Μεταμφίεση
Ένας εύκολα κακεντρεχής μπορεί να έλεγε ότι η Αλεξίου... μεταμφιέστηκε σε ηθοποιό. Η εύκολη κακεντρέχεια όμως είναι πάντοτε κι εξ ορισμού άδικη (ακόμη κι όταν πατάει σε κάποιο δίκιο). Του Χάρη Συμβουλίδη
«Κανά τραγούδι, λέει άραγε;»
Είναι μια σκέψη που μάλλον κάνουν πολλοί από όσους αποφασίζουν να πάνε στο Μικρό Παλλάς να δουν Χάρις Αλεξίου σε Μεταμφίεση, εν μέσω του δεύτερου κύματος κορωνοϊού. Το γνωρίζει και η ίδια. Το δήλωσε άλλωστε και ευθέως, στη συνέντευξη που έδωσε στη Γιώτα Συκκά, για την Καθημερινή· στην παράσταση αυτή θα έρθει κατά κύριο λόγο ο κόσμος που την αγαπάει ως τραγουδίστρια: «πρέπει να τους κερδίσω από την αρχή... θέλω να είμαι πολύ καλή, να ξεχάσουν το άλλο που έκανα».
Είναι ένας μύθος της νεότερης Ελλάδας η Αλεξίου. Έτσι έχουν τα πράγματα, όση βαρύτητα κι αν έδωσε κάπου, κάποτε μια μειονότητα ακροατών και μουσικογραφιάδων στο «Όχι άλλο Νταλάρα, Πάριο κι Αλεξίου» του Τζίμη Πανούση (για ορθούς ή λάθος λόγους). Και είναι μια ζηλευτή θέση αυτή, την οποία κέρδισε δικαίως. Μόνο που κανείς δεν ήξερε να της πει τι γίνεται μετά. Κι έτσι, εδώ και χρόνια, κίνησε να το βρει μονάχη της. Αλλάζοντας πρόσωπα, δοκιμάζοντας κατευθύνσεις, πέφτοντας και σε κάποια αδιέξοδα. Το ίδιο λοιπόν κάνει και τώρα. Αποχαιρετώντας το τραγούδι μετά από 50 χρόνια πορείας, εξερευνά με τη Μεταμφίεση το πεδίο που άνοιξε η μεγάλη επιτυχία της παράστασης Χειρόγραφο τη σαιζόν 2015/2016, ισορροπώντας απολαυστικά μεταξύ συναυλίας και θεάτρου. Με τη συναυλία λοιπόν να εγκαταλείπει πλέον την εξίσωση, το θέατρο αποκτά πλήρη υπόσταση.
Στο Μικρό Παλλάς η σκηνή έχει διαμορφωθεί από τον Ανδρέα Γεωργιάδη ως σέρα, με πλαστικά μεν, μα καλαίσθητα φτιαγμένα φυτά, διαφόρων ειδών. Η Αλεξίου περιφέρεται ανάμεσα σε γλάστρες και γλαστράκια με πόθους, φίκους και μικρές φτέρες· μοναδική της συνοδεία, ανά περιστάσεις, η στοιχειώδης μεν, λειτουργική δε μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, αλλά και οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα. Είναι ωραία η σκηνοθεσία αυτή του Σταύρου Ράγια: «χορταίνει» το μάτι σου, ενώ διαρκώς ανακαλύπτονται και χώροι ώστε να κινηθεί ή να κάτσει η Αλεξίου, καθώς ξετυλίγει μονολογώντας την ιστορία μιας αποκλειστικής νοσοκόμας, σε κείμενο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη.
Δεν είμαι σίγουρος, πάντως, ότι το έργο βρήκε σε κάθε περίπτωση την οικονομία και τη διάταξη που υπαγόρευε η μικρή χρονική διάρκεια της παράστασης. Οπωσδήποτε, δεν στερείται εύστοχων στιγμών: το περιστατικό με τη συμμαθήτρια κατά την παιδική ηλικία της πρωταγωνίστριας, η επονομαζόμενη «εποχή των εραστών», τα όσα εκτυλίχτηκαν γύρω από τα λουστρίνια του ανώνυμου γέρου, ήταν ιδέες που αναπτύχθηκαν σωστά και όμορφα. Από την άλλη, κάπου είδα την υπομονή μου να εξαντλείται στις διηγήσεις για το πώς έκανε ο γέρος στο νοσοκομείο και πώς ήταν το σπίτι του· παράλληλα, έμενα ενίοτε με την εντύπωση πως δεν μάθαινα όσα ήθελα για τον κόσμο της γυναίκας που αντίκριζα –ενώ λ.χ. πληροφορήθηκα για το χρώμα που είχαν οι κλωστές στα ημερολόγια του γέρου και για το πόσες κονσέρβες με καλαμαράκια είχε, δεν βρέθηκε ούτε μια πρόταση να μου πει για την (προφανή, λόγω σκηνικού) αγάπη της για τα φυτά.
Λεπτομέρειες, ίσως πείτε. Και, εν πολλοίς, θέματα γούστου. Το δέχομαι. Δέχομαι επίσης ότι το κείμενο άγγιξε πολύ την Αλεξίου, ενώ εγώ χρειάστηκε να το συζητήσω αρκετά με τη Χριστίνα ώστε να ξεπεράσω τη δυσκολία μου να ενδιαφερθώ για την ηρωίδα, παρότι κατέστη σαφές ότι επρόκειτο για χαρακτήρα με ζουμί· μια ανώνυμη γυναίκα που δεν κατάφερε να ξεφύγει ποτέ από την ανάγκη να είναι μια άλλη, χάνοντας τον εαυτό της μέσα στα χρόνια. Διαρκώς, όμως, ένιωθα ότι βλέπω την Αλεξίου να παίζει αυτήν τη γυναίκα, αντί να τη βλέπω να ζωντανεύει εμπρός μου με σάρκα και οστά. Ενδεχομένως, φταίει που δεν αποσαφήνισα μέσα μου αν πάω στο Μικρό Παλλάς να δω την Αλεξίου ή την παράσταση. Όμως και η Αλεξίου ίσως να μη βρήκε τελικά πώς θα άφηνε εκτός την Αλεξίου, ακόμα κι αν έπαιζε έναν ρόλο άσχετο με τα βιώματά της. Είναι άλλωστε πολύ δύσκολο να μεταμφιέσεις έναν μύθο –και για τους συντελεστές και για το κοινό.
Η αίσθηση αυτή δημιουργήθηκε ήδη από το μπάσιμο, όμως δεν ήταν δίχως διαβαθμίσεις. Υπήρξαν δηλαδή τμήματα της παράστασης που τα εκπροσώπησε μια χαρά, εκπέμποντας ζωηράδα, αλλά και χιούμορ, στοιχεία τα οποία πέρασαν αβίαστα και στην «πλατεία» –η προαναφερθείσα εποχή των εραστών, αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα. Υπήρξαν όμως και κομμάτια τα οποία παίχτηκαν με τα κεκτημένα της τραγουδίστριας Αλεξίου: με τον λαιμό λ.χ. να γέρνει έτσι στο πλάι, με τα μάτια να γουρλώνουν έτσι για να τονίσουν το τάδε ή το δείνα σημείο, με τη φωνή να φωτίζει τις διαθέσεις της ηρωίδας, χωρίς πάντα να αντιστοιχεί στην κίνηση των χεριών και του υπόλοιπου κορμού.
Ήταν μια προσέγγιση βγαλμένη θαρρείς από το Χειρόγραφο. Και επειδή ήταν δεδομένο ότι η Αλεξίου θα πάταγε σε εκείνη την εμπειρία για να βαδίσει σε άγνωστο γι' αυτήν έδαφος, ίσως ο Ράγιας έπρεπε να τολμήσει περισσότερο στις οδηγίες που της έδωσε. Γιατί Χάρις Αλεξίου δεν είναι μόνο μια άκρως αναγνωρίσιμη φωνή. Είναι κι ένα σύστημα επί σκηνής έκφρασης που χρειαζόταν να αναπροσαρμοστεί πιο ολικά, ώστε να ταιριάξει στις ανάγκες ενός θεατρικού μονολόγου.
Στην Ελλάδα του άσπρο/μαύρο και της διαρκούς καχυποψίας απέναντι στην κριτική, ενδεχομένως να υπάρξει δυσαρέσκεια για ένα κείμενο που δεν εξυμνεί τη δημοφιλή ερμηνεύτρια σε μια στιγμή στην οποία προσπαθεί να υπάρξει αλλιώς –και σε μια συγκυρία δραματική (λόγω κορωνοϊού) για τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας, απουσία δυστυχώς της πρέπουσας στήριξης από την πολιτεία. Όμως δεν είναι έτσι. Αντιθέτως, σας προτρέπω να μη χάσετε την ευκαιρία (όποτε αυτή ξαναδοθεί, ελέω κορονοϊού) να δείτε λίγη Χάρις Αλεξίου από τόσο κοντά, εφόσον την έχετε αγαπήσει ως τραγουδίστρια. Αν καταγράφονται εδώ ορισμένες ενστάσεις και επισημάνσεις για τη Μεταμφίεση, στόχος δεν είναι η ακύρωση της προσπάθειας, αλλά η ενδυνάμωσή της. Ώστε να συνεχίσουμε να βλέπουμε την Αλεξίου και στο μέλλον, να στέκεται με αξιώσεις σε όποιον νέο ρόλο επιθυμεί.