Flud: Φασματικό dreams ‘n’ roll από τους This Fluid του Σπύρου Φάρου
Έναν δίσκο πολυδιάστατης ηχητικής άποψης δίχως ρυτίδες από το ρινγκ του χρόνου ανακαλεί στο άρθρο του ο Παναγιώτης Σταθόπουλος.
Κάθε που γυρίζεις σελίδα σελίδα το μουσικό παρελθόν της ημεδαπής και κυρίως εκείνο που είναι συνυφασμένο με μια ευρύτερη υπόγεια δραστηριότητα στον καλλιτεχνικό χώρο, σμίγεις με πραγματικά αδικημένα έργα, όχι μόνο από μεριάς μνήμης αλλά και από την ίδια τους την εποχή.
Ένα τέτοιο έργο είναι και αυτό με το οποίο έδωσαν πρωταρχικό και κύριο στίγμα οι This Fluid, το Flud, το οποίο κυκλοφόρησε το 1997 από την Hitch-Hyke σε διπλό βινύλιο και cd. Η εξήγηση για την τύχη του εν λόγω δίσκου κουμπώνει κατά ένα σημαντικό (τουλάχιστον) μέρος στην μυστικιστικά υβριδική και αληθινά ιδιοσυγκρασιακή του ταυτότητα. Πρόκειται για ένα άλμπουμ ανοιχτών προσανατολισμών, πλατιάς ποικιλομορφίας, εκτεταμένων πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων και συγχωνεύσεων, που δεν συντονίστηκε με κάποια κυρίαρχη τάση του καιρού στον οποίο βγήκε στο φως. Η μουσική που ρέει μέσα του υπονοεί πολλά περισσότερα από όσα αφήνει να ειπωθούν ευθέως, δονώντας υποβλητικά τη φαντασία του δέκτη και ισορροπώντας ανατριχιαστικά μεταξύ ειδυλλιακού ονείρου και εφιάλτη. Κι έτσι, το άλμπουμ στέκει ως μια μοναδικότητα σε μια περίοδο που στα καθ’ ημάς δεν στάθηκε φιλόξενη για εγχειρήματα των οποίων τα χνώτα δεν ταίριαζαν με οτιδήποτε άλλο. Μια νοηματική ανορθογραφία 25 ετών πια, σαν επείγον ραβασάκι από το άφατο.
Για να μεταβούμε και στο καταστατικό ίδρυσης του προκείμενου γκρουπ, αρκεί να πούμε ότι συγκροτήθηκε αρχικά ως τρίο –για να αλλάξει σύσταση στα επόμενα χρόνια– από τους αδερφούς Σπύρο (στίχοι, φωνητικά, κιθάρα, e-bow, μπάσο, σάμπλερ, συνθεσάιζερ) και Μάκη Φάρο (στίχοι, φωνητικά, συνθεσάιζερ, κίμπορντ, κρουστά, μαγνητοταινίες, σάμπλερ, pc) και την Άννα Μαράτου (φωνητικά, κίμπορντ, τσέλo). Οι δύο πρώτοι θα διατρέξουν από τα ’80s με ενέργεια και τόλμη το εκτός βιτρίνας μουσικό τερέν της χώρας, διατελώντας μέλη διαφόρων συνόλων. O Σπύρος Φάρος θα ξεκινήσει από τους Headleaders, για να δρομολογηθεί διαδοχικά στους Rehearsed Dreams, Yell-O-Yell και Spider’s Web προτού διαβεί το κατώφλι των This Fluid, ενώ στα ’00s θα στήσει τους Spy F & The Zakulas και θα πορευτεί παράλληλα και με προσωπικό υλικό. Ο δε Μάκης στην προ-This Fluid εποχή θα φέρει ηχητικές βόλτες με τους On Purpose, Melting Ashes και Raw, ενώ στο ενδιάμεσο θα συναντηθεί με τον αδερφό του στους Spider’s Web.
Οι γκριζωπές μετα-πανκ υφάνσεις των παραπάνω σχημάτων (εκτός των Spy F & The Zakulas και των όμορφα ξεχαρβαλωμένων breaks/ριμών τους) στα οποία συνέβαλαν οι «Φάροι» μέχρι το 1994 που πάτησαν το κουμπί της εκκίνησης των This Fluid, εκείνες οι μελανόηχες και ομιχλώδεις μέρες του παρελθόντος τους, θα τους ακολουθήσουν και στο όραμα των This Fluid, για να αναδιαμορφωθούν και να ενταχθούν σε ένα φρέσκο πλάνο. Στο οποίο πλάνο θα προστεθούν σαν ίσης σημασίας κλωστές του ίδιου κεντήματος πολλά ακόμη χαρακτηριστικά, τα οποία θα συνυπάρξουν και θα ενοποιηθούν μέσα από μια μεθοδολογία που φέρνει σε ένα βαθμό σε εκείνη της Fourth World σειράς του Jon Hassell. Στην εν λόγω μεθοδολογία πρωτόγονο και μελλοντολογικό συμβαδίζουν, με την ενορχήστρωση να έχει βαρύτητα αντίστοιχη με την ίδια τη σύνθεση και τα ακουστικά όργανα (στα προαναφερθέντα υπολογίστε και τα τζέμπε, μπεντίρ, ούτι και μαντολίνο) να συμπράττουν με αμιγώς ηλεκτρονικό εξοπλισμό.
Κλειδί στο όλο στήσιμο είναι η μυστηριακή ατμόσφαιρα που τυλίγεται σαν πέπλο γύρω από όλη τη δράση και εξάπτει την εξερευνητική διάθεση του ακροατή. Μια ατμόσφαιρα που τονίζεται από μια θεατρική διάσταση, στην οποία πρωτοστατούν οι ανθρώπινες φωνές: από τη μια η βαθειά, δωρική και ανατριχιαστικά τριπαριστή του Σπύρου Φάρου, που ποιητικά αποτυπώνει μελαγχολία, άγχος και νεύρο, κι από την άλλη εκείνη η λεπτοσμιλεμένη της Μαράτου, η οποία θαρρείς ότι υπερίπταται άδοντας σουρεαλιστικά, σαν να περιπλανιέται σε μια ουδέτερη ζώνη, στο ακατάληπτο.
Εκεί που o Hassell έμπλεκε τις τζαζ φράσεις και τις αβάν γκαρντ πρακτικές με τελετουργίες υπό αύρα Αφρικής και Άπω Ανατολής, οι This Fluid, δεχόμενοι τις επιδράσεις αυτών των τεχνικών επιμειξίας, διαμορφώνουν τους ambient διακόσμους τους βάζοντας μπροστά μια μετά-πανκ νοοτροπία και μια ευρεία αντίληψη επί της ηλεκτρονικής σύνθεσης που περνάει κι από τις διαρρυθμίσεις του Brian Eno, για να φτάσει στην μετά-’90s ψηφιακή electronica. Στο χάρτη των εξωδυτικών μουσικών καταβολών του Flud, πέρα από την Ιαπωνία και την Αφρική, τοποθετούν και την ελληνικότητα, μέσα από τις ηχητικές μνήμες της Ηπείρου, της Κρήτης και διαφόρων ακόμη νησιωτικών περιοχών μας. To αποτέλεσμα, πάντως και παραδόξως, ακούγεται αστικό, σαν ένα σύγχρονο πίνακα γεμάτο με πινελιές εξοχής και παγκοσμιοποίησης, ενόσω διακρίνεται για έναν φουτουρισμό που λες κι έχει αφετηρία κάπου στην αρχαιότητα. Περισσότερο προσιδιάζει σε συγγενή των πρώτων άλμπουμ του David Sylvian στην ύστερη των Japan συγκομιδή αυτού.
H αλληλουχία στιγμιοτύπων του δίσκου αξιώνει επανειλημμένες ακροάσεις για να προσεγγιστεί στην ολότητα της, όσο απλώνει μια υποβόσκουσα ένταση και την αφήνει ως τέτοια μέχρι τέλους. Δίνει την εντύπωση ενός ερμητικού και ημιφωταγωγημένου μέρους, το οποίο αποκρύπτει επιμελώς αφθονία λεπτομερειών. Έχει μια παλλόμενη ζωντάνια και μια χειροπιαστή ροή και πλέξη ιχνοστοιχείων, δεδομένα που έδωσαν ώθηση στην παρουσίαση των συνθέσεων στις μυσταγωγικές συναυλίες που ακολούθησαν της κυκλοφορίας του δίσκου.
Από την εναρκτήρια τριάδα των “EON”, “Dreams ‘n’ Roll” και “Fairy Tales”, το γκρουπ οικοδομεί μια καλειδοσκοπική συνθήκη που περικυκλώνει τις αισθήσεις όσων ξημεροβραδιάζονταν με το Desire των Tuxedomoon και τις ιδιόμορφες tribal τελετουργίες των Talking Heads εποχής Fear Of Music. Κι εκείνο το περιβάλλον του “Elli’s Cage”… προσθέτει πόντους εσωτερικότητας στο όλον.
H φασματική αφηγηματικότητα του άλμπουμ έχει πολλές κορυφές και τα “Walls (Of Your Room)” –με έντονο το στίγμα της γηγενούς παράδοσης– και “Chink” –με τις ambient pop εκτάσεις του να παραδίδονται στα σκερτσόζικα φωνητικά της Μαράτου– την απογειώνουν. H προσέγγιση τους ακόμη και σε πολυπαιγμένες φόρμες είναι σαγηνευτικά ανανεωτική, όπως αυτή επί του δημοτικού “Πάνω σε Τρίκορφο Βουνό”, η οποία συναρπάζει καθώς συντίθεται από ηπειρώτικους φωνητικούς ακροβατισμούς, τζαζ ρυθμολογία και μελωδική πρέζα που ξυπνά θύμησες από τις αργόσυρτες επενδύσεις του Badalamenti στο Twin Peaks. Από τo δημοτικό μας τραγούδι, επίσης, κρατούν τόσο τα πνευστά όσο και το τέμπο του “Deep Sky Blue”.
Φτάνοντας στο “Sha La La” αντιλαμβάνεται κανείς τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε το όνομα του παρόντος συγκροτήματος· το πρώτο συνθετικό τους, This, κατευθύνει στον τίτλο του τεταμένα υποβλητικού μετά-πανκ συνόλου των This Heat.
Το κλείσιμο του δίσκου το εμπιστεύονται σε μια λυρική αισθαντικότητα όπως αυτή του “Spirit” –με έγχορδα που βρίθουν ελληνικότητας– και του “Powder”, το οποίο υπογραμμίζεται από έναν αφοπλιστικό μινιμαλισμό, με ενδοσκοπική διάθεση, παραπέμποντας σε εκείνον της Laurie Anderson.
Αναζητούμε συχνά τους λόγους που επισφραγίζουν την δυναμική ενός μουσικού έργου. Εν προκειμένω, όμως, δεν χρειάζεται παρά να αφεθούμε έως ότου παρέλθουν κάμποσες ακροάσεις και μας βρει η ίδια η δυναμική, αγέρωχη και με αυτοπεποίθηση, 25 χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση, αφήνοντάς μας με μια ανθρώπινη ζεστασιά στο μέτωπο.
…Και η μετά-Flud ζωή (;):
Η έλευση της νέας χιλιετίας θα βρει τα εν λόγω αδέρφια, δίχως τη Μαράτου μα με σημαντικές εκφραστικές βοήθειες από τους Παναγιώτη Τσάγκα (μπάσο), Νικολέτα Χατζοπούλου (φωνητικά, πλήκτρα, e-bow), Δημήτρη Μικέλη (ούτι), Σπύρο Χυτήρη (αφήγηση), Coti K (μείξη) και Γρηγόρη Παπαναγιώτου (ηχογράφηση), σε διασταύρωση της αισθητικής του Flud με τα Warp και trip hop κελεύσματα, κι εγένετο Lips Like Poppy. Στην αυλαία της δεκαετίας θα ανταμώσουν δισκογραφικά δις με τον Housework (Θάνο Βαβαρουτά), τόσο σε μια πυρακτωμένα σκοτεινή ντίσκο ονόματι Heartbreak Hotel, με τα ’80s στοιχειά να περιφέρονται, όσο και στις αφαιρετικές ambient εκτάσεις του προσωπικού LP του Μάκη, [Scan Living]. Η κατακλείδα της κοινής δημιουργικής τροχιάς των δύο αδελφών, η οποία έμελε να εμπεριέχει και τον Housework, θα γραφτεί το 2014, με το Save my Soul, μια απόδειξη ότι ακόμη και τα ρομπότ μελαγχολούν.
(Μια πρώτη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στο 7ο τεύχος του μουσικού fanzine Lung)