Για τον Γιάννη Μαλαθρώνα
Ένα μικρό αφιέρωμα στον μουσικογραφιά που επηρέασε μια ολόκληρη γενιά. Γράφουν, αποτιμούν, ξεπληρώνουν χρωστούμενα, θυμούνται και σκαλίζουν οι: Αντώνης Ξαγάς, Γιάννης Πλόχωρας, Δημήτρης Κάζης και Άρης Καραμπεάζης
Μια πρόσφατη απώλεια που δεν ήταν ακριβώς απώλεια. Γιατί ήταν μια απώλεια που δεν είχε παρουσία (πέραν των ανθρώπων φυσικά που τον ζούσαν στην πραγματική ζωή). Κι ωστόσο, ένας άνθρωπος που είχε αποσυρθεί από το μακρινό 1986 από την μαχόμενη μουσικογραφία, μέσα σε μόλις μια οκταετία, από το 1978 μέχρι το 1986, άφησε ένα τόσο ισχυρό αποτύπωμα στους ανθρώπους που τον «έζησαν» ως αναγνώστες, που –ίσως και λόγω της πολύ πρώιμης απόσυρσης του- που αναγορεύτηκε σε μυθική φιγούρα. Ειδικά για την γενιά των 80s που αναζήτησε στους νέους πέραν της Μάγχης και του Ατλαντικού ήχους μια καταδική της ταυτότητα, κόντρα στον ασφυκτικά βιωμένο εγχώριο περίγυρο και την καταθλιπτική επιβολή ωτν «εκδρομέων του ‘60». Εγκαθιδρύοντας ουσιαστικά και μια σχολή γραφής κόντρα ίσως στο αντίπαλο δέος (τον άνθρωπο που του έδωσε την ευκαιρία να την ξεκινήσει, τον Αργύρη Ζήλο), από την μία η πιο παιγνιώδης, αιχμηρή, ενίοτε τραχιά και ασεβής γλώσσα (σήμερα θα λέγαμε και politically incorrect), από την άλλη η με άλλο τρόπο αιχμηρή, πιο λόγια, ακόμη και δυσνόητη (που αμφότερες γνώρισαν επιγόνους και μιμητές, ουκ ολίγες φορές με αποτελέσματα διόλου ευτυχή). Σε μια εποχή την οποία διόλου νοσταλγώ (πολλώ μάλλον επειδή δεν την έζησα), όταν η πληροφορία ήταν σπάνια και δυσπρόσιτη, ο λόγος του ξεχώρισε από τον ξύλινο και αδιάφορο λόγο ανθρώπων κατά βάθος ακαλλιέργητων που απλά άφησαν αποτύπωμα ως συγκυριακοί (μετα)φορείς πληροφοριών, είχε κρίση και πνεύμα και συγκρούστηκε με πολλές ιερές αγελάδες -όχι μόνο τους Pink Floyd, αλλά και το heavy metal ή το ακόμη πανταχού παρόν έντεχνο/πολιτικό τραγούδι. Και, προλαβαίνοντας πιθανές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις, αν κάμποσες φορές αστόχησε στις αποτιμήσεις δίσκων και καλλιτεχνών, οφείλω να σημειώσω ότι η κριτική (και γενικότερα η Τέχνη, η ανθρώπινη δημιουργία) κρίνεται και αξιολογείται τοποθετούμενη μέσα στα συμφραζόμενα της εποχής της, και όχι με τα εκ του ασφαλούς μέτρα και σταθμά του εκάστοτε υπεροπτικού «Αιώνιου Παρόντος».
Κι επειδή ακριβώς δεν χρειάζεται να έρχονται όλα στο μέτρο του προσωπικού, κι επειδή η δική ουδέτερη και μάλλον αποστασιοποιημένη ματιά δεν έχει και πολλά να συνεισφέρει, αφήνω τον λόγο σε δύο ανθρώπους που έζησαν εκ πρώτης χειρός τους καιρούς εκείνους αλλά και σε έναν νεότερο που ανέτρεξε και εντρύφησε σε αυτούς. Με την μελαγχολική αναρώτηση που αφορά πολλές και πολλούς μας που επιμένουν να ασκούν την γραφή: "τι μένει τελικά από τόσα γραπτά"; «Εκατό άνθρωποι τον θυμόμαστε και γράφουμε όλοι για να τα διαβάζουμε μεταξύ μας» μου έγραψε σε ένα από τα μέιλ προ της δημοσίευσης ο Δημήτρης Κάζης.
Αντώνης Ξαγάς
Μαλαθρώνιος 1
του Γιάννη Πλόχωρα
Ο Γιάννης Μαλαθρώνας γεννήθηκε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ‘50. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 έγινε δεκτός στο Imperial College του Λονδίνου στο οποίο έμεινε κι αργότερα για μεταπτυχιακές σπουδές πέφτοντας πάνω στην έκρηξη του πανκ και του νιού γουέηβ. Μέσω του προσωπικού του φίλου Χρήστου Δασκαλόπουλου άρχισε να στέλνει ανταποκρίσεις απ το Λονδίνο στο περιοδικό ‘Ήχος & Hifi’, ταράζοντας τα νερά της τότε μουσικής δημοσιογραφίας στην Ελλάδα, αφενός με την απίστευτη άνεσή του στο γραπτό λόγο και το πολύ υψηλού IQ πνεύμα του, αφετέρου με την τολμηρή θεματολογία του όπου ο εστιασμός ήταν αποκλειστικά πάνω στη νέα μουσική σκηνή. Δύο χρόνια αργότερα, μετά από έντονη αντιπαράθεση με τον Αργύρη Ζήλο, υπεύθυνο μουσικού τμήματος του Ήχου, ο Γιάννης Πετρίδης τον υποδέχεται στο άλλο μεγάλο μουσικό περιοδικό της εποχής, το Ποπ & Ροκ, όπου εκεί πλέον ο ΓΜ ξεσαλώνει: αποδομεί το ‘The Wall’ των Pink Floyd σ’ ένα άρθρο που σήκωσε θύελλα αντιδράσεων απ’ τους αναγνώστες, παρουσιάζει εξαντλητικά τη μία ανεξάρτητη εταιρεία του νέου ροκ μετά την άλλη (Ze, Rough Trade, Object, Mute, Crass, κλπ κλπ κλπ) συν τα συγκροτήματα που φιλοξενούν η καθεμιά, παίρνει συνεντεύξεις από Birthday Party, Siouxsie, Gun Club, the Smiths, the Cure, όλη δηλαδή την αφρόκρεμα του νέου κύματος και κάνει άρθρο για τους προσωπικούς υπολογιστές λίγο πριν σκάσουν και στην Ελλάδα, εισάγοντάς μας στους Texas Instruments και στους Sinclair, στην Basic και στην Fortran και πώς οι μουσικοί πλέον χρησιμοποιούν τη νέα τεχνολογία.
Α ναι. Και μέσω μιας ιδέας του, στήνεται ένας διαγωνισμός για νέους γραφιάδες στο περιοδικό, όπου ο ίδιος ξεχωρίζει μεταξύ άλλων και το γραπτό μου γιατί έχω απίστευτες γνώσεις και το κείμενό μου θα στεκόταν σε οποιοδήποτε πρεστίζ έντυπο της Υφηλίου (νταξ, όχι ακριβώς, αλλά το είπε), με αποτέλεσμα ν' αρχίσω 17 χρονών κι ούτε καν 500 δίσκων να γράφω άρθρα στο ‘Ποπ & Ροκ’!
Δεν τον γνώρισα ποτέ από κοντά, ούτε στα δυο χρόνια που συμπορευτήκαμε, ούτε βέβαια μετά όταν αυτός ήταν στην Αμερική ως πληροφορικάριος και είχε ήδη παρατήσει το μουσικοδημοσιογραφηλίκι, ενώ όταν θα ξαναγυρνούσε στην Αγγλία θα βουτούσε στην acid και rave πάρτυ κοινότητα των 90s. Με νέα ταυτότητα πλέον τα τελευταία χρόνια έγραφε ταξιδιωτικά βιβλία, έχοντας γυρίσει λόγω δουλειάς τον κόσμο πολλές φορές. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε για μια φορά ακόμα, τα βιβλία του βραβεύτηκαν για τον μοναδικό τρόπο γραφής του, όμως ένα χρόνιο νόσημα δεν τον άφησε τελικά να συνεχίσει να πεταλουδίζει στα λουλούδια και στις ομορφιές του πλανήτη κάνοντάς μας να μαθαίνουμε, να θαυμάζουμε και να χαχανίζουμε ταυτόχρονα.
Του χρωστάμε πολλοί πολλά. Κοσμοθεωρία, αντίληψη, attitude, έστω δισκοθήκη. Ποτέ δεν κοίταξε πίσω, εμείς είμαστε αυτοί που πάντα τον καμαρώναμε μπροστά. Τι ωραίο ταξίδι που έκανε! Και τι αποτύπωμα άφησε!
Μαλαθρώνιος 2
του Δημήτρη Κάζη
Ο Nick Hornby έγραψε, στο ‘31 Songs’ νομίζω, για το πρώτο του ταξίδι στην Αμερική κάπου στο πρώτο μισό των 70s. Η διαφορά από τη μουντή Αγγλία της εποχής στα μάτια ενός παιδιού -ο ανέμελος τρόπος ζωής, τα φώτα και τα χρώματα, η πληθώρα επιλογών στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στα μέρη να πας για να διασκεδάσεις, στο ντύσιμο, ακόμη και στο fast food- ήταν τόσο μεγάλη και έντονη που τον έκανε να γράψει ότι η αγγλική επαρχία που μεγάλωσε του φαινόταν πιο κοντά πολιτισμικά στην κομμουνιστική Πολωνία παρά στις ΗΠΑ.
Κάπως έτσι, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν τα πράγματα και στον ελληνικό μουσικό τύπο στις αρχές των 80s που ήμουν εγώ παιδί στην αρχή της εφηβείας. Σοβαροφανείς και πολλές φορές πικρόχολοι κριτικοί της προηγούμενης, η και προ-προηγούμενης, γενιάς μουσικόφιλων έγραφαν αδιάφορα και απαξιωτικά κείμενα για τη μουσική που έβγαινε από δημιουργούς κοντά στην ηλικία μου και με αφορούσε. Και μέσα σ’ αυτό το γκρι τοπίο μια εξαίρεση: ένας νέος γραφιάς με ταλέντο, άποψη, χιούμορ και αυθάδεια που έγραφε βιωματικά από το Λονδίνο όπου ζούσε σε πρώτο πρόσωπο για πράγματα που είχαν σημασία για τον ίδιο και για μένα, φέρνοντάς με έτσι κοντά στο παγκόσμιο «συμβαίνει τώρα», και είμαι βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος που ένιωθε έτσι.
Ήταν ο Γιάννης Μαλαθρώνας και αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε παρά να είναι στο πρώτο πρόσωπο γιατί, όπως συμβαίνει με κάθε μεγάλο καλλιτέχνη, λογοτέχνη ή αρθρογράφο, ένιωθα ότι γράφει ειδικά για μένα είτε έγραφε κριτικές, είτε έπαιρνε συνεντεύξεις, είτε στα εξωφρενικά για τα ήθη της εποχής αυτοαναφορικά του κείμενα όπως εκείνο για την εμπειρία του από την αγγλική τηλεόραση («Η TV και οι στραβοί») και βέβαια η περιβόητη (για κάποιους διαβόητη) «αυτοσυνέντευξή» του (στην οποία μας αποκάλυπτε στο περίπου και την ηλικία του αινιγματικά λέγοντας ότι είναι μικρότερος από τον Johnny Rotten και μεγαλύτερος από τον Weller) που έκλεινε με την ξεκαρδιστική φράση «ήταν καλύτερη και από αυτοϊκανοποίηση».
Για όλα τα παραπάνω δεν χρειάστηκε να ανατρέξω σε κανένα αρχείο. Τα θυμάμαι όλα σαν να τα διάβασα χθες. Τόσο δυνατή ήταν η εντύπωση που μου έκαναν που χαράχτηκαν στη μνήμη μου και, κυρίως, με έκαναν να θέλω να γράψω κι εγώ για τη μουσική που αγαπούσα και επηρέασαν καθοριστικά το στυλ μου στο γράψιμο, γεγονός για το οποίο είμαι επίσης βέβαιος ότι δεν είμαι ο μόνος. Όπως δεν είμαι και ο μόνος που έβγαλε το λύκειο με το ‘Ποπ&Ροκ’ ανοιχτό κάτω από τα βιβλία, γι’ αυτό και δεν ανησύχησα καθόλου όταν έβλεπα τα παιδιά μου να διαβάζουν με το λάπτοπ ανοιχτό να παίζει τα ‘Φιλαράκια’ (άλλοι καιροί, άλλα ήθη).
Ο Μαλαθρώνας μας έμαθε πράγματα και διαμόρφωσε το γούστο μας. Συνεχίζω από μνήμης: σε μια συνέντευξη που πήρε από τον John Peel του έλεγε για δυο γκρουπ που είχε ανακαλύψει στο πρόσφατο ταξίδι του στην Αμερική, τους Wipers και τους Zru Vogue. Ο Peel δεν ήξερε κανένα από τα δύο και τον ρώτησε αν είναι καλοί. Οι Wipers είναι καταπληκτικοί, απάντησε. Όλα αυτά κάπου στο πρώτο μισό των 80s, στο πιο mainstream μουσικό περιοδικό της χώρας. Κάποια χρόνια μετά, στα τέλη τους, στο πρώτο σε κυκλοφορία (για την αξία του ας μιλήσουν άλλοι) fanzine της χώρας, το ‘Rollin’ Under’, ανακηρύξαμε πρόσωπο της δεκαετίας τον Greg Sage και τον βάλαμε (ΟΚ, σε φωτογραφία αρχείου) να παρουσιάζει την ανασκόπησή της με τίτλο «Δέκα χρόνια σ’ 22 σελίδες» στο τεύχος 21.
Μεγαλώνοντας στα 80s είχα την τύχη (ή την ατυχία, όπως το πάρει κανείς) να ζήσω από πρώτο χέρι και σε πραγματικό χρόνο καλλιτέχνες, εκπομπές και γεγονότα που αργότερα απέκτησαν status θρύλου στην indie κοινότητα και όχι μόνο, και μου έχουν εκφράσει τη ζήλεια τους γι’ αυτό νεότεροι φίλοι μου όπως οι έγκριτοι συνάδελφοι στο MiC Άρης Καραμπεάζης και Γιώργος Λεβέντης (εγώ πάλι με τη σειρά μου ζηλεύω τους μεγαλύτερους επειδή πρόλαβαν τα ελληνικά νησιά και τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης πριν από την επέλαση του μαζικού τουρισμού, έκαναν ωραία πάρτυ και στο σεξουαλικό τους ξύπνημα δεν υπήρχε το AIDS). Παιδί του δημοτικού στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας και μέχρι το ‘80 άκουγα κάθε μέρα στο ραδιόφωνο τη Λιλιπούπολη σε πρώτη μετάδοση. Αμέσως μετά την εκπομπή του Πετρίδη, ακόμη θυμάμαι το σοκ από την πρώτη ακρόαση του ‘Jinx’ των Tuxedomoon μόλις είχε κυκλοφορήσει το ‘Desire’. Στα 16 ήμουν στην πρώτη σειρά στους Cure και στους Clash στο Rock in Athens. Αγόρασα και άκουσα σε πραγματικό χρόνο τους πρώτους (και όλους τους υπόλοιπους) δίσκους των Smiths, των REM και των Dream Syndicate, μεταξύ άλλων. Και, last but not least, διάβαζα ευλαβικά κάθε μήνα κάθε λέξη του Μαλαθρώνα και όταν με έψηνε τόσο κάποια κριτική του ώστε να αγοράσω ένα δίσκο την έκοβα από το περιοδικό, ή την έβγαζα φωτοτυπία όταν είχε κι άλλη από πίσω, και την κολλούσα στο εσώφυλλο για να την έχω πρόχειρη να την ξαναδιαβάζω κάθε φορά που τον άκουγα. Όλα αυτά ήταν καθοριστικά και αποτελούν πλέον κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας, και αρκετών ακόμη από τη γενιά μου που μοιραστήκαμε τα ίδια βιώματα.
Ο Μαλαθρώνας αποσύρθηκε νωρίς από τη μουσική δημοσιογραφία. Ίσως να μυρίστηκε εγκαίρως προς τα πού πάει το πράγμα, ίσως να βαρέθηκε, σίγουρα πάντως βρήκε νέα ενδιαφέροντα που τον κέρδισαν. Από νωρίς μπήκε στον κόσμο των υπολογιστών (σπούδασε πληροφορική όταν ήταν υπόθεση για λίγους) και άρχισε να δουλεύει, και νομίζω και να γράφει σε ειδικά περιοδικά γι΄ αυτούς. Και στο τέλος έγινε ταξιδιωτικός συγγραφέας και μάλιστα αρκετά πετυχημένος με ειδικότητα στη Βραζιλία και βέβαια στην Ελλάδα, και κριτικός εστιατορίων για τον οδηγό Michelin, δουλειά που ακούγεται πολύ καλή για να είναι αληθινή για τους περισσότερους. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν προδοσία για κάποιους ακραιφνείς μουσικόφιλους, αλλά ο Μαλαθρώνας ήταν ένας άνθρωπος που έκανε πάντα αυτό που ήθελε χωρίς να νοιάζεται για τις αντιδράσεις. Και κάνοντας αυτό μπήκε αυτόματα στη σφαίρα του θρυλικού. Όταν διαλύθηκαν οι Jam (ένα ακόμη γκρουπ που έμαθα απ’ αυτόν και λάτρεψα για πάντα) έγραψε, μεταφέροντας τα λόγια ενός θαυμαστή τους, ότι με τη διάλυσή τους έγιναν οι Beatles μας και δεν κατάντησαν οι Rolling Stones μας. Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να ψάχνω αντιστοιχίες, αλλά αυτό ακριβώς συνέβη και με τον ίδιο και την απόσυρσή του.
Τον μουσικογραφιά Μαλαθρώνα τον αποχαιρετήσαμε με ευγνωμοσύνη εδώ και πολλά χρόνια σαν ένα κεφάλαιο που έκλεισε οριστικά. Με τον άνθρωπο που πέθανε το Φεβρουάριο του 2024 μας συνέδεαν ελάχιστα πράγματα ωστόσο ο θάνατός του μας συγκίνησε σαν να ήταν φίλος μας. Τόσο έντονο ήταν το αποτύπωμά του στις ζωές μας.
Δημήτρης Κάζης
ΛΕΞΙΚΟ ΜΟΥΣΙΚΩΝ ΟΡΩΝ
υπό Γιάννη Μαλαθρώνα
(πληκτρολογηθέν υπό Γιάννη Πλόχωρα)
Αγαπητέ αναγνώστη
Το παρόν λεξικό σκοπό έχει να σε βοηθήσει να διακρίνεις την πραγματική διάθεση ενός Έλληνα μουσικοκριτικού για ένα δίσκο. Αν το περιεχόμενο σε εκπλήξει αυτό σημαίνει ότι δεν κινείσαι στους μουσικοδημοσιογραφικούς κύκλους.


ΤΕΛΟΣ. Και τώρα, γράψτε τη δική σας δισκοκριτική
(δημοσιεύτηκε στο ευρείας κυκλοφορίας μηνιαίο μουσικό περιοδικό ΠΟΠ & ΡΟΚ τον Αύγουστο του 1983, τεύχος 66)
Μαλαθρώνιος 3
του Άρη Καραμπεάζη
Forever J : A Farewell to the Great John Malathronas
«Πέθανε λοιπόν και ο Γιάννης Μαλαθρώνας, χωρίς να αναθεωρήσει ποτέ τις απόψεις του (και τους αφορισμούς του) για το heavy metal. Ας μην είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.»
Τα παραπάνω – και ακόμη χειρότερα - σίγουρα θα είχαν ακουστεί και κυρίως γραφεί στα social media της εποχής (βλέπε αλληλογραφία αναγνωστών) αν ο θάνατος του Γιάννη Μαλαθρώνα (του σημαντικότερου Έλληνα μουσικογραφιά; Ας το αφήσουμε για το τέλος αυτό) είχε έρθει όχι το 2024, αλλά -ας πούμε- το 1986, όταν δηλαδή αποφάσισε μια για πάντα να παρατήσει το γράψιμο για μουσική και κατόπιν παρενθέσεων από την κάθε είδους ‘δημοσιογραφία’, να αφοσιωθεί στη συνέχεια δια βίου στο γράψιμο για ένα διαφορετικό αντικείμενο, να γίνει travel writer δηλαδή (μην αρχίσουμε τώρα τις βλακείες του στυλ ‘και η μουσική ένα ταξίδι είναι κλπ’, θα σηκωθεί ο Μαλαθρώνας από τον τάφο του, και τι να το κάνουμε αφού δεν θα γράφει για μουσική;).
Προσωπική παρένθεση (τα είπαμε και με τον θάνατο του Μπάμπη άλλωστε, που ήταν δικός μας άνθρωπος, εδώ θα τα αλλάξουμε για έναν ξένο; Όταν μιλάμε για τον θάνατο των άλλων, μιλάμε επί της ουσίας για τον εαυτό μας) :
Το ότι ο Μαλαθρώνας έγραψε μόλις 7-8 χρόνια για μουσική και σχεδόν 40 για ταξίδια, το βιώνω και ως ένα μικρό προσωπικό παράδοξο στην όποια «σχέση μου μαζί του». Καθώς η μουσική, αλλά κυρίως το ‘γράφειν’ περί αυτής, παραμένει διαχρονικά το μείζον των ενδιαφερόντων μου, ενώ τα ταξίδια ανέκαθεν με ενδιέφεραν ελάχιστα και όσο περνάνε τα χρόνια σχεδόν καθόλου, καθώς το μόνο που θέλω από ένα ταξίδι είναι μια συναυλία, ένα-δυο δισκάδικα και άλλα τόσα μπαρ, και ουδέν πέραν τούτου. Συνεπώς δεν μπορώ να έχω άποψη στο αν ο Μαλαθρώνας υπήρξε ένας χαρισματικός travel writer, τουλάχιστον όσο χαρισματικός υπήρξε ως music writer.
Στα δικά μας τώρα, ανήκοντας σε μια γενιά (<55) που δεν πρόλαβε τον Μαλαθρώνα- μουσικογραφιά σε πραγματικό χρόνο, αλλά ‘υποχρεώθηκε’ να ανατρέξει στα γραφόμενα του αναδρομικά (κυρίως αγοράζοντας κατά συρροή παλιά τεύχη του Ποπ+Ροκ και του Ήχου, από το ‘πρωτόλειο’ second hand shop των early-mid 90s στη γωνία Τσιμισκή με Ναυαρίνου), δεν μπορώ να καταλήξω αν έχω μεγαλύτερο, μικρότερο ή κανένα δικαίωμα να γράψω αυτό το κείμενο, εν είδη αποχαιρετισμού κλπ, που λένε σε τέτοιες περιστάσεις.
Παρά ταύτα και επειδή πάντοτε όταν αγόραζα ένα μεταχειρισμένο μουσικό περιοδικό, φρόντιζα ξεφυλλίζοντας το να βεβαιωθώ ότι γράφει μέσα ο Μαλαθρώνας (τότε δεν μπορούσαμε να γνωρίζουμε το ακριβές της περιόδου δραστηριότητας του στον μουσικό τύπο, άλλωστε για σχεδόν 3 δεκαετίες δεν γνωρίζαμε καν τι απέγινε μετά το Ποπ+Ροκ), θεωρώ αυθαίρετα ότι ένα κάποιο δικαίωμα το έχω. Πάλι για τον εαυτό μου μιλάω όμως, νομίζω.
Ήδη από την πρώτη τριετία του στον Ήχο (και ενώ στη συνέχεια αποτέλεσε ίσως την μοναδική περίπτωση ‘Μεταγραφής Αεροδρομίου’ στην ιστορία του εγχώριου μουσικού τύπου, ή τουλάχιστον που να διαφημίστηκε ως τέτοια, ως υποδηλώνει το μονόστηλο του Ποπ+Ροκ, που ‘έπαιξε’ πολύ στα social media την επομένη του θανάτου του) ο Μαλαθρώνας στήριξε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της δυναμικής του, και κυρίως της διαφοροποίησης του, ως μουσικογραφιάς, στο ότι ήταν μόνιμος κάτοικος Λονδίνου (τα περιβόητα ‘Νέα από το Λονδίνο’ κλπ), συνεπώς κατ’ αμάχητο τεκμήριο γνώριζε, έβλεπε και κυρίως αγόραζε και άκουγε τα πάντα σε πρώτο χρόνο.
Κατ’ εμέ η μεγιστοποίηση αυτού του (σίγουρα όχι τυχαίου, και ούτε αμελητέου βέβαια) γεγονότος αδικεί την εσωτερική ποιότητα, και κυρίως την άνευ ετέρου (σχεδόν) ‘αρετή & τόλμη’ των γραφόμενων περί μουσικής υπό του Μαλαθρώνα.
Είναι γνωστό ότι και άλλοι ροκ γραφιάδες της εποχής είτε περιστασιακά, είτε μόνιμα ζούσαν, σπούδαζαν, δούλευαν κλπ στην ‘καρδιά’ των γεγονότων, αλλά το μεγαλύτερο τους επίτευγμα εν τέλει ήταν το να τους καλέσουν ως σέντερ μπακ στο εσωτερικό ποδοσφαιρικό διπλό ‘μουσικοί # μουσικογραφιάδες’, που είχαν οργανώσει οι Deep Purple για την προώθηση του ‘Slaves And Masters’ (ή για κάποιο άλλο εξίσου άθλιο άλμπουμ τους, τέλος πάντων).
Σε αυτό το πλαίσιο, και ξεκινώντας από την αφετηρία της μη ανάγνωσης των κειμένων του Μαλαθρώνα σε πραγματικό χρόνο, που αυτόματα σημαίνει ότι δεν με ‘καθοδήγησε’ στα ακούσματα μου (όπως συνέβη με τους >55, καθώς είπαμε ήδη), ως αναντίρρητο magnum opus του θεωρώ διαχρονικά όσα έγραψε, εντόπισε και ανέδειξε για τους Smiths, τον Morrissey και τον Johnny Marr (κατά αξιολογική σειρά).
Παρότι και σε αυτή την περίπτωση, ο ίδιος ο Μαλαθρώνας πρόταξε την άμεση γνώση και αντίληψη του για τα ήθη και τις ιδιαιτερότητες της βρετανικής κοινωνίας, παράδοσης και – κυρίως- εκπαίδευσης ως κριτήριο κατανόησης του κόσμου των Smiths, μια προσεχτική ανάγνωση των όσων γράφει, θεωρώ ότι τελικά και εδώ την εν λόγω αντιληπτική του ικανότητα, κατά τόπο κυρίως προσδιοριζόμενη, την χρησιμοποιεί ως αντικριτήριο απόρριψης από το αναγνωστικό κοινό στο οποίο υποχρεωτικά (;) απευθύνονταν τα γραπτά του, δηλαδή – και για να το πούμε απλά- τους μέσους ‘Έλληνες ροκάδες της εποχής.
Εδώ λοιπόν θεωρώ ότι εντοπίζουμε ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο της ‘γραφής Μαλαθρώνα’, το οποίο μάλλον υπαγορεύει και κατευθύνει σε κρίσιμο βαθμό την αφοριστική – σε βαθμό εκνευρισμού, είναι αλήθεια αρκετές φορές- στάση που συνειδητά υιοθετεί: γνωρίζει ότι απευθύνεται σε ώτα μη ακουόντων κατά βάση. Ή τέλος πάντων σε ακούοντες μεν, με καλά καρφωμένες παρωπίδες δε εκεί κάπου ανάμεσα στα μάτια, τα αυτιά και κυρίως στο όποιο ‘όργανο’ καθορίζει την αισθητική του καθενός (ο Μαλαθρώνας επέμενε στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του Έλληνα, ως στοιχείο που τον υποχρεώνει να οπισθοδρομεί διαρκώς και στην μουσική του αισθητική).
Συνεπώς, μισές κουβέντες, μεσοβέζικες κρίσεις και γενικόλογες περιγραφές ή στερεοτυπικές κατηγοριοποιήσεις, δεν θα αρκούσαν για να εκπληρώσει τον σκοπό του, εξ ου και τις απομάκρυνε από πολύ νωρίς από τα κείμενα του. Είναι βέβαιο άλλωστε ότι αν είσαι ένας ευφυής άνθρωπος, όπως φανερώνουν τα γραπτά του ότι ήταν ο Μαλαθρώνας, αυτά τα πράγματα τα γνωρίζεις ήδη από την ώρα που γράφεις, πριν καν πέσουν κατά πάνω σου οι αντιδράσεις επ’ αυτών. Συνεπώς, παίρνεις μέτρα προληπτικά, και όχι κατασταλτικά κατά των αναγνωστών σου, εχθρών τε και φίλων.
Καθώς είναι ξεκάθαρο ότι -αν όχι όλα - τότε σίγουρα στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα κείμενα που έγραψε ο Μαλαθρώνας για την μουσική και την ροκ/ποπ κουλτούρα είχαν ένα σκοπό, και αυτός ήταν κάτι περισσότερο από το να παρασύρει τον αναγνώστη. Ο σκοπός ήταν η σωτηρία του αναγνώστη, σε μια εποχή που ο όρος ‘σωτηρία στα μουσικά ακούσματα’ δεν ήταν ακόμη και τόσο δόκιμος. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η μαλαθρώνεια σωτηρία, καλούσε τον ακροατή/ αναγνώστη να ταχθεί σε αυτό που τότε έμοιαζε (αλλά έλα ντε που δεν ήταν) η λάθος πλευρά της ροκ ιστορίας.
Ο Μαλαθρώνας- κυρίως στα χρόνια του στον Ήχο - καταγράφει ακόμη και με κριτικό εγκυκλοπαιδισμό όχι μόνο τα τεκταινόμενα, αλλά και κάποια από τα περασμένα, ακριβώς επειδή ‘βλέπει’ αυτό που έρχεται την αμέσως επόμενη δεκαετία και (ίσως επειδή) αισθάνεται την ανάγκη να ‘προετοιμάσει’ τους αναγνώστες- μαθητές του, για να μπορέσουν να κατανοήσουν, αν όχι απαραίτητα αυτό που έρχεται, τότε τις δικές του κρίσεις και προτροπές (σωτηρίας, όπως είπαμε) επ’ αυτού. Δηλαδή στον Ήχο, σχεδόν ‘εκπαιδεύει’ το μετέπειτα κοινό του, για να μπορέσει να σταθεί ως τέτοιο. Οι ανεκπαίδευτοι φάνηκαν σύντομα στα γράμματα διαμαρτυρίας…
Θυμίζω ότι ο θρυλικός Θόδωρος Παρασίδης, ο Μαλαθρώνας του αθλητικού-οπαδικού ραδιοφώνου δηλαδή, τιτλοφορούσε την εκπομπή του ‘Φροντιστήριο Οπαδών’. Δεν μου φαίνεται άσχημος τίτλος για το περιβόητο βιβλίο με όλα τα κείμενα του Μαλαθρώνα, που λέμε και στο τέλος.
Είναι σαφές πάντως θεωρώ ότι η δεύτερη περίοδος του, αυτή του Ποπ+Ροκ δηλαδή, είναι η περίοδος που τα γραπτά του Μαλαθρώνα εξελίσσονται με ισοπεδωτικό τρόπο για ότι αγγίζει την κριτική του ματιά και άποψη (σε θετικό ή σε αρνητικό επίπεδο, δεν έχει σημασία κατά βάση) , και κατά περίσταση δεν αφήνουν όρθιο, ακόμη και αυτό που θα περίμενε κανείς ότι θα έμενε όρθιο. Δεν θεωρώ ότι χρειάζεται εδώ να αναφερθούμε εκ νέου στις ιστορίες περί ‘The Wall’ κλπ. Αυτά είναι τα προφανή, που περισσότερο αντιστήριξαν, παρά δημιούργησαν το θρύλο του μουσικογραφιά Μαλαθρώνα, σε όλα τα χρόνια της ‘απουσίας’ του, που όπως είπαμε υπήρξαν πενταπλάσια από αυτά της παρουσίας του (στον μουσικό τύπο).
Τα μη προφανή είναι το ότι ο Γιάννης Μαλαθρώνας υπήρξε πράγματι ένας άνθρωπος με στέρεα και ευρεία μόρφωση, αλλά και αντίληψη, την οποία συνέχισε να καλλιεργεί και να επεκτείνει παράλληλα με την ενασχόληση του με την μουσική, εξ ου και πέρα από το προαπαιτούμενο του ‘ορθού μουσικού κριτηρίου’ (που όπως ξέρουμε ή το έχεις ή δεν το έχεις), πέτυχε να αναπτύξει και έναν εντελώς προσωπικό τρόπο γραφής, που – κατ’ εμέ- το κυριότερο χαρακτηριστικό του ήταν ότι κατάφερνε να είναι λόγιος, χωρίς να είναι ποτέ (μα ποτέ) ακαδημαϊκός, και ενώ από την άλλη πλευρά ήταν πάντοτε απλός και ευθύς, χωρίς όμως να καταντάει λαϊκός. (Δήθεν) Ακαδημαϊκότητα και (ντεμέκ) λαϊκότητα, τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σύνδρομα της εγχώριας ‘περί του ροκ γραφής’, όπως έχει πιστοποιηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες πλέον.
Τέλος, και για να απαντήσουμε επιτέλους και στο ερώτημα περί του αν ο Γιάννης Μαλαθρώνας ήταν (και αφού ήταν θα παραμείνει) ο σπουδαιότερος Έλληνας μουσικογραφιάς, θεωρώ ότι δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την πρόωρη, όσο και αμετάκλητη, αλλά και κυρίως ολοκληρωτική χωρίς εξαιρέσεις/παρενθέσεις, αποχώρηση του από τον μουσικό τύπο.
Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που όχι τυχόν στοιχειοθετεί (αυτό το κάνουν τα γραπτά που άφησε πίσω του, ασφαλώς), αλλά επικυρώνει την μείζονα σημασία των γραπτών του, και το ότι αυτά ούτε εξάντλησαν, ούτε εξαντλήθηκαν ποτέ εσωτερικά, αλλά παρέμειναν, παρότι σκόρπια και δυσεύρετα, ως σημεία αναφοράς. Όπως και θα παραμείνουν ασφαλώς.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν τον έχασε ‘η μουσική’ και τον κέρδισαν ‘τα ταξίδια’, ως γραφιά, αφότου πέρασε και μια περίοδο εργαζόμενος στο αντικείμενο των σπουδών του (πληροφορική/ΙΤ) ως συνειδητή απόφαση ή ως ένα simple twist of fate. Σε ανύποπτο για όλες αυτές τις παρελθούσες εξελίξεις χρόνο, στις αρχές του 2017 δηλώνει στον Θεοδόση Μίχο και το Popaganda «Σταμάτησα να γράφω για μουσική το 1986. Τότε έφυγα από την Αγγλία, πήγα στην Αμερική και ήταν πιο δύσκολα να κρατάμε επαφή. Σκεφτόμουν κιόλας ότι είχα μεγαλώσει για να γράφω για μουσική.» και συνεπώς μας δίνει κάποια στοιχεία.
Το ζητούμενο είναι ότι ο Μαλαθρώνας, ενώ είχε όλα τα εχέγγυα να το κάνει, όπως φάνηκε και από το ότι τελικά κέρδιζε δια βίου τα προς το ζην του εκ νέου ως γραφιάς, εν τούτοις απέφυγε να γίνει ‘επαγγελματίας μουσικογραφιάς’, και κυρίως απέφυγε να το κάνει στην Ελλάδα. Που αν ρωτήσετε τον αμέσως επόμενο υποψήφιο για το βραβείο του σπουδαιότερου Έλληνα μουσικογραφιά, δηλαδή τον Αργύρη Ζήλο, τον άνθρωπο που έβαλε άλλωστε τον Μαλαθρώνα σε αυτόν τον μικρόκοσμο, σίγουρα θα έχει να σας πει πολλά για το τι είδους ευχή και το τι είδους κατάρα είναι κάτι τέτοιο.
Τέλος 2, και επειδή στην ίδια ως άνω συνέντευξη, ο Γιάννης Μαλαθρώνας αναφέρει ότι ναι μεν διατηρούσε προσωπικό αρχείο με όλα τα γραπτά, και μάλιστα τα είχε ψηφιοποιήσει κι όλας, και παρότι του είχε γίνει η πρόταση για να συγκεντρωθούν σε ένα βιβλίο, ο ίδιος πίστευε ότι «δεν θα το πάρει κανένας».
Παρότι ποτέ πλέον δεν θα μπορέσει να επιβεβαιώσει ο ίδιος είτε την αρχική του ανησυχία, είτε το αντίθετο αυτής (που είναι το πιθανότερο), σίγουρα και πέραν των ζητημάτων της εμπορικότητας, στο ζήτημα της ιδιόμορφης ιστορικής μας αναγκαιότητας, αλλά και της ευρύτερης αναγνωστικής απόλαυσης, βρίσκεται μία και μόνη απάντηση στο ερώτημα περί του αν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος για την κυκλοφορία ενός βιβλίου με όλα τα κείμενα περί μουσικής του Γιάννη Μαλαθρώνα.
Αν όχι για αυτόν για ποιον; Είναι βέβαιο ότι δεν θα υπάρξει ποτέ κάποιος σπουδαιότερος. Και είναι επίσης βέβαιο το ότι υπάρχει ο εξίσου σπουδαίος, όσο και κατάλληλος άνθρωπος για να επιμεληθεί ένα τέτοιο βιβλίο, ώστε πράγματι να είναι αυτό που θα αξίζει στο legacy του τεράστιου Γιάννη Μαλαθρώνα.
(φωτογραφίες από τα αρχεία Γιάννη Πλόχωρα, Αντώνη Ξαγά και Νίκου Πετρουλάκη)