Γαλλικά και πιάνο

Πώς έφτασε ως τη γενιά των trappers μια ιστορία χειραφέτησης και αντιδράσεων από την Ελλάδα του 19ου αιώνα

Η Ιστορία διέθετε ανέκαθεν εξαιρετικά ειρωνικό πνεύμα. Το χθεσινό προοδευτικό γίνεται συντηρητικό, το απελευθερωτικό καταναγκαστικό και ... η ζωή συνεχίζεται. Του Χάρη Συμβουλίδη

Γαλλικά και πιάνο«Ξέρει γαλλικά και πιάνο/όταν βογκάει είναι σοπράνο», ριμάρει ο iLLEOo στο τραγούδι του "Γαλλικά Και Πιάνο" (2018)· επικαιροποιώντας έτσι για την trap γενιά μια φράση με μεγάλη εγχώρια ιστορία. Τόσο μεγάλη, όμως, ώστε έχουν πια ξεχαστεί οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν ενάντια σε όσες γυναίκες έσπευσαν να πραγματώσουν το «γαλλικά και πιάνο» ιδανικό – στην ίδια μάλιστα κοινωνία που το αναγόρευσε σε αξία.

Η Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν τόπος αντιφάσεων, πιο έντονων από τις σημερινές. Οι επαρχίες ζούσαν με τον δικό τους πατροπαράδοτο ρυθμό όντας μάλλον καχύποπτες για τα κελεύσματα της νεωτερικότητας, τα Επτάνησα παρέμεναν σταθερά προσηλωμένα στην Ιταλία, ο πιο λαϊκός κόσμος των αστικών κέντρων συντονιζόταν με την καθ' ημάς Ανατολή (όπως έδειξε η υποδοχή των καφέ αμάν) και οι εύπορες μεσαίες τάξεις ήθελαν διακαώς να εξευρωπαϊστούν. Μιμούμενες λοιπόν τα όσα λάμβαναν χώρα στις μητροπόλεις της Δύσης, εισήγαγαν τη «γαλλικά και πιάνο» κουλτούρα τόσο ως επιβεβλημένη μορφωτική αξία για τα παιδιά τους, όσο και ως σημάδι κοινωνικού στάτους. Πρόκειται μάλιστα για φαινόμενο που ξεπερνά τα τότε σύνορα του ελληνικού κράτους: η Merih Erol, ιστορικός της ύστερης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχει δείξει π.χ. ότι και για την Κωνσταντινούπολη της ίδιας εποχής το πιάνο αποτελούσε «σύνορο» διαχωρισμού των ανώτερων στρωμάτων, από τα υπόλοιπα. [σημ. 1]

Eugène CarrièreΑλλά το Δυτικό αυτό «πακέτο» υπονόμευε ταυτόχρονα τους διακριτούς για τα χρόνια εκείνα ρόλους των φύλων: ως εκπαιδευτικό δηλαδή ιδεώδες μιας σωστής αστικής ανατροφής, απευθυνόταν και στις γυναίκες. Έτσι, μη θέλοντας ασφαλώς να παρεκκλίνουν από τα ευρωπαϊκά ήθη, οι εύπορες οικογένειες των ελληνικών αστικών κέντρων δέχτηκαν την κατ' οίκον διδασκαλία των θυγατέρων τους στο πιάνο ή την εγγραφή τους σε μουσικούς συλλόγους (και στο Ωδείον Αθηνών, από το 1871 κι έπειτα). Δίχως άλλωστε γαλλικά και πιάνο, μειώνονταν σημαντικά οι πιθανότητες ενός «καλού» γάμου. Την ανάγκη αναγνώρισαν μάλιστα και διάφορα ιδιωτικά παρθεναγωγεία, εντάσσοντας έτσι το πιάνο (κλειδοκύμβαλο, στην ορολογία της εποχής) στην προαιρετική τους ύλη.

Ίσως σήμερα δεν μας φαίνεται τόσο σπουδαίο, όμως για τις νέες γυναίκες της Ελλάδας του 19ου αιώνα το «παράθυρο» που ξάνοιγε αυτό το δικαίωμα στο πιάνο, αποδείχθηκε μεγάλης σημασίας. Νεότερες λ.χ. ερευνήτριες σαν την Αντωνία Μερτύρη έχουν σταθεί με ιδιαίτερη προσοχή στον ρόλο που έπαιξε στη γενικότερη προσπάθεια υπέρβασης των προκαταλήψεων εκείνων των καιρών [σημ. 2]. Το πόσο έντονες ήταν, το δείχνει η αναστάτωση που προκάλεσε η Σεβαστή Καλλισπέρη το 1884, όταν έγινε η πρώτη γυναίκα που αιτήθηκε να δώσει εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή – με τους μεν καθηγητές της να το επιτρέπουν, μα το υπουργείο Παιδείας να το αρνείται επισήμως, επικαλούμενο το φύλο της. [σημ. 3]

Τη σημασία αυτή του πιάνου, όμως, έπιασαν παράλληλα και οι συντηρητικοί κύκλοι που καιροφυλακτούσαν να πολεμήσουν οποιονδήποτε νεοτερισμό απειλούσε τις κοινωνικές νόρμες. Καθώς λοιπόν το πιάνο γνωρίζει ευρεία διάδοση κατά τις δεκαετίες του 1870 και 1880, μερίδα του Τύπου αρχίζει να μιλά για «κλειδοκυμβαλομανία» και να φαντάζεται διάφορα δεινά για τη σωματική, μα και την ψυχική υγεία όσων κοριτσιών σπούδαζαν μουσική.

Στην αντιτρικουπική της φάση, η Εφημερίς –η πρώτη καθημερινή πολιτική εφημερίδα στην Αθήνα– υπήρξε συχνός τόπος τέτοιων σχολίων, με ανώνυμο π.χ. αρθρογράφο να επισημαίνει ότι «δεν έχομεν ανάγκην πληθύος μετρίων κυμβαλιστριών, αλλά δροσερών νεανίδων, υγιών το πνεύμα και το σώμα, και ικανών όπως βαστάσωσι την μητρότητα και τα άχθη της οικοδεσποίνης». [σημ. 4] Στον αγώνα μάλιστα επιστρατεύτηκαν και γυναίκες της παλαιάς σχολής, οι οποίες διόλου δεν ενστερνίζονταν τις καινούριες τάσεις. Σαν την παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά, που το 1876 εξαπέλυσε μύδρους κατά της πιανιστικής διδασκαλίας, ισχυριζόμενη ότι γίνεται μέσο «εις διέγερσιν ανοικείων εις κόρην και νοσωδών αισθημάτων, παρορμώσα εις ματαιόσχολόν τινα ρεμβασμόν, εν ω ματαίως αναλίσκονται οι θησαυροί της γυναικείας καρδίας». [σημ. 5]

Μπετίνα ΦραβασίληΜε απλά λόγια, υπερβαίνοντας την καθαρεύουσα της εποχής, η αναγκαία για την επίτευξη ενός καλού γάμου εκμάθηση πιάνου λογιζόταν ταυτόχρονα ως κάτι που είχε τη δύναμη να στρέψει μια νέα κοπέλα μακριά από τον παραδοσιακό της ρόλο ως μητέρα και οικοδέσποινα, ξυπνώντας της άλλες φιλοδοξίες. Δεν λέγεται βέβαια ξεκάθαρα, όμως η ανησυχία ήταν ότι οι γυναίκες θα προσπαθούσαν να διεκδικήσουν συμμετοχή σε σφαίρες δράσεις που λογίζονταν ως «ανδρικές». Όπως και πράγματι έγινε, έστω και δειλά, με φιγούρες σαν την Έφη Εμπεδοκλή ή τη Μπετίνα Φραβασίλη, οι οποίες ακολούθησαν επαγγελματική σταδιοδρομία ως δασκάλες πιάνου. Η Εμπεδοκλή, μάλιστα, χρειάστηκε να τσακωθεί με την οικογένειά της για να μπορέσει να αναλάβει το πόστο που της πρότεινε το Εθνικό Ωδείο (1893).

Από το 1891 κι έπειτα, το Εθνικό Ωδείο άνοιξε τις πόρτες του και στα υπόλοιπα στρώματα, δίνοντας την ευκαιρία και σε κορίτσια φτωχότερων οικογενειών να έρθουν σε έμπρακτη επαφή με τη μουσική. Το «γαλλικά και πιάνο» ιδεώδες άρχισε έτσι να διαχέεται ταξικά, μέχρι που, δεκαετίες αργότερα –στον απόηχο των μετασχηματισμών της Ελλάδας μετά τα Μικρασιατικά και την Κατοχή– κατέληξε καρικατούρα: μια περιπαιχτική αναφορά στις αξίες μιας παρελθούσας εποχής, μέσω των οποίων προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν το νεοαποκτηθέν τους στάτους οι όποιοι τυχεροί της κοινωνικής κινητικότητας, συχνά αγνοώντας ότι ο κόσμος είχε στο μεταξύ αλλάξει και ήταν π.χ. πιο χρήσιμο να μαθαίνει κανείς αγγλικά. Με αυτήν ακριβώς την κωμική ιδιότητα έφτασε λοιπόν και στον iLLEOo, έχοντας πλέον ταξιδέψει πολύ μακριά από την αρχική του ιστορία και από τα όσα σηματοδότησε για πολλές γυναίκες του 19ου αιώνα.

Σημειώσεις

[1] Merih Erol, «The “Musical Question” and the educated elite of Greek Orthodox society in late nineteenth-century Constantinople», Journal of Μodern Greek Studies, vol. 32, no. 1 (2014), σελς. 133-163.

[2] Αντωνία Μερτύρη, Η Καλλιτεχνική Εκπαίδευση των Νέων στην Ελλάδα 1836-1945, μέρος δεύτερο (Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς – Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, 2000).

[3] Η Καλλισπέρη έγινε τελικά δεκτή στη Σορβόννη και δίδαξε γαλλικά στο Αρσάκειο μετά το πέρας των σπουδών της, ενώ το 1895 διορίστηκε επιθεωρήτρια όλων των δημοτικών σχολείων θηλέων της χώρας. Βλέπε περισσότερα στο Μαριάνθη Μπέλλα, «Σεβαστή Καλλισπέρη (1858-1953)», Κριτική Παιδαγωγική (Σεπτέμβριος 2014).

[4] Παρατίθεται στο Μαρία Μπαρμπάκη, Οι Πρώτοι Μουσικοί Σύλλογοι της Αθήνας και του Πειραιά και η Συμβολή τους στη Μουσική Παιδεία 1871-1909, διδακτορική διατριβή (Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, 2009), σελ. 163.

[5] Παρατίθεται στο Ελένη Φουρναράκη, Εκπαίδευση και Αγωγή των Κοριτσιών - Ελληνικοί Προβληματισμοί (1830-1910): Ένα Ανθολόγιο (Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς – Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών ΕΙΕ, 1987), σελς. 270-278.