H electronica του 21oυ αιώνα: νέοι καρποί μιας παραγνωρισμένης ρίζας

Μια μουσική τόσο παλιά αλλά και τόσο καινούργια. Και κατά έναν τρόπο... λαϊκή. Του Αναστάσιου Μπαμπατζιά

Αυτό όπως πιθανόν καταλάβατε είναι ένα μικρό αφιέρωμα στην ηλεκτρονική μουσική των ημερών μας. Όχι όμως στην «σοβαρή», στην λόγια, στην ακαδημαϊκή, αλλά σε εκείνη που γιγαντώθηκε στα 90s με το techno και τα άπειρα υβρίδιά του μέσα στον rave ορυμαγδό. Φαίνεται πως ακόμα, μετά από τρεις και βάλε δεκαετίες, αυτή η λαϊκή ουσιαστικά μουσική δεν αντιμετωπίζεται με την πρέπουσα σοβαρότητα. Είναι ακόμα και σήμερα η μουσική των νεαρών, των DJs και των clubs. Και δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται διάφοροι ότι και εκεί υπάρχουν πολύ περισσότερα για τα οποία μπορεί να μιλήσει κανείς, που αφορούν και άλλους ανθρώπους. Δεν εννοώ φυσικά ότι δεν ακούγονται σχεδόν παντού πια τέτοια πράγματα, θα ήταν ανόητο εκ μέρους μου. Αλλά είτε μιλάμε για ενδιαφέρουσες περιπτώσεις είτε όχι, δεν αντιμετωπίζονται σοβαρά. Δεν θεωρούνται μουσική (και οι περισσότεροι απ’ όσους τα θεωρούν μουσική τα έχουν παρεξηγήσει και αυτά, όπως και τον όρο μουσική). Υπάρχουν βέβαια ακροατές οι οποίοι ασχολούνται με ότι καλό και ενδιαφέρον προκύπτει και από αυτό τον χώρο αλλά είναι μειονότητα. Ίσως όμως κάτι σιγά σιγά να αρχίζει να αλλάζει, αφού βλέπουμε ότι ακόμα και η τεράστια Deutsche Grammophon (δειλά βέβαια) πάει και προς τα εκεί. Είναι μια αρχή.

Ψάχνοντας πέφτει κανείς συχνά-πυκνά πάνω σε πράγματα πολύ αξιόλογα από όλο το φάσμα της electronica, μερικές φορές μάλιστα εξαιρετικά. Δε μιλάω βέβαια για αυτά που για χι-ψι λόγους άσχετους με τη δημιουργικότητα, πέφτουν στο καζάνι του hype ( πολύς ντόρος για το τίποτα). Αυτά που έχουν πραγματικά κάτι να πουν, είτε είναι γνωστά είτε όχι, συχνά λοιδορούνται με διάφορους τρόπους. Είτε τα λένε ‘ομπσκουριές’ (εκ του obscure) που δεν τις ξέρει ούτε η μάνα τους (και ούτε θέλει να τις μάθει), είτε κατηγορούνται για μανιερισμό ή ότι η μπογιά τους έχει περάσει και έχουν χάσει το νεύρο τους (και διάφορες άλλες κοινότοπες ανοησίες).

Αλλά υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα πιο πολύ κοινωνικής παρά αισθητικής φύσης (αν και η αισθητική εμπεριέχεται σαφώς, είναι βασικό ζήτημα μέσα στα κοινωνικά προβλήματα). Προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οποιαδήποτε μουσική, οποιοδήποτε είδος, πρέπει μέσα στα πλαίσια κάποιου άτυπου νόμου, να αντιμετωπίζεται ξέχωρα και διαφορετικά. Γιατί να είναι ο καθείς στον πάγκο του; Οι κλασικοί με τους κλασικούς, οι ποπάδες με τους ποπάδες, οι λαϊκοί με τους λαϊκούς κλπ κλπ. Γιατί όχι όλοι μαζί...; Γιατί η κλασική μουσική να είναι αυτομάτως ανώτερη από τη λαϊκή; Είναι κι αυτό μια παρενέργεια της βλακώδους μας αντίληψης περί ισότητας και διαφορετικότητας; Ναι. Όπως χωρίζονται οι άνθρωποι σε τάξεις, έτσι και η τέχνη. Κάθε τάξη έχει και την τέχνη της. Ν’ ακούσει techno η «υψηλή κοινωνία» (που παριστάνει ότι παίζει τον Beethoven στα δάχτυλα); Να πέσει σε αυτό το χαμερπές επίπεδο; Απαπα... Ντάξει, η νεότερη γενιά ακούει ίσως κάποια πράγματα αλλά όπως προείπα, αυτά είναι παρεξηγημένα με διάφορους τρόπους.

Δεν γίνεται δουλειά όμως έτσι. Με αυτούς τους ψευδείς, τάχα μου ποιοτικούς διαχωρισμούς, σε όλους τους τομείς, η κοινωνία δεν θα προχωρήσει ποτέ. Μια ζωή θα μηρυκάζουμε την κατά φαντασίαν υψηλότητά μας. Οι καλλιτέχνες, οι φιλότεχνοι και τελικά όλοι οι άνθρωποι, πρέπει να κυλιστούμε λίγο στη λάσπη των πραγμάτων. Να μάθουμε να τα αναγνωρίζουμε ουσιαστικά ψάχνοντας και μελετώντας τα και όχι κατατάσσοντάς τα αυτομάτως σε υποκατηγορίες σε σχέση με το που ανήκουν και από που προέρχονται. Ας μην παριστάνουμε ότι εκτιμούμε τη μεγάλη τέχνη ενώ αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε την τεράστια δύναμη ενός λαϊκού τραγουδιού ή ενός pop τραγουδιού ή τελικά και ενός techno κομματιού. Η κριτική οφείλει να κατατάσσει ποιοτικά τα έργα αλλά… ασχέτως είδους, ακόμα και ασχέτως κουλτούρας. Να είναι σε θέσει να υπερβαίνει (όχι να αγνοεί) τις καταβολές και τις δικές της και του εκάστοτε καλλιτέχνη και να «διαβάζει» το έργο χωρίς συμβιβασμούς και χωρίς παρωπίδες. Να αξιολογεί όσο είναι δυνατόν καλύτερα και δικαιότερα.

Αρκετά όμως με αυτόν τον πρόλογο γιατί θα ξεφύγουμε τελείως από το θέμα και έχω να σας μιλήσω για διάφορους, όχι απαραίτητα νέους ή πρωτοεμφανιζόμενους αλλά καλλιτέχνες που πραγματικά έχουν σημαντικά πράγματα να πουν με το έργο τους σήμερα όπως π.χ. τον Ούγγρο Gabor Lazar ο οποίος τα τελευταία χρόνια εξαπολύει αρκετά συχνά τον πιο φευγάτο και πλούσιο electro μινιμαλισμό. Το τελευταίο του άλμπουμ λέγεται ‘Boundary Object’ και κυκλοφόρησε στην πολύ καλή εταιρία του Mike Paradinas (aka μZiq), την Planet Mu. Η ηχητική καταγωγή του Gabor Lazar είναι βασικά το πρώιμο electro (όπως αυτό των Cybotron, του πρώτου σχήματος του μάστορα από το Detroit, του Juan Atkins από τα 80s) ή και η υπερηχητική μετάλλαξή του λίγα χρόνια μετά όπως την συναντάμε στον ήχο της Cheap Records από τη Βιέννη. Η μουσική του είναι σαν πολύχρωμο piercing στα εγκεφαλικά κύτταρα. Εντελώς παρανοϊκή μερικές φορές, σαν άυλο ναρκωτικό. Σπαστικοί μονολιθικοί ρυθμοί, synths που ρέουν και καίνε. Όχι δεν είναι οδυνηρό ούτε επικίνδυνο, don’t worry.

Ένα από τα πιο εντυπωσιακά άλμπουμ που άκουσα τελευταία (συναρπαστικό θα έλεγα) είναι το “KD100” του DJ Rush. Για να μη σας πω ότι μπορεί να είναι και το καλύτερο Chicago house που άκουσα ποτέ. Το ζήτημα με αυτά τα πράγματα είναι ότι εν πρώτοις μοιάζουν να αφορούν μόνο την πίστα. Κι όμως πολλές φορές δεν είναι έτσι. Π.χ. εδώ ο κύριος αυτός χρησιμοποιεί το γνωστό επαναλαμβανόμενο beat (που σαφώς σε στέλνει εύκολα στο κέντρο του δωματίου να χοροπηδάς), όμως του δίνει μια ξεχωριστή χάρη. Το τοποθετεί στη σύνθεση με τρόπο που σχεδόν με το τίποτα, από το πουθενά, γίνεται απίστευτα έξυπνο. Δωρικός ρυθμός και coolness. Μικροκινήσεις ανεπαίσθητες του ρυθμού που εκπλήσσουν και χορεύουν. Aκούστε το “Jam On It” και θα καταλάβετε.

Δε γίνεται να μην αναφέρω τους Autechre. Θα πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου αν δεν το κάνω. Γιατί οι Autechre είναι τεράστιοι. Είναι καλλιτέχνες με όλη τη σημασία της λέξης. Γιατί κατάφεραν να επιμένουν μετά από 30 και βάλε χρόνια να πλάθουν τον ήχο τους και να τον εξελίσσουν. Από πιτσιρικάδες στα τέλη των 80s που γοητεύτηκαν από τα σπαστικά ξερόμπητα των χιπχοπάδων (και από τα γκράφιτι), μπολιάζοντάς τα με γενναιότητα με τα ηλεκτρονικά, μέχρι σήμερα που έχουν φτάσει να μοιάζουν πιο πολύ με τον Ξενάκη, υπάρχει μια συνέχεια σε αυτό που κάνουν. Συνέδεσαν τον ήχο του δρόμου με τις φιλαρμονικές αίθουσες (ή και τα Ηρώδεια) χωρίς να ρίξουν ούτε σταγόνα νερό στο κρασί τους. Και αυτό είναι ένα τεράστιο επίτευγμα από μόνο του. Και φυσικά δεν είναι το μόνο. Όσο κι αν ξενίζουν πολλούς (ακόμα και κάποιους που τους άκουγαν παλαιότερα), η μουσική που κάνουν εκτός από ιδιαίτερη είναι και πλούσια. Πυκνή και πολύπλοκη. Όχι όμως μπερδεμένη. Απλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι Autechre είναι ένα από τα σπουδαιότερα ντουέτα σύγχρονης μουσικής στον 21ο αιώνα.

Οι Raime είναι επίσης ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Πραγματικά ιδιαίτεροι. Μπορεί να αγγίζουν κατά καιρούς το post rock (το κάνουν όμως χωρίς να πέφτουν στη μιζέρια και τη σούπα πολλών εκ των πρωταγωνιστών του χώρου αυτού) αλλά κατά βάση κυνηγούν τον ήχο των illbient συγκροτημάτων των 90s, ξέρετε αυτά που έβγαζε η εντελώς πυροβολημένη εταιρία με το όνομα Wordsound, δηλ. ένα hip hop βαρύ κι ασήκωτο, σαφώς ηλεκτρονικό και επεξεργασμένο μέσο του dub από τη Τζαμάικα (τα παράπονά σας στο Lee Perry αν σας πιάσει ναυτία). Ειδικά στο άλμπουμ ‘Tooth’ οι Raime μοιάζουν σαν να είναι από τότε. Πιο αργοί κι από την αργοπορία, αδυσώπητοι και κοφτοί, φτιάχνουν την πιο σκοτεινή και άγρια ατμόσφαιρα με το ελάχιστο. Σχεδόν με το τίποτα. Δεν ξέρω πόσο και αν θα αντέξουν αλλά με το ‘Tooth’ ήδη έχουν κάνει πολλά.

Vladislav Delay. Εδώ τα πράγματα αγριεύουν. Διότι και ο Sasu Ripatti έχει αγριέψει. Αυτό είναι το πραγματικό του όνομα. Ο μουσικός από τη Φινλανδία χρησιμοποιεί διάφορα «προσωπεία» για τις μουσικές του και μέσα από το καθένα κινείται σε διαφορετικό ηλεκτρονικό περιβάλλον. Ως Vladislav Delay μπορεί μεν να παίζει techno, αλλά δεν αρκεί καθόλου αυτό για να χαρακτηριστεί. Θέλησε και αυτός να εξερευνήσει με έναν εντελώς ιδιότυπο τρόπο το αχανές διάστημα του dub. Όλοι οι δίσκοι που έχουν κυκλοφορήσει με αυτό το όνομα αυτό έχουν ως βάση και εκεί καταλήγουν. Dub που διυλίζεται μέσα από το techno και έχει ψήγματα ακόμα και από τη τζαζ (υπάρχει ακόμα και Vladislav Delay Quartet). Οι πρόσφατοι δίσκοι του, ‘Rakka I’ και ‘Rakka II’ ενώ δεν αλλάζουν ρότα, τσιτώνουν αρκετά τα γκάζια και πρακτικά φτάνουν στον δημιουργικό θόρυβο. Αλλά φέτος εμφανίστηκε και το έσχατο ‘Isoviha’ που «σβήνει» κάπως, αποβάλει τον μαξιμαλισμό των δύο προηγούμενων έργων για να μας στείλει χωρίς επιστροφή σε έναν γωνιώδη κόσμο ηλεκτρονικής ομορφιάς, έναν άγριο κονστρουκτιβισμό ο οποίος είναι ολοφάνερα κατασκεύασμα υψηλής ευφυΐας και γνώσης.

Ο επόμενος μάστορας με τον οποίο θα ασχοληθούμε είναι ο Rod Modell. Το techno στα χέρια του γίνεται ρέον. Υγροποιείται, μεταμορφώνεται σε υδροφόρο ρεύμα που μερικές φορές γίνεται χείμαρρος και άλλοτε γαλαξίας ή ωκεανός ανυπέρβλητης μεγαλοπρέπειας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το άλμπουμ του ως DeepChord με το όνομα «Auratones». Πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που αναπτύσσεται, κομμάτι το κομμάτι (όλα μεγάλα σε διάρκεια), κύμα το κύμα. Και με τον Rod, η εκκίνηση είναι το Detroit techno. Αλλά και ο μονολιθικός ήχος της Basic Channel και της Chain Reaction. Είναι όμως τόσο βαθιά μέσα σε αυτή την προσπάθεια μετάλλαξης του ήχου από άυλα κύματα σε εξωδιαστατικούς υδροστρόβιλους (μονομανία θα έλεγα) που τελικά γίνεται κάτι εντελώς ξεχωριστό που δεν μπορεί πια να έχει άλλη ταμπέλα εκτός από την γενικότερη της ηλεκτρονικής μουσικής. Ένας από τους techno δημιουργούς που δεν θα ξεχαστούν.

Για τον Wolfgang Voigt τι να λέμε. Ο άνθρωπος είναι καλλιτεχνάρα. Μόνο ως GAS (που είναι ένα μικρό μέρος των δραστηριοτήτων του εδώ και δεκαετίες) έχει κάνει θαύματα. Εφτά επίσημα άλμπουμ ως GAS τα οποία λειτουργούν όμως σαν ένα ενιαίο μεγαλόπνοο μουσικό σχέδιο. Πρόκειται για μια μουσική σε τροχιά. Όχι γύρω από κάποιον πλανήτη (αστεία πράματα) αλλά γύρω από το σύμπαν. Ένα εξωπραγματικό τεχνολογικό sci-fi όνειρο. Δεν του είναι άγνωστος φυσικά του Wolfgang ο χώρος του μινιμαλισμού, οι μουσικές συνθετών όπως ο Steve Reich, o La Monte Young κ.ά. Η μουσική του είναι μινιμαλιστική με την έννοια ότι χρησιμοποιεί τον μονολιθικό πρωτορυθμό αυτής της avant garde του προηγούμενου αιώνα, έστω και με ηλεκτρονικά μέσα (και έτσι φαίνεται να κάνει τελικά όλο το techno, είτε γίνεται συνειδητά, είτε όχι). Ο μινιμαλισμός του όμως είναι το μέσον. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι η αποτίναξη της παροντικής πραγματικότητας. Θέλει η μουσική του να είναι ένα όχημα προς το άπειρο, προς το άγνωστο, προς ένα μέλλον.

Και ο Thomas Köner με το ‘Motus’ του 2020 στην εταιρία Mille Plateaux που επανεκκίνησε πρόσφατα τις εργασίες της έκανε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Άφησε λίγο στην άκρη τα έτσι κι αλλιώς υπέροχα ambient ηχοτοπία που δημιουργεί από τη δεκαετία του ‘90 και αποφάσισε να ασχοληθεί ξανά με τον «μαγνητικό» ήχο του σχήματος στο οποίο συμμετέχει, τους Porter Ricks. Ασχέτως αν κυκλοφόρησε και επίσημα δίσκος των τελευταίων σχετικά πρόσφατα, ο Köner θέλησε να κάνει και κάτι άλλο. Να πάρει αυτό το υποβρύχιο απόκοσμο dub techno και να το απογυμνώσει τελείως, να του αφήσει μόνο τα απολύτως απαραίτητα, κάποια στίγματα μόνο εγγεγραμμένα στον ηχητικό ορίζοντα, στοιχεία που αφήνουν όμως να εννοηθεί όλο το οικοδόμημα. Σαν ένα σχέδιο ενός ζωγράφου φτιαγμένο με τα απολύτως απαραίτητα, τόσο όμως πυκνό και ουσιαστικό που τελικά δε χρειάζεται να γίνει καν το ολοκληρωμένο έργο.

Καλά για τον Kevin Martin τι να λέμε. Ο άνθρωπος έχει λαλήσει. Κάθε τρεις και λίγο μας πετάει κι από ένα διαμάντι. Θες ambient; Βυθίσου σε οτιδήποτε έχει κάνει ως Kevin Richard Martin (πολύ πράμα) αλλά κυρίως τη σειρά «Frequencies for Leaving Earth» που είναι ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος, η εσχατιά του αναχωρητισμού και του απομονωτισμού και το άλμπουμ «Sirens» που βγήκε το 2019 στην Room 40 (εταιρία για την οποία θα χρειαστεί οπωσδήποτε ειδικό αφιέρωμα) ένα ambient κόσμημα από τα πολύ σπάνια. Αλλά άμα δε θες ambient, o Kevin Martin είναι ο Bug, ο δαίμων του σύγχρονου dub, dancehall και όλων των ηλεκτρονικών υβριδίων τους. Στο περσινό άλμπουμ «Fire» πέφτουν κεφάλια. Αλλά και φέτος εμφανίστηκε το «Absent Riddim». Πρόκειται για ένα τρομερό επίτευγμα. Αν πω ότι είναι ίσως ότι καλύτερο έχει κάνει μπορεί και να μην είναι υπερβολή. Περιέχει ότι τον αφορά. Από τα τζαμαϊκάνικα φυσικά κόλπα του περνάει στο παλιό καλό illbient, το industrial και τα δαιμονισμένα electronics. Και παραδόξως το κάνει αυτό με μια και μοναδική ιδέα που την μεταλλάσσει ανάλογα από κομμάτι σε κομμάτι παρέα με τους διαφορετικούς φίλους και guests κάθε φορά.

Δε γίνεται να μην σας πω κάτι και για τον Kohei Matsunaga και ότι φτιάχνει με το όνομα NHK yx Koyxen. Στο άλμπουμ από το 2016 ‘Doom Steppy Reverb’ κάνει κάτι απίστευτα κόλπα με τους ρυθμούς. Παίζοντας ένα techno λίγο διεστραμμένο, τους στρίβει, τους σπάει, τους αναποδογυρίζει. Εκεί που νομίζεις ότι τελικά θέλει να το κάνει τύπου dubstep, όχι. Παραμένει techno. Ένας στακάτος αλλά κολλώδης ηλεκτρονικός συρμός που πολλές φορές νιώθεις ότι πάει διαρκώς μπρος πίσω και μπορεί να εκτροχιαστεί αλλά δεν το κάνει ποτέ. Στ’ αλήθεια τρελό πράγμα αλλά και πολύ εντυπωσιακό. Ένας μεθυσμένος σπαστικός μινιμαλισμός με …αναποδιές.

Ο Biosphere ή αλλιώς Geir Jenssen από την Νορβηγία είναι και αυτός πολύ γνωστός πια στους φίλους της ηλεκτρονικής μουσικής. Μπορεί να θεωρηθεί βεβαίως βετεράνος μετά από 4 δεκαετίες καριέρας. Κι όμως συνεχίζει ακάθεκτος να παραδίδει και σήμερα δίσκους μεγάλης αισθητικής αξίας όπως το ‘Senja Recordings’ πριν λίγα χρόνια, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ με ηλεκτρονικά επεξεργασμένες ηχογραφήσεις πεδίου από το νησί Senja στη βόρεια Νορβηγία. Δημιουργεί ο Jenssen μια πραγματικά επιβλητική ambient μουσική, τόσο λειτουργική και δημιουργικά εμπνευσμένη που νομίζεις ότι όντως βρίσκεσαι κάπου σε ένα μαγικό άγνωστο τοπίο του βορρά όσο ακούς, ίσως και σε ένα μαγικό κόσμο σαν αυτόν του Tolkien, μακρυά όμως από την αφήγηση για να τον αφουγκραστούμε καλύτερα. Αλλά ο Jenssen δεν καταλαγιάζει έχει και techno ανησυχίες που τις ακούσαμε και φέτος με το άλμπουμ “Shortwave Memories”, έχει επίσης απίστευτες δυνατότητες στο να στήνει ανυπέρβλητες μελωδίες κλασικής υφής όπως κάνει στα επίσης πρόσφατα άλμπουμ “Angel’s Flight” και “Departed Glories”. Πολυπράγμων ασίγαστος καλλιτέχνης.

Είναι και άλλοι πολλοί φυσικά νεότεροι και παλαιότεροι που φτιάχνουν τα τελευταία χρόνια πολύ ενδιαφέροντα και έξυπνα πράγματα μέσα στο διευρυμένο πλαίσιο της electronica. Αν αναφέρουμε κάποιους ακόμα δεν μπορούμε να παραλείψουμε τον Aphex Twin ο οποίος μπορεί πια να μην είναι πια κάτι καινούριο ωστόσο το ‘Syro’, το τελευταίο επίσημο άλμπουμ του που βγήκε το 2014, ξεπερνά τις προσδοκίες. Ο Mick Harris που και αυτός ξαναθυμάται τελευταία τα hc electro πειράματα που έκανε στα νιάτα του ως Fret αλλά και οι Advent που έπαιξαν και αυτοί με άλλο τρόπο electro ξύλο με το “Life Cycles” το 2020. Οι Dopplereffect από το Detroit φέτος με το εκπληκτικό “Neurotelepathy”, ο Neil Landstrumm και ο Luke Vibert με το μεταλλαγμένο funk τους. Η λίστα δεν τελειώνει. Δεν μένει παρά να πούμε αυτό για το οποίο επέμεινα από την αρχή. Όλα αυτά δεν είναι μουσική διασκέδασης. Τουλάχιστον όχι μόνο. Αυτοί που δεν αρέσκονται στο να απασχολούνται μόνο με ότι τους π(λ)ασάρεται ως υψηλό και «ποιοτικό», αυτοί που ενδιαφέρονται πραγματικά για την περιπέτεια του ήχου θα το καταλάβουν.

(Πίνακας Εξωφύλλου: Lee Ufan)

 
00:00 Aphex Twin - Syro U473t8+E [Piezoluminescence Mix]
06:17 Gabor Lazar - Boundary Object IV
10:28 Vladislav Delay - Isovitutus
12:31 Biosphere - Shortwave Memories
19:54 Kevin Richard Martin- In Love with a Ghost
25:26 Raime - Coax
29:28 Thomas Köner- Expression (Release)
35:33 NHK yx Koyxen - 1073+Snare
42:23 DJ Rush - Jam on it
47:30 The Advent - Music is life
56:30 DeepChord - Wind In Trees
1:03:42 GAS - Der Lange Marsch 4
1:08:26 Autechre - TM1 open
1:18:15 The Bug - Satan ft Nazamba