Για το 4 ½ του Αντώνη Λιβιεράτου

Αυτό το κείμενο ..δεν είναι μια τυπική κριτική. Κατά μία έννοια είναι κάτι παραπάνω, ίσως και ουσιωδέστερο. Του Στυλιανού Τζιρίτα

Αντώνης ΛιβιεράτοςΔεν μου είναι καθόλου δύσκολο να μιλήσω και να γράψω για τον Αντώνη Λιβιεράτο. Τον έχω γνωρίσει τολμώ να πω και από την καλή και από την ανάποδη. Η καλή είναι αυτή του ακροατή, του μουσικού και κριτικού που τον παρακολουθούσε, είτε επί σκηνής είτε επί των δίσκων του από τη δεκαετία του ‘80 (είχαμε μοιραστεί και συναυλιακό bill στην παρουσίαση του ‘Heatwave’ στο Rodon, αυτός με τους Κεφάλαιο 24, εγώ με τους Feedbacking the Grass), όλα δε τα παραπάνω πόστα με είχαν σε μία θέση κυριολεκτικά σεβασμού απέναντι σε έναν μουσικό και συνθέτη ο οποίος έχει καταχωρήσει το στίγμα του, καταφέρνοντας αν μη τι άλλο στον εσώτερο κύκλο Ελλήνων ακροατών να ξεφύγει πολύ γρήγορα από το ανέκδοτο που αφορούσε τον συνονόματό του μουσικό ο οποίος κινείται σε εντελώς άλλες σφαίρες.

Και δεν είναι διόλου εύκολο να ξεφύγεις από τον ανεκδοτολογικό χώρο όταν κάνεις μουσική και δισκογραφία στην Ελλάδα. Και δεν το λέω με ηρωικό τρόπο αλλά με απόλυτα ρεαλιστικό. Είσαι έρμαιο της κάθε καινούργιας γνωριμίας ή του ανοίγματος στον οικογενειακό κύκλο ο οποίος στο κολλάει το «παίζεις μουσικούλα;» και «είσαι σε συγκροτηματάκι;», ειδικά όταν η σχέση του απέναντι σου με τη μουσική έχει ως παρακαταθήκη μόνο τα εφηβικά ακούσματα και από εκεί και πέρα τον όποιο συρμό και συνειρμικό ηχητικό της κάθε εποχής και μόδας. Και ο Λιβιεράτος το ήξερε και το γνωρίζει αυτό και αρνήθηκε, με το μόνιμο μειλίχιο (με υποψίες σαρκαστικού) χαμόγελο του, να πέσει σε τέτοια κατηγορία. Από την εμφάνιση του στα δρώμενα διεκδίκησε να λογίζεται ως συνθέτης. Όχι με στόμφο, αλλά στα σίγουρα αδιαπραγμάτευτα. Και αυτόν ακριβώς τον Λιβιεράτο ήξερα και σεβόμουν μέχρι και που τον γνώρισα (και από την ανάποδη) το 2011 με αφορμή μία κυκλοφορία που μου την προσκόμισε ο ίδιος για να την κάνω review στον Ήχο (πρόκειται για το θαυμάσιο ‘The Red Giant Meets The White Dwarf’, αποτέλεσμα σύμπραξης των Κεφάλαιο 24 με τον Philippe Petit).

Αντώνης ΛιβιεράτοςΑπό εκεί και πέρα τα πράγματα άλλαξαν διότι συνεργαστήκαμε ποικιλοτρόπως. Έπαιξα ως guest στους Κεφάλαιο 24, έπαιξε στη μπάντα την οποία διατηρούσα είχα τότε, έπαιξε και ενορχήστρωσε δίσκο μου, ενώ παράλληλα ηχογράφησε για διάφορα project του label που διατηρώ, της A Man out of A Man, εσχάτως μάλιστα διασκευάζοντας το ‘Angel’ από τον τελευταίο δίσκο των Last Drive για τις ανάγκες της συλλογής ‘NOT the Last Drive’. Όλα τα παραπάνω με καθιστούν τα μάλα αρμόδιο να μιλήσω για τον καινούργιο του δίσκο, μόνο όμως από πλευράς μουσικής, διότι σε ηθικό επίπεδο ο αναγνώστης (και δικαίως) θα σκεφθεί ότι είμαι προκατειλημμένος θετικά απέναντι του. Σωστό, αλλά δεν είμαι. Έχω πολλές φορές σηκώσει το φρύδι με τους Dr. Atomic, θεωρώντας ότι (αυτο)βαυκαλίζονται, έχω ακούσει προσωπικά του έργα που δεν μου άρεσαν, έχω πει μέσα μου ενώ παίζουμε «σπάσε το ρε Αντώνη, μην πας πάλι στους Genesis». Είναι μουσικός που μου αρέσει να με εκνευρίζει, διότι σε αντίθεση με πολλούς μούχτουλους της ημεδαπής και της αλλοδαπής, ακόμα και όταν σιχαίνομαι αυτό που παίζει ο άνθρωπος έχει παίξει κάτι σωστό, και αυτό από μόνο του είναι μία κατάκτηση, ειδικότερα όταν μιλάμε για αυτοσχεδιασμό πάνω στη σκηνή.

Και ενώ ο Αντώνης Λιβιεράτος είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εκτός του ότι είναι από τους πλέον ψύχραιμους που προσωπικά έχω γνωρίσει, π.χ. όταν το μαχαίρι φτάνει στο λαρύγγι με μουσικές αντιμαχίες και φιλονικίες μέσα στο στούντιο, εντούτοις είναι ένας στυλίτης αναφορικά με τις επιρροές του. Με τον ίδιο τρόπο που οι μορφές αυτές βίωναν έναν αυθεντικό μοναχισμό για να καταλάβουν τη φύση του εσώτερου θρησκεύματος τους. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Λιβιεράτος στέκει απέναντι στους ήχους που τον έπεισαν τολμώ να πω να γίνει καλλιτέχνης και συνθέτης. Και μπορεί να υποστήριξε και να αγάπησε το punk, αλλά η καρδιά του Λιβιεράτου χτυπά μεταξύ των ετών 1971 και 1975. Ακόμα και μια μπάντα η οποία στην Αμερική θεωρήθηκε το απαύγασμα των εστέτ αναφορικά με το νέο κύμα κάπου εκεί στα μέσα των 70s, οι Pere Ubu δηλαδή, ακόμα και αυτοί art rock είναι. Προσοχή. Δεν έχουμε να κάνουμε μήτε με οπαδό του progressive (όπως το λέμε πια μετά την αποφοίτηση μεταλλάδων από κονσερβατόρια όπου και βρήκαν μία νησίδα για να ακουμπήσουν τα άλλοθι τους) μήτε για δεινοσαυρικό rock σαν αυτό που ταμπελοποίησε και κυνήγησε στην ημεδαπή το Ποπ&Ροκ ξεκινώντας ένα άτοπο κυνήγι μαγισσών και στρεβλώνοντας για πολλά χρόνια την πραγματικότητα, μέχρι κάποια στιγμή να ξεστραβωθούμε οι τότε νεανίες και να πούμε «τι λες ρε μάστορα, στα τέτοια μας οι ELP,  αλλά οι Soft Machine και οι Van der Graaf Generator κάνουν περιτομή σε πολλά ύστερα τους».

Αντώνης ΛιβιεράτοςΤο στιλιστικό, σοφιστικέ και πανσπερμικό καλειδοσκόπιο εκείνης της εποχής, με τελειωμένη πια την ψυχεδέλεια, έχοντας αποταμιεύσει τα καλά στοιχεία, αυτής και του acid, αυτό ακριβώς το σκεπτόμενο rock της μεσαίας τάξης αγάπησε και εφήρμοσε ο Λιβιεράτος, ειδικά από τότε που αποφάσισε με τους αδελφούς Μπουλουχτσή να ξεκινήσουν τους Κεφάλαιο 24. Και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Λιβιεράτος όταν κάνει straight rock, όπως με τους Dr. Atomic, σε αφήνει με την αίσθηση ότι περισσότερο το ξέδωμα μίας συγκεκριμένης πλευράς του εκφράζει, παρά τη βασική του οδό συνθετικής επιλογής. Και ο δίσκος ο οποίος αποτελεί αφορμή για το παρόν άρθρο είναι στα αυτιά μου και σε συζητήσεις πολύ καιρό πριν από την έκδοσή του από την Puzzlemusik. Το «4 ½» ο Λιβιεράτος το έχει παιδέψει πολύ μέσα στο μυαλό του προσπαθώντας να σμιλεύσει έναν λόγο (μουσικό και στιχουργικό) ο οποίος θα είναι όχι μόνο καίριος, αλλά και σύγχρονος, γνωρίζοντας το πόσο δύσκολο είναι να επιστρέφεις στον ελληνικό στίχο μετά από τόσα χρόνια. Και επίτηδες δεν ζήτησα να ακούσω τίποτα όλον αυτό τον καιρό που μου τον ανέφερε σε κουβέντες μας, ήθελα να ακούσω το τελικό αποτέλεσμα και όχι την κατά τόπους προσθήκη δοκαριών και τάκων, όπως δηλαδή κτίζεται ο κάθε δίσκος που βαδίζει περά από τη λογική του «1, 2, 3 πάμε».

Ο Λιβιεράτος είναι πραγματικά και χωρίς υπερβολή από τους καλύτερους χτίστες που έχουμε εγχωρίως. Δώσε του μισή νότα, εξήγησε του τι θέλεις και ξεκινά να χτίζει. Προσοχή, όχι απευθείας, αλλά μετά από σκέψη. Πόσο μάλλον όταν έχει να κάνει με δικό του υλικό. Έχει μια αναγνωρίσιμη από τους ακολουθητές ακροατές του δομικότητα, την οποία δεν την εξαγνίζει με κανέναν τρόπο, πάντα τη βάζει να υπηρετεί τον αρχικό σκοπό για τον οποίο γράφτηκε. Υπάρχουν συνθέτες και ενορχηστρωτές της underground ημεδαπής όπως ο καταπληκτικός Κώστας Στεργίου (Misuse/ Purple Overdose κ.ά.) οι οποίοι υπηρετούν την παραγωγή του δίσκου και βαδίζουν με ανάλογο οπλοστάσιο. Ο Λιβιεράτος σε αντίθεση με αυτό είναι διανοούμενος του ήχου. Πρώτα βρίσκει το εννοιολογικό πρόθεμα της σύνθεσης και μετά προχωρά χωρίς εκπτώσεις στην ενορχήστρωση. Αυτό σε κάποιες φάσεις μπορεί να ξενίσει τον ακροατή ο οποίος περιμένει να ακούσει μια ομοιογενή λογική, τούτο όμως δεν απασχόλησε ποτέ τον χολαργιώτη συνθέτη. Και αυτή η οπτική είναι περίτρανα απλωμένη και στο ‘4 ½’. Ένας απόλυτα προσωπικός δίσκος του οποίου το κλειδί έχει ως εξής: ήχοι που έχουν εγκατασταθεί στο συνειδητό (και ασυνείδητο) του συνθέτη, ήχοι που τολμάει στον δίσκο αυτό να τους μεταμορφώσει ή να τους φέρει και αυτούσιους, θυμίζοντας πότε αλά-Hammill κορυφώσεις και πότε Doors χωρίς την έπαρση του Morrison, ενίοτε δε τρυπώνουν και κάτι Floyd-ιές της πρώτης περιόδου, λέξεις και νοήματα που αυτές συνθέτουν και που δεν έχουν να κάνουν με την αντίληψη του συνθέτη γύρω από τον κόσμο, αλλά με τον ψυχισμό του συνθέτη στη βιόσφαιρά του. Και αυτό είναι κάτι που σπανίως βλέπουμε στην ελληνική δισκογραφία όπου εσώτερος κόσμος λογίζεται η καταγραφή της ανασφάλειας. Ο εσώτερος όμως κόσμος του Λιβιεράτου όπως καταγράφεται στο δίσκο μπορεί να εμπεριέχει (απολύτως φυσιολογικά) και σύνδρομα και ανασφάλειες, αλλά ακριβώς επειδή έχουμε να κάνουμε με καλλιτέχνη και όχι απλά με έναν χειριστή οργάνων, αυτό που ακούμε στους στίχους είναι η μετάπλαση των συνδρόμων σε σκωπτικό μονόκλ απ’ όπου και παρατηρεί εαυτόν και τον κοινωνικό περίγυρο. Δεν ξέρω αν θα μείνει και αν θα επιτύχει εμπορικά αυτός ο δίσκος, το σίγουρο όμως είναι ότι φωνάζει από μόνος του ότι τόσο η διαδικασία κατασκευής του όσο και το αποτέλεσμα αποτελεί για τον Λιβιεράτο κατάθεση κομβικής σημασίας. Και το βαρύνων στοιχείο αυτού του κομβικού δεν έχει να κάνει μόνο με τις νότες του και την ενορχήστρωση ή/και με τον λόγο, αλλά και με την αλληλεπίδραση με ανθρώπους με τους οποίους εδώ και χρόνια ο Λιβιεράτος κυριολεκτικά αναπνέει παράλληλα. Ο Γιάννης Τρυφερούλης, ο Άκης Μπογιατζής αλλά και τα δύο τέκνα του Αντώνη Λιβιεράτου, ο Ηλίας και η Νεφέλη, είναι όλοι παρόντες (βάλτε όμως και το θαυμάσιο τενόρο σαξόφωνο του Τάσου Κάτσαρη σε δύο συνθέσεις). Και ο καθείς αναλαμβάνει να προσδώσει όχι μόνο τη δική του πινελιά, αλλά και να επαναπροσδιορίσει τις λέξεις «σημαντικό» και «ουσιώδες» για τον σύνθετη.

4 ½Μπορεί στο ‘Συμβαίνει τακτικά’ η κιθάρα να είναι ενοχλητικά σπιτική σε επίπεδο χώρου, μπορεί η φωνή της Νεφέλης Λιβιεράτου να τηρεί αποκλειστικά και μόνο τα κριτήρια της οικογενειακής θαλπωρής του δίσκου στη σύνθεση, το αποτέλεσμα όμως είναι άμεσο στην ακρόαση αυτού του δίσκου. Έχει δε το εξής περίεργο: είναι δίσκος ακρόασης, όχι όμως με τον μεγαλόσχημο τρόπο που θέλει τον ακροατή προσηλωμένο σε αυτόν και ακίνητο μπροστά στα ηχεία του. Αντιθέτως, μπορεί να τον συντροφέψει και στην καθημερινότητα του σπιτιού, έχοντας μάλιστα το προτέρημα να σε ξεκουνάει ανά στιγμές και να προσέχεις διαφορετικά σημεία κάθε φορά που επιστρέφεις σε αυτόν. Είναι όμως δίσκος ακρόασης με την έννοια ότι μόνο αν τον ακούσεις καθ’ ολοκληρίαν θα καταλάβεις το νόημα του. Και μόνο τότε κατά τη γνώμη μου θα συλλάβεις το πλήρες σύμπαν του. Εν τούτοις διαφωνώ με το εξώφυλλο, διότι θεωρώ ότι το χιούμορ του έρχεται σε αντίστιξη με την πολλαπλή ανάγνωση στίχων. Θα μπορούσε να κρατηθεί μία λογική τύπου ‘Here comes the warm jets’ όπου καθημερινότητα, χιούμορ και δεύτερο επίπεδο οπτικής ενυπάρχoυν. Και θα ήταν ταιριαστό διότι όπως ακριβώς η τότε σύντροφος του Eno (Carol McNicoll) κατασκεύασε έναν προσωπικό βωμό του πρωταγωνιστή του δίσκου (προσοχή, όχι βωμό αυτοαποθέωσης, αλλά ύπαρξης της ίδιας της πρωτεύουσας του HCtWJ) έτσι και εδώ, ακριβώς λόγω της λογικής του δίσκου στην κατασκευή του θα μπορούσε να τηρηθεί μια ανάλογη κλίμακα εικόνων. Εξάλλου η Puzzlemusik έχει στο παρελθόν της ένα ανάλογο εξώφυλλο, το ‘Kafka’ του Sokos. Θα ήταν έτσι κι αλλιώς μία ενδιαφέρουσα σημειολογία.