Για το ‘Manafon’ του David Sylvian: Ο θρίαμβος μίας εγγλέζικης φωνής

Πέρα από μοδάτα και ανούσια παιχνίδια των κοινωνικών μέσων, τα δέκα χρόνια πάντως είναι ένα ικανό διάστημα για να κοιτάξεις με νέο μάτι έναν δίσκο. Του Στυλιανού Τζιρίτα

David SylvianΤο ‘Manafon’ του David Sylvian στέκει ακόμα και σήμερα, 10 χρόνια μετά την έκδοση του (κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβρη του 2009) ως ένας θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος. Ίσως ακούγεται υπερβολική μία τέτοια θεώρηση, αλλά είναι ελάχιστες οι φορές που στους δίσκους μπορείς να ακούσεις τον καλλιτέχνη και όχι την εικόνα του.

Ο Sylvian ανακάλυψε μία καινούργια γαία σε αυτή την ηχογράφηση, μία περιοχή την οποία και ο ίδιος είχε μόλις υποψιαστεί και ισόποσα αφήσει να εννοηθεί σε προηγούμενες καταθέσεις του. Με καλεσμένους στις ηχογραφήσεις ανθρώπους των οποίων η μουσική διάσταση δεν αφήνει παρά μόνο σε αδαείς και κακεντρεχείς αμφισβήτηση (μεταξύ αυτών Fennesz, John Tilbury και Keith Rowe) οδήγησε την σχετικά πολυπληθή ομάδα του (συνολικά 14 μουσικοί) σε μία καινοτόμο ηχογράφηση. Το καινοτόμο αφορά περισσότερο το ύφος και λιγότερο την ίδια τη μεθοδολογία παραγωγής, αν και ειπώθηκαν πολλά και γι’ αυτήν, μιας και ο Εγγλέζος πήρε τις (χωρίς προσχεδίασμα) ηχογραφήσεις που έκανε για κάθε σύνθεση, με 5 κάθε φορά από τους μουσικούς, και τις μετέτρεψε σε πλήρεις συνθέσεις μέσω της μίξης μερικούς μήνες αργότερα, πειράζοντας ελάχιστα στοιχεία από τις αρχικές αποτυπώσεις, όπως διευκρίνισε, κρατώντας μάλιστα σε μερικές αυτούσια την καταγραφή του session.

Το καινοτόμο περισσότερο έχει να κάνει με τη σύμπλευση στοιχείων που επιχείρησε (και πέτυχε) ο Sylvian. Φυσικά και έχουμε ακούσει αυτοσχεδιασμό (πολυτροπικό και πολυφασικό) από όλους αυτούς (με μερικούς μάλιστα να έχουν ξανασυναντηθεί σε δίσκους). Και φυσικά έχουμε ξανακούσει στίχο, λόγο και τραγούδι πάνω από αυτοσχεδιαστικές τροπές. Όμως καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε αν έχουμε ξανακούσει pop (ναι, pop) λογική τραγουδιού πάνω από αυτοσχεδιασμό. Μήτε στον πρώτο δίσκο των Soft Machine -ή μάλλον μόνο εκεί- είχαμε κάποια σαφή ψήγματα. Και από τη στιγμή που μπαίνουν οι Soft Machine ως αναφορά, γίνεται φανερό ότι με τον όρο pop δεν εννοούμε τους Maroon 5, ή για να πάμε σε παλαιότερους δοκούς του είδους, τους Abba αλλά μιλάμε για εκφορά pop αναλογικά με το είδος. Στον αυτοσχεδιασμό έχουμε συνηθίσει να ακούμε spoken word, λαρυγγισμούς ή απηχήσεις παραδοσιακών καλουπιών σε νεόκοπη κόψη, ποτέ όμως ποιητική pop. Ο David Sylvian βέβαια έχει εξασκήσει από την εποχή του θαλερού ‘Surrender’ τη λογική αυτή, αλλά ακόμα και γι’ αυτόν η έκβαση εδώ αποδεικνύεται συγκλονιστική. Ο ίδιος αναφέρει τον R.S. Thomas ως βασική επιρροή των στίχων του, άλλωστε και ο ίδιος ο τίτλος του δίσκου σχετίζεται με το τοπωνύμιο ουαλικού χωριού όπου είχε καταφύγει ο αντικοινωνικός(;) όσο και εξαίσιος δημιουργός.

David Sylvian ManafonΤο απόκοσμο όσο και απόλυτα ρεαλιστικό στοιχείο που διατρέχει τους στίχους του Sylvian έχει την εξής υπεροχή απέναντι σε παρόμοιες προσπάθειες: είναι βατό. Και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: πρώτον, στην άφθαστη άρθρωση του Sylvian που όμοια της προσωπικά μόνο στη Φαραντούρη και τον Cohen μπορώ να εντοπίσω, και δεύτερον, στην ίδια την τοποθέτηση της φωνής απέναντι στο μικρόφωνο σε επίπεδο παραγωγής. Το τελευταίο έκανε τον δίσκο ενοχλητικό στα αυτιά πολλών. Και αυτό διότι ο άγγλος δημιουργός είναι σα να υπάρχει μέσα στο δωμάτιο την ώρα της ακρόασης του δίσκου. Σημείο που διατρανώνει την υπόσταση του δίσκου ως πρόταση ολικής και όχι αποσπασματικής επαφής με τον ακροατή. Και στα σίγουρα όχι μέσω μίας youtube ξεπέτας.

Το εκπληκτικό εξώφυλλο, λεπτομέρειες από τους πίνακες του Ruud van Empel «Study in Green N° 1, 5, 8» και «Study in Green N° 16» θα ήταν τουλάχιστον άδικο να μην αναφερθεί.

Το ‘Manafon’ είναι ένας θρίαμβος που ακόμα και σήμερα θεωρώ ότι βάζει δυσκολίες στον ίδιο του τον δημιουργό. Πόσο παραπέρα μπορεί να πάει από αυτή την τομή;

(Δείτε τι έγραφε 10 χρόνια πριν, στις σελίδες αυτές για τον ίδιο δίσκο, ο Βασίλης Παυλίδης)