Grant Hart

Standing by the Sea

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μπάμπη Αργυρίου «Έχω όλους τους δίσκους τους»

Κάποτε ο Σίμος Μπάνσης προβληματίζονταν αν θα παίξει στην πρώτη εκπομπή του μόνο ένα τραγούδι του Grant Hart και κανένα άλλο

Ψάχνοντας τραγούδια για την εκπομπή, θυμήθηκα το κυματοδαρμένο «Standing by the Sea» των Hüsker Dü. Του άξιζε να καταλάβει ένα από τα 20 τρίλεπτα της εκπομπής. Τραγούδια σαν αυτό θα διάλεγα, δυνατά κι αποκλεισμένα απ’ τα εμπορικά ραδιόφωνα. Ωστόσο ήθελα κάτι παραπάνω, η πρώτη εκπομπή έπρεπε να είναι ξεχωριστή και να μην έχει προηγούμενο. Αν έπαιζα τα κοσμήματα και τ’ ασημικά μου; Καλή ιδέα, αλλά όχι για την πρώτη εκπομπή· κρίμα θα ήταν να τα σπαταλήσω πριν με μάθει ο κόσμος. Αν έπαιζα μόνο το «Standing by the Sea» μία στην αρχή και μία στο τέλος; Και στο ενδιάμεσο, με αφορμή το συγκεκριμένο τραγούδι, να μιλούσα για το συγκρότημα, τη θάλασσα, τη μουσική, τη ζωή; Τολμηρή, αλλά ερεθιστική ιδέα. Δύο μεταδόσεις, σήματα, διαφημίσεις, περίσσευαν τρία τέταρτα για περιεκτική πολυλογία. Στην ανάγκη, θα το έπαιζα και μία φορά στη μέση, για να βρέξω το στόμα με την άνεσή μου. Δοκιμή, κι αν βγει καλό… Χοιροσίμο Σταρμανότο, άνοιξε ένα κρασί για τον εκκολαπτόμενο αστέρα κι άφησέ τον να κρατήσει σημειώσεις.

Αγαπητοί συνακροατές, άρχισα με το τραγούδι ενός συγκροτήματος το οποίο διάλεξε δυο περίεργες λεξούλες για όνομα. Κι αν τυχόν δεν προσέξατε αρκετά το άσμα, θα έχετε την ευκαιρία να το κάνετε στη δεύτερη μετάδοσή του, πριν το τέλος της εκπομπής.

Εκτιμώ πολύ τη σωστή επιλογή ονόματος, κι αυτός είναι ο λόγος που η παρούσα εκπομπή δεν έχει ακόμα το δικό της· θα ψάξω ώσπου να βρω το πιο κατάλληλο. Οι τρεις νεαροί του συγκροτήματος που έδρασε μεταξύ των ετών 1979-1988, δανείστηκαν το Hüsker Dü από όνομα επιτραπέζιου παιχνιδιού. Για όσους, όπως κι εγώ, αγνοούσαν την ύπαρξη του παιχνιδιού, το όνομα εξέπεμπε ένα άρωμα μυστηρίου, προκαλούσε μικρή αμηχανία στην πρώτη επαφή, κι αυτό ήταν ανεκτίμητο. Ήταν αναγνωριστικό, αλλά όχι περιγραφικό, και δεν γειτνίαζε με τους Τσαρλατάνους, Παρτιζάνους και Σαμάνους που πλειοψηφούν στα ροκ ληξιαρχεία. Ο τίτλος «Στέκομαι δίπλα στη θάλασσα» είναι ικανός να προβάλει κινηματογραφική ταινία στο μυαλό του αναγνώστη, πριν ακόμα παιχτεί η πρώτη νότα. Και η ταινία, τις περισσότερες φορές, βασίζεται σε μια όμορφη ιστορία. Μόνο όσοι έχασαν ανθρώπους από πνιγμό μπορεί να τρέφουν άσχημα συναισθήματα για την υγρή μάζα. Ίσως κι αυτοί που έμειναν ιδανικοί κι ανάξιοι εραστές της.

Ο ήρωας του τραγουδιού στέκεται, δεν κάθεται, δεν ξαπλώνει, ούτε κάνει αμμόλουτρο· στέκεται και μάλλον κοιτάζει με δέος τη θάλασσα, το νερό, αυτό το μαγικό στοιχείο που η ποσότητά του πάνω στη γη είναι αδύνατο να υπολογιστεί με ακρίβεια. Θεωρώ αδιανόητο να υπάρχουν άνθρωποι που ζουν και πεθαίνουν στο Νεπάλ, το Τσαντ και την Παραγουάη, χωρίς να βυθιστούν έστω και μία φορά στο απέραντο γαλάζιο.

Δεν γνωρίζουμε την ηλικία του ιστάμενου ατόμου και είμαστε ελεύθεροι να την προσδιορίσουμε ή να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη θέση του· στην τωρινή ηλικία ή να επιλέξουμε μία απ’ το παρελθόν. Να τον βάλουμε να περιμένει την εμφάνιση σκάφους ή ν’ αναζητά με το βλέμμα τα όρια της ακτής, μια έναστρη ή συννεφιασμένη νύχτα, τα χαράματα ή το απομεσήμερο, με ήλιο ή βροχή, με αγριεμένα κύματα, σε έρημη ή πολυπληθή παραλία, όπου λύματα χύνονται, βάρκες λικνίζονται, δελφίνια παρελαύνουν και φτηνά ραδιόφωνα ηχορυπαίνουν. Και μετά θα τον ντύσουμε ή θα τον αφήσουμε ημίγυμνο, θ’ αποφασίσουμε για τα μαλλιά, γυαλιά, το καπέλο του… Πόσοι παράμετροι στη σκηνοθεσία μιας απλής σκηνής… Αν ο ήρωας είναι μεγάλος, πιθανόν να διαθέτει ιστορικό θαλασσινών εμπειριών, με τις ώρες που πέρασε δίπλα της, χαλάρωσε μέσα της, πάνω σε καράβια, μόνος ή με παρέα, συν τις άπειρες ιστορίες που διάβασε, άκουσε, τραγούδησε. Ιστορίες θαλασσόλυκων ναυτικών ή στρατευμένων που υπηρέτησαν στο Φορμίων και το Βέλος ΙΙ. Όμως αυτά δεν έχει τρόπο να μας τα δείξει κι αφήνει να τα μαντέψουμε.

Πριν χτυπηθούμε από νότα, ένα μεγάλο κύμα σκάει στην ακτή. «Ο τύπος χαζεύει μια τρικυμισμένη θάλασσα» σκεφτόμαστε, ακούγοντας την έκρηξη της ατομικής βόμβας. Αν είχατε ακούσει έστω κι ένα τραγούδι του συγκροτήματος, δε θα περιμένατε ένα τραγούδι για κάποιον που χαζεύει τη Νεκρά Θάλασσα.

Μετά την υγρή, φασαριόζικη εισαγωγή, μπαίνουν τα τύμπανα και κάνουν αυτό που είναι η δουλειά τους. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα συντονίζεται στο ρυθμό και το μπάσο. Είναι ένας ρυθμός πολύ γρήγορου βαλς, απ’ αυτούς που κάνουν τα κορμιά να τινάζονται σα να υφίστανται ηλεκτροσόκ. Δράττομαι της ευκαιρίας να πω πόσο αδιάφορο μ’ αφήνουν οι χοροί με τα προκαθορισμένα βήματα και κινήσεις. Ο χορός δεν είναι σουηδική γυμναστική, δεν είναι μαθηματικά κι εξετάσεις βαδίσματος, είναι αυθόρμητη έκφραση του χαρακτήρα και της συναισθηματικής κατάστασης αυτού που χορεύει. Δεν ξέρω αν όσοι χορεύουν συρτάκι και χασάπικο έχουν μια καταπιεσμένη μπαλαρίνα μέσα τους, ούτε σκάω να μάθω. Βαριέμαι σε δευτερόλεπτα βλέποντας ομαδικούς ή ζευγαρωτούς χορούς με τέσσερα-πέντε βήματα όλο κι όλο· ποτέ δεν έπληξα βλέποντας ανθρώπους να χορεύουν αυθόρμητα κι άτσαλα σαν δαιμονισμένοι. Οι δικοί μου χοροί αφήνουν το άτομο να εκφραστεί απολύτως ελεύθερα, να παραφερθεί, να εκτροχιαστεί, να καταπονήσει μυς και πνευμόνια, να ξεχάσει κανόνες καλής συμπεριφοράς, σοβαρότητας και αξιοπρέπειας. Όσες φορές χόρεψα ολόψυχα κι ολόκορμα σαν να μην υπήρχε αύριο, ένιωσα ότι ο οργανισμός μου απέβαλε τη σκουριά και τις τοξίνες, έγινα καινούριος, κέρδισα χρόνο ζωής. Για να θυμηθώ και το στίχο του Marley, ένα απ’ τα καλά της μουσικής είναι πως όταν σε χτυπάει, δε νοιώθεις πόνο. Αντίθετα, θεραπεύει πολλούς πόνους, συμπληρώνω εγώ.

Αφού αφήνει το ρυθμό να μας μαστιγώσει για λίγο, ταυτόχρονα με τ’ ακόρντα της κιθάρας μπαίνει η φωνή και διευκρινίζει: Δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, κανείς εκτός από μένα… Ο ήρωας είναι μόνος στην έρημη ακτή και βλέπει, ακούει, νιώθει τα κύματα. Η μελωδία φροντίζει σε κάθε λίγες λέξεις να τονίζεται μία, όπως το «κανείς» στους πρώτους στίχους και το «κοιτάζω» και «στέκομαι» παρακάτω, που μοιάζουν ν’ αναπαριστούν το σκάσιμο των κυμάτων. Είναι σπαραχτικός ο τρόπος εκφοράς των στίχων, δεν μας πείθει απλώς ότι η απομόνωση δεν είναι επιλογή του, νιώθουμε τα παγωμένα χέρια της μοναξιάς στο λαιμό μας, συμμετέχουμε, ξυπνούν μνήμες όχι μόνο της ίδιας εικόνας που ίσως έχουμε ζήσει, αλλά και της υφής του συναισθήματος που μας κυρίευσε τότε. Έχουμε νιώσει την υγρασία στο δέρμα μας, τα ρούχα μας χρειάζονται στέγνωμα, αλλά όχι, έρχεται η ανατροπή, οι επόμενοι στίχοι λένε ότι ο ήρωας δεν πατάει στην άμμο, κοιτάζει μέσα από το παράθυρο ενός παραθαλάσσιου δωματίου.

Εντάξει, δεν είμαστε βρεγμένοι, είμαστε προστατευμένοι, ασφαλείς (εξαιρείται το τσουνάμι), αλλά και φυλακισμένοι. Βλέπουμε, ακούμε, δε νιώθουμε όμως την αύρα, την υγρασία, το μαϊστράλι. Το τζάμι δεν μας προστατεύει απ’ την αίσθηση αποξένωσης· φοράμε τα σανδάλια του ήρωα και βλέπουμε τα κύματα ν’ αδειάζουν μ’ εκκωφαντικό θόρυβο το περιεχόμενό τους στην ακτή, αλλά το κενό μέσα μας διευρύνεται.

Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι τα τραγούδια με τέτοιο περιεχόμενο πρέπει να είναι λυπημένα σαν το «I’m So Lonesome I Could Cry», να έχουν στίχους όπως «Cry like a child, though these years make me older», να συγκινούν, να προβάλλουν την εικόνα ενός γονατισμένου ήρωα. Έτσι νόμιζα κι εγώ πριν ακούσω την εκδοχή αυτών των τύπων απ’ τον Άγιο Παύλο της Μινεσότα που ύμνησαν μια άλλη στάση απέναντι στη ζωή.

Τα ροκ τραγούδια που είναι αφιερωμένα στις ήττες των ανθρώπων πλειοψηφούν συγκριτικά, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Μιλάμε για ροκ, ρε διάολε, όχι για ηπειρώτικα μοιρολόγια. Κουρασμένοι απ’ τη μοναξιά, τη φτώχια, την έλλειψη συντρόφου, τσακισμένοι απ’ τις αναποδιές, οι μουσικοί δε χορταίνουν να περιγράφουν την παράδοσή τους στη θλίψη, πάνω σε μια λυπημένη μελωδία, για να τροφοδοτούν τους πεινασμένους για συναίσθημα εκεί έξω. Στη συνέχεια όμως αυτό γίνεται δουλειά. Πολλές φορές φέρνει πλούτο. Η φτώχια καταλήγει ανάμνηση. Και τότε, κλεισμένος στο δωμάτιο του πεντάστερου ξενοδοχείου, ο καλλιτέχνης που φοβάται μη χάσει το κοινό του σκαρώνει στιχάκια ανάμεσα σε δύο ποτήρια Ντομ Περινιόν.

Τραγούδια όπως το «Standing by the Sea» δεν σου λένε να κλάψεις, δε σου δίνουν οδηγίες πώς να ξεφορτώσεις το βάρος απ’ το στήθος, δεν προσπαθούν να σε πείσουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο μυαλό σου, ούτε σου εξηγούν γιατί έφτασε ο ήρωας εδώ. Σου δίνουν μια σπρωξιά και πέφτεις στον κόλπο με τους καρχαρίες. Τα υπόλοιπα, το εξής ένα, πρέπει να το βρεις μόνος σου. Και αυτό δεν είναι να επιπλέεις ακίνητος, περιμένοντας το ναυαγοσωστικό.

Ναι, τα σπουδαία τραγούδια είναι το κάτι άλλο στη ζωή. Είναι σαν σπίρτα που δε δυσκολεύονται να σου βάλουν φωτιά, αρκεί να τα πλησιάσεις στεγνός και προετοιμασμένος. Είναι σαν την βελόνα που σε τρυπάει στο σωστό σημείο κι ενεργοποιεί την αυτοθεραπεία. Είναι ένα τόσο δα φιδάκι, που με το δηλητήριό του οριζοντιώνει γίγαντα. Δε χρειάζεται να λένε πολλά τα τραγούδια, αυτή είναι η δουλειά των βιβλίων· τα τραγούδια είναι σαν τις τελείες: ένωσέ τις με γραμμές και θα δεις να προβάλλει μπροστά σου η κρυμμένη εικόνα.

Σταμάτησα και διάβασα όσα είχα γράψει. Θα συνέχιζα την επόμενη μέρα, επιστρέφοντας απ’ το σπίτι των γονέων όπου ήμουν καλεσμένος για φαγητό.

Φίλοι ακροατές, είναι ευνόητο ότι οι μουσικοί δεν μπορούν να υπολογίζουν στο λάθος ή την αδυναμία του αντιπάλου για να διακριθούν. Αν ήταν τυχεροί ίσως να έβγαζαν δίσκο σε περίοδο με χαμηλό ανταγωνισμό και να πουλούσαν κάτι  παραπάνω, αν όμως το αποτέλεσμα δεν ήταν σπουδαίο, η ιστορία τους αγνοούσε. Βέβαια, οι πωλήσεις δίσκων σε μεγάλες ποσότητες ανήκουν στο παρελθόν. Επιχειρώντας άλλη μια αυθαίρετη σύγκριση μεταξύ μουσικής και αθλητισμού, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: Μεγάλο μέρος απ’ τη σημερινή ροκ μουσική δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια για να παιχτεί. Της αρκεί η ενέργεια του τοξοβόλου, ιππέα, σκοποβόλου και άλλων, που τελειώνουν ατσαλάκωτοι έναν αγώνα. Το ιδανικό για μένα είναι να χρησιμοποιεί ο μουσικός κάθε μυ του σώματος και όλη την ψυχική δύναμη για να παίξει με τα όριά του. Σαν δρομέας, παλαιστής, αρσιβαρίστας. Γούστα είναι αυτά.

Οι τρεις Μινεαπολιτάνοι έφτιαξαν το συγκρότημα πριν εικοσαρίσουν. Ο μπασίστας οδηγούσε το βαν στις περιοδείες, οι άλλοι έγραφαν τα τραγούδια, χωριστά. Ο κιθαρίστας ή ο ντράμερ έγραψε το «Standing By the Sea»; Λάθος, ο δεύτερος το έγραψε. Αμφότεροι μεταχειρίζονταν τα λαρύγγια τους χωρίς οίκτο, τα θυσίαζαν για τις ανάγκες των τραγουδιών.

Στο σήμα που διάλεξαν, μια οριζόντια γραμμή εκπροσωπούσε τον καθένα, μια κάθετη τις συνέδεε κι ένας κύκλος τις περιέκλειε. Ταχύτητα, μελωδία, θόρυβος, στίχοι, το χαρμάνι της μουσικής τους. Δεν αποσκοπούσαν να μελαγχολήσουμε στα ψέματα, να λικνιστούμε χωρίς να κουραστούμε, να εντυπωσιαστούμε απ’ τη δεξιοτεχνία τους, να κρεμάσει το σαγόνι μας απ’ τα πειράματά τους. Ήθελαν να είναι η πιο γρήγορη μπάντα στον κόσμο, ήθελαν να υμνήσουν τη νεότητα, ν’ αφήσουν σημάδι στις ζωές των ομιλούντων τη συγκεκριμένη διάλεκτο, της γλώσσας που είναι η μουσική. Οι γρήγοροι ρυθμοί μού υπενθύμιζαν ότι είμαι άνθρωπος με τριψήφιο νούμερο θερμοκρασίας αίματος, οι μελωδίες ικανοποιούσαν τη συναισθηματική πλευρά μου. Η μουσική τους «μεγάλωσε» μαζί τους. Οι ίδιοι μεγάλωσαν με το κοινό τους. Μείωσαν τις ταχύτητες, έριξαν λίγο φως, έγιναν πιο μελωδικοί. Πάντοτε όμως ο ήχος τους παρέμεινε ιδιαίτερος και ξεχωριστός· μία ακρόαση και δεν τον ξεχνάς ποτέ.

Οι δυο ήταν χοντρούληδες, ο τρίτος μουστάκιας· αδιαφορούσαν για το image. Στα εξώφυλλα δεν έβαζαν τις μούρες τους, δεν υποστήριξαν ότι η μουσική των προηγούμενων δεκαετιών είναι για τα μπάζα, όπως έλεγαν κάποιοι άλλοι. Παρόλο που έκλεισαν συμφωνία με πολυεθνική, έδωσαν έναν ακόμα δίσκο στην ανεξάρτητη, επειδή το θεώρησαν σωστό. Κι αυτό το δώρο ήταν, σύμφωνα με τον τραγουδιστή, ο καλύτερος δίσκος τους. Αξιοθαύμαστη στάση.

Τα έτη πριν το 1980, οι μεγάλες εταιρείες μονοπωλούσαν τις πωλήσεις. Είχαν το δίκτυο διανομής, μάνατζερ, προμότερ, κι αν δεν σε υπέγραφαν ήταν προτιμότερο ν’ αλλάξεις δουλειά. Το πανκ έφερε μια άλλη νοοτροπία, αυτή της συνεργασίας, της αλληλεγγύης μεταξύ των μικρών. Τα τοπικά γκρουπ κάθε πόλης στην Αμερική έκλειναν μόνα τους τις συναυλίες, κι όταν έβγαζαν δίσκο μεγάλωνε το βεληνεκές της φήμης τους. Μουσικοί από άλλες πολιτείες τούς καλούσαν να παίξουν κι αυτοί ανταπέδιδαν την εξυπηρέτηση στην περιοχή τους. Δεν κοιμόνταν σε ξενοδοχεία, αλλά στα σπίτια των διοργανωτών, κι εκεί αντάλλασσαν τις επαφές τους, τα ονόματα των κλαμπ, τα τηλέφωνα των ατόμων που δραστηριοποιούνταν ανά την επικράτεια. Έτσι ξεκίνησαν και οι τρεις φίλοι απ’ την περιοχή της Mini-Apple, όπως την αποκαλούσαν μερικοί. Τον μισό χρόνο συνέθεταν μια μουσική που δεν άντεχαν πολλοί, και τον υπόλοιπο μιλούσαν στο τηλέφωνο με ιδιοκτήτες μαγαζιών, ενοικιαστές ηχητικού εξοπλισμού και μουσικογραφιάδες. Η αξία τους εκτιμήθηκε και η φήμη τους έφτασε παντού.

Ξαναδιάβασα όσα έγραψα και δεν ενθουσιάστηκα. «Μπορείς και καλύτερα», μου είπα, «άφησέ το για άλλη μέρα». Περνούσα μια από τις έτσι κι έτσι μέρες μου. Δεν ήταν απ’ αυτές που το μυαλό μου γεννάει ιδέες κατά ριπάς, όπως κάτι ψάρια τ’ αυγά τους, ούτε απ’ τις άλλες που δυσκολεύομαι να ολοκληρώσω τη λίστα με τα ψώνια του σουπερμάρκετ.
. . .

Οι μέρες περνούσαν με εργασία και χαρά, κοσμοϊστορικά γεγονότα συνέβαιναν, αλλά είχα και μια εκπομπή να ετοιμάσω. Στρώθηκα στο κομπιούτερ και έβαλα το “Standing by the sea” να παίξει. Άρχισα να πληκτρολογώ ό,τι μου κατέβαινε – θα τα κοσκίνιζα μετά.

Αγαπητοί ακροατές, τα ωραία πράγματα στη ζωή έχουν φίλους πολλών ειδών. Από συμπαθούντες μέχρι άρρωστους, φανατικούς, ορκισμένους πιστούς. Όσον αφορά τη μουσική, θα έλεγα πως οι πρώτοι είναι οι στρατιώτες, οι υπόλοιποι είναι οι μόνιμοι αξιωματικοί, αυτοί που από νωρίς συνειδητοποίησαν ότι θα περάσουν τη ζωή τους με αφτιά κατεχόμενα από πολύμορφους θορύβους. Σ’ αυτή την πληθυσμιακή κατηγορία ανήκω. Βρίσκομαι πάντα σ’ αναζήτηση νέων προτύπων, μεταξύ των μουσικών που «συναναστρέφομαι» καθημερινά. Ένα λατρεμένο τραγούδι είναι πολύ περισσότερα πράγματα από νότες και λέξεις στη σειρά που προκαλούν ευχάριστη αίσθηση. Είναι ένας σύνθετος, πολυεπίπεδος, δαιδαλώδης κόσμος το κάθε τραγούδι, ένας καθρέφτης όπου βλέπω τα είμαι και τα θέλω μου, αλλά και πολλά ακόμα που δεν περιγράφονται με λέξεις. Η μια άκρη της μουσικής συνορεύει με τη γλώσσα, αλλά η άλλη χάνεται στο σύμπαν και δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί πλήρως όπως το DNA μας. Ένα τραγούδι που αρέσει σε εκατομμύρια ακροατές μιλά με γενικότητες, δεν εστιάζει στις ιδιαιτερότητες. Είναι σαν να χρησιμοποιεί τις αγγλικές λέξεις που γνωρίζουν όλοι, όπως yes, no, love, fuck, television και good morning. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν θα ήταν προτιμότερο να μ’ αρέσουν όλα, να ήμουν γουρούνι πάντα χορτάτο. Αυτό όμως δε γίνεται ακόμα κι αν το ζητήσω, τα λουριά με κρατούν δεμένο στα στάνταρντ μου που είναι ανελαστικά και άθραυστα. Όσα περισσότερα από τα στάνταρντ που έχει ορίσει ερήμην μου η εμπειρία εκπληροί ένα τραγούδι, τόσο πιο ανεξίτηλα χαράσσεται στο θυμικό μου.

Χώρισα εξαιτίας των τραγουδιών. Είχα συνάψει ερωτική σχέση με μια γυναίκα διαφορετικών προτιμήσεων, η οποία έλιωνε με το γούτσου γούτσου των δοξαριών της κλασικής, πήγαινε και σε συναυλίες. Αραιά και πού της άρεσε κάτι απ’ τα δικά μου και τότε μ’ έπιανα να χαίρομαι γι’ αυτό. Με ικανοποιούσε κάτι ασήμαντο, τόσο χαμηλά είχα πέσει. Ενώ λιμοκτονούσα για μουσική επικοινωνία, έπρεπε ν’ αρκεστώ στα ψίχουλα. Δεν τολμούσα να της ζητήσω να μ’ ακολουθήσει στα live, εκείνη όμως ήθελε να την συνοδεύω στις καμεράτες και τα κουαρτέτα εγχόρδων. Σιγά μην πήγαινα σε συναυλία καθιστών, υπνωτισμένων μουγκών.

Έσμιξα εξαιτίας των τραγουδιών. Όταν ρώτησα μια συνομήλική μου, πριν πολλά χρόνια, αν της αρέσουν οι Wipers κι απάντησε «έχω όλους τους δίσκους τους», την αγάπησα στη στιγμή. Η καρδιά μου γέμισε και ξεχείλισε σαν βουλωμένος νεροχύτης. Το μόνο που ήθελα ήταν να μπω μέσα της και να την κυριεύσω, να βγάλω ρίζες, ώστε ούτε εξορκιστής να μη μπορεί να με βγάλει έξω. Η σχέση μας ήταν τέλεια, μιλούσαμε με στίχους τραγουδιών, ακούγαμε δίσκους παίζοντας air guitar, σφυρίζαμε μελωδίες, γελούσαμε με τις κλισέ εκφράσεις των μουσικόφιλων όπως «τον άκουσα, αλλά δεν τρελάθηκα», ως την στιγμή που μετανάστευσε.

Τι θέλω από μια γυναίκα πέρα απ’ την αγάπη, το καλό σεξ, το λεπτό χιούμορ, τη θετική σκέψη; Να μοιραζόμαστε τα συναισθήματα που προκαλεί η μουσική ή να τα βιώνουμε συγχρόνως, αγκαλιασμένοι ή μπροστά σε μια σκηνή. Θα μπορούσα να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου σε κατ’ οίκον περιορισμό, αρκεί να μην αποχωριστώ τη μουσική και την επικοινωνία.

Κάτι που δεν αντέχω είναι η εισβολή της ποπ στα χωράφια «μου». Όταν ακούω να χαρακτηρίζουν ένα δίσκο ποπ-πανκ, γίνομαι roadrunner. Οι αγαπημένοι Hüsker Dü δεν έκαναν αυτό το λάθος. Αν και τα τραγούδια τους απευθύνονταν σε νέους, τ’ ακούω ακόμα και τώρα που είμαι δις νέος, approaching 40, όπως λέει κι ο τίτλος των ευφυών I, Ludicrous, και χωρίς το φόβο ότι θα στο μέλλον θα μου επιφυλάξουν δυσάρεστες εκπλήξεις. Οι νεκροί δε λένε ιστορίες και τα διαλυμένα συγκροτήματα δεν μπορούν να αμαυρώσουν το παρελθόν τους.

Μπαίνοντας στο δεύτερο λεπτό, το τραγούδι μάς προσφέρει μια νέα, μοναδική εικόνα. Τα βήματα στην άμμο δεν οδηγούν πουθενά, επειδή σβήνονται απ’ τα κύματα που ανέλαβαν να κρατούν την ακτή σιδερωμένη. Στη συνέχεια η ένταση πέφτει, δεν ακούγονται λόγια, η κιθάρα χαμηλώνει, νιώθω σα να βυθίζομαι στο νερό. Όχι για πολύ· η μπάντα γκαζώνει ξανά, τραγουδάει για τις βομβαρδιζόμενες αισθήσεις και εμφανίζει νέα φωτογραφία, ενός μοναχικού τύπου με τ’ όστρακο στ’ αφτί. Εκεί εισβάλει ένα ουρλιαχτό άνευ προηγουμένου, προσφορά του παραγωγού Spot. Νομίζω πως δε σίγασε ποτέ απ’ την πρώτη φορά που τ’ άκουσα. Το τραγούδι είναι πιο άγριο τώρα, δεν είμαστε πια στην παραλία, είμαστε μεσοπέλαγα, είναι νύχτα με αέρα, βροχή και κύματα ως τον ουρανό. Αυτή την στούντιο ηχογράφηση αγαπώ, καμιά άλλη δεν φτάνει την τελειότητά της, κι αν όλα ήταν ίδια αλλά αφαιρούνταν η κραυγή, θα ένιωθα μια τρύπα στην ευχαρίστησή μου. Πώς ζούσαν οι άνθρωποι χωρίς ηχογραφήσεις; Περίμεναν την επόμενη συναυλία ή τραγουδούσαν όταν μαζεύονταν στις αυλές; Και για σκέψου ότι όταν μια εκτέλεση τούς άρεσε, δεν είχαν την ευκαιρία να την ξανακούσουν. Καημένοι πρόγονοι. Γι’ αυτό δεν αγαπούσαν τη μουσική όσο εμείς.

Κουρασμένοι απ’ τα προβλήματα διανομής της SST, οι Hüsker Dü μεταπήδησαν στην Warner και κυκλοφόρησαν δύο δίσκους σ’ αυτήν. Όταν η σχέση των δύο συνθετών ράγισε, το διέλυσαν και δεν ξαναφτιάχτηκαν, παρά τις δελεαστικές οικονομικές προσφορές. Αυτή είναι η ιστορία τους και κάποιος σ’ αυτή την πόλη πρέπει να την διηγηθεί. Είναι μια ιστορία αφοσίωσης, αξιοπρέπειας και επιτυχίας χωρίς συμβιβασμούς.

Διεκδίκησα αυτή την εκπομπή γιατί επιθυμώ να μεταδίδω μουσική που να μην είναι απλώς καλή, εκφράζοντας παράλληλα τις σκέψεις που γεννιούνται κατά τη διάρκεια και μετά την ακρόαση. Η μουσική, λένε, σε ταξιδεύει, και συμφωνούμε όλοι σ’ αυτό. Με ποιο μέσο μεταφοράς όμως θα συγκρίναμε το ταξίδι; Όταν ακούω τη μουσική μου, δε θέλω να έχω δεμένη τη ζώνη, θέλω να κινούμαι ελεύθερα χωρίς να ενοχλώ τους συνεπιβάτες. Θέλω να νιώθω τις δονήσεις απ’ την κίνηση των τροχών πάνω στις ράγες, ν’ ανοίγω το παράθυρο και να με μαστιγώνει ο αέρας. Τρένο λοιπόν.

Δε θ’ απορρίψω ένα μουσικό πριν τον ακούσω, επειδή δεν ξόδεψε τη μισή ζωή του σε εξάσκηση και δεν απέκτησε ικανοποιητική εξοικείωση με το όργανό του. Ούτε οι περιορισμένες φωνητικές δυνατότητες είναι αιτία απόρριψης. Αν έχει κάτι ενδιαφέρον να πει, ίσως βρει τρόπο να μας συγκινήσει. Κι ας φαλτσάρει, κι ας παίζει το ίδιο ακόρντο επί πέντε λεπτά. Αν το λέει με πάθος, με σπαραγμό, με ειλικρίνεια, με λαχτάρα, πιθανόν να μας κάνει να νιώσουμε ότι μας αφορά το τραγούδι του. Είναι απίστευτο πόσα τραγούδια απλά σε στήσιμο, αλλά φορτωμένα με κάποια απ’ τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή.

Μερικές φορές, με φαντάζομαι ακίνητο μπροστά σε μια ξύλινη επιφάνεια και οι μουσικοί να πετάνε μαχαίρια από απόσταση προσπαθώντας να με πετύχουν στην καρδιά. Κάθομαι ακίνητος, δεν προσπαθώ να αποφύγω τις βολές τους. Οι περισσότεροι αστοχούν απελπιστικά, λίγοι με τραυματίζουν, ελάχιστοι βρίσκουν κέντρο και με σκοτώνουν.

Είναι μεγάλο το εύρος της μουσικής –και δεν συμπεριλαμβάνω όλα τα είδη της–, μιλάω μόνο για όσα έχουν περάσει απ’ το φίλτρο ενός ανθρώπου, εμού εν προκειμένω. Πρέπει να διανύσεις μεγάλη απόσταση από τους ακραίους, που σου τρίβουν χωρίς ευγένειες την πραμάτεια στα μούτρα, έως το άλλο άκρο, αυτούς που δεν το κάνουν άμεσα, το παιδεύουν αλλά στο τέλος τη βάζουν μέσα σου υποδόρια, αργούν αλλά κερδίζουν το έντονο χειροκρότημά σου. Τρέφω ιδιαίτερη εκτίμηση στις δυνατές, σίγουρες, στεντόρειες φωνές, με την εκρηκτική προσωπικότητα, τη σοβαρή και σεβαστή άποψη, τη φαντασία και την επινοητικότητα, την τόλμη για το διαφορετικό έως και ακραίο. Σ’ αυτές επιστρέφω τακτικά, για να τις απολαμβάνω αλλά και για να ξαναβρίσκω το δρόμο μου. Οι εκπομπές είναι μια αφορμή για να τις έχω σε απόσταση χεριάς. Σε επόμενες εκπομπές, θα εξηγήσω με παραδείγματα τραγουδιών όσα είπα σήμερα.