The Great Funk'n'Soul Swindle
"Ever get the feeling you've been cheated?"
Οι φανατικοί αναγνώστες μου θα έχουν φυσικά αντιληφθεί ότι είμαι θερινός τύπος. Μου πήρε χρόνια να το καταφέρω, μην τα ρωτάτε πώς -είναι θέμα ταλέντου! Έπρεπε να παρέλθουν άπειρα καλοκαίρια αποδιοργάνωσης, ντάγκλας, καταστροφής και τσαντίλας για ν' αποφασίσω ότι αυτή είναι τελικά η εποχή μου, χρειάστηκε να παρακολουθήσω τουλάχιστον πεντακόσιες φορές το Κραυγές και Ψίθυροι, τη Θυσία και το Δαμάζοντας τα Κύματα, ν' ακούσω δυο φορές τόσες το Soundtracks for the Blind, το Enemy of the Sun ή το Little Lost Soul, χρειάστηκε τέλος να έρθει και μια αδιέξοδη σχέση τέτοιον καιρό πριν από μια δεκαετία μαζί με τη συνειδητοποίηση ότι τίποτα απολύτως δεν μπορούμε, δε δικαιούμαστε να θεωρούμε δεδομένο.
Αυτά τα γράφω για τους τυχόν αφελείς που συνεχίζουν να σιχτιρίζουν το καλοκαίρι ως νεκρή περίοδο, γκρινιάζουν για τη ζέστη, την υγρασία, την μπόχα, τα έντομα, τους ανθρώπους, για όσους τη βλέπουν μοναχικές διάνοιες και επιλέγουν να μείνουν στην πόλη με τον Παβέζε και τον Ντεμπόρ παραμάσχαλα, σιχτιρίζοντας εις πενταπλούν: Been there, done that. Και δεν είμαι σίγουρος αν άξιζε τον κόπο.
Ο πειρασμός να συνεχίσω να μπουρδολογώ είναι μεγάλος, αλλά προς το παρόν θα περάσω στο θέμα μου (για προσθήκη σαχλαμάρας, βλ. την ώρα των διορθώσεων), το οποίο πλάσαρα με τούτο το σπουδαιοφανή τίτλο προκειμένου να τραβήξω την προσοχή σας, και άντε να δούμε τώρα τι διάολο θα γράψω.
Πάντως, τα δύο άλμπουμ που σκοπεύω να παρουσιάσω είναι άκρως καλοκαιρινά, από διάφορες απόψεις. Κατ' αρχάς ανάγονται στη σόουλ και φανκ παράδοση, δυο είδη που θεωρούνται από πολλούς κατ' εξοχήν κατάλληλα προς ακρόαση σε κάποια παραλία, με κοκτέιλ ανά χείρας και το κύμα να σου γαργαλάει τις πατούσες... Όχι, κάτσε, ψέμματα, αυτή πρέπει να είναι η ρέγγε... μα ναι, θέρος δίχως ραστώνη (you know, τζίβα) γίνεται; Ή μήπως είναι η ντίσκο;! Άφρο κόμμωση, εις τον αφρόν της θάλασσας, καβούρια στα μαλλιά μου κτλ. Τέλος πάντων, πρόκειται για ελαφριά μουσική, αν και όχι εντελώς. Μη βιαστείτε να την υποτιμήσετε.
Από τη μια μεριά λοιπόν έχουμε το Psychodelic Sounds των Junior & his Soulettes, σχήμα που απαρτίζουν τέσσερα φάνκι πιτσιρίκια από την Οκλαχόμα, ηλικίας 6-10 χρονών. Από την άλλη, το Genclik Ile Elele του Mustafa Ozkent, αφανούς ήρωα της τουρκικής ψυχεδελικής σκηνής. Θέση του κειμένου που διαβάζετε, ότι πρόκειται για τεχνάσματα σε αμφότερες περιπτώσεις. Ότι κανείς απ' αυτούς τους καλλιτέχνες δεν υπήρξε πραγματικά. Ότι κάποιοι παραγωγοί, καταχθόνιοι και underground, από το Σαν Φρανσίσκο, το Μέμφις, το Μάντσεστερ ή το Γουίγκαν, εν ολίγοις μας δουλεύουν. Αποπειράθηκαν έστω, να το κάνουν, στο παρελθόν: τα δυο άλμπουμ χρονολογούνται από το 1971 (ο Τζούνιορ) και το 1973 (ο Σίνιορ). Πρόσφατα κυκλοφόρησαν σε λαχταριστές βινυλιακές εκδόσεις, για να υποτιμήσουν εκ νέου την ευφυΐα μας και να εκμεταλλευτούν ξανά την ευπιστία μας. Θα τους το επιτρέψουμε;
"People said we couldn't play / they called us foul-mouthed yobs / But the only notes that really count / are the ones that come in wads"
Eίναι δυνατό να αληθεύουν παρόμοια σενάρια; Παιδάκια του δημοτικού γράφουν τραγούδια με τίτλους Momma love tequila, Pimp, Thing do the Creep; Ένα εφήμερο σχήμα από την Άγκυρα φοράει τα σούπερφλαϊ γυαλιά σ' όλα τα καθιερωμένα φανκ ονόματα; Γιατί οι πληθωρικοί ρυθμοί του Οζκέντ πραγματικά δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα τους JBs, τους MGs ή τους Bar-Ks (και τους BGs, άμα λάχει). Μάλλον το αντίθετο θα έπρεπε να συμβεί, στην περίπτωση που οι αμερικανοί ομόλογοί του τρακάραν πουθενά το Genclik Ile Elele. Αν βεβαίως δεν ήταν ορισμένοι εξ αυτών που το ηχογραφήσανε, κρυμμένοι πίσω από την περσόνα ενός τούρκου ψυχεδελοφάνκη. Δεν ξέρω, μοιάζει αρκετά περίεργο το γεγονός ότι σε μια χώρα σχεδόν μονίμως στρατοκρατούμενη ευδοκιμήσανε μουσικές απόλυτα συγχρονισμένες και ενδεχομένως εφάμιλλες των καλύτερων αντίστοιχων του εξωτερικού: η Finders Keepers που ευθύνεται για τούτη την κυκλοφορία υποστηρίζει πως εκείνο τον καιρό έδρασαν πολλά άλλα αξιόλογα τουρκικά συγκροτήματα και σόλο καλλιτέχνες (Mavi Isiklar, Mogallar, 3 Hurel, Zafer Dilek, Okay Temiz). Στην Ελλάδα ποιοι έπαιζαν τότε; Οι Socrates, οι Poll; Κι άντε, το '70 ας πούμε ότι πάει κι έρχεται, υπήρχαν δικαιολογίες. Για τα τωρινά μας σκυλοφιούζιον τι να πεις; Ο Μουσταφά Οζκέντ μπορεί να φέρνει προς Ανέστη Βλάχο (με μια ιδέα Νίκο Ξανθόπουλο) σ' ό,τι αφορά το φυζίκ όμως γκρουβάρει άσχημα, χειρότερα κι απ' το μισό ρόστερ της Stax Records.
Ο Junior πάλι, τις ESG τις κάνει σκόνη (τι γίνεται με τα ακρωνύμια ρε παιδιά;!). Όσοι πρόσφατα ανακαλύψανε περιχαρείς τις τελευταίες ως σούπερ γκρουπ πιτσιρικιών ίσως χρειαστεί να αναθεωρήσουν. Για Jackson 5 ή Osmond Brothers φυσικά ούτε συζήτηση. Εκεί που όλα τα κανονικά παιδιά στην ηλικία του τα σπάνε παίζοντας μπάσκετ, μπέιζμπολ ή ξύλο, ο Χάρολντ Μουρ Τζούνιορ παρέα με τις αδερφές του προτιμάει κιθάρα, πλήκτρα και τύμπανα. Ποιος άγιος άνθρωπος τον οδήγησε στο σωστό δρόμο (αν δε βρίσκεται ανάμεσά μας, σίγουρα τζαμάρει στον Παράδεισο με τον Χέντριξ και τον Μπο Ντίντλεϋ), η φανκ ροκ ιστορία προς το παρόν δε μας το παρέδωσε. Ο Τζέι πάντως είχε τα φόντα για να γίνει ο νέος Έντι Χέιζελ. School of Rock καταστάσεις, τρεις δεκαετίες πριν! Αν και ενδέχεται, σύμφωνα με μιαν άλλη, πικρή εκδοχή, τα αδέρφια Μουρ να είχαν πέσει θύματα εκμετάλλευσης από τους γονείς τους, να δέχονταν πίεση για να σταδιοδρομήσουν στη σόουμπιζ κτλ, πράγμα που συνέβη σε άλλες περιπτώσεις και που έστω και αναδρομικά απεύχομαι. Άραγε τι να απέγιναν αυτά τα μη-κανονικά παιδιά;
"Thank you kindly A&M / they said we were out of bounds / But that ain't bad for two weeks work / and 75,000 pounds"
Κατάφερα να γράψω 905 λέξεις μέχρι εδώ και ούτε μία σχετικά με τη μουσική των δύο γκρουπ αυτή καθεαυτή. Είναι το κείμενο των ρεκόρ και των θαυμάτων, φίλοι μου, παιδιών και ενηλίκων. Έστω, θα προσπαθήσω τώρα. Στο Psychodelic Sounds λοιπόν συναντούμε απλές, συμβατικές φανκ συνθέσεις, ο Junior και οι Soulettes δεν μπορείς να πεις ότι πειραματίστηκαν ιδιαίτερα με τη φόρμα. Υπάρχουν βέβαια καινοτομίες, όμως συνίστανται στο ακατέργαστο των εκτελέσεων και της παραγωγής, στη δροσερή ατμόσφαιρα, τα γουστόζικα φωνητικά, τον... παιδικό ενθουσιασμό τους γενικότερα. Αυτό, υπ' όψιν, δεν το σημειώνω ως αρνητικό -προς Θεού! Αν όντως έχουν γράψει και παίξει μόνα τους τούτα τα 14 ψυχεδελεαστικά τραγούδια (είπαμε, μπορεί να πρόκειται για τρικ), βρίσκονται υπεράνω παντός επαίνου. Κι άλλωστε, σύμφωνα με έναν αγαπημένο κοινό τόπο, σε τι οφελεί η καινοτομία όταν διαθέτεις στυλ;
Ο Οζκέντ ωστόσο, άλλη ιστορία. Παίρνει παλιές ανατολίτικες μελωδίες και τις στήνει πάνω σε ανηλεείς φανκ ρυθμούς. Το υβρίδιο που προέκυψε θαρρείς πως υπήρχε ανέκαθεν και δε χρειάστηκε να συνδυαστούν υλικά τόσο ετερογενή. Ετερογενή; Χμμ... Ναι, η γη είναι σφαίρα και όλοι συναντιόμαστε στο τέλος, όπως λέει κι ο ποιητής και ΟΚ, γνωστή κι η ώσμωση παραδοσιακής Ανατολής και ροκ εν ρολ Δύσης με θέματα αλά Missirlou (κι ο Ντικ Ντέιλ υποτίθεται ότι έχει λιβανέζικες ρίζες, π' ανάθεμά με!) αλλά τούτο το πάντρεμα -που έχει γίνει κάθε άλλο παρά με το στανιό- μοιάζει ουρανοκατέβατο όπως και νά 'χει. Ακούγοντάς το θα πρέπει μάλλον να αναθεωρήσουν όσοι πιστεύουν ότι το In Sounds from Way Out είναι το πιο κουλ/γκρούβι/τζάζι/φάνκι δισκίο για τις τελευταίες ζέστες του Αυγούστου, εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως.
Και τα δύο άλμπουμ στο μεταξύ μπορεί να εκληφθούν ως κόνσεπτ καθώς ο μεν Οζκέντ περιστρέφεται γύρω από ένα θεμελιώδες -μουσικολογικά και εννοιολογικά- θέμα σχεδόν αυτοσχέδια, υπακούοντας θα έλεγες στην έμπνευση της στιγμής, ο δε Τζούνιορ χτίζει κατά βάση ορχηστρικά τραγούδια πάνω στα οποία οι φωνές μπαινοβγαίνουν εντελώς φυσικά, όπως θα γινόταν σ' ένα τζαμάρισμα φτασμένης μπάντας.
Ακούστε τα από το τέλος προς την αρχή, απ' την αρχή προς το τέλος, σε ράντομ, ριπίτ ή ρίαλ τάιμ, ξαπλωμένοι ή όρθιοι, οδηγώντας και χορεύοντας (ναι, ταυτόχρονα), δεν υπάρχει περίπτωση να μη σας φτιάξουν τη μέρα. Μαζί με το Sylvie της Συλβί Βαρτάν αποτελούν την ιδανικότερη συντροφιά για το φετινό και οποιοδήποτε άλλο καλοκαίρι, του παρελθόντος και του μέλλοντος. Κρίμα μόνο που εξαιτίας της κλασικής βραδυστροφίας μου δεν πρόλαβα να βρω κάποιο πρόσχημα για να σας παρουσιάσω κι αυτό το τελευταίο, ένα αριστουργηματικό ποπ LP του '62 γεμάτο με έξοχες διασκευές επιτυχιών της εποχής και ιστορίες για αγάπες που δε σβήνουνε, καλοκαίρια που πέρασαν μα θα ξανάρθουν, δεσμούς φιλίας ακατάλυτους, μεγάλες αποφάσεις, καρδιές που τραγουδάνε και γιορτές μέχρι πρωίας. Δεν πειράζει, και το καλοκαίρι του 2009 εδώ θά 'μαστε. Καλό υπόλοιπο.
Σημ. Το πρώτο από τα παραθέματα του κειμένου ανήκει στον Τζον Λάιντον. Είναι η περιβόητη ατάκα με την οποία αποχώρησε απ' τη σκηνή του Γουίντερλαντ στο Σαν Φρανσίσκο, κλείνοντας την τελευταία συναυλία των Pistols (14 Γενάρη 1978). Τα άλλα δύο είναι παρμένα από το The Great Rock'n'Roll Swindle, που ηχογραφήσαν οι εναπομείναντες Τζόουνς, Κουκ και Βίσιους ένα χρόνο αργότερα.
Σημ. #2. Πρέπει ν' απαλλαγώ κάποτε από το σύμπλεγμα ελληνικής κατωτερότητας που με διακατέχει. Τι λέτε, να στείλουμε στη Finders Keepers Εν Πλω και Η.Ε.Κ.Θ.Ε;