Ένας χρόνος χωρίς τον Peter Green
Ένα κείμενο που άργησε έναν χρόνο. Ή και εικοσιτέσσερα... Του Ηρακλή Ν. Κοκοζίδη
Θλίψη για την απώλεια - νοσταλγία για το μουσικό παρελθόν - αβεβαιότητα για το συναυλιακό μέλλον
Την 25η Ιουλίου 2020, ο Βρετανός μουσικός Peter Green (1946-2020), θρυλική μορφή της blues-rock και ιδρυτής των Fleetwood Mac, έφυγε από τη ζωή, κάνοντας φτωχότερο το μουσικό σύμπαν. Το μυαλό μου εκείνη τη μέρα ταξίδεψε πίσω στο χρόνο, στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, όταν άκουσα για πρώτη φορά τη μουσική του, αλλά και στις 10 Μαΐου 1997, όταν εμφανίστηκε ζωντανά στη Θεσσαλονίκη, στη σκηνή της Υδρογείου.
Κάποτε, σ’ έναν ερασιτεχνικό ραδιοσταθμό της πόλης ο οποίος μετέδιδε όλο το 24ωρο ροκ μουσική, υπήρχε μία εκπομπή με μικρές αγγελίες (αναζήτηση μελών από συγκροτήματα, πωλήσεις ή ανταλλαγές μουσικών οργάνων, εξοπλισμού κλπ.). Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, ακουγόταν ένα μουσικό θέμα μ’ ένα φανταστικό παίξιμο στην κιθάρα και έναν αργόσυρτο ρυθμό, όπου κάθε φορά που το άκουγα, με ταξίδευε σε άλλους κόσμους. Η τύχη ή η μοίρα τα έφεραν έτσι, ώστε στην ηλικία των 18 ετών, λίγο πριν τελειώσω το Λύκειο, να μου γίνει πρόταση από παραγωγό του σταθμού ν’ αναλάβω την επιμέλεια της εκπομπής του επειδή θα έδινε πανελλήνιες εξετάσεις για δεύτερη φορά.
Αφού αποδέχθηκα την πρόταση και έγινα μέλος του σταθμού, γνώρισα τον παραγωγό των μικρών αγγελιών και το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν, να μου λύσει την απορία για το μουσικό χαλί της εκπομπής του. Το κομμάτι λεγόταν «Slambo Day», ο δίσκος «In The Skies» και ο καλλιτέχνης Peter Green, ιδρυτής και πρώην μέλος των Fleetwood Mac. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη γιατί γνώριζα τους Fleetwood Mac ως ένα pop-rock συγκρότημα και είχα πλήρη άγνοια για το blues-rock που έπαιζαν στο ξεκίνημά τους, την εποχή που ηχογραφούσαν για την εταιρεία Blue Horizon.
Οι εκπλήξεις συνεχίστηκαν όταν ασχολήθηκα εκτενέστερα με τη δισκογραφία του Peter Green, από τα πρώτα του μουσικά βήματα, δίπλα σε μεγάλα ονόματα, όπως οι John Mayall's Bluesbreakers ως αντικαταστάτης του Eric Clapton, αργότερα την ίδρυση και τους τρεις πρώτους δίσκους των Fleetwood Mac και τέλος την προσωπική του καριέρα. Το παίξιμό του ήταν τόσο ξεχωριστό γιατί, ενώ το χαρακτήριζε η οικονομία στις κινήσεις και η έλλειψη υπερβολών, έβγαζε τόσο πλούσια συναισθήματα μόνο με το απαλό χάιδεμα των χορδών, λες και η κιθάρα ήταν ένα θηλυκό που ανταποκρινόταν στα χάδια του, βγάζοντας τους πιο γλυκούς και λάγνους ήχους.
Το έργο του επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους μουσικούς και θ’ αναφερθώ μόνο σε δύο πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες και βιρτουόζους της κιθάρας, αμφότερους από την Ιρλανδία, τον Gary Moore (1952-2011) και τον Rory Gallagher (1948-1995). Η ειρωνεία είναι ότι και οι δύο, αν και νεότεροι, έφυγαν από τη ζωή νωρίτερα από το δάσκαλό τους. Ο Gary Moore, το 1995, του αφιέρωσε ένα ολόκληρο άλμπουμ, με τίτλο «Blues For Greeny», διασκευάζοντας διάφορες συνθέσεις του Green, χρησιμοποιώντας την Gibson Les Paul Standard του 1959, την οποία είχε αγοράσει από το δάσκαλο για το ποσό των 114 λιρών, όταν ο τελευταίος είχε ανάγκη από χρήματα. Από το 2016, μετά από διάφορες περιπέτειες και κάποια εκατομμύρια δολάρια, αυτή η κιθάρα ανήκει σήμερα στον Kirk Hammett των Metallica, την οποία και χρησιμοποιεί σε πολλές εμφανίσεις του (ρίξτε μία ματιά στο «Fade To Black» από το πρόσφατο «S&M 2» με τη συμφωνική ορχήστρα του San Francisco).
Δυστυχώς, το τρίπτυχο που καταδιώκει τη μοίρα των μουσικών (sex, drugs, rock’n'roll), χτύπησε με το χειρότερο τρόπο τον χαρακτήρα και τον ψυχισμό αυτού του καλλιτέχνη, ακολουθώντας το δρόμο του Rocky Erickson (1947-2019) και του Syd Barrett (1946-2006). Κάποιες ερωτικές απογοητεύσεις, αλλά κυρίως οι συναναστροφές με κάποια μέλη των Grateful Dead, με τους οποίους περιόδευαν μαζί οι Fleetwood Mac στην Αμερική και κάποιους διανομείς ουσιών που τους ακολουθούσαν συνεχώς, έβαλαν τον Green στον κόσμο των ψυχεδελικών ταξιδιών και των παρενεργειών τους. Η ζημιά ήταν τόσο μεγάλη και ανεπίστρεπτη, που προκάλεσε πλήγματα τόσο στην ενασχόλησή του με τη μουσική, όσο και στην απομάκρυνσή του από τον κόσμο, την οικειοθελή απομόνωση στο σπίτι των γονιών του και την απαξίωση κάθε υλικού αγαθού, κυρίως των χρημάτων και του μουσικού του εξοπλισμού.
Στις αρχές του 1970 αποχώρησε από τους Fleetwood Mac, κυκλοφόρησε κάποιους καλούς προσωπικούς δίσκους (με αποκορύφωμα το «In The Skies» το 1979) μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και συμμετείχε ως καλεσμένος σε δουλειές άλλων μεγάλων καλλιτεχνών (B.B. King, Country Joe McDonald, Memphis Slim). Το 1977 είχε μία διένεξη οικονομικής φύσεως με τον ατζέντη του Clifford Davis, τον οποίο και απείλησε μ’ ένα ψεύτικο όπλο. Το αποτέλεσμα αυτής της πράξης, ήταν αρχικά ο εγκλεισμός του στη φυλακή και αργότερα οι εισαγωγές, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε πανάκριβες ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές.
Το παράδοξο της ιστορίας και η επιβεβαίωση του ρητού ότι η ζωή παίζει παράξενα και αστεία παιχνίδια, είναι ο καταλυτικός ρόλος που έπαιξε μία γυναίκα για την επανεμφάνιση του Green στην ενεργό δράση, τόσο στη δισκογραφία όσο και επί σκηνής. Το όνομα αυτής Michele Davis Reynolds, η οποία ήταν η πρώην σύζυγος του προαναφερθέντα ατζέντη και ο μοναδικός άνθρωπος που επισκεπτόταν τον Green στη φυλακή και στις κλινικές, αλλά και μετέπειτα σύντροφός του στη ζωή. Μαζί με τον αδερφό της Nigel Watson (1947-2019), ενθάρρυναν τον ταλαιπωρημένο μουσικό να σταθεί στα πόδια του, να βρει τον παλιό του εαυτό και σιγά σιγά να ξαναπαίξει μουσική. Όλα αυτά οδήγησαν στη δημιουργία των Peter Green Splinter Group, την ηχογράφηση αρκετών δίσκων από το 1997 έως το 2004 και πολλές ζωντανές εμφανίσεις σε διάφορες χώρες.
Μία από αυτές τις εμφανίσεις, έλαβε χώρα τον Μάιο του 1997 στη Θεσσαλονίκη, στη νέα και φιλόξενη σκηνή της Υδρογείου, μετέπειτα Block 33, στα Σφαγεία, δίπλα στις θρυλικές αποθήκες Μαμαδά, σήμερα ξενοδοχείο Porto Palace. Η αναγγελία της συναυλίας ομολογώ ότι με ξάφνιασε, αλλά και με προβλημάτισε, γιατί εκείνη την εποχή δεν γνωρίζαμε και πολλά για την κατάσταση της υγείας του Green. Διάφορες φήμες ανέφεραν, ότι πίσω από τα ντραμς θα ήταν ο θρυλικός Cozy Powell (1947-1998) και στο μπάσο ο βετεράνος Neil Murray (1950). Για έναν άρρωστο οπαδό των Whitesnake, Rainbow, Black Sabbath, που ήμουν στα εφηβικά μου χρόνια, το κίνητρο ήταν μεγάλο. Το κατάλληλο τηλεφώνημα έγινε στον πρώτο φίλο που μου ήρθε στο μυαλό, ο οποίος αποδέχθηκε την πρόταση χωρίς δεύτερη κουβέντα και τα εισιτήρια αγοράστηκαν στην προπώληση, γιατί προβλεπόταν κοσμοσυρροή.
Η αλάνα παραπλεύρως της Υδρογείου ήταν σχεδόν άδεια, όταν πάρκαρα το θρυλικό βυσσινί Toyota Starlet (R.I.P.), αλλά με το που βγήκαμε από το αυτοκίνητο κοντέψαμε να λιποθυμήσουμε από τη μυρωδιά που ανέδυαν τα παλιά βυρσοδεψεία της περιοχής. Μπήκαμε στην Υδρόγειο κυριολεκτικά τρέχοντας και με τις μύτες σκεπασμένες. Αν και επιφυλακτικός στην αρχή, είχα το προαίσθημα ότι η συναυλία θα ήταν συγκλονιστική και συγκινητική. Όσο πλησίαζε η ώρα έναρξης, ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να έρχεται μέσα, όπου η θερμοκρασία ήταν λίγο υψηλή για την εποχή. Χάρηκα ιδιαίτερα με την παρουσία πολλών μουσικών της πόλης, ραδιοφωνικών παραγωγών, δημοσιογράφων, ιδιοκτητών δισκοπωλείων, ιδιοκτητών νυχτερινών και ημερησίων στεκιών, αλλά και φίλων που ήρθαν από κοντινές ή μακρινές πόλεις. Όλοι ήρθαν για να παρακολουθήσουν έναν θρύλο της μουσικής και την εκλεκτή παρέα του, χωρίς να έχουν ενδοιασμούς και προκαταλήψεις.
Για να είμαι ειλικρινής, δε θυμάμαι το εναρκτήριο κομμάτι, γιατί παρατηρούσα τους μουσικούς και τις αντιδράσεις τους. Ο Green έδειχνε πολύ μεγαλύτερος για την ηλικία του, ήταν τότε 51 ετών, με μεγάλη κοιλιά, προγούλια και λευκή αφάνα στο πίσω μέρος της κεφαλής, ενώ το μπροστινό το κάλυπτε επιμελώς μ’ έναν καλαίσθητο ανατολίτικο σκούφο, για ευνόητους λόγους. Το βλέμμα του ήταν απλανές και κάποιες στιγμές έψαχνε την Michele, η οποία βρισκόταν στο πίσω μέρος της σκηνής, εποπτεύοντας τα πάντα για να μην πάει κάτι στραβά, αλλά και να φροντίζει τις κιθάρες του Green, που τις άλλαζε πριν από κάθε τραγούδι.
Οι πρώτες νότες όμως που ακούστηκαν από την κιθάρα του ενθουσίασαν το κοινό, το οποίο συμμετείχε ενεργά στο δεύτερο τραγούδι, το «Homework» του Otis Rush, ύστερα από παρότρυνσή του. Στο πασίγνωστο «Black Magic Woman», το οποίο ακόμα και σήμερα κάποιοι πιστεύουν ότι είναι σύνθεση του Carlos Santana, απέδειξε ότι το μόνο που άλλαξε επάνω του ήταν η εξωτερική του εμφάνιση, αλλά η φωνή και το παίξιμο της κιθάρας του, έστω και σε χαμηλότερους τόνους, θύμιζαν τις παλιές εποχές. Ο Watson πήρε τη σκυτάλη, ερμηνεύοντας το «Indians» το οποίο είχε έναν πιο southern rock προσανατολισμό και το «Dark End Of The Street». Αφού ξεκουράστηκε λίγο ο τιμώμενος της βραδιάς, ερμήνευσε το «Rattlesnake Shake» από την εποχή των Fleetwood Mac και χάρισε φοβερά σόλο με την κιθάρα του.
Όταν αποχώρησαν από την σκηνή οι υπόλοιποι μουσικοί, ο Green στη φυσαρμόνικα και ο Watson στην κιθάρα, ερμήνευσαν δύο κομμάτια του πρωτοπόρου των blues Robert Johnson, το «Travelling Riverside Blues» και το «Steady Rollin’ Man». Το αποκορύφωμα της βραδιάς έφτασε με την παρουσίαση του «Albatros», του καλύτερου ορχηστρικού που γράφτηκε ποτέ και του έπους «The Green Manalishi (With The Two Prong Crown)», με τους εφιαλτικούς στίχους και διασκευασμένο από άπειρους καλλιτέχνες, κατά την ταπεινή μου γνώμη όμως η καλύτερη εκτέλεση ανήκει στους Judas Priest. Φανερά κουρασμένος, δεν το εκτέλεσε ολόκληρο, ίσως γιατί του θύμισε το εφιαλτικό παρελθόν, αποχωρώντας με τους υπόλοιπους από τη σκηνή και το κοινό να δονεί την ατμόσφαιρα με τη γνωστή ιαχή «We Want More».
Η επάνοδος στη σκηνή έγινε σχετικά γρήγορα με το «Watch Your Step» του Bobby Parker, συνεχίστηκε με το «Somebody Help Me» του Sonny Boy Williamson και έκλεισε οριστικά με το «Love That Burns» από το «Mr. Wonderful», δεύτερο δίσκο των Fleetwood Mac και το κοινό να χειροκροτεί αρκετά λεπτά όλους τους μουσικούς για την απρόσμενη και καταπληκτική βραδιά. Κάπου ενδιάμεσα ακούστηκαν τα «Fool No More», «Evil Woman Blues» και «Lazy Poker Blues», αλλά έχω ξεχάσει τη σειρά τους στη λίστα. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στον άνθρωπο πίσω από τα πλήκτρα, τον Spike Edney (1951), πολύ γνωστό μουσικό διεθνώς, με πολλές συμμετοχές σε μεγάλα συγκροτήματα, κυρίως με τους Queen (ψάξτε να βρείτε ποιο ήταν το κρυφό πέμπτο μέλος τους), αλλά τελείως άγνωστος για πολλούς στη χώρα μας.
Εκείνο το βράδυ, επικεντρώθηκα παραπάνω στον Cozy Powell, εξαιτίας της αδυναμίας μου στα τύμπανα και λόγω των συμμετοχών του σε κλασικούς δίσκους, τους οποίους άκουγα ατελείωτες ώρες ως έφηβος. Παρόλο που το παίξιμό του ήταν περιορισμένο στα πλαίσια ενός blues συγκροτήματος, για μένα έφθανε να τον θαυμάζω από τόσο κοντά. Δυστυχώς δεν μπορούσα να φανταστώ ότι μετά από έντεκα περίπου μήνες, θα έφευγε για πάντα μετά από ένα άσχημο τροχαίο, πληρώνοντας το πάθος του για τα γρήγορα αυτοκίνητα.
Αυτή η βραδιά, θα μου θυμίζει για πάντα αγαπημένα πρόσωπα και καλούς φίλους. Θα σταθώ σε κάποιους που ήταν εκείνο το βράδυ εκεί, αλλά και κάποιους που συζητήσαμε αργότερα γι’ αυτήν την εμπειρία. Τον Χρήστο Δημητρίου που ήμασταν μαζί εκείνο το βράδυ, τον Σάββα Ταυρίδη που μου άνοιξε τις πόρτες του ραδιοφώνου, τον Αντώνη Κούτρα ο οποίος ήρθε από τη Λάρισα και τη Νίκη Γουρζουλίδου καταξιωμένη μουσικό και εξαιρετική συνάδελφο.
Το κείμενο γράφτηκε την επόμενη μέρα της είδησης του θανάτου του Peter Green, ενώ το προηγούμενο βράδυ πραγματοποιήθηκε συνάντηση σε ουζερί της Νέας Παραλίας, μεταξύ τεσσάρων άρρωστων μουσικόφιλων, μετά τον εγκλεισμό της πρώτης καραντίνας. Οι επιπτώσεις στα μουσικά δρώμενα και η απαγόρευση των συναυλιών, σχεδόν μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της συζήτησης. Δυστυχώς, για ενάμιση χρόνο και άγνωστο ακόμα μέχρι πότε, στερούμαστε ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μας.
Τέλος, να ευχαριστήσω τον πολύ καλό φίλο Γιώργο Κοτσώνη, που με παρότρυνε να γράψω αυτό το κείμενο.