I Don΄t Wanna Go To Your Party!
Με την ευκαιρία της επανέκδοσης των δίσκων τους, ο Θάνος Σιόντορος τους βαθμολογεί και μονολογεί: Κάθε φράση και ρίγος, κάθε ριφ και ψυχανέμισμα.
Η γνωστή και μη εξαιρετέα Domino Records αποφάσισε προσφάτως να επανεκδώσει τα τρία άλμπουμ των Galaxie 500, προχωρώντας μάλιστα σε πλουσιοπάροχες προσθήκες μιας και στο ντεμπούτο Today κάνει πλέον παρέα το μέχρι τώρα Uncollected, στο On Fire θα βρούμε τα Peel Sessions και στο This Is Our Music τo live με τίτλο Copenhagen. Να λοιπόν μια καλή αφορμή, καινούριοι ακροατές να ανακαλύψουν ένα από τα πιο ιδιοσυγκρασιακά και πανέμορφα μουσικά σχήματα που ξεπήδησε από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Οι Dean Wareham, Damon Krukowski και Naomi Young γνωρίστηκαν όταν ο πρώτος μετακόμισε από τη Νέα Ζηλανδία στη Νέα Υόρκη. Υπήρξαν συμμαθητές στο Λύκειο και μετά συμφοιτητές στο Harvard της Βοστόνης. Μετά την αποφοίτησή τους, σχημάτισαν τους Galaxie 500 για τις ανάγκες των οποίων η Young έμαθε να παίζει μπάσο κυριολεκτικά από το μηδέν, ενώ φρόντισε να επιμελείται έκτοτε επιτυχώς και τα καλαίσθητα γραφιστικά του συγκροτήματος. Ο Krukowski ανέλαβε τα ντραμς και ο Wareham τις κιθάρες και τα φωνητικά (χωρίς να έχει την αποκλειστικότητα όμως). Στα σχεδόν πέντε χρόνια που υπήρξαν μαζί ως μπάντα (1987-1991) κυκλοφόρησαν τα τρία άλμπουμ που προανέφερα, για να ακολουθήσουν μετά τη διάλυση τους και άλλες κυκλοφορίες από ηχογραφήσεις που μέχρι τότε βρίσκονταν στο συρτάρι. Παραγωγός τους και ουσιαστικά ανεπίσημο μέλος της μπάντας ήταν ο Kramer. Πρέπει να σημειωθεί ότι χωρίς αυτόν, δύσκολα ο ήχος τους θα αποκτούσε τον χαρακτήρα που ξέρουμε, κατά συνέπεια η αναφορά του μόνο τυπική δεν είναι.
Διαλύθηκαν την άνοιξη του 1991 μετά από μια μακρά αμερικανική περιοδεία, όπου άνοιγαν τους Cocteau Twins, όταν ο Wareham ανακοίνωσε στους άλλου δύο πως δεν επιθυμεί να συνεχίσει. Σαν μια από τις αγαπημένες τους μπάντες, τους Velvet Underground, καθ' όλη την πορεία τους δε γνώρισαν ιδιαίτερη αναγνώριση αλλά αντιθέτως, μετά τη διάλυσή τους, το θετικό feedback ολοένα και μεγάλωνε και οι αναφορές σε αυτούς πύκνωναν. Σήμερα χαίρουν ιδιαίτερα μεγάλου σεβασμού και είναι συνώνυμο κατά κάποιο τρόπο αυτού που θα χαρακτηρίζαμε ως ένα από τα ουσιαστικότερα και βαθύτερα δείγματα αμερικανικού κιθαριστικού underground (δίπλα σε άλλες σπουδαίες μπάντες όπως οι Yo La Tengo και οι Feelies πχ).
Είναι πράγματι δύσκολο να γνωρίσει κανείς κάποιον θαυμαστή των Galaxie 500 που όταν μιλά γι' αυτούς δεν φωτίζεται το πρόσωπό του και δεν στάζει το στόμα του μέλι. Σα να του δίνεται αυτόματα πιστοποιητικό ποιότητας και μουσικοφιλίας αναφέροντάς τους, ή ακόμα παραπέρα, σα να μιλάει για κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο, κάποιον που έχουν φάει ψωμί κι αλάτι μαζί.
Κοιτώντας ένα-ένα τα πονήματά τους θα προσπαθήσουμε να δούμε το γιατί.
Today (1988)
Αν και τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν συνέχεια στο επόμενο On Fire, πάντα πίστευα ότι το ντεμπούτο τους είναι το πιο συγκλονιστικό δημιούργημά τους. Μπορεί να φταίει ότι αυτό άκουσα πρώτο, συνεπώς οι λόγοι είναι καθαρά βιωματικοί, μα σας εγγυώμαι πως πολύ λίγα άλμπουμ είναι τόσο καθηλωτικά από την αρχή ως το τέλος. Με την πρώτη συγχορδία του Flowers ψυλλιάζεσαι πως κάτι μοναδικό πρόκειται να ακολουθήσει και δεν πέφτεις καθόλου έξω. Η αίσθηση που σου δίνεται ακούγοντας το Today είναι πως αιωρείσαι! Χάνεις την επαφή με το έδαφος και μερικές από τις πιο βαθιές χορδές του εαυτού σου αρχίζουν να πάλλονται. Οι κιθάρες παίζονται από ένα άτομο, σε προ shoegaze εποχές, και άντε να το πιστέψεις. Βιαστήκανε τότε να το πούνε slowcore αλλά είναι από τις περιπτώσεις που ταμπέλες δεν μπαίνουν εύκολα. Τα Parking Lot, Temperature's Rising, Pictures, Oblivious, It's Getting Late και King Of Spain κρύβουν μέσα τους υπέροχες ποπ μελωδίες που αναπτύσσονται αργόσυρτα, σχεδόν τελετουργικά, φλερτάροντας έντονα με τη χαρμολύπη μιας και συναισθηματικά μπερδεύεσαι μην ξέροντας αν πρέπει να μελαγχολήσεις ή να ονειροπολήσεις. Το Instrumental είναι τόσο στιβαρά απέριττο όσο και ο τίτλος του, το Don't Let Our Youth Go To Waste μας θυμίζει τον πραγματικό λόγο ύπαρξης των διασκευών μιας και ένας a capella μονόλογος του Jonathan Richman μετατρέπεται σε αυτοσχεδιαστικό ροκ χείμαρρο και τέλος ...το Tugboat. Το Tugboat είναι από τα πιο όμορφα και συναισθηματικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ όντας ικανό να σε σμπαραλιάσει χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εμποδίζει τις ακτίνες του ηλίου να εισβάλλουν στο χώρο. Εξάλλου όσο και να σας ταρακουνήσει το Today, το πρόσημο στο τέλος είναι πάντα θετικό. Αριστούργημα. (10)
On Fire (1989)
Όπως προείπα θεωρείται το magnum opus της μπάντας και προσπαθώντας να το δω αντικειμενικά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβω το γιατί. Κάθε φράση και ένα ρίγος, κάθε ριφ και ένα ψυχανέμισμα. O χαρακτηρισμός slowcore βρίσκει σίγουρα περισσότερες αιτίες για να αποκτήσει υπόσταση και η ανάπτυξη των κομματιών σε κάνει να αναπνέεις πιο αργά για να μην διαταράξεις το ξεδίπλωμα τους. Μέτρια στιγμή (όπως και στο Today) δε γίνεται να εντοπίσει κανείς και πώς κάτι τέτοιο να συμβεί όταν κομμάτια σαν το Strange ή το Tell Me ξεπηδούν απ' τα ηχεία; Το Another Day -κρίνοντας το με τα σημερινά δεδομένα- λειτουργεί κάπως σαν ακούσιος προπομπός των Damon And Naomi και η χρήση σαξοφώνου στο Decomposing Trees δίνει έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα στο κομμάτι, κάνοντάς το να ξεχωρίζει. Ενίοτε, έχεις την ιδέα πως στο On Fire, οι Velvets τζαμάρουν με τους Joy Division έχοντας καλεσμένους στο στούντιο τον Tom Verlaine (Television) και την Alison Statton (Young Marble Giants) αλλά όλα καταλήγουν σε ένα καθαρά προσωπικό και λίαν αναγνωρίσιμο ήχο. Η διασκευή του άλμπουμ, το Isn't It A Pity του George Harrison, αποτελεί και ένα εκ των highlights αυτού. Στην επανέκδοση βρίσκουμε επίσης τα Victory Garden των Red Crayola και Ceremony των Joy Division. Θεωρώ εξαιρετικό το γεγονός οι μπάντες να μην διστάζουν να εκθέτουν τις επιρροές τους φοβούμενες ότι θα κατηγορηθούν πως πήραν τον εύκολο δρόμο των διασκευών. Ελάχιστοι έχουν τόσο προσωπικό ήχο όσο οι Galaxie 500 και ακόμη πιο λίγοι παρέδωσαν τόσες διασκευές αναλογικά με τον χρόνο στον οποίο έδρασαν. Αυτό όμως θα το συναντήσουμε και παρακάτω. (9.5)
This Is Our Music (1990)
Κοπιάροντας ηθελημένα τον τίτλο του άλμπουμ που ο Ornette Coleman κυκλοφόρησε το 1960, οι Galaxie 500 παρέδωσαν στο κοινό το τρίτο και όπως αποδείχτηκε τελευταίο τους δημιούργημα. Ο ήχος τους γίνεται κάπως πιο στρωτός, όσο κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει βέβαια για το συγκεκριμένο γκρουπ. Το Fourth Of July για παράδειγμα είναι ό,τι πιο κοντά σε "βατό" ποπ/ροκ κομμάτι θα μπορούσαμε να περιμένουμε από αυτούς (ως τότε). Χωρίς να είναι διόλου κακό ή μέτριο, το This Is Our Music, έχοντας να συγκριθεί με τα Today και On Fire, αυτομάτως χάνει μερικούς πόντους, ίσως και άδικα. Άλλες μπάντες δεν κυκλοφόρησαν σε ολόκληρη την καριέρα τους lp τέτοιου επιπέδου κι όμως όταν έχουμε να κάνουμε με τους Galaxie 500, αναφερόμαστε σε πτωτική πορεία... Την παράσταση κλέβει περίτρανα ακόμη μία διασκευή. Το υπνωτικό Listen The Snow Is Falling της Yoko Ono, στο οποίο η Naomi Young δίνει ερμηνευτικά σεμινάρια ενώ οι άλλοι δύο ζωγραφίζουν καθώς το κομμάτι φανερώνει σταδιακά το μεγαλείο του. Τα Summertime, King Of Spain-Part Two και Melt Away ξεχωρίζουν επίσης, ενώ προσωπικά θα σταθώ και στην γλυκιά φολκ αφέλεια του Way Up High παρόλο που γενικά αντιμετωπίζεται ως αδύναμη στιγμή. Στην επανέκδοση προσθέστε και το Here She Comes Now των Velvet Underground. Αξιοπρεπέστατος, για να μην πω εντυπωσιακός, τρόπος να κλείνεις την καριέρα σου το αντίο των Galaxie 500. Μάλλον δεν επιθυμούσαν να δουν την φθορά να έρχεται (...ο Wareham σίγουρα δηλαδή). Και καλά έκαναν. (8)
Uncollected (2004)
Εμφανίστηκε ως μέρος του box-set που είχε τίτλο το όνομά τους, αλλά και ως αυτούσια κυκλοφορία αργότερα. Περιέχει μερικές ακόμη διασκευές και σκόρπιες ηχογραφήσεις από eps ή απλά κομμάτια που δεν είχαν δει το φως της δημοσιότητας ως τότε. Στο ήδη αλαφροΐσκιωτο Blue Thunder προστίθεται σαξόφωνο, το Crazy αποδεικνύει ότι η κολεγιακή ποπ μπορεί να είναι αρκούντως σκεπτόμενη αν θέλει και στο Walking Song οι Galaxie 500 σχεδόν γκρουβάρουν. Οι Beatles και οι Rutles (Cheese And Onions) συνευρίσκονται παραδόξως στον ίδιο χώρο αν και οι πρώτοι φρόντισαν να τα μπλέξουν πρώτα με τον Jonathan Richman σε ένα εμπνευσμένο και καταιγιστικό live πάντρεμα του Rain με το Don't Let Our Youth Go To Waste. Από το πάνθεον των διασκευών δεν γλύτωσαν ούτε οι Young Marble Giants (Final Day). Γενικότερα, το Uncollected είναι απαραίτητο συμπλήρωμα σε όποιον αποφασίσει να γνωρίσει καλά την μπάντα αλλά ας ξεκινήσει καλύτερα με ορθολογικό τρόπο την γνωριμία του και όχι από εδώ. (7)
Copenhagen (1997)
1η Δεκέμβρη 1990, τελευταία στάση της τελευταίας ευρωπαϊκής τους περιοδεία η Κοπεγχάγη. Με λίγα λόγια οδεύουμε προς το τέλος και όχι τυχαία, αρκετά χρόνια μετά την διάλυση του γκρουπ, επιλέγεται το συγκεκριμένο live να δει το φως της δημοσιότητας. Από το setlist απουσιάζει εκκωφαντικά το Today, με εξαίρεση το "δικό τους" πια Don't Let Our Youth Go To Waste. Αμφιβάλλω αν κανείς ανακαλεί βέβαια την αρχική εκτέλεση του φουκαρά του Jonathan. Δεν ξέρω αν θα ξαναδοθεί στο κοινό η ευκαιρία να δει ζωντανά το χαρισματικό τρίο και για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω αν και κάτι τέτοιο θα πρόσθετε πόντους στην αίγλη τους. Όπως δήλωσαν κάπου μέσα σε χιουμοριστικό κλίμα, με αφορμή τις επανακυκλοφορίες, πρέπει να είναι η μόνη μπάντα από εκείνα τα χρόνια που δεν έχει επανασυνδεθεί. Όποιος λοιπόν θα ήθελε μια γεύση των τριών επί σκηνής, ας αρκεστεί σε αυτήν την ηχογράφηση η οποία κακά τα ψέματα δεν φτάνει το επίπεδο εκείνων του στούντιο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν αξίζει τον κόπο. Κάθε άλλο. (7)
Peel Sessions (2005)
Δύο φορές επισκέφτηκαν τα στούντιο του BBC οι Galaxie 500 και η παρουσία τους εκεί άφησε κληρονομιά οκτώ κομμάτια. Οι σημαντικές προσθήκες είναι τα Moonshot της Buffy St. Marie και το Submission των Sex Pistols. Ο χαρακτηριστικός τους ήχος τυλίγει οτιδήποτε αποφασίζουν να πιάσουν στα χέρια τους για μια ακόμη φορά αυτό είναι ένα από τα ξεκάθαρα στοιχεία που τους κάνει μοναδικούς. Το τραγούδι των Pistols για παράδειγμα, ακούστε πως αποκτά μια στιλάτη, σχεδόν τρεμουλιαστή ραχοκοκαλιά που διατηρεί την αρχική δυναμική αλλά το μετατρέπει σε κάτι εντελώς καινούριο. Είναι ξεκάθαρο πως δεν έπαψαν ποτέ να ανοίγουν διάλογο με τις ρίζες τους και όπως πολύ εύστοχα έγραψε ο Mark Richardson του Pitchfork, κάποια στιγμή έγιναν οι ίδιοι μέρος της ιστορίας που αγαπούσαν. Ίσως για τους συγκεκριμένους, να μην υπήρχε μεγαλύτερη ανταμοιβή. (7.5)
Οι Damon Krukowski και Naomi Young μετά την διάλυση του γκρουπ, κυκλοφόρησαν κάποια κομμάτια που είχαν ήδη έτοιμα, ως Pierre Etoile. Μάλιστα, δεν σκόπευαν να ασχοληθούν με κάτι παραπέρα από την μέχρι και σήμερα ασχολία τους ως εκδότες, αλλά ο Kramer τους έπεισε να ξαναμπούν στο στούντιο και έκτοτε ηχογραφούν ως Damon And Naomi. Στα σχεδόν 20 χρόνια από το ντεμπούτο τους More Sad Hits έχουν δώσει ουκ ολίγα δείγματα εξαιρετικής μουσικής γραφής σε πιο φολκ και ακουστικούς τόνους από εκείνους των Galaxie 500. Εξέχουσα υπήρξε η συνεργασία τους με τους ιάπωνες Ghost και επίσης για ένα διάστημα συμμετείχαν στο βραχύβιο, πιο ψυχεδελικών προεκτάσεων γκρουπ με όνομα Magic Hour.
Ο Dean Wareham σχημάτισε τους πιο στρωτούς αλλά και πάλι υπέροχους Luna, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν μεταξύ 1991 και 2004, δίνοντας στον εαυτό του τη δυνατότητα να υλοποιήσει και κάμποσες από τις πιο εξωστρεφείς ιδέες του. Εξάλλου, ανέκαθεν ήταν (τηρουμένων των αναλογιών...) πιο "σταρ" και λιγότερο χαμηλών τόνων από τους άλλους δύο, αφήνοντας αυτό το ιδιαίτερο ταίριασμα των προσωπικοτήτων τους να στιγματίσει μια και καλή τον χαρακτήρα των Galaxie 500. Σήμερα, ηχογραφεί με τη σύζυγό του και μέλος των Luna (από το 2001 κι έπειτα) Britta Phillips, υπό το όνομα... Dean And Britta!
Ως επίλογο αντί να αφεθώ σε άλλο ένα συναισθηματικό-αυτοβιογραφικό παραλήρημα, επέλεξα ένα βίντεο στο οποίο ακούγεται το Tugboat. Δε νομίζω ότι υπάρχει καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξω τις 1875 λέξεις που προηγήθησαν.