Four Tet

As Serious As Your Life

Kieran Hebden τ'όνομά του, η electronica το γήπεδό του. Ο Θάνος Σιόντορος τον κατατάσσει ανάμεσα στους MVP της προηγούμενης δεκαετίας

Fout TetΚάθε δεκαετία που μας εγκαταλείπει σημαδεύεται από καινούριες τεχνοτροπίες που κάνουν την εμφάνισή τους και μουσικούς οι οποίοι αφήνουν έντονα τη σφραγίδα τους στα δρώμενα. Στα 00s λοιπόν, μία προσωπικότητα που κατέπληξε με την πληρότητα σκέψης, το εύρος συναισθημάτων και τη καινοτόμα δημιουργικότητά της υπήρξε (και συνεχίζει ακάθεκτος) ο Kieran Hebden, πιο γνωστός ως Four Tet.

Το ξεκίνημα του έγινε μέσω του post-rock τρίο των Fridge στα τέλη της δεκαετίας του 90. Εκεί ανέλαβε χρέη κιθαρίστα και μαζί με τους Adem Ilhan και Sam Jeffers έδωσαν σύντομα δείγματα εξαιρετικής γραφής, μη μένοντας βέβαια μόνο σε καθαρόαιμες οργανικές post αναπτύξεις αλλά εισάγοντας ήχους από samples και γενικότερα εκφράζοντας μια πλουραλιστική αντιμετώπιση στη σύλληψη και απόδοση των συνθέσεων τους. Οι Fridge παραμένουν ενεργοί και από το 1997 που κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους Ceefax, έχουν ολοκληρώσει άλλα τέσσερα άλμπουμ με τελευταίο το The Sun του 2007. Όλες τους οι δουλειές είναι άξιες ακρόασης αλλά το Happiness του 2001 κερδίζει στο νήμα τα υπόλοιπα άλμπουμ.

DialogueΒλέποντας λοιπόν ο Hebden πως ανά στιγμές ήθελε περισσότερη αυτονομία, ώστε να εξελίξει ακόμη περισσότερο το ταίριασμα οργανικών και ηλεκτρονικών ήχων βάλθηκε να συγκεντρώσει samples κάθε είδους και αποφάσισε να ηχογραφεί και να κυκλοφορεί τις ανησυχίες του κάτω από το προσωνύμιο Four Tet.

Αφετηρία της γνωριμίας των ακροατών με τα προϊόντα της αναζήτησής του υπήρξε το Dialogue του 1999 από το οποίο έγινε ξεκάθαρο πως κάτι ιδιαίτερο κάνει την εμφάνισή του. Pop φόρμες συναντούσαν free-jazz αυτοσχεδιασμούς, folk ήχοι αποκτούσαν jazz ραχοκοκαλιά, hip-hop breaks παίζανε με μυστηριώδεις ατμόσφαιρες και συνδετικό κρίκο όλων αυτών αποτελούσε μια εμμονική προσήλωση στη ρυθμολογία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ο στα ντουζένια του τότε πειραματικός dub ηλεκτρονικόβιος Pole, τη μυρίστηκε πως κάτι καλό συμβαίνει και πρότεινε στο Hebden να συνεργαστούν. Αποτέλεσμα το δωδεκάιντσο Four Tet vs.Pole στο οποίο έκαστος έδινε ένα κομμάτι και επιπλέον καθένας πείραζε το κομμάτι του άλλου.

Δύο χρόνια αργότερα, το 2001 και αφού είχε ενταχθεί -έστω άτυπα, γιατί το να εντάξεις κάπου τη μουσική του φαντάζει αρκούντως δύσκολο- στο ρεύμα της folktronica, κυκλοφορεί το Pause. Η πρώτη φουρνιά ακροατών του, όπως αποδεικνύεται πια σήμερα, είναι άμεσα συνδεδεμένη με αυτό άλμπουμ παρόλο που αντικειμενικά το επόμενο, με τίτλο Rounds είναι ό,τι καλύτερο μας έχει δώσει μέχρι τώρα. Θα το δούμε παρακάτω αυτό όμως. Ίσως έχει να κάνει με την κλασική και όχι τόσο παρεξηγήσιμη θεώρηση του "Όταν πήραμε εμείς γραμμή τι συμβαίνει, εσείς περιμένατε ακόμη την πυρηνική έκρηξη του Rounds για να θορυβηθείτε....". Όπως και να έχει, στο Pause, τα πράγματα γίνονται πιο ήπια, οι ήχοι γλυκαίνουν αισθητά, το κοπάνημα περιορίζεται και μια νωχελική μελαγχολία απλώνεται αφήνοντας τον ακροατή να αποκωδικοποιήσει όπως αυτός θέλει τα σήματα.

PauseΤο Rounds του 2003 αποτελεί απλά ένα από τα καλύτερα άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ και συγχωρέστε μου την πιθανή υπερβολή αλλά αν έπρεπε να αναλωθώ μονάχα σε βιογραφικά στοιχεία, η Wikipedia θα ήταν υπεραρκετή. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ακρόασης μέχρι και το τελευταίο, πράγματι το μυαλό μπαίνει σε διαδικασία κύκλων και παρόλο που η μουσική αυτή εύκολα και παραδοσιακά χαρακτηρίζεται ως εγκεφαλική, τα συναισθήματα τα οποία γεννά είναι κάτι περισσότερο από χειμαρρώδη. Η ακρόαση του Rounds συνιστά μία πρώτης τάξης εσωτερική κατάδυση χωρίς η ίδια η μουσική να φωτίζει μια συγκεκριμένη πορεία. Όποιος αποφασίσει να κάνει τη βουτιά θα πρέπει μετέπειτα να ακολουθήσει και τους δρόμους που του προτάσσουν καρδιά και μυαλό. Τέρμα όμως τα ποιητικά και για τους τεχνοκράτες θα αρκεστώ στο εξής επιχείρημα: κομμάτια όπως τα My Angel Rocks Forth And Back, And They All Look Broken Hearted, She Move She, δεν θα βρείτε πουθενά αλλού.

Μετά από κάθε κορυφή, είναι σχεδόν αναμενόμενο και ανθρωπίνως λογικό να επέρχεται ένα δημιουργικό κενό, συνεπώς το Everything Ecstatic (2005) χωρίς να είναι κακό, φαντάζει λίγο ως διάδοχος του Rounds. Αρκετά μανιερίστικο και κάπως ψυχρό αποτελεί κι αυτό ένα κομμάτι του παζλ, αλλά σίγουρα δεν θα το αναζητήσει κάποιος που δεν επιθυμεί μία ολοκληρωτική σχέση με τη μουσική του Four Tet.

RoundsH τελευταία πενταετία υπήρξε λιγότερο δημιουργική ποσοτικά για τον Hebden ως Four Tet, γιατί ποιοτικά τόσο το EP Ringer (2008) όσο και το τελευταίο του φετινό άλμπουμ There Is Love In You αποτελέσαν πρώτης τάξεως μουσικές καταθέσεις. Στο πρώτο, το αγαπημένο του techno συναντά την motorik μετρονομία και kraut αναφορές με ambient φόντο. Σα να βάλθηκε να φτιάξει διεστραμμένα κομμάτια αυτιστικής ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής. Στο δεύτερο, η κατεύθυνσή του αυτή γίνεται πιο ευδιάκριτη και η club κουλτούρα κάνει εντυπωσιακά την εμφάνισή της με γυναικεία φωνητικά να σκάνε μύτη και μια υποχθόνια, διαστρεβλωμένη house ματιά να απλώνεται στο άλμπουμ. Κάτι σαν μια αυτοσαρκαστική χορευτική έξαρση για ημικαταθλιπτικούς και αρτηριοσκληρωτικούς ένα πράμα. Προφανώς γι' αυτό μας άρεσε τόσο πολύ... Σαν τον Caribou πάντως, υποδέχτηκε κι αυτός τη νέα δεκαετία με μια στροφή προς το εκλεπτυσμένο απόσταγμα του πρώιμου clubbing. Ίσως να είναι ο τρόπος τους να κραυγάσουν για την απουσία μιας ομαδικής τάσης για (έστω υποβοηθούμενη...) εκτόνωση.

Μία άλλη επιτυχημένη πτυχή της δραστηριότητας του Four Tet είναι η ικανότητά του στα remixes. Η λίστα των ονομάτων που τους άλλαξε τον αδόξαστο είναι χαρακτηριστικά μεγάλη και περιλαμβάνει συν άλλων τους Aphex Twin, Anti-Pop Consortium, Bonobo, Beth Orton, Explosions In The Sky, Battles, Juana Molina, Madvillain, Black Sabbath, Block Party, Notwist, Boom Bip και Radiohead. Οι τελευταίοι μάλιστα τον είχαν καλέσει να ανοίγει την ευρωπαϊκή τους περιοδεία το 2003. Δείγμα των επαναπροσδιορισμών που εμπνεύστηκε για τις μουσικές των άλλων μπορεί να βρει κανείς στο διπλό Remixes του 2006.

Reid KieranΠροτελευταία στάση μας στην πορεία του Kieran Hebden είναι τα τέσσερα άλμπουμ που κυκλοφόρησε με τον θρυλικό και προσφάτως αποθανόντα jazz ντράμερ Steve Reid. Ο Reid στο παρελθόν είχε συνεργαστεί με προσωπικότητες όπως οι Fela Kuti, Miles Davis, Ornette Coleman, Sun Ra, James Brown και Martha Reeves. Ε, δεν μπορεί να πει κανείς και πολλά διαβάζοντας ένα τέτοιο βιογραφικό. Μάλλον και ο 28χρονος τότε Kieran θα έπαθε την πλάκα του συνδημιουργώντας με τον Reid. Μάλιστα στην αρχή της συμπόρευσής τους, αφού τζαμάρανε για 4 μέρες, μπήκανε κατευθείαν στο στούντιο για ηχογράφηση. Τα The Exchange Session Vol. 1 (2006), The Exchange Session Vol. 2 (2006), Tongues (2007) και NYC (2008) χωρίς να μπορούμε να πούμε ότι σε αφήνουν άλαλο ή ότι είναι αψεγάδιαστα, έχουν υλικό να αναζητήσει κανείς, ειδικότερα αν τον γοητεύει ο αυτοσχεδιασμός και το πείραμα.

Για να κλείσει ο κύκλος της παρουσίασης αυτού του τόσο ιδιαίτερου δημιουργού δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στα δύο κομμάτια που κυκλοφόρησε με τον Burial στο δωδεκάιντσο Moth/Wolf Club καθώς και στα δύο μιξαρισμένα άλμπουμ των γνωστών σειρών DJ Kicks και Late Night Tales των οποίων ανέλαβε την επιμέλεια. Η σύμπραξη με τον Burial αποδεικνύει την συνεχή του τάση να αφουγκράζεται τις εξελίξεις και τι πιο φυσικό λοιπόν από το να επιλέξει την ανταλλαγή ιδεών με ένα μυαλό που παροντικά βρίσκεται στα φόρτε του ορίζοντας νέες ηχητικές αναζητήσεις. Από την άλλη, η επιλογή κομματιών άλλων καλλιτεχνών και η συρραφή τους, του έδωσε την ευκαιρία να παίξει με τις επιρροές του, να αποβάλλει για λίγο την διαδικασία της προσωπικής δημιουργίας και να προβάλλει την αντίληψή του για τα μουσικά δρώμενα μέσα από ένα άλλο πρίσμα.

Όπως και να το δει κανείς ο Hiebden υπήρξε την τελευταία δεκαπενταετία ανήσυχος, πολυγραφότατος και καταλυτικός στον τρόπο που ένα κομμάτι ακροατών βάλθηκαν να αντιμετωπίζουν τη μουσική. Κατά τον γράφοντα, αποτελεί χωρίς δεύτερη σκέψη μία από εκείνες τις περιπτώσεις ατόμων που δεν διστάζεις να χαρακτηρίσεις ως ιδιοφυΐα και που κακά τα ψέματα δεν κάνουν την εμφάνισή τους τόσο συχνά. Δεν ξέρω αν το να συντονιστεί κανείς στους παλμούς του μπορεί να παρομοιαστεί με κεραυνοβόλο έρωτα, μπορώ να διαβεβαιώσω όμως πως η σχέση με τη μουσική του μπορεί να είναι τόσο ουσιαστική όσο η αγάπη την οποία βιώνει κανείς μακροχρόνια και στην οποία επιστρέφει συνεχώς παρ' όλες τις αναθεωρήσεις και αναπροσαρμογές που η ζωή του επιφυλάσσει.

_____

[Πρώτη δημοσίευση: mov., Οκτώβριος 2010]