβει στα κομμάτια και μια «Deep Fried Pizza». Κι αν… φρίττουμε μόνο στην ιδέα, όποιος επισκεφτεί την Νάπολι θα διαπιστώσει ότι η τηγανητή πίτσα, η pizza fritta, είναι εξίσου παραδοσιακή και «αυθεντική», μια ακόμη επινόηση της cucina povera του ιταλικού νότου κατάλοιπο των δύσκολων και πεινασμένων μεταπολεμικών ετών (και μιας που τα ταξίδια τη σήμερον ημέρα είναι δύσκολα, ο πιθανόν άπιστος Θωμάς μπορεί να απολαύσει την Σοφία Λόρεν σε ρόλο τηγανίστριας (sic) πίτσας στο «L’ oro di Napoli» του Βιττόριο ντε Σίκα.

Και για να κλείσουμε κατάλληλα την υποενότητα τούτη και να βγάλουμε το ταψί από τον φούρνο, μην ξεχαστεί κανείς και δεν φορέσει γάντια φούρνου. Για τους αμετανόητα μουσικόφιλους υπάρχουν και τα «Joy Division Oven Gloves», κατά το απίθανο τραγούδι των διασκεδαστικά ακαταλόγιστων Half Man Half Biscuit (και αν δεν είπαμε τίποτε για μπισκότα, είναι επειδή είπε πολλά ο… Προυστ).

 

The… Pasta Incident
Γιατί είμαστε μακαρονάδες, τι να κάνουμε…

Δεν μπορώ να ξέρω (ούτε και να αποδείξω το ενάντιο) αν ο δημιουργός όλου του σύμπαντος κόσμου είναι μία παράξενη μάζα από σπαγγέτι και δύο κεφτέδες, ένα «Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας» όπως ισχυρίζεται ο Πασταφαριανισμός (μια ad absurdum παρώδηση των λοιπών καθιερωμένων θρησκειών η οποία γεννήθηκε, εξαπλώθηκε στα 00s κι έγινε σύμβολο του μαχητικού αθεϊσμού). Το σίγουρο είναι ότι αν η θρησκεία αυτή είχε ένα είδος μετάληψης, ένα «λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου», αυτή θα αποκτούσε μια κυριολεκτική διάσταση στην οποία λίγοι θα μπορούσαν να αντισταθούν (με την ευκαιρία, θέλετε μια μέταλ συνταγή για μακαρόνια με κεφτεδάκια;)

Μπορεί πάντως τα κιτάπια να λένε ότι τα ζυμαρικά τα οφείλουμε (και αυτά!) στους Κινέζους, μπορεί να είναι ευρύτατα διαδεδομένα σε κάθε μορφή και κάθε ονομασία σε όλο τον κόσμο, ωστόσο στην Ιταλία είναι που αποθεώθηκαν τόσο ώστε ταυτίστηκαν σχεδόν με την εθνική καταγωγή (τόσο ώστε και τα γουέστερν Ιταλών σκηνοθετών να ονομαστούν σπαγγέτι – όση υποτίμηση κι αν υπέκρυπτε ο όρος). Ίσως και γ’ αυτό και ο μαχητικός εικονοκλάστης συμπατριώτης τους ο Φίλιππο Μαρινέτι να ζητούσε στο φουτουριστικό μανιφέστο την… απαγόρευση τους, θεωρώντας ότι η κατανάλωσή τους προκαλεί «χαλαρότητα, απαισιοδοξία, νοσταλγική αδράνεια και ουδετερότητα». Στην νοσταλγική τους επίδραση πάντως δεν έπεφτε έξω, πράγματι τα ζυμαρικά αποτελούν ίσως τον ορισμό του comfort food, όπου η ευφορική επίδραση (αν το ψάξουμε επιστημονικά σίγουρα θα βρούμε και την αλυσίδα που συνδέει τους …υδρογονάνθρακες -που θα ‘λεγε και ο Καμένος- με την σεροτονίνη) συνοδεύεται από μια καθησυχαστική οικειότητα η οποία με μια πιρουνιά μπορεί να σε διακτινίσει σε μια εποχή ασφάλειας και μαμαδίστικης θαλπωρής και φροντίδας (και ευκολίας μεταξύ μας, ακόμη και ελαφρώς λασπωμένης, τότε δεν είχαμε μάθει τα «αλ ντέντε»). Γιατί κανένα παιδί δεν θα παραπονιόταν ποτέ αν είχε «Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια» (όπως στο τραγούδι του Νάκου και της Μαριώς, κι ας αναφέρεται στην πραγματικότητα το τραγούδι του νεορεμπέτικου δίδυμου στην διατροφή της φυλακής, «φάτε μάγκες βγάλτε χρόνια» συνεχίζει ο στίχος). Να είναι άραγε ένα τέτοιο συναίσθημα που έφερε δάκρυα στην αρπίστρια Sissi Rada στο κομμάτι της «Macaroni and tears» (σε ρίμα με την Britney Spears); Μια επιστροφή που για την δική μου ηλικιακή ομάδα πάει σε μια εποχή στην οποία όταν ζητούσαμε πάστα μας έφερναν σοκολατίνα ή σεράνο, από μακαρόνια ξέραμε μόνο αυτά με σκέτη κόκκινη σάλτσα ή με επίσημο ρόζμπιφ (sic) ή με κιμά, με τον τελευταίο να είναι ένας συνδυασμός που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσοι νεωτερικοί πειραματισμοί κι αν ασκηθούν (το ευνοεί άλλωστε η βασική γευστική τους ουδετερότητα που αποτελεί ιδανικό καμβά για κάθε ευφάνταστη δημιουργία), παραμένει ένα all time classic, μια πραγματική «ευτυχία με κιμά» (όπως είχε γράψει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας στον πρώτο του προσωπικό δίσκο) και μια διόλου ένοχη απόλαυση (ακόμη και στην καραβίσια εκδοχή, προς φρίκη του πατέρα μου ο οποίος ήταν έτσι κι αλλιώς πεπεισμένος ότι το να τρως έξω ήταν μια επικίνδυνη αποστολή, με τον χρυσό κανόνα της επιβίωσης να είναι «ποτέ κιμάδες, μόνο της ώρας»). Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο επίφοβος για την τρέλα του Σάκης Ρουβάς μακαρόνια με κιμά ήθελε να της φτιάξει για να φάει («Έλα μου», σύνθεση φυσικά του κορυφαίου Έλληνα novelty συνθέτη Καρβέλα), πόσο λάθος να πάνε τα πράγματα με μια μακαρονάδα; (πολύ, αν θυμηθώ την δική μου πρώτη απόπειρα όπου είχα ρίξει σπαγγέτι, πιπεριές και μπέικον να βράσουν όλα μαζί στο νερό). Αν κάθεσαι δε και σκέφτεσαι «τα χάλια μας Ελλάδα» μπορεί και να σου βγει ειρωνικά τέλεια, όπως συμβαίνει στην κραουανάκειο «Μακαρονάδα» της Πρωτοψάλτη.

Μέσα στην διάθεση της αναπόλησης μπορεί κανείς να γυρίσει σε εκείνη την εποχή στην ζωή ενός άντρα την οποία την διεκτραγωδεί όταν την ζει και την διηγείται με νοσταλγία ως τα βαθιά γεράματα μαζί με τα «Μακαρόνια του στρατού», εκείνα φυσικά τα χοντρά με την μεγάλη τρύπα, «ουυυυ να, σαν νεροσωλήνα» όπως υποσχόταν στον διευθυντή Γιάννη Μιχαλόπουλο η Αλίκη στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου», και με μπόλικο στρατοτύρι κονσέρβας από πάνω, που «εγώ θα ενώσω να φτιάξω σιδηρόδρομο να έρθω να σε ανταμώσω» σε μια σύντομη βινιέτα από τα «Φανταρίστικα» του Λουκιανού Κηλαηδόνη δια χειλιών Φοίβου Δεληβοριά και στιχάκια χαραγμένα στις σκοπιές και τους τοίχους στρατοπέδων. Κι ένα άλλος όμως συνονόματος αποδείχθηκε κι αυτός μακαρονάς («τι να κάνουμε;» ένα από τα πολλά διαφημιστικά μότο που χαράχτηκαν μέχρι το υποσυνείδητο μας, μαζί με το «Ακάκιε, τα μακαρόνια να είναι…-στοπ, γκρίζα διαφήμιση-, τα «σαράντα χρόνια φούρναρης έχω ψήσει» και εκείνη την διαφήμιση το «Dance de feu» του Βαγγέλη Παπαθανασίου να έχει συνδεθεί παβλοφικά με ατελείωτα πιάτα κυριακάτικης μακαρονάδας). Για τον Μάρκο Δεληβοριά ο λόγος ο οποίος στο «Green city» του 2001 αφιέρωσε ένα ταξιδιάρικο instrumental στα «Tortellini», μια νέα «τεχνολογία» που εμφανίστηκε στα μέρη μας αρχές των 90s στα μέρη μας, πολλοί την ενστερνιστήκαμε και γίναμε έτσι …αιρετικοί tortellinarians. Ομοϊδεάτες θα ήταν σίγουρα και οι Γερμανοί Mythen in Tüten, των οποίων το «Tortellini» είναι ένα διασκεδαστικό μετα-schlager της εποχής της Neue Deutsche Welle, μια στιχουργική διασκευή του «Der Mussolini» των D.A.F. (με στίχους «χόρεψε το τορτελίνι, και τώρα την στρατσιατέλλα» κοκ κοκ»). Διόλου περίεργο αυτό αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την μανία που έχουν οι Γερμανοί και με την Ιταλία και την ιταλική κουζίνα ειδικότερα (στατιστικές αναδεικνύουν Νο.1 φαγητό στην Γερμανία όχι τα βουρστ αλλά τα σπαγγέτι μπολονέζ!) αλλά και την τάση του νέου γερμανικού κύματος για επίθεση στην σοβαροφάνεια η οποία έφτανε έως και τα κιτς όρια. Κι εδώ συναντάμε τους πιο γνωστούς Spliff (οι οποίοι ξεκίνησαν ως η μπάντα της Nina Hagen) και την «Carbonara» τους, υποθέτω με αυγό και όχι «αλά κρεμ» όπως ήταν η τάση στα 80s που ήθελε τα πάντα, κρέατα, φυτά, πτηνά ακόμη και ψάρια να κολυμπάνε σε μια πρόστυχα λιπαρή θάλασσα κρέμας γάλακτος. Αυτήν ας την κρατήσουμε για την ζαχαροπλαστική, για τον καφέ («σας παρακαλώ με κρέμα», «Aber bitte mit Sahne» όπως ήταν ένα τεράστιο σουξέ του Udo Jürgens, το οποίο πέρα από μπόλικη κρέμα είχε και μαύρο χιούμορ -γι’ αυτό να το έχουν διασκευάσει και οι Sodom;- καθώς διηγείται την ιστορία 3 γηραιών κυριών οι οποίες βρίσκονται σε ζαχαροπλαστείο και πεθαίνουν η μία μετά την άλλη από παχυσαρκία) ή για κα’να… εξώφυλλο δίσκου όπως το περιβόητο «Whipped cream and other delights» των Herb Alpert & the Tijuana Brass, όπου ένα γνωστό μοντέλο της εποχής ποζάρει ηδυπαθώς καλυμμένο με σαντιγύ (στην απομυθοποιητική φευ πραγματικότητα με… αφρό ξυρίσματος, γιατί όπως μου έχει εξομολογηθεί φίλος φωτογράφος «η σαντιγύ δεν αντέχει τα φώτα της φωτογράφησης και δεν στέκει και τόσο ωραία για το μάτι»).

 

Meet the meat
(όχι άλλα τέτοια λογοπαίγνια!)

Επιτέλους κρέας, γιατί αν δεν έχει κρέας δεν είναι φαΐ, που έλεγε και ένας παλιός μπάρμπας. Όχι ότι μας έλειψε στην μέχρι τώρα αναφορά (άλλωστε η κατηγοριοποίηση και στα φαγητά έχει αλληλεπικαλύψεις, όπως συμβαίνει και με τα μουσικά είδη), αλλά εδώ θα μιλήσουμε για καθαρές σαρκικές απολαύσεις, για κρέεεεαααας, «όλα για το κρέας», με χάρντκορ εκφορά όπως στην Κρεαταγορά» των Νεκρών Μπακογιάννηδων. Κάποιοι ίσως θα φρίξουν με το ασεβές πολίτικαλλυ ινκορέκτ όνομα (με προφανή φαντάζομαι έμπνευση), όπως και με την επίκληση ηδονών σε σχέση με την κατανάλωση μιας άλλης ζωής, οπότε μήπως στο σημείο αυτό πρέπει να δώσουμε και τον λόγο στον Morrissey και στους Smiths και στο «Meat is murder» και σε στίχους όπως «η σάρκα που καταναλώνεις χαμογελώντας είναι φόνος, είναι θάνατος χωρίς λόγο»; Κάποιος θα πεταχτεί βέβαια και θα παρατηρήσει ότι από την άλλη ο Moz δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνταχθεί με μισάνθρωπες ακροδεξιές ιδεολογίες (να θυμηθούμε κι εκείνο το έπος των Residents «Hitler was a vegetarian»;). Οι αντιφάσεις είναι ανθρώπινες θα ήταν μια εύκολη υπεράσπιση, άλλωστε από τον ίδιο φασιστικό χώρο εκτοξεύονται και λεκτικές πομφόλυγες τύπου «βέγκαν λεσβίες σατανίστριες». Δεν είναι εύκολος καν ο διάλογος επί του θέματος αυτού, ειδικά σε μια εποχή όπου τα πάντα μπορεί δυνητικά να μετασχηματιστούν σε ιδεολογία, όπου η επίκληση και η επιζήτηση ενός «ηθικού πλεονεκτήματος» και η ανάγκη κατακεραύνωσης του συνανθρώπου για τον κάθε χ ή ψ λόγο ή αφορμή είναι ζωτική για την ολοκλήρωση μιας αυτοεικόνας ανωτερότητας. Μήπως λοιπόν να βγάλουμε φλας και να το προσπεράσουμε το θέμα λέγοντας ότι δεν «έχω πρόβλημα με το τι κάνει ο άλλος/η στο …τραπέζι του/της», να αποδεχτούμε ότι η χορτοφαγία για λόγους ηθικούς ή/και μόδας (αλλά και κέρδους ασφαλώς) είναι σε άνοδο και να απολαύσουμε κι εμείς ένα φαλάφελ με τα οποία γέμισε ο τόπος (με συνοδεία του θαυμάσιου «Beginner's Falafel» του Flying Lotus); Ή όπως λέει ένας φίλος, σε θρησκευτικά ζητήματα δεν ανοίγω κουβέντα; Σίγουρα πάντως χρειάζεται και λίγο χιούμορ, όπως το θέτουν π.χ. οι NOFX στο «Clams have feelings too (actually they don’t)» ή το καναδέζικο σατυρικό σχήμα Arrogant Worms στο «Carrot Juice is Murder»; Και μήπως μέσα από συνθηματολογικές υπερβολές με γερή δόση πρόκλησης τύπου το «κρέας είναι φόνος» (και «τα γαλακτοκομικά βιασμός», όπως λένε κάπου οι πιο φανατικοί Propagandhi – υποθέτω δεν θα ισχυριζόταν κανείς ότι η κατοχή ενός κατοικίδιου είναι απαγωγή και εγκλεισμός;), δεν χάνεται μια ολόκληρη βάσιμη κριτική σε ένα μαζικό και στυγνά βιομηχανοποιημένο σύστημα μιας λογικής φορντικής παραγωγής; (σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να διαβαστεί ακόμη και από φανατικούς κρεατολάγνους, ειδικά τους συνηθισμένους να παίρνουν τετράγωνα κομμάτια κρέατος συσκευασμένα σε σελοφάν από το σούπερ-μάρκετ, ένα βιβλίο σαν το «Τρώγοντας ζώα» του Jonathan Safran Foer). Το δε γεγονός ότι ο άνθρωπος πάτησε στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας (δεν ξέρω βέβαια αν αυτό το επιχείρημα θα έπιανε αν βρισκόταν μόνος κι άοπλος μπροστά σε πεινασμένα λιοντάρια) και θεωρεί ότι είναι ο αφέντης της φύσης, τούτο δεν παύει να θέτει ένα σωρό ζητήματα για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας αυτής.

Μήπως να ανοίξουμε κι άλλο την οπτική; Ο στίχος των Smiths «do you know how animals die?» με οδηγεί σε ένα παλιό αντιπολεμικό σύνθημα σε εξαρχειώτικο τοίχο που έλεγε «αφού τους σκοτώνετε γιατί δεν τους τρώτε;» (μια τέτοια ιδέα πιθανότατα εμφιλοχωρούσε στο σχεδόν σοκαριστικό εκείνο εξώφυλλο, στον τρίτο δίσκο των Edgar Broughton Band, με τον άνθρωπο κρεμασμένο ανάμεσα σε άλλα σφάγια). Μπαίνουμε εδώ σε ακόμη πιο ταμπού επικράτειες, όπου ωστόσο η ιστορική έρευνα φέρνει διαρκώς στο φως νέα στοιχεία για αρχαίους πολιτισμούς υπεράνω υποψίας που άσκησαν την πρακτική της ανθρωποθυσίας και της ανθρωποφαγίας (χωρίς να αναφερθούμε σε πλείστες περιπτώσεις όπου υπερίσχυσε η ανάγκη, π.χ. στην ιστορία του πλοίου ‘Meduse’ η οποία αποτυπώθηκε συγκλονιστικά στον διάσημο πίνακα του Théodore Géricault). Η εικόνα του κανίβαλου στο δυτικό πολιτισμένο φαντασιακό πλάστηκε για αιώνες με ιστορίες (συνήθως τερατολογικές και δυσφημιστικές) φρίκης και αποτροπιασμού για πρωτόγονες φυλές που χρήζουν «εκπολιτισμού», όπου το πραγματικό μπλέκεται αξεδιάλυτα με τον μύθο. Μέχρι που στη νεώτερη εποχή πέρασε και στην ...ποπ κουλτούρα, δίνοντας μας μορφές όπως ο Hannibal Lecter στην… «Μούγκα στην στρούγκα» (ή την καλτ ελληνική ταινία «Ο Δυναστείας» με τον Μουστάκα να πέφτει σε μια φυλή κανίβαλων - η γυναίκα του φύλαρχου ήταν μια βαμμένη με φούμο Νατάσσα Γερασιμίδου- και να διασώζεται επειδή ο φύλαρχος αποδεικνύεται ο χαμένος του αδερφός) και μουσικές απεικονίσεις σε τραγούδια των Rammstein, των Marilyn Manson ή και των Rolling Stones. Και σε τούτη την περίπτωση το χιούμορ έρχεται να δράσει λυτρωτικά (νομίζω ότι ακόμη και οι… Cannibal Corpse έχουν μια τέτοια δόση, έστω και διεστραμμένη μέσα από την υπερβολή), με τους Toto Coelo (τους θυμάται κανείς;) να αντιστρέφουν κάπως το διαιτολόγιο στο «I eat cannibals» και φυσικά το κορυφαίο στερεοτυπικά κανιβαλικό άσμα «Monsieur Cannibale» του Sacha Distel (με χορογραφία Βέγγου κατά προτίμηση), ενώ και ο δικός μας Βασίλης Νικολαΐδης παίζει με τις φοβίες και σατιρίζει την επικαιρότητα της εποχής (την υπόθεση Φραντζή) και τα ...ανθρωποφάγα ΜΜΕ στο «Αστείο» το οποίο πλήρωσε πικρά ο ήρωας του τραγουδιού, ίσως ακόμη να περιμένει «μωρό μου, να ‘ρθεις να τους πεις, πως είσαι καλά, δεν είσαι σαλάμι και ζεις».

Νομίζω έχω ξεχάσει (τοκ τοκ να χτυπήσω ξύλο η μνήμη μου είναι θαυμάσια,…, εμπρός, ποιος είναι;) αν έχω ήδη αναφέρει ότι το φαγητό είναι κυρίως μνήμη. Κάπως έτσι, παρότι μεγάλωσα σε τούτη την χώρα, η γερμανική πτέρυγα της οικογένειας καθόρισε τις πρώτες γευστικές μνήμες, ειδικά όταν το κακομαθημένο πιτσιρίκι δεν ήθελε να βλέπει παρά μόνο σνίτσελ και να τρώει μόνο σνίτσελ, και πάλι σνίτσελ, κατά συνέπεια και ο Ariel Pink δικός μου άνθρωπος είναι (κι ας εθεάθη μαζί με τους Βίκινγκ έξω από το Καπιτώλιο) όταν επαναλαμβάνει στο «Schnitzel Boogie» «I'm eating schnitzel, I'm eating schnitzel, Monday morning and I crave my double down with all the pickles». Από την άλλη βέβαια μεγαλώνοντας στην Ελλάδα δεν μπορεί να λείψει από την επίδραση και ο «πατροπαράδοτος οβελίας» κατά το δημοσιογραφικό στερεότυπο, μια παράδοση που στο δημοτικό τραγούδι, ειδικά στην κλέφτικη του πτέρυγα θα την βρούμε από τα Σάλωνα όπου «σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια» μέχρι τον Άγιο Λια «στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι, πόχουν οι κλέφτες σύνοδο κι οι καπεταναίοι, πόχουν αρνιά και σφάζουνε, κριάρια σουφλισμένα», και γύρω από την τσίκνα των θεών οι κυκλωτικοί χοροί που στήνουν των Ελλήνων οι κοινότητες, στην μέση απόλαυσις και το καύχημα όλων των Ελλήνων, εκείνο που τρελαίνει τους Φράγκους, «ροτί αλά παλληκάρ» κατά την γραφίδα του Παπαδιαμάντη (και δεν μπορώ εδώ να μην θυμηθώ πρωτοπρόσωπες διηγήσεις που έχω ακούσει, για το σοκ και δέος που πάθαιναν στην ευρωπαϊκή αλλοδαπή την δεκαετία του ‘60 όταν Έλληνες φοιτητές έστηναν τέτοια γλέντια για το Πάσχα).

Και σε συνέχεια σουβλιστή, δεν θα μπορούσα να προσπεράσω κι ένα ωραίο καλοψημένο σουβλάκι, αυτό που κατά τον Επίκουρο (τον νεότερο) στην …πλατωνική του ιδέα «εκφράζει την χαρμολύπη της ελληνικής φύσης, παραπαίοντας ανάμεσα στην ελαφριά τραγανότητα της θράκας και στην πληθωρική ζουμεράδα της γλίτσας», το σουβλάκι επαναλαμβάνω εμφατικά και ουχί καλαμάκι, άλλωστε και ο καταστατικός για το shoegaze δίσκος των Slowdive δεν λέγεται… «Kalamaki» ούτε περιέχει κομμάτι με τίτλο «Kalamaki Space Station». Βέβαια οι ετεροχρονισμένα αποθεωμένοι Βρετανοί (μην ακούτε, κανείς την δεκαετία του ’90 δεν κοίταζε τα παπούτσια του) άλλα είχαν κατά νου κατά την ονοματοδοσία του δίσκου, πολύ πιο βρώμικα και σεξουαλικά, βέβαια προϊόντος του χρόνου οι δεσμοί με την χώρα μας ενισχύθηκαν και πιο ουσιαστικά, και επέστρεψαν για έμπνευση στην ελληνική γαστρονομία στο πιο διάσημο από άποψης nation branding πιάτο της Ελλάδας στο «Moussaka chaos», ίσως μετά από καμία επίθεση όχι γιγαντιαίου (όπως στην καλτ ταινία του Πάνου Κούτρα) αλλά γλιτσιασμένου και κακομαγειρεμένου μπλοκ mouzaka σε τουριστική ταβέρνα της πλάκας (με μικρό και Κεφαλαίο). Χάος είναι και η ιστορία του μουσακά, που σίγουρα δεν έχει ελληνικές ρίζες, το έδεσμα το οποίο φέρει σήμερα το όνομα είναι ωστόσο πιθανότατα δημιουργία του Νικόλαου Τσελεμεντέ, βασισμένο στην λογική της συνάντησης στοιχείων από μια λόγια κουζίνα (ήτοι της μπεσαμέλ) με την λαϊκή μαγειρική (σε όλη την Ανατολή υπάρχει ο συνδυασμός μελιτζάνας με κρέας), και με πρόθεση να απευθυνθεί στην νεόκοπη ελληνική αστική τάξη που κοίταγε μεν προς «τας Ευρώπας», υποσυνείδητα όμως κουβαλούσε ακόμη τις μνήμες της καταγωγής της (κατά… ιερόσυλη αναλογία κάτι τέτοιο δεν έκανε και ο Μίκης Θεοδωράκης όταν ενσωμάτωνε λαϊκούς δρόμους και μπουζούκια σε μορφή ορατορίων;).

Και μπορεί στην κατηγορία των «τυλιχτών» σαν το σουβλάκι να μην έχει, ωστόσο ας δώσουμε και μια ευκαιρία σε ένα tex-mex μπουρίτο (μικρός γάιδαρος στα ισπανικά!), από την αμερικάνικη Δυτική Ακτή ήταν οι κάντρυ ροκ The Flying Burrito Brothers, οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να μην έχουν …δύο κομμάτια για το εν λόγω τυλιχτό («Hot Burrito» #1 και 2, με θεματολογία χωρισμού πάντως παρά τον τίτλο), ίσως λοιπόν να είναι περισσότερο Τεξ παρά Μεξ το μπουρίτο (ειδικά στην θερμιδογόνα πληθωρική εκδοχή που κυκλοφορεί στα μέρη μας). Έτσι κι αλλιώς στην μαγειρική τα σύνορα και τα εθνικά σημαιάκια ελάχιστο νόημα έχουν, ειδικά σε μέρη όπου τα σύνορα είναι ιστορικά μετακινούμενα και διαπερατά σε κάθε όσμωση. Πόσο μακριά είναι τελικά ένα ελληνικό σουβλάκι από ένα οθωμανικό σις-κεμπάπ; Αμφότερα είναι προϊόντα της κτηνοτροφικής και της νομαδικής παράδοσης, με κρέατα που ψήνονταν κατευθείαν στην φωτιά περασμένα στο σπαθί (στο «σις» δηλαδή). Ανεξαρτήτου καταγωγής «φίνος μεζές το σις κεμπάπ» όπως τραγούδησε η Γιώτα Λύδια, «περνούν κοτσάνι την ζωή φελάχοι κι αραπάδες», πάνω σε μια μελωδία οριενταλιστικού εξωτισμού (ο οποίος ήταν της μόδας στα 50’s -και όχι μόνο στην Ελλάδα που ονειρευόταν αραπίνες λάγνες ερωτιάρες) των David Carroll και George Stone η οποία πρωτοηχογραφήθηκε από τον Ralph Marterie το 1957 και μετά γνώρισε δεκάδες διασκευές παγκοσμίως, θα ξεχωρίσω με προσωπικό κριτήριο τους γαλλόφωνους Ali Baba & Ses 4 Voleurs που το έκαναν γιε-γιε («Shish Kebab Ye Ye»), αλλά και τους Ολλανδούς The Black Albinos.

Ανάλογου εύρους είναι και η διάδοση και των κάθε είδους κεμπάπ και ντονέρ, με επίκεντρο παραδόξως(;) να έχουν γίνει πλέον οι πολυεθνικές πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου, έτσι που στεγάζουν τα όνειρα μεταναστών για «πιθανότητες ευτυχίας» εκφρασμένες είτε σε κοτόπουλα ψημένα με ταντούρι μείγματα σε γωνιακά μαγαζάκια μιας συνοικίας του Λονδίνου (Cornershop - Chicken Tandoori) είτε στα αναρίθμητα κεμπαμπτζίδικα του Βερολίνου που έφτιαξαν οι Gastarbeiter του Νότου και της Ανατολής, οι Kummeltürke (ήτοι κιμινότουρκοι) και οι Σκορδοέλληνες, και τώρα αποτελούν συστατικό τμήμα της γαστρονομικής ταυτότητας της πόλης σε μια πορεία όχι επιβολής και αφομοίωσης αλλά αμφίδρομης επιρροής. Μια αλληλεπίδραση η οποία εν τέλει εμπλούτισε τις ανιαρές προτεσταντικής ηθικής κουζίνες της Βόρειας Ευρώπης (και όχι μόνο) με αρώματα και γεύσεις (κατά έναν τρόπο λοιπόν το σκωπτικό και προβοκατόρικο κομμάτι «εμείς είμαστε οι Τούρκοι του αύριο» των D.A.F. «Kebabträume» -που το ερμήνευσαν σε χρονολογική συγχρονία οι Fehlfarben με τίτλο «Militürk» - να ήταν προφητικό). Η οποία έχει ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι ενίοτε οδήγησε και στον εξευγενισμό κάποιων γεύσεων ώστε να ταιριάξουν στους αμάθητους ουρανίσκους, έχοντας ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ακόμη και νέοι συνδυασμοί, χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το chop suey, το κινέζικης μεν λογικής αλλά στην πραγματικότητα αμερικάνικης δημιουργίας, από την εποχή του χρυσού πυρετού και της δημιουργίας των πρώτων Chinatowns, μείγμα ψιλοκομμένου κρέατος και λαχανικών και ότι άλλου έχει περισσέψει, που έτρωγε η Siouxsie στο «Hong Kong Garden» και τραγούδησαν οι System of a Down στο ομώνυμο κομμάτι (στο σημείο αυτό ίσως θα άξιζε να αναφέρει κανείς την ιδιάζουσα ιστορία του τραγουδιού του Kyu Sakamoto «Sukiyaki» - θα την βρείτε πλήρη και γλαφυρή στο βιβλίο του Τάσου Βαφειάδη «Ιστορίες από την μουσική πλευρά της ζωής»-, το οποίο έγινε μοσχοπουλημένη νο. 1 επιτυχία στις ΗΠΑ το 1963 και νοηματικά δεν είχε καμία σχέση με το γνωστό γιαπωνέζικο πιάτο, απλά ένας αμερικανός μουσικός παραγωγός το βάφτισε έτσι επειδή του… άρεσε το συγκεκριμένο γιαπωνέζικο φαγητό). Βέβαια ας μην σπεύσουμε στο σημείο αυτό να αναπαράγουμε ρομαντικές και υπερ-ενθουσιώδεις wishful διακηρύξεις περί μιας γαστρονομίας που είναι μία (πως λέμε η «μουσική είναι μία»;), όσο κι αν μας αρέσει να ανεβαίνουμε με τ’ ασανσέρ και να… μυρίζουμε φιλιππινέζικα, πακιστανικά ή αιγυπτιακά (όπως είναι η περίπτωση της δικής μου πολυκατοικίας). Η γαστρονομία είναι μεν ένα είδος διαπολιτισμικής επαφής και γέφυρας, όμως όπως σημειώνει στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Στο εστιατόριο» ο Γερμανός κοινωνιολόγος Κρίστοφ Ρίμπατ, υπάρχει η παγίδα της «μπουτίκ πολυπολιτισμικότητας» ως «μια στάση σύμφωνα με την οποία επιζητούμε ευχαρίστως την απόλαυση π.χ. στο ρεστοράν του «άλλου», χωρίς όμως να είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχτούμε την αμφισβήτηση των δικών μας πολιτισμικών και ηθικών αξιών εκ μέρους αυτού του άλλου».

Όπως και να ‘χει, ανακεφαλαιώνοντας, είναι εμφανές τι θα ψήφιζα στην φανταστική σύγκρουση κεμπάπ και μπέργκερ όπως την θέτει σε κλασικό βαλκανοπανηγυρτζίδικο ύφος ο Emir Kusturica και οι No Smoking Orchestra στο «Hamburger versa kebab» (κι ας αναζητώ πάντα στα τέτοιου τύπου μανιχαϊστικά διλήμματα, στήθος ή μπούτι, κιθαρίστας ή ντράμερ, κοκ, τον τρίτο δρόμο προς τον… σοσιαλισμό). Οφείλεται μάλλον στον βαθιά εμπεδωμένο μέσα μου ευρωπαϊκό αντιαμερικανισμό (όση επίγνωση κι αν έχω για τις σαθρές του βάσεις) που το μπέργκερ με μεταφέρει συνειρμικά στην γαστρονομική έρημο των ηπειρωτικών ΗΠΑ, στην Bible’s Belt η οποία κάλλιστα θα μπορούσε να μετονομαστεί σε Steak’s Belt, διάστικτη με ντάινερζ πνιγμένα στην οσμή κακοτηγανισμένου λίπους και σε παχύσαρκους ψηφοφόρους του Τραμπ να καταβροχθίζουν πατριωτικές θηριώδεις μπρι(τ)ζόλες του κιλού+ («eat a cow, eat a cow 'cause it's good for you, eat a cow, eat a cow it's a thing that goes Mooooo λένε περιγραφικά οι Reverend Horton Heat στο «Eat Steak»), Αμερική Αμερική είσαι μια χώρα τραγική και στο φαΐ, θα μπορούσε να ξανατραγουδήσει ο Κοινούσης, κι ας μην είναι άσχημα τα καπνιστά χοιρινά παϊδάκια, τα «Jerk ribs» (προμηθείας της Kelis, μιας πάλαι ποτέ ανερχόμενης neo-soul τραγουδίστρας και του μαγειρικά κόνσεπτ άλμπουμ της «Tasty»). Κι αν ακόμη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού οι Sleaford Mods επιμένουν στο χοιρινό στον δίσκο του 2021 «Spare ribs», ο αγαπητός μου μπάρμπας με μια έκφραση δύσκολα κεκαλυμμένης απαρέσκειας θα αποφαινόταν «παϊδάκι είναι μόνο το αρνίσ(ι)ο», το αρνί είναι ο βασιλιάς του κρέατος θα συνέχιζε, σε κάθε μορφή, ακόμη και στην κατσαρόλα μπορεί να προκαλέσει ηδονικές οιμωγές όπως στην «Ελένη την ζωντοχήρα», το τραγούδι του Γιοβάν Τσαούς με την ερμηνεία του Αντώνη Καλυβόπουλου, όπου το «χασαπάκι» για να αποκτήσει πλεονέκτημα απέναντι σε άλλους επίδοξους εραστές της στέλνει ένα αρνάκι μηνώντας της «ψήσε το με το σπανάκι, γιατί θα ‘ρθω το βραδάκι» για να αναστενάξει μετά ικανοποιημένο «ωωωωχ αρνί με το σπανάκι». Στην Αγγλία από την άλλη, ένας τύπος σαν τον Harry Champion, θα αναστέναζε ανάλογα «ωχχχ το βραστό βοδινό με τα καρότα», στο cockney άσμα του 1910 «Boiled Beef and Carrots» (με στίχους μεταξύ άλλων κοροϊδευτικούς για τους χορτοφάγους της εποχής «makes you fit and keeps you well, don't live like vegetarians, οn food they give to parrots»), το οποίο ταυτίστηκε τόσο με το φαγητό αυτό που για δεκαετίες υπήρχαν στο Λονδίνο εστιατόρια όπου το παρήγγειλες το πιάτο ζητώντας ένα «Harry Champion», ενώ ένας άλλος τύπος κράτησε το «fat shaming» παρατσούκλι που του κόλλησε ένας προπονητής του στο σχολείο, κι έκανε μετά καριέρα με αυτό ως «ρολό κιμά» (για τον Meat Loaf λέμε προφανώς).

Τέτοια πράγματα δεν τα βρίσκεις πια εύκολα στους δρόμους του Λονδίνου, η παγκοσμιοποίηση επέφερε εδώ (αλλά και στις άλλες μητροπόλεις του κόσμου) και μια εμπλουτισμένη μεν, ομογενοποίηση δε, το street food έγινε πια μια τάση που ξέφυγε από τις καντίνες και μπήκε και στα καλά εστιατόρια, και παντού θα βρεις πια τα ίδια μπέργκερ, σούσια, φαλάφελ και κεμπαποειδή με πολύ μικρές τοπικές διαφοροποιήσεις (π.χ. στην Γερμανία –ειδικά στο Βερολίνο- θα συναντήσεις στον δρόμο σίγουρα currywurst -στο οποίο αφιέρωσε ένα κομμάτι του ο Herbert Grönemeyer το οποίο ωστόσο είναι μια παράξενη μεταπολεμική ανάμειξη τοπικής παράδοσης, βρετανικών αποικιοκρατικών απόηχων και τουριστικών προσδοκιών). Μια μόδα η οποία επέφερε επίσης κι έναν εξευγενισμό του πάλαι ποτέ junk food, που κι εγώ σαν γνήσιος «junk food junkie» (όπως στο ομώνυμο των ύστερων X-Ray Spex ή στο νόβελτυ του Larry Groce) κυνηγούσα με γνήσια απόλαυση και ουχί απλά ως έναν «βρώμικο» συμβιβασμό της νύχτας με τις μειωμένες της αντιστάσεις. Καταφέρνει ωστόσο και διατηρεί την λαϊκή φτηνή του διάσταση, πάντα θα υπάρχει φαγητό του δρόμου για την εργατιά και την φτωχολογιά, σε αυτή την διάσταση εστιάζουν και οι σταθερά πολιτικο-κοινωνικά αιχμηροί Gang of Four στο «Cheeseburger». Κάπως έτσι, διατροφολογικά incorrent επιμένει και ο LadBaby ο οποίος έφτασε στο νο.1 των βρετανικών τσαρτς με ένα single με φιλανθρωπικούς (κι όχι ιδιαίτερα φιλομουσικούς) σκοπούς, διασκευή παλιού γνωστού χιτ της Joan Jett … «I Love Sausage Rolls», με κάμποσα εχμμμ φαλλικά υπονοούμενα και φυσικά μπόλικη(ο;) κέτσαπ. Αυτό το βιομηχανοποιημένο γλυκερό κατασκεύασμα, το οποίο οι Stereolab είχαν αναγορεύσει σε αυτοκράτορα στον δίσκο τους «Emperor Tomato Ketchup» και έφτασε στην ποπ αποθέωση από τις Las Ketchup στο αλήστου μνήμης «The Ketchup Song» (από αυτά τα χιτάκια που σε τακτά χρονικά διαστήματα σαν τους σεισμούς και τους μετεωρίτες μας έρχονται από τον ισπανόφωνο κόσμο). Παλιά και δοκιμασμένη η τακτική να χρησιμοποιείται μια σος (ή… SOS) για να νοστιμίσει και να καλύψει την κακή ποιότητα ή το άνοστον ενός εδέσματος (κι έτσι βγήκε και το «easy on the mayo» που λένε σοφά οι Αμερικανοί), η μουστάρδα π.χ. είχε μπει στο ρεπερτόριο των πανδοχέων-εστιατόρων από τον 17ο ήδη αιώνα. Η οποία όσο πανταχού παρούσα κι αν είναι, μάλλον αγνοήθηκε από την τραγουδοποιία (όχι, το κομμάτι των Beatles «Mr Mustard» σε κάποιον συνεπώνυμο κύριο αναφέρεται). Ωστόσο φαγητό δρόμου χωρίς κάποια σος για να «γλιστράει» δεν νοείται, μαζί όμως έρχονται και πάλι αναμνήσεις εποχών φοιτητικής στενότητας και της πεινασμένης απελπισίας που αναδίδουν τα μακαρόνια με κέτσαπ ή ένα ψυγείο που το ανοίγεις και βλέπεις μόνο μαγιονέζα, όπως συμβαίνει και στο κομμάτι της καλής εποχής των Smashing Pumpkins «Mayonaise» και τα εχμμ ατελείωτης μελαγχολίας φωνητικά του Corgan (κάπου εδώ προσπαθούμε να ξεχάσουμε το ελληνικό ροκ των Μαύρη Μαγιονέζα, άθελα του πάντως… προφητικό για τα σημερινά δημιουργήματα με μελάνι σουπιάς!). Και το εθνικό μας τζατζίκι; Το συναντάμε σε ομοιοκαταληξία με το… «φίκι-φίκι» στο αδιανόητου τίτλου κομμάτι των Kruger «Gyrosernte in Griechenland» (σοδειά γύρου στην Ελλάδα;!) αλλά με καλύτερη μεταχείριση σε klezmer ρυθμό στον ευχάριστα μούλτι-κούλτι δίσκο των Souls Of Fire «Firedancing» (όπου ειρήσθω εν παρόδω βρίσκουμε και μια ενδιαφέρουσα εκτέλεση του χορού του Ζαλόγγου!)

Αν υπάρχει πάντως κάποιο αρωματικό πρόσθετο το οποίο και αντιπαθώ σφόδρα, το οποίο συνηθέστατα ισοπεδωτικώς και αδιακρίτως χρησιμοποιείται για να καλύψει ατέλειες ή για να προσθέσει ξιπασμένη προσθετική αξία σε μια φω μπιζού γαστρονομία, αυτό είναι το τρουφόλαδο (2,4-διθειαπεντάνιο βασικά, «ένα χημικό πρόσθετο με βάση το πετρέλαιο και τα συντετριμμένα όνειρα της γαστρονομικής μετριότητας της δεκαετίας του ’90», γράφει ο Μπουρνταίν) και η ψεύτικη τρούφα (σας ξαναπρολαβαίνω, μπορεί η Σαβοΐα να είναι κλασικός τόπος παραγωγής του πανάκριβου αυτού μύκητα, αλλά το κομμάτι των Beatles «Savoy Truffle» στα σοκολατάκια αναφέρεται). Κι αν η δική μου αποστροφή έχει μάλλον γευστικές αφορμήσεις, από τα παλιά χρόνια υπήρχε καχυποψία απέναντι στο μανιτάρι αυτό (ύδνον όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες) καθώς του απέδιδαν αφροδισιακές ιδιότητες («κάνει τους άντρες πιο τρυφερούς και τις γυναίκες πιο αγαπητές» σημείωνε ο Αλέξανδρος Δουμάς), υπάρχει και μεσαιωνική μπαλάντα εναντίον της τρούφας, «Ballade contre la truffe» αποδιδόμενη στον Eustache Deschamps. Την σύγχρονη εμβληματικά νεοπλουτίστικη κι επιδειξιομανή της χρήση αναδεικνύει και το κομμάτι της Nicki Minaj «Truffle butter», στο οποίο η ίδια μαζί με Drake και Lil Wayne κομπάζουν ειρωνικά(;) για τις επιτυχίες τους, τα λεφτά τους και φυσικά τα προϊόντα πολυτέλειας που μπορεί να καταναλώνουν κατά βούληση, αδιάφοροι για την ουσία τους, την γεύση τους, παρά μόνο για ότι αντιπροσωπεύουν, ότι συμβολίζουν.

 

Φάτε… αυτιά ψάρια

Έξι ο γαύρος, έξι κι εφτά το καλαμάρι, έτσι σκόρπιες ακούγονται οι φωνές των ιχθυοπωλών στην Βαρβάκειο σε μια επιτόπια ηχογράφηση η οποία ανοίγει το κομμάτι «Sparta»(;) των Savage Republic, σε βάζει έτσι στο κλίμα μιας πρωινής τέτοιας βόλτας, όπου μπορεί και να εμπλουτίσεις τις γεωγραφικές σου γνώσεις μαθαίνοντας ότι υπάρχει Κύμη και στην… Αργεντινή και ότι το Αιγαίο αφού ανήκει ως γνωστόν στα ψάρια του φτάνει μέχρι το Ομάν και την Σενεγάλη αλλά και να γεμίσεις μια σακούλα με ψαράκια, ίσως όχι με τα ακριβά «μπαρμπούνια μου θαλασσινά κι ολόχρυσά μου ψάρια» (κατά -περίπου- το παλιό σμυρναίικο το ταυτισμένο με την φωνή της Ρόζας Εσκενάζυ), αλλά από τα άλλα, τα λαϊκά, για μια τηγανιά (Fish fry – Big Black) μαρίδες (ή ‘μαρίδια’ κατά την χαριτωμενιά της Καλομοίρας) στο πιάτο ο μεζές, ή μια υποτιμημένη σαρδέλα, αυτή που «παίζει στα ανοιχτά» στο τραγούδι του Στελλάκη Περπινιάδη, που παλιά και στα μέρη μακριά από την θάλασσα σε κονσέρβα την έβρισκες βασικά, στριμωγμένη σαν σε λεωφορείο του ΟΑΣΘ (μια αντιστροφή της γνωστής μας παροιμίας που έγινε και τραγούδι των Radiohead «Packt Like Sardines in a Crushd Tin Box») ή παστωμένη στο αλάτι, «ρέγκαι και λακέρδαι και σαρδέλλαι, κολιοί, τσιροσαλάται και σκουμπριά» (Σάκης Μπουλάς), μια παλιά δοκιμασμένη τεχνική διατήρησης, «μπορείς και συ ν’ αλατισθείς καθώς ο μπακαλιάρος κι από τ’ αλάτι το πολύ να γίνεις στοκοφίσι», έγραφε ο Σουρής στον «Ρωμηό». Και κάπως έτσι, το «ψάρι του βουνού», έγινε ο εθνικός μας μπακαλιάρος… Ισλανδίας, ‘μας’ αλλά και της Πορτογαλίας, της χώρας όπου έχουν 1000 συνταγές για μπακαλάου, με προεξάρχουσα φυσικά την εκδοχή με πανάρισμα και τηγάνισμα (Santana - Bacalao Con Pan), αυτή που στο Νησί την ονομάσανε ‘fish and chips’ και έγινε κι εκεί εθνική σπεσιαλιτέ (όχι ότι ο –παλιός- Αρίστος στην Σαλονίκη είχε κάτι να ζηλέψει με τα μπακαλιαράκια του στην λαδόκολλα με πιπερίτσες τσούσκες), νυχτερινό καταφύγιο στον δρόμο (όπως στο «Fish, Chips and Sweat» των Funkadelic, «we pick up a bag of fish and chips, and we headed for this place called home»), ενώ ένας από τους προπάτορες του new age, κατατασσόμενος συνήθως στο krautrock, ο Deuter, σε ένα δεκάλεπτο ψυχεδελικό «χάσιμο» είδε «Krishna eating fish and chips» στον περίφημο δίσκο «D». Σε λιγότερο θερμιδογόνα (ψητή γαρ) αλλά σαφώς πιο ύποπτη μορφή, ψάρι συναντάμε και στο «Roast Fish Collie Weed & Corn Bread» του Lee Perry από το 1978, ψαρότοπος ασφαλώς η Ιαμαϊκή ως νήσος αλλά και διαβόητος… χορτότοπος.

«Φρούτο είναι το ψάρι» θα έλεγε κι ο αγαπητός πολυμνημονευθείς μπάρμπας, και δεν είχε προλάβει καν την μόδα με τα ωμά και τα σούσι(α) και τα σασίμι(α) (ομώνυμο κομμάτι των Tunng) της δεκαετίας των 00s, που μετέτρεψε αυτή την μεγαλειώδη γαστρονομική ιαπωνική προσέγγιση στην απλότητα του «raw like sushi» (κατά τον δίσκο της Neneh Cherry) σε μοδάτο ψηλομύτικο σουσ(ι)ουδισμό. Πάντως οι γείτονες Ιταλοί φρούτα, πιο συγκεκριμένα frutti di mare, αποκαλούνε τα όστρακα, η σαρκική γύμνια των οποίων, είτε σε ωμή μορφή είτε σε μαγειρεμένη ‘ανήθικη συνταγή’ (που λέει και ο Μονταλμπάν), έχει ενταχθεί στην ερωτική μυθολογία ως αφροδισιακή και συντομεύουσα την οδό από την τραπεζαρία προς την κλίνη, είτε για τον απλό τεχνικό λόγο ότι με αυτά δεν βαρυστομαχιάζεις (εκτός εάν τα φας μαζί με το κέλυφος όπως το κάνει ο Οβελίξ στην περιπέτεια του Αστερίξ στους Νορμανδούς), είτε γιατί η εμφάνιση τους παραπέμπει σε ποθητή ανατομία είτε γιατί ο ήχος του ρουφήγματος την ώρα του «Pulling mussels from the shell» (Squeeze) θυμίζει εκείνον ενός ρουφηχτού παθιάρικου φιλιού.

Όποιος θέλει πάντως να χορτάσει με θαλασσινό και να το κάνει να φτουρήσει για να τραφεί και η πεινασμένη οικογένεια ο καλύτερος τρόπος είναι ο συνδυασμός με το ρύζι (αν θέλετε συνταγή, παρακολουθήστε τον Blixa σε μια σκηνή ανθολογίας από την γερμανική τηλεόραση όπου μαγειρεύει μαύρο – τι άλλο;- ριζότο). Πενία τέχνας κατεργάζεται, και κάπως έτσι μέσα από την ανάγκη για θρέψη και «μην πετάξεις τίποτε» οικονομία προέκυψε και η παέλ(γ)ια, η οποία ποτέ δεν ήταν φαγητό για έναν (θυμάστε εκείνη την σκηνή από την ταινία «Το Σεξ και η Λουτσία» όπου η μόλις χωρισμένη πρωταγωνίστρια Paz Vega έρχεται ξάφνου αντιμέτωπη με το κενό της μοναξιάς της όταν παραγγέλνει σε ένα εστιατόριο παέλια και ο σερβιτόρος της λέει «η παέλια είναι για δύο»;), Με τα χρόνια πάντως, όπως συμβαίνει συχνά με την λαϊκή τέχνη, αναδείχθηκε σε εμβληματικό brand name για την ισπανική τουριστική βιομηχανία κάνοντας και διεθνή καριέρα. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι βορειοευρωπαϊκές, κυρίως οι βρετανικές ταξιαρχίες στα 60s, οι οποίες αποβιβάστηκαν στις ισπανικές κόστες την δεκαετία του ’60 σε ρομαντική αναζήτηση ήλιου, θάλασσας, ανοιχτοκαρδιάς και φυσικά ερωτικών περιπετειών με φλογερές και λάγνες σπανιόλες (και σπανιόλους). Κάτι τέτοιο συνέβη και στον Cliff Richard και στους Shadows του, στην μιούζικαλ ταινία του 1966 «Finders Keepers» και στο τραγούδι «Paella» («fruit from the earth, fish from the ocean, these in his hands became a new recipe with love he spiced it and added devotion»). Η δε φήμη της έφτασε και από την άλλη μεριά του Ατλαντικού, ακόμη και σε τζαζ καραϊβικούς δρόμους, όπως στο «Eat That Chicken (Paella)» των Mingus Big Band. Κι μην αναρωτηθεί κανείς τι δουλειά έχει το κοτόπουλο εδώ, μην ξεχνάμε ότι η παέλια υπήρξε μια εφευρετική σύζευξη του διλήμματος βουνού και θάλασσας επί ενός πιάτου πολύ πριν γίνει γαστρονομική «surf and turf» εκζήτηση (σε surf ρυθμό είναι πάντως το «Paella» των The Sunspots). Εν τέλει, η σχέση πουλερικών και ιχθύων έχει και θεολογική βούλα, αν επικαλεστούμε το σπαρταριστό στιγμιότυπο από την «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, όπου οι μοναχοί βαφτίζουν «παχεία χην εστρέφετο υπεράνω σπινθηριζούσης ανθρακιάς» σε ψάρι, «άλως δε τα τε οψάρια και τα πτηνά επλάσθησαν κατά την αυτήν ημέρα, ώστε η σαρξ αυτών συγγενεύει». Το οποίο επιχείρημα να σημειωθεί δεν το έβγαλε από την ιδιοφυή και ιοβόλο κούτρα ο Ροΐδης, είναι βγαλμένο από την εκκλησιαστική ζωή και ιστορία (τα λέει και ο ίδιος στην εισαγωγή που αναγκάστηκε να γράψει προς υπεράσπιση του έργου του, όταν άρχισαν να τον κυνηγάνε οι εδώ παπάδες). Ένα βήμα πιο κάτω το πήγανε κάποιοι μοναχοί στην Νότια Γερμανία, οι οποίοι για να αποκρύψουν κάποιες κρεάτινες αμαρτίες τους από το βλέμμα του Κυρίου, χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα όχι φύλλο συκής αλλά …φύλλο ζυμαρικού (η ιδέα υπάρχει μέχρι σήμερα στην περιοχή με την ονομασία Maultaschen, κάτι σαν τα πιο γνωστά μας ραβιόλι).

 

Σπουδαία τα …λαχανικά: οι πατάτες και τα άλλα…

Ωραίο είναι και χορταστικό το ρύζι, «Rice is Nice» που τραγούδησαν με το ιδιότυπο μπαρόκ-ποπ στυλ τους οι Lemon Pipers (αναφερόμενοι βέβαια στο ρύζι του… γάμου και ουχί εις πιλάφια και ριζότα –παρακαλώ και ουχί ριζότι, κι έχουν εξελιχθεί τα τελευταία σε ένα είδος απόκρυφης γνώσης), και το καλαμπόκι έχει όμως κι αυτό αναμφίβολα την χάρη του, το κάποτε αποκαλούμενο και «ξενικόσταρο» έσωσε και κόσμο από την πείνα από τα χρόνια του ’21 («μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κι έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα» γράφει ο Μακρυγιάννης) μέχρι την Κατοχή ως μπομπότα (σήμερα σε κάθε χίψτερ φούρνο), αν και περισσότερο σε μορφή σνακ το καταναλώνουμε πια, ως ποπ-κορν σε μηρυκαστική κατανάλωση στους κινηματογράφους (χρατς-χρατς, και κομφετί τα νεύρα μου) αλλά και με έναν καταστατικό ρυθμό για την ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής, το θρυλικό «Popcorn» του Gershon Kingsley από το 1969, μια μελωδία η οποία διασκευάστηκε αναρίθμητες φορές, θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε ολάκερο άρθρο για να συμπεριλάβει μεταξύ πολλών άλλων τους Γάλλους Anarchic System (την εκτέλεση τους ακούμε στην ελληνική ταινία «Αν ήμουν πλούσιος» όπου παρακολουθούμε τον Τζεβελέκο να ξεδίνει στην πίστα υπό τους ήχους του moog, την ώρα που το συγκρότημα σολάρει στις… κιθάρες) μέχρι των δικών μας Marsheaux, την εξαίσια ανατολίτικη, σχεδόν τσιφτετέλινη του Omar Khorshid, και φυσικά εκείνη που το έκανε παγκόσμια επιτυχία, των Hot Butter (γιατί ποπ-κορν χωρίς παχυντικό βούτυρο δεν γίνεται, δίκαια ανησυχούν για την σιλουέτα του αγοριού τους οι πρώιμες Supremes στο γραμμένο από τον ίδιο τον Berry Gordy «Buttered popcorn»).

Όταν όμως μιλάμε σοβαρά για υδατάνθρακα σαν την πατάτα δεν έχει. Αυτή τη θαυματουργή ρίζα (βασικά υπόγειος βλαστός) που μας ήρθε από τα υψίπεδα των Άνδεων, έθρεψε κόσμο και κοσμάκη φτωχό (αυτόν που απεικονίστηκε συγκλονιστικά στους «Πατατοφάγους» του Βαν Γκογκ), στις κακές της σοδειές προκάλεσε φονικούς λιμούς με κοσμοϊστορικές συνέπειες (βλέπε Ιρλανδία τον 19ο αιώνα και τον βρώμικο ρόλο που έπαιξαν οι Άγγλοι), ωστόσο όταν έκανε ντεμπούτο στα μέρη μας έγινε δεκτή με καχυποψία, όπως κάθε τι καινούργιο (ας μην επαναλάβουμε κι εδώ την σχολική μυθιστορία με τον Καποδίστρια), αλλά σιγά-σιγά κατέκτησε την θέση της στα ευρωπαϊκά στομάχια, και μάλιστα από τα κάτω προς τα πάνω, πρώτα ήρθαν οι βραστές πατάτες και μετά οι ντωφινουά και οι πουρέδες… βουτύρου του Ζοέλ Ρομπισόν (όλη την ιστορία της πατάτας, αλλά και άλλων πιο άγνωστων φυτών, θα την βρείτε στο θαυμάσιο βιβλίο του Γιάννη Μανέτα «Περί φυτών αφηγήματα»). Κι αν την χρησιμοποιούμε λίγο περιφρονητικά στον λόγο ως «έκανα πατάτα» ή «είναι πατάτα» για κάτι υπερεκτιμημένο, ποτέ ωστόσο δεν έχασε την λαϊκότητά της (στην οποία πάτησε π.χ. ο Χάρρυ Κλυν στην κασέτα του «Πατάτες»). Στην δε τηγανητή της εκδοχή έγινε κοσμαγάπητη, απετέλεσε ακόμη και πεδίο πολιτικών συγκρούσεων (αν θυμηθούμε την ιστορία με τις «french fries» να γίνονται… freedom fries στις δυσαρεστημένες από την γαλλική πολιτική ΗΠΑ του Γεώργιου του Βοός του Β’). Και φυσικά υπήρξε πάντα ένα καταφύγιο, όταν η κάθε μάνα επηρεασμένη από την μόδα των καιρών επέμενε το μεσημέρι αλά-Tommy Dorsey «You've gotta eat your spinach, baby» (που υποτίθεται έχει πολύ σίδηρο, με την (συν)ένοχη συμφωνία του Ποπάυ και όλα να ξεκινούν από μια λάθος υποδιαστολή ενός επιστήμονα – ιστορία που αφηγείται στο βιβλίο «Ο σίδηρος στο σπανάκι και άλλες αβάσιμες θεωρίες» ο Jean-Francois Bouvet), το βράδυ υπήρχε πάντα η γιαγιά ετοιμοπόλεμη και πρόθυμη να κακομάθει τον εγγονό με μια τηγανιά κυδωνάτες πατάτες. Δικαίως λοιπόν γράφτηκε προς τιμήν τους ακόμη και ποιητική ωδή από κοτζάμ Pablo Nerudaτσιτσιρίζει το λάδι ζεσταίνοντας τη χαρά του κόσμου»), αλλά και το «Ταγκό της τηγανητής πατάτας», «χτες το βράδυ ονειρεύτηκα ένα πιάτο μέχρι επάνω γεμάτο πατάτες τηγανητές» τραγουδισμένο από τον Κώστα Μπραβάκη στον πολύ ωραίο παιδικό δίσκο της Εύας Ιεροπούλου «Το Πράσινο Μούσκαρι-ο».

Πατατολάγνα ήταν σίγουρα και η Dee Dee Sharp, η οποία δεν περιορίστηκε να τραγουδήσει για τον πουρέ στο «Mashed potato time» (ξεκάθαρη βέβαια αντιγραφή του «Mr Postman», το ομολογεί όμως και στους στίχους και αμαρτία δεν έχει), αλλά ως μερακλού στο «Gravy (for my mashed potatoes)» τις περιέχυσε και με την απαραίτητη σάλτσα. Στα δε βόρεια μάλλον άνοστα προτεσταντικά κλίματα οι πατάτες, οι καρρρτόφελν δηλαδή είναι πανταχού παρούσες, το «Kartoffel-Beat» της Margot Resch είναι ένας χορευτικός ύμνος σε κάθε της μορφή, είτε ως πουρές στο «Kartoffelstampf» των Camera ή ως πατατοσαλάτα (όπως στο «Ηallo Κartoffelsalat» των new wave Nichts, των Τίποτα -Νιξ φαΐ που έλεγε η χοντρή στο κατοχικό στιχάκι- του οποίου ωστόσο οι στίχοι σε υπαρξιακά κενά αναφέρονται και ουχί στομαχικά) είτε σε μορφή πατατοκεφτέδων (στην κιτς επικράτεια του schlager είχε γίνει το 2012 τεράστιο viral σουξέ το τραγούδι ενός 14χρονου ονόματι Fritz Wagner, «Thüringer Klöße», αφιερωμένο στην λατρεία του για τους γιγάντιους βραστούς της Θουριγγίας). Και φυσικά σε ένα σωστό… πρόστυχο γερμανικό καπηλειό δεν μπορεί να λείπει δίπλα στην βραστή πατάτα και μια γενναία ποσότητα ξινολάχανου, ζάουερ-κράουτ, ήτοι sauerkraut (ή σουκρούτ, όπως το θέλουν οι Γάλλοι, η ονομασία πάει κι έρχεται ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία όπως και η ίδια η πατρίδα του φαγητού η Αλσατία). Στην μουσική από την άλλη, για τον όρο «kraut(rock)» αντίθεση δεν υπάρχει για την καταγωγή του αλλά για το περιεχόμενό του, καθώς κάτω από αυτόν «τακτοποιείται» προκρούστεια οτιδήποτε έρχεται από την Γερμανία των 70s. Λέγεται ότι η έμπνευση για την ονοματοδοσία προήλθε από το κομμάτι των Amon Düül «Mama Düül und ihre Sauerkrautband spielt auf», krauts όμως αποκαλούσαν κοροϊδευτικά οι Άγγλοι τους Γερμανούς στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα ίδια τα kraut συγκροτήματα δεν πολυάρεσε ο όρος, διαβάζω π.χ. σε μια συνέντευξη των Faust στο Wire: «όταν οι Άγγλοι άρχισαν να μιλάνε για krautrock, νομίζαμε ότι μας κοροϊδεύουν» (αντί να είναι κι ευχαριστημένοι που δεν τους κοτσάρανε κανένα όνομα τύπου… wurst-rock ή κάτι τέτοιο). Η σχέση του θρεπτικού αυτού τουρσιού με την μουσική οδήγησε όμως και σε πολύ πιο τολμηρές ατραπούς: επισκεπτόμενος πριν από μερικά χρόνια το μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νυρεμβέργης βρέθηκα μπροστά σε ένα έργο του Joseph Beuys το οποίο έφερε τον περιγραφικό τίτλο «Sauerkrautpartitur» και το οποίο συνίστατο ακριβώς από ένα μεταλλικό πεντάγραμμο πάνω στο οποίο είχε ξεραθεί από χρόνια μια ποσότητα ξινολάχανου. Όσο σκωπτική διάθεση (κι εν μέρει δικαιολογημένα) μπορεί να έχει κάποιος για την μοντέρνα conceptual τέχνη δεν μπορεί νομίζω να μην αναγνωρίσει το χιούμορ και την ευρηματικότητα της ιδέας. Το ίδιο συμβαίνει και με την χρήση μιας πλειάδας λαχανικών διαμορφωμένων ως μουσικά όργανα, με σκαλισμένα καρότα, κολοκύθια, μελιτζάνες και άλλα ζαρζαβατικά να αντικαθιστούν τα κλασικά όργανα μιας ορχήστρας, όπως το κάνουν π.χ. οι περίφημοι Αυστριακοί Vegetable Orchestra, τους οποίους έχουμε δει μάλιστα ζωντανά και στα μέρη μας. Ή μήπως να πω «γευτεί», μιας και μετά τις συναυλίες τους τα όργανα βράζονται και μετατρέπονται σε μια ιδιαίτερη σούπα λαχανικών; Μεταξύ μας, κρίμα, με όλα αυτά θα έβγαινε κι ένα γευστικότατο ελληνικότατο μπριάμ στον φούρνο. Βέβαια το μπριάμ είναι τόσο ελληνικό όσο και η… πατριαρχία, η οποία καταγγέλλεται φεμινιστικά και ραπαριστά από τις Kιουρί & Κιουρία στο «Μπριάμ Στο Μπραχάμι», «σκατά στους φασίστες στη Μάνη, Mortal Kombat, μπριάμ και ντουμάνι». Μπριάμ (ήτοι «Domates, Biber, Patlıcan» όπως αναλύει τραγουδιστά τα συστατικά ο Barış Manço), ντολμάς, κεφτές, σαρμάς, σουτζουκάκια, μπουρέκια, αναρίθμητες ονομασίες «ελληνικών» φαγητών μένουν να υπενθυμίζουν την καθοριστική παρουσία (αλλά και απουσία) των Οθωμανών σε αυτά τα χώματα, όσο κι αν η επίσημη κρατική πολιτική έχει κάνει ότι μπορεί για να εξαλείψει και καθαροπλύνει το παρελθόν (ναι, ξέρω, στην απαρίθμηση λείπει το ιμάμ μπαϊλντί, όπως και οι Imam Baildi, μια παράλειψη όμως λίαν… εσκεμμένη).

 

…No sweets for my sweet, no sugar for my honey

Οδεύοντας προς το κλείσιμο του μουσικού μας γεύματος, η φυσική αλληλουχία θα επέτασσε να πάρουμε ένα «γλυκάκι» (με το υποκοριστικό συνήθως να είναι μάλλον ευφημιστικό). Ωστόσο έχουμε πολλούς λόγους να προσπεράσουμε αυτή την κατηγορία τροφών, όχι μόνο επειδή αν επεκταθούμε σε γλυκά, παγωτά (λιωμένα ή μη), σοκολάτες, πίτες και custard pies κλπ το κείμενο αυτό θα γίνει ακόμη πιο ανοικονόμητο, ούτε επειδή για ορισμένους πιο διατροφικά φανατικούς η ζάχαρη είναι σχεδόν δηλητήριο (φυλλομετρώ αυτό τον καιρό το ενδιαφέρον βιβλίο του James Walvin «How sugar corrupted the world»). Είναι που προσωπικά ποτέ δεν ήμουν των γλυκών, κι έτσι η απειλή που διατύπωνε ο Weird Al Yankovich στο «Eat It» (παρωδία του «Beat it» του Michael Jackson «you won't get no dessert 'till you clean off your plate» θα έπεφτε στο κενό, και επίσης, όσο με συναρπάζει η μαγειρική με την επιστημονική της διάσταση, ούσα στην ουσία της εφαρμοσμένη φυσικοχημεία, όμως από την άλλη επιτρέπει μια δημιουργική ελευθερία σχεδόν αναρχική, σε αντίθεση με την αυστηρή και πειθαρχημένη ζαχαροπλαστική (ο μέγας Καρέμ την θεωρούσε κλάδο της… αρχιτεκτονικής) η οποία απαγορεύει τους αυτοσχεδιασμούς (σε αντίθεση με τους πειραματισμούς, μην τα μπλέκουμε αυτά, ούτε εδώ ούτε και στην μουσική!).

Το μόνο που μας μένει λοιπόν στο σημείο αυτό είναι μια τζούρα από ένα δροσιστικό σερμπέτι, ένα «raspberry sorbet» (όπως έγινε το «Raspbery beret» του Prince από τα Muppets) και την πάσα για την συνέχεια μας την δίνει με το απαράμιλλο στυλ του ο Anthony Bourdain σε ένα απόσπασμα από το «Appetites»: «Γαμήστε τα επιδόρπια… Αν έπρεπε να ζήσω χωρίς ένα πιάτο για την υπόλοιπη ζωή μου, το επιδόρπιο θα ήταν αυτό που θα έφευγε… Αλλά από την άλλη θέλω τυρί. Το τυρί είναι μαγεία. Όλη η γνώση της ανθρωπότητας και όλες οι μυστηριώδεις δυνάμεις του φυσικού κόσμου ενυπάρχουν στο τυρί».

 

Τυριά: Say… fromage

Και κάπως έτσι θα κλείσουμε το γεύμα μας αλά-γαλλικά, όπως πρέπει δηλαδή, η γαστρονομία άλλωστε χρωστάει σαν κλάδος (και ειδικά στην ακαδημαϊκή του έκφανση και έκφραση) πολλά στην Γαλλία, μπορεί η νεωτερικότητα και η εξέλιξη να έχει ανοίξει νέους και διαφορετικούς δρόμους, ωστόσο τα θεμέλια είναι εκεί, οι όροι, οι βασικές τεχνικές και κυρίως η ιεροτελεστική προσέγγιση που έχουν οι Γάλλοι απέναντι στο φαγητό και την ευρύτερη κουλτούρα του. Έχει αφήσει μαγικό αποτύπωμα στην μνήμη μου ένα βράδυ στο νορμανδικό St Malot, με την ησυχία να έχει πέσει και την βοή της παλίρροιας να ακούγεται μόνο, ένα γεύμα κάπου στα σοκάκια και η ώρα που ήρθε το τρόλεϋ με τα διάφορα τυριά … και λίγο κρασί ακόμη. «Πώς να κυβερνήσεις έναν λαό ο οποίος έχει 246 διαφορετικές ποικιλίες τυριών;» λέγεται ότι αναρωτήθηκε το 1962 ο στρατηγός Ντε Γκωλ, στην πραγματικότητα μάλιστα τα είδη είναι ακόμη περισσότερα. Και φυσικά λέμε όχι στα ψευτοτύρια διαίτης που κατακλύζουν τα σούπερ-μάρκετ, αυτά ένας Γάλλος δεν θα τα έβαζε ούτε στις… φάκες, όχι λοιπόν στο blue cheese (που το έκαναν ένα μάλλον «κουλό» τραγούδι οι Courtney Barnett & Kurt Vile), αυτό που δηλώνουν ανερυθρίαστα τα συνοικιακά ντελίβερυ ως υποκατάστατο του ροκφόρ, όχι στους συνδυασμούς «Cheese and Onions», όπως παρώδησαν οι Rutles το «A Day in the Life» των Beatles (και όχι, η «Quiche Lorraine» η οποία τραγουδήθηκε και από τους The B-52's, στην αυθεντική της μορφή δεν περιέχει τυριά). Μόνο «βρωμερά» σκληροπυρηνικά τυριά, εννοείται από απαστερίωτο γάλα, από αυτά που ο μύθος τα θέλει να απαγορεύεται η μεταφορά τους από τα ΜΜΜ, ένα καμαμπέρ όπως το αποθέωσαν δισκογραφικά οι (και Γάλλοι) Gong στον περίφημο δίσκο τους «Camembert Electrique» (όπου περιέχεται και ένα «Wet cheese delirium»).

Στα μέρη μας ακόμη δεν έχει αξιωθεί κανείς να γράψει μια πραγματική ωδή στην εθνική μας φέτα (αυτή που επιβουλεύονται οι «κακοί ξένοι» - αν και τα περισσότερα πλήγματα η αξιοπρέπεια της φέτας τα έχει δεχθεί από τον εχθρό εντός των τειχών, τους ανά την Ελλάδα ταβερνιάρηδες δηλαδή που σερβίρουν λευκά ασβεστώδη υποκατάστατα), κάτι έστω καλύτερο από το κιτς άσμα πατριδοτυρογνωσίας του So Tiri «Φέτα και Ψωμί» (για σένα έγραψα ένα τραγούδι, φέτα σ’ αγαπώ, έχω τρελαθεί, yeah σου αρέσει κεφαλοτύρι; έχεις τρελαθεί, φέτα όλη μέρα). Την τιμή διασώζουν οι τζαζ Epirus Quartet, οι οποίοι ωστόσο δεν κατάγονται από κάποιο χωριό έξω από τα Γιάννενα, αλλά από το Τέξας, και στο ντεμπούτο τους στην εγχώρια Fair Weather Friends συμπεριέλαβαν μια «Fried feta», το κομμάτι είναι ορχηστρικό, οπότε δεν ξέρουμε αν είναι με φύλλο και σουσάμι και μέλι, όπως είναι πλέον του συρμού, καθώς παραπέμπει και στην δημοφιλέστερη παρουσίαση του τυριού στην επικράτεια, φυσικά την τυρόπιτα, ειδικά αν είναι ζεστή, κριτσανιστή και Κυριακή πρωί. Κατά συνέπεια και ο τυροπιτάς αξίζει και αυτός ένα άσμα, έστω κι εκείνο το νόβελτυ 70s στυλ του Περικλή Βάγια «Ο τυροπιτάς» με τις… πικάντικες του περιπέτειες, «η κομμώτρια η Τέτα θέλει της Πρεβέζης φέτα, η Λιλή η θεατρίνα με ζαμπόν ζεστή και φίνα (…) κι αν ρωτάτε για την Ντίνα που είναι χήρα, ορθά κοφτά, την τυρόπιτα κι αν δεν πάρει, παίρνει τον τυροπιτά». Κι ας πρόκειται για το… μοιραίο επάγγελμα που ως γνωστόν οδήγησε την χώρα τούτη στα βράχια της χρεοκοπίας και στις αγκάλες του ΔΝΤ, παρά τις άοκνες και φευ μάταιες προσπάθειες του εξαίρετου πολιτικού της προσωπικού…

 

De gustibus non est disputandum…

Και κάπως έτσι, αφού χορτάσαμε (έστω με το… αυτί) και πριν μιας πιάσει η μουριέλλα μετά τον περίδρομο και η ανάγκη για Άλκα Σέλτζερ (που θα έγραφε και ο Τσιφόρος), λίγη περαιτέρω τροφή για σκέψη, food for thought που λέμε και στην ορεινή Αρκαδία, και την πάσα μας την δίνει ο άγνωστος αρχαίος Ρωμαίος που διατύπωσε το παραπάνω θεώρημα, το οποίο το «μεταφράσαμε» λαϊκά «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Μια ρήση η οποία υπογραμμίζει όχι μόνο την πρωτοκαθεδρία του γούστου (για το οποίο υπάρχει μια μάλλον ben trovato ετυμολόγηση που το συνδέει με το έντερο (gut)) αλλά και την παντοδυναμία του, το απρόσβλητο του από επιχειρήματα «ειδικών», όσο καλά θεμελιωμένα και «αντικειμενικά» κι αν είναι, όσους κανόνες της αισθητικής κι αν επικαλούνται, ακόμη κι αν προέρχονται από έναν κοτζάμ Άντον Εγκό (θυμάστε τον ξινό κριτικό από τον «Ρατατούη»;). Κατά συνέπεια τι σημαίνει ότι τα μακαρόνια πρέπει να είναι al dente και το μπιφτέκια ροζ αν εμένα μου αρέσουν λασπωμένα και καμένα αντίστοιχα (ή και τούμπαλιν;). Μήπως εν τέλει αυτό που βαφτίζουμε αντικειμενικότητα δεν είναι παρά μόνο μια συλλογικά αποδεκτή υποκειμενικότητα, η οποία μάλιστα συνήθως ισχύει μέσα σε πολύ συγκεκριμένα χωροχρονικά όρια; Και από ποιο σημείο και μετά αρχίζουμε να βαδίζουμε στην γκρίζα ζώνη του ισοπεδωτικού σχετικισμού; Είναι κάτι καλό επειδή μ’ αρέσει ή μ’ αρέσει επειδή είναι καλό; Μια σειρά κι από άλλα αρχαία αναπάντητα ερωτήματα μπορεί να ξεπεταχτούν εδώ σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας.

Η παρατήρηση πάντως ενός κόσμου όπου η ανθρώπινη ποικιλομορφία εκφράζεται και μέσα από το γεγονός ότι η λιχουδιά του ενός μπορεί να είναι η αηδία του άλλου (θυμάμαι μια εκπομπή του Lonely Planet, όπου είχε αναγορευτεί Νο. 1 απαίσιο φαγητό του πλανήτη, η σκοτσέζικη τηγανητή Mars με κουρκούτι), οδηγεί, νομίζω ότι επιτάσσει κιόλας μια μεγαλύτερη ταπεινότητα στις εκάστοτε αισθητικές μας αποφάνσεις, ειδικά όταν αυτές αγνοούν το δοκάρι στο δικό μας μάτι και εστιάζουν στο ξένο αγκάθι. Κι αν μπορεί να αηδιάζουμε π.χ. με τις διατροφικές συνήθειες των Κινέζων (στις οποίες -πιθανότατα αδίκως- χρεώθηκε και ολάκερη πανδημία), οι οποίοι όπως γράφει ο Μπάμπης Άννινος στο «Συναξάριο του στομάχου», «γεύονται σκωλήκων και άλλων ακάθαρτων και βδελυρών πραγμάτων», εν τούτοις και αυτοί «εκπλήσσονται βλέποντες τους Ευρωπαίους αγαπώντες τόσο πολύν το γάλα των αιγών, όπερ αυτοί απεχθάνονται» (κι ας αναλογιστούμε λίγο π.χ. το «εθνικό» μας κοκορέτσι, ήτοι εχμμ πλημελλώς πλυμένα έντερα γεμιστά με εντόσθια). Αποφάνσεις οι οποίες μάλιστα σπανίως έχουν μια στέρεη ορθολογική και αυτοσυνεπή βάση, και είναι κατά βάση αυθαίρετες και βιωματικές. Η γαρίδα π.χ. είναι λιχουδιά και μάλιστα ακριβή, η κατσαρίδα είναι η απόλυτη αηδία, χημικά ωστόσο τα κελύφη τους αμφότερα από χιτίνη είναι. Τούτη η παρατήρηση μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα από τότε που την διάβασα στο καταπληκτικό βιβλίο «Η ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος» του Marvin Harris, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να ανιχνεύσει τις ρίζες των διαφόρων διατροφικών συνηθειών, με το κεντρικό ζουμί να είναι ότι όσες αποκτούν θρησκευτικό/πολιτισμικό μανδύα κρύβουν συνήθως πίσω τους μια προϋπάρχουσα κοινωνική, ακόμη και κλιματολογική αναγκαιότητα (π.χ. οι σημιτικοί λαοί, όντας νομαδικοί, δεν έτρωγαν γουρούνι γιατί το ζώο αυτό δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει στις μετακινήσεις).

Πόσο εύκολη μπορεί όμως να είναι μια τέτοια ανεκτικότητα ή έστω συγκαταβατικότητα σε έναν κόσμο ο οποίος ενώ θεωρητικά ομνύει στο Άλλο και το Διαφορετικό, είναι πολύ λιγότερο ανεκτικός απ’ ότι θέλει να πιστεύει, σε κάθε επίπεδο μάλιστα. Έναν κόσμο ο οποίος περιχαρακώνεται ολοένα και περισσότερο σε ιερές ατομικές επιλογές επιθετικά ετεροκαθοριζόμενες και πανέτοιμες να κουνήσουν το δάχτυλο και να ρίξουν και μια… γκλομπιά με το ηθικό εξαπτέρυγο; Όπου κάθε σχεδόν έκφανση της ζωής και της τέχνης έχει μετατραπεί σε ταυτοτικό (αυτο)προσδιορισμό και ιδεολογία. Και η διατροφή δεν θα μπορούσε να γλυτώσει μέσα σε αυτό το κλίμα (παρελκόμενο/παρενέργεια του να θεωρείται κι αυτή τέχνη, θα σημείωνε κανείς σκωπτικά, γιατί όταν μπαίνει στο παιχνίδι η Αισθητική κάποια στιγμή μοιραία μπαίνει και η Ηθική, έστω και σαν ηθικισμός). Έτσι σε έναν βασικά καλοζωισμένο κόσμο ο οποίος μπαλαντζάρει μεταξύ παχυσαρκίας, ινστιτούτων αδυνατίσματος και νευρικής ανορεξίας (αυτής της σκληρής νόσου που μας στέρησε και μια φωνή σαν της Karen Carpenter), ποτέ δεν ασχολούνταν τόσο επισταμένα οι άνθρωποι με το τι βάζουν, και κυρίως με τι δεν βάζουν μέσα τους. Το πανέρι στην αγορά έχει απ’ όλα: υπερτροφές χωρίς γλουτένη, χωρίς λακτόζη, χωρίς trans λιπαρά, χωρίς λιπαρά γενικά, χωρίς ενεργειακό αποτύπωμα (sic), χωρίς συντηρητικά, χωρίς ζωικά, lifestyle διατροφές-δίαιτες με εξωτικά ονόματα και πρωτότυπες πρακτικές (πάντα «επιστημονικές») ξεπετάγονται διαρκώς σαν μανιτάρια σε φθινοπωρινό δάσος των Γρεβενών, παλαιολιθικές, νεολιθικές, πλειστόκαινες, αποτοξινωτικές, μεσογειακές, ας είναι καλά οι ειδήμονες του marketing. H πολυμνημονευμένη και προφητική ρήση του Μπριγιά-Σαβαρέν από το μακρινό 1820 «πες μου τι τρως για να σου πω ποιος είσαι» μοιάζει να υλοποιείται σε εφιαλτικό βαθμό σε έναν Πρώτο Κόσμο των χορτασμένων με πολυτελή προβλήματα (όπως είναι, μεταξύ μας, κι οτιδήποτε πολιτισμικό και «κουλτουριάρικο», γιατί ως γνωστόν το νηστικό αρκούδι ούτε χορεύει ούτε… cogito (sic)). Η επίγνωση ότι μια-δυο γενιές πίσω στον χρόνο ή λίγα χιλιόμετρα παραδίπλα στον χώρο η στοιχειώδης επιβίωση δεν είναι αυτονόητα δεδομένη ίσως θα μπορούσε να βάλει ένα μέτρο σε αυτή την… άμετρη αναζήτηση. Και μια συνειδητοποίηση ότι, όχι, ο άνθρωπος δεν είναι ότι τρώει, ακούει, ποστάρει στα κοινωνικά μύδια, κλπ κλπ, αλλά κάτι πολύ περισσότερο… Και ίσως και απροσδιόριστο, και ευτυχώς.

Από την άλλη, όση ανοιχτομυαλιά κι αν θέλει κανείς να επιδείξει, όσα χιλιόμετρα κι αν διανύσει σε ταξίδια ψάχνοντας το νέο και το απροσδόκητο, μια εμπειρία ακόμη λοιπόν (και σίγουρα όχι «ένα ποτήρι δηλητήριο» όπως συνέχιζε ο ποιητής), όσο κι αν επιθυμεί βαθιά να κόψει κάβους από τα στερεότυπα και τα ετοιμοπαράδοτα/πατροπαράδοτα μέτρα και σταθμά, εκείνο το πρώιμο, το οικείο, το ανορθολογικό γευστικό αισθητήριο είναι ακατανίκητο. Ίσως κι αυτό να αναζητάς ακόμη κι όταν προσπαθείς να του ξεφύγεις. Κι ας ξέρεις ότι ποτέ δεν θα ξαναγυρίσεις στην αυλή του σπιτιού της γιαγιάς, την μονοκατοικία με τους ισοϋψείς σου γκαζοντενεκέδες με τα λουλούδια και τα αρωματικά, με την μυρωδιά του κρεμμυδιού τσιγαρισμένου σε ποσότητα… κατοχικού συνδρόμου λαδιού για την φακή, ή στην χτισμένη πια παιδική αλάνα, το ατέλειωτο παιχνίδι, και να είναι Σάββατο μεσημέρι και να σε περιμένει στο σπίτι ένα ψητό κοτόπουλο με πατάτες στον φούρνο. «Η όσφρηση και η γεύση (…) βαστούν χωρίς να λυγίζουν το τεράστιο οικοδόμημα της μνήμης» αποφαινόταν κάπου ο Προυστ στον τόμο με τίτλο «Από τη μεριά του Σουάν». Έλα όμως που λυγίζουν, αγαπητέ Μαρσέλ… Έλα όμως που λυγίζουν…

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(ένα κειμενάκι αφιερωμένο στην μνήμη του Αλβέρτου Αρούχ, του κατ’ επιλογή στον κόσμο αυτό Επίκουρου. Για τα γραπτά που αποτέλεσαν έμπνευση και αφορμή και πρότυπο, για την ανοιχτωσιά και την γενναιοδωρία της ματιάς και της άποψης του, και για εκείνα τα λίγα θερμά και πολύτιμα φυλαγμένα λόγια)
 

00:00 Λάκης Χαλκιάς (παραδοσιακό) - Σε τούτη την τάβλα που ‘μαστε
04:08 Omar Khorshid  - Pop Corn
08:08 Ali Baba & Ses 4 Voleurs - Shish kebab Ye Ye
09:53 Γιώτα Λύδια - Σις κεμπάπ
12:40 Booker T and the MG's - Red beans and rice
14:51 The Supremes - Buttered popcorn
17:18 Dee Dee Sharp - Mashed potato time
19:41 Dean Martin - How d'ya like your eggs in the morning
22:26 Tommy Dorsey - You've gotta eat your spinach, baby
25:02 Intruders - Fried eggs
26:59 The Sunspots - Paella
28:50 Margot Resch - Kartoffel-beat
31:03 Hank Williams - Jambalaya (οn the Bayou)
33:42 Harry Champion - Boiled beef and carrots
36:27 Hamish Imlach - Cod liver oil and orange juice
39:58 Εύα Ιεροπούλου/Κώστας Μπραβάκης - Το ταγκό της τηγανητής πατάτας
42:19 Cliff Richard & the Shadows - Paella
45:08 Kyu Sakamoto - Sukiyaki
48:06 Νάκος & Μαριώ - Τρίτη, Πέμπτη μακαρόνια
51:22 Περικλής Βάγιας - Ο Τυροπιτάς
54:13 Στελλάκης Περπινιάδης/Γιάννης Παπαϊωάννου - Κακαβιά
57:34 Δημήτρης Μανισαλής/Περικλής Κόκκινος - Παστουρμάς
1:00:38 Souls of Fire - Tzatziki
1:05:04 Carole King - The ballad of chicken soup
1:07:17 10CC - Life is a minestrone
1:11:34 Manfred Mann's Earth Band - Bouillabaisse
1:15:17 Weezer - Pork and Beans
1:18:17 Νichts - Ηallo Κartoffelsalat
1:21:50 Mythen in Tüten - Tortellini
1:23:38 Ariel Pink - Schnitzel boogie
1:28:06 Tunng - Sashimi
1:30:59 Λουκιανός Κηλαηδόνης/Φοίβος Δεληβοριάς -Τα μακαρόνια του στρατού
1:31:20 Sissi Rada - Macaroni and tears
1:35:23 Nanah Palm - Κρεμμυδόσουπα (το ζουμί της)
1:39:23 Κιουρί & Κιουρία - Μπριάμ στο Μπραχάμι
1:42:13 Delia Derbyshire - Pot au feu
1:45:16 Flying Lotus - Beginner's falafel
1:47:43 Epirus Quartet -  Fried feta
1:51:57 Stan Getz - Feijoada
1:58:08 Μάκης Δεληβοριάς - Tortellini
2:02:56 Deuter - Krishna eating fish and chips
2:12:23 The Boy - Πάνω που το τέλος έμοιαζε κοντινό