Hits με το ζόρι

Μια καλοκαιρινή αβάσταχτης ελαφρότητας και ρετρό αναμνησιολογίας λίστα του Χρήστου Αναγνώστου. Διαβάζεται κι ακούγεται (ή και... όχι) ταυτόχρονα.

Υπάρχει μια κατηγορία μουσικής στην οποία δεν αναφερόμαστε ποτέ. Ίσως λόγω της υπερπροβολής της από το ράδιο που κατέστρεψε την όποια ομορφιά της. Ήταν ήδη παρωχημένη για μας τους εφήβους του ‘90. Ήταν κάτι το οποίο ακούγαμε στο δημοτικό και πλέον είχαμε μεγαλώσει. Ή ίσως ακόμη καλύτερα, ήταν η μουσική των μεγάλων που εμείς ποτέ δεν θα επιλέγαμε, και όμως κρυφά κάπου σε κάποιο γλέντι/τηλεοπτικό τρέιλερ/ταξίδι με αυτοκίνητο θα έπαιρνε το αυτί μας έναν στίχο καθώς αλλάζαμε μπαταρίες στο walkman. Σ ’αυτά τα κομμάτια δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία αλλά μάλλον δίναμε αρκετή για να χαραχτούν στην ψυχή μας για πάντα.

Μεγαλώνοντας αυτά συνέχισαν να υπάρχουν ως η μουσική των άλλων, όπου ευθαρσώς δηλώναμε το «εγώ δεν ακούω τέτοια» αλλά κατά βάση τ’ άκουγες. Δεν είχες διέξοδο μιας και τα έπαιζαν στο ΚΤΕΛ, σ’ έναν θάλαμο αναμονής οδοντιατρείου ή ακόμη και σ’ ένα ασανσέρ. Κάπου εκεί τα νέα αδερφάκια τους είχαν έρθει να προστεθούν σ’ αυτό το εγκεφαλικό playlist που έτρωγε χώρο από αυτά που πραγματικά αγαπούσες. Σε αυτά τα κομμάτια θα αναφερθούμε εδώ. Τα χιτς που παίζουν στο μυαλό σου με το ζόρι. Που αγνοείς τα τραγούδια πριν και μετά στον δίσκο του καλλιτέχνη. Γιατί άλλωστε παλαιότερα δεν ήταν προσβάσιμοι να τους ακούσουμε ολόκληρους (άσε που δεν θέλαμε κιόλας) αλλά και τα τραγούδια τα ίδια δεν είχαν ζωή εκεί ανάμεσα στα υπόλοιπα. Σαν ορφανά παιδιά βγήκαν για να βρουν τη θέση τους σε συλλογές-κασέτες και στις μέρες μας πλέον σε playlists.

Πριν ξεκινήσουμε ορίστε κι ένα playlist για ν’ ακούσετε τα κομμάτια αυτά για χιλιοστή φορά.

Μην της το πεις - Κώστας Τουρνάς (1984)

Το απόλυτο τραγούδι χωρισμού. Ένα από τα δεκάδες που έχουν γράψει Έλληνες μουσικοί αλλά από τα ελάχιστα που στέκεται στη αξιοπρέπεια του χωρισμένου και όχι στην μαγκιά του. Του λείπει μεν αλλά αυτός θέλει να πάει παρακάτω. Γι’ αυτό και τα ουρλιαχτά είναι μόνο στην αρχή, μιας και στο τέλος φεύγεις δικαιωμένος. ‘Άντρας παλαιάς κοπής’, που είναι και η έκφραση της μόδας, από αυτούς που πραγματικά δεν υπάρχουν πια. Ρωτήστε τις γυναίκες, κάτι ξέρουν και αυτές με τους ανασφαλείς μπούληδες που μπλέκουν στην προσπάθεια να βγουν απλά ένα σωστό ραντεβού από το tinder. Η φωνή της Αρβανίτη καταλυτική δίνει το “έξτρα” συναίσθημα και με μια κιθαριά μαχαιριά έχει φύγει το κομμάτι μαζί με την πρώην (αρκεί να μην το βάλεις στο ρηπήτ).

Πέρασε η μπόρα – Αναστασία Μουτσάτσου & Νίκος Ζιώγαλας (2001)

Ποτέ δεν θυμάμαι πως τους λένε αυτούς τους δυο, ειδικά την Μουτσάτσου, που πραγματικά είναι άξιο λόγου πως κατάφερε (αν κατάφερε, πραγματικά δεν γνωρίζω) να κάνει καριέρα με τέτοιο όνομα. Το κομμάτι όμως είναι χοροπηδηχτικό, ίσως και σεξιστικό για τους λάτρεις της cancel culture. Αλλά σε κρατάει, προς Θεού όχι για να το ξαναπαίξεις, απλά ίσως από το να μην το κάνεις skip.

Η Πίπα της Ειρήνης - Μιχάλης Εμιρλής (2005)

Τον κύριο δεν τον γνωρίζω, αλλά πραγματικά παίρνει βραβείο για την πιο τραγικά αστεία ομοιοκαταληξία έβερ, «μαργαρίνη – Ειρήνη». Ανήκει στο γιοκαρινικό ρεύμα θα έλεγα (ναι, αν το ψάξετε θα βρείτε κι άλλους που έχουν επηρεαστεί από αυτό το στυλ) δηλαδή, ωραίοι στίχοι που δεν βγάζουν νόημα, κουλ εκφώνηση συνοδεία κιθάρας ή μπλιμπλικιού και επαναλαμβανόμενο airplay. Τα στοιχεία αυτά αρκούν να γίνει ακόμη και αυτό το τραγούδι εμπνευσμένο tattoo ή έστω να βγάλει το βιτάμ μια συσκευασία με Ινδιάνο επάνω (γιατί τα καπνιστικά σύμβολα είναι απαγορευμένα πλέον).

Το πολλαπλό σου είδωλο (Συχνάζεις στο Μικρό καφέ) - Χειμερινοί Κολυμβητές (1981)

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές δεν ήταν για μένα κάτι παραπάνω από ένα όνομα μπάντας, μιας και πίστευα ότι δεν είχα ακούσει ποτέ τίποτα δικό τους. Έλα όμως που αυτό δεν ισχύει για το συγκεκριμένο κομμάτι. Βλέπετε το γνώριζα χρόνια τώρα και μάλιστα προ εικοσαετίας είχα βρεθεί στην Θεσσαλονίκη με διάφορους συντάκτες σ’ ένα γεύμα που δυο συνδαιτυμόνες ανέλυαν τους στίχους και πιο είναι το Μικρό Καφέ κλπ. Δεν συγκράτησα πολλά να πω την αλήθεια πέρα από το με πόσο πάθος οι δυο συνομιλητές υπεράσπιζαν την άποψη τους επί της ερμηνείας. Από την Θεσσαλονίκη fast forward στο σήμερα και η φωνή του Μπακιρτζή είναι πασίγνωστη επίσης και ως ο κύριος Μιχάλης από το “Ας Περιμένουν οι Γυναίκες”. Αυτό το κομμάτι λοιπόν είναι βόρεια Ελλάδα, κάτι τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά σε μας τους Αθηναίους, αναμνήσεις από πόλεις που ο κόσμος ακόμη πάει σε μια ταβέρνα για φαγητό (ασχολία που μίσησα και απαγόρευσα στον εαυτό μου δια ροπάλου, μην κερδίζοντας τίποτα παρά μια περισσή αγάπη για τα μπέργκερς πριν αυτά γίνουν της μόδας). Μέσα σε όλα θυμίζει και δυο φίλους που δεν είναι πια εδώ, γι’ αυτό και η κοιλιά, συγχωρείστε με.

Μια αγάπη για το καλοκαίρι - Καίτη Χωματά (1964)

Το απόλυτο ερωτικό τραγούδι του Έλληνα. Πόσες και πόσοι μας δεν έχουμε ζήσει εφήμερες καλοκαιρινές σχέσεις που χάθηκαν γιατί τελείωσαν οι διακοπές. Πολλοί από μας το ζουν ακόμη αυτό με συντρόφους που αρνούνται να εντάξουν τον έρωτα στην καθημερινότητα τους., που δεν θέλουν απλά να ‘ναι ευτυχισμένοι γιατί έμαθαν ότι η χαρά είναι διάλειμμα και ο πόνος καθημερινότητα. Κομμάτι για αισθηματίες λοιπόν, που θα ‘ρθει από μόνο του να σηκώσει το βάρος της οποίας προσωπικής αποτυχίας και θα παίξει δυο τρεις φορές στην playlist, ειδικά αυτή η εισαγωγή με τα καμπανάκια (ξυλόφωνο) είναι ασπρόμαυρη ελληνική ταινία από μόνη της, με την τραγουδίστρια β’ κατηγορίας (όχι σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε στην μεγάλη Καίτη Χωματά) στην γωνία να τραγουδάει συνοδεία μια προηχογραφημένης ταινίας από ένα μπομπινόφωνο. Αχ αιώνια νέο αυτό το κομμάτι που δεν ξέρουμε σε ποιους αναφέρεται. Στους γονείς μας που το άκουγαν και θυμόντουσαν τα νιάτα τους ή σε μας που θέλουμε να ξεχάσουμε ότι φτάσαμε σε μια φάση που αναπολούμε την ηρεμία μιας παιδικής ηλικίας; Βλέπετε, με εξαίρεση το Τσερνομπίλ, κανείς δεν μας προετοίμασε για ένα μέλλον που θα έπρεπε να προσπαθήσουμε πραγματικά για να πετύχουμε κάτι. Έτσι είναι όμως, άλλοι είχαν την ΕΣΣΔ άλλοι την Θάτσερ και εμείς το ΠΑΣΟΚ (συγνώμη αλλά δεν θα μπορούσα να μην κάνω αναφορά, ρετρό-nostalgia άρθρο είναι).

Ο κηπουρός – Βαγγέλης Γερμανός (1981)

Σαν παιδί δεν έβγαζε κανένα νόημα αυτό το κομμάτι του Γερμανού. Όλες οι δουλειές που προτείνει δεν ήταν στο μηχανογραφικό των Πανελληνίων. Εμείς οι Έλληνες είχαμε ξεπεράσει τους κάλφες και τους τεχνίτες, αυτές ήταν δουλειές για Αλβανούς (ας μου επιτραπεί η έκφραση αλλά στα τιμημένα 90s κανείς δεν έλεγε ‘οικονομικοί μετανάστες’). Οπότε ο ποιητής εδώ πραγματικά τα ‘χει χάσει και φτιάχνει ένα κομμάτι της παρέας που με προβλημάτιζε ξανά και ξανά κάθε φορά που το άκουγα (πάντα) κατά τύχη (λες και μπορούσες να το αποφύγεις εύκολα). Μάλλον σε κάτι χορευτικό αναφέρεται πάντως γιατί σου αφήνει ένα τέτοιο συναίσθημα, θες να χοροπηδήξεις λίγο. Ευτυχώς τελειώνει γρήγορα πριν προλάβεις να καταλάβεις ότι ο παππούς που ακούγεται από πίσω είναι ο Σαββόπουλος.

High Society Girl - Laid Back (1983)

ΟK, εδώ έχουμε παρασπονδία, αυτό δεν είναι ένα κομμάτι, είναι όλα τα 80s μαζί. Δεν σε νοιάζει ποιος το λέει, δεν σ ‘απασχολεί καν αν έχει στίχους κλπ, είναι το σάουντρακ της κάθε βιντεοκασέτας που είδες και ξαναείδες ακόμη και όταν είχαν εκλείψει και τις έπαιζε το NEW Channel. Είναι ο λόγος που τις προτιμάς 100 φορές από τις μαυρόασπρες του “κλασικού μη χέσω” ελληνικού κινηματογράφου. Είναι η σκηνή στην ντίσκο που προσπαθούσες να ξεπατικώσεις φιγούρες breakdance για να εντυπωσιάσεις το παιδικό σου αμόρε στην υπαίθρια ντισκοτέκ στην Τζια. Είναι η εποχή που οι Έλληνες ακόμη χόρευαν, οι γονείς κάπνιζαν και έπαιρναν τα παιδιά τους μαζί στα καφέ/μπαρ/πάρτι/πανηγύρια του όποιου χωριού χωρίς να ‘ναι μεμπτό και που δεν “βαριόσουν γιατί αυτά είναι για μεγάλους” αλλά μπορούσες και συ να χορέψεις προσπαθώντας να γίνεις άλλος Τραβόλτας που δεν ήξερες ποιος ήταν γιατί δεν τον είχες δει σε ταινία αλλά έτσι σου το λέγανε οι μεγάλοι.

Η Φανή - Βασίλης Καζούλης (1996)

One hit wonder ο Billys, όχι δεν θα το έλεγες, κάτι δισκάκια έβγαλε κι αυτός αλλά αυτό το κομμάτι τον στοίχειωσε. Χώρισες, κάτσε να στο βάλουμε, πάει διακοπές η γκόμενα, πας εσύ πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη, εδώ είμαστε εμείς. Φανή φορ λάιφ αγόρια μου πάτε φαντάροι και παίζει αυτό στο ράδιο του κινητού. Την πάτησες συγκίνηση αλέρτ. Κάτι δεν θα πηγαίνει καλά, κάπου είχα βάλει μια κασέτα Μέϊντεν ρε γαμώτο τι μαλακίες ακούμε, και όμως μένεις εκεί και σαν ζόμπι τραγουδάς το ρεφραίν. Ποιος ξέρει, ίσως μετά τον στρατό/σπουδές μια άλλη Φανή να σε οδηγήσει σ’ ένα ακόμη αυτοκαταστροφικό βράδυ, άσε που μεταξύ μας αυτός ο Ντίλαν δεν ακούγεται πλέον. Πολύ παλιακός βρε παιδάκι μου, ντεμοντέ, πασέ, ξεπερασμένος, πως να το πω, βγάζει και συνέχεια δίσκους, τι να τον κάνεις, συνταξιούχο που αρνείται να πάει χωριό ν’ ασχολείται με αγροτικές δουλειές. Ενώ ο δικός μας ο Billys τα ‘πε, πόνεσε και χαιρέτησε

Σαν σταρ του σινεμά - Νίκος Ζιώγαλας (1985)

Εδώ από live εκτέλεση με τον ακατανόμαστο Πορτοκάλογλου, λένε κάτι για φύλλα, μάλλον (χυλό)πίττα ήθελαν να φτιάξουν και δεν τους πέτυχε η συνταγή. Τέρμα μιλάμε για έναν σερβιτόρο που διώχνει την πελατεία, εντελώς αντιεμπορικό τραγούδι που δεν θα έπρεπε να ‘χει καμία επιτυχία αν οι Έλληνες είχαν το ελάχιστο εμπορικό πνεύμα. Αλλά όχι κύριοι δεν συνέβη αυτό, όπως ακούτε οι άνθρωποι από κάτω τραγουδούν με πάθος ένα κομμάτι που πραγματικά δεν βγάζει κανένα νόημα. Αλλά αυτοί είμαστε. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν πάει τίποτα μπροστά. Έρωτες και αηδίες.

Fake - Raining Pleasure (2001)

Ε ναι, αυτό είναι δικό μας, πιο πρόσφατο από τα υπόλοιπα, πιο νέο, σου θυμίζει ρε παιδί μου έστω μια διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας, χοροπηδηχτό και χιτ από κάπου άλλου. Τα κατάφερε ν’ απογειώσει το γκρουπ και να το απομακρύνει από εμάς που τους ξέραμε από πιο πριν. Χαλάλι όμως, τόσα ringtones και call waiting songs πούλησε στην τελική αν ήμασταν και μεις μάγκες θα βγάζαμε κάτι παρόμοιο. Είναι ένα κομμάτι που θυμίζει την τελευταία εποχή της αθωότητας, αυτή που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε στα παιδιά μας. Το ότι απλά ο καιρός περνούσε χωρίς ιδιαίτερο άγχος γιατί εμείς ήμασταν ακόμη μικροί στα 28 μας, ενώ αυτοί που ανήκουν σε μια γενιά μετά από μας παντρεύονται για να μπορέσουν να φύγουν από το σπίτι τους. Στο ότι μπορούσες να τα σπάσεις καθημερινή στο κλαμπ και την άλλη μέρα να πας κύριος για δουλειά και μετά καπάκια για ποτό γιατί πολύ απλά ήταν όλα ανοιχτά κάθε μέρα και η νύχτα ξεκινούσε στη μία. Ότι ο Σκιαδάς ανέβαινε στα ντεκς του Χοροστάσιου Τετάρτη στις 2 και όλα ήταν νορμάλ, ότι άτομα ‘σκαγαν στις 4 καθημερινή για να μην είναι οι πρώτοι και όλα ήταν κουλ. Τι να λέμε τώρα, it’s my life που λένε και οι Pleasure.

Σαν με κοιτάς - Αφροδίτη Μάνου & Γιάννης Φέρτης (1971)

Εδώ έχουμε καλή ελληνική ταινία. Πιο μαύρη από άσπρη στο ασπρόμαυρο. Ένα κομμάτι που αξίζει να το ακούσεις να παίζει στο μυαλό σου φιλώντας κάποια στην ακροθαλασσιά (όχι από τα Air Pods ηλίθιε GEN. z). Να φανταστείς το άλλο σου μισό να χορεύει σαν νεραΐδα/δος/ο πως σκατά αναφέρονται στους non binary σήμερα. Μπορεί να κάνεις και εμετό από έρωτα ακούγοντας το, αλλά τούτο δεν αναιρεί την απλότητα και την ομορφιά του. Σαν δεύτερη σκέψη ας πούμε σου φέρνει στο μυαλό την σκηνή που ο Απόλλο και ο Ρόκυ αγκαλιάζονται στο τέλος του ‘Rocky 3’ αλλά ότι και να λέμε κύριοι και κυρίες το κομμάτι θα σε κάνει να δακρύσεις (φρόντισε απλά να κοιτάς προς τα κει που φυσάει στην παραλία, να μπει λίγη άμμος στα μάτια να πιάσει το εφέ) και θα συγκινήσεις. Απλός, λιτός, δωρικός που λέει και ο Παναγιωτίδης στα ‘Φτηνά τσιγάρα’ του Χαραλαμπίδη. Ναι, το μαντέψατε, κλισέ αλλά δουλεύει και κύριοι/κυρίες μου το κακό είναι ότι τα κλισέ πιάνουν και πάνω μας, οπότε φορέστε κα’να μάτι πριν το ακούσετε.

Έλα ήλιε μου – Poll (1971)

Βουκολικός Τουρνάς με χίπικες επιρροές, ένα με τη Γη και σαμάνικες προεκτάσεις. Θα έκανε και για ύμνος της Νέας Δημοκρατίας αν αυτοί ήταν οικολόγοι σαν τους Γερμανούς, αλλά βλέπετε εδώ η οικολογία δεν πουλάει όποτε πουλάμε πάλι έρωτα. Κάνει και για σάουντρακ στο ‘Μαριχουάνα στοπ’ αν δεν ήταν από πίσω αυτές οι αηδίες μουσικές χάλια του Δαλιανίδη. Δεν είναι δύσκολο να φανταστείς τον Τσιβιλίκα με γυαλί Τζον Λένον και περούκα να χοροπηδάει σαν ιθαγενής σε μέθεξη δίπλα στον σαμάνο της φυλής. Όπως και να ‘χει ο Τουρνάς πονάει τον άφησε μια χίπισσα με αξύριστες μασχάλες, όχι από τις καινούργιες που ανεβάζουν μασχάλη στο ίνστα, αυτές από τα 60s, και την κυνηγάει μ’ ένα ξυραφάκι μαζί με τον μικροαστό τραπεζίτη πατέρα της να την κάνει άνθρωπο. Γιατί μην σας μπερδεύει το δήθεν φλου τοπίο και οι αναφορές στον ήλιο, στην πράξη στο ενεργειακό αναφέρεται το κομμάτι, αλλά που να το πιάσετε εσείς, και κει που λέει να κλάψω απλά ο άνθρωπος διάβασε τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Το καλοκαιράκι – Φατμέ (1986)

Δυστυχώς πρέπει να συμπεριλάβουμε κι αυτό το ελεεινό άσμα στην λίστα μας, το ένα κομμάτι που μας κατέστρεψε άπειρα καλοκαίρια ακούγοντας τον άμπαλο κιθαρίστα με τα (ούτε καν) τρία ακόρντα να κάνει φορτωτική τις τελευταίες γκόμενες της παραλίας. Ως άλλο ‘Hotel California’ δεν θα πεθάνει ποτέ, αναφέρεται σε ουτοπικές καταστάσεις, πραγματικά ποιος θα ‘θελε να βρεθεί εντελώς μόνος με τη σύντροφο του σε όλη τη γη. Τόση γκρίνια και μουρμούρα θεέ μου θα έπρεπε να εφεύρεις το κινητό να της το δώσεις, να βρεις δυο λεπτά ν’ ακούσεις τις σκέψεις σου. Άσε που το ίδιο κομμάτι εξηγεί γιατί ο μέσος Έλληνας γίνεται ψαράς/κυνηγός έστω οπαδός σ’ ένα άθλημα. Είναι ολοφάνερη δικαιολογία για ν’ αποφύγεις τον έρωτα της ζωής σου που σε τύλιξε με τέτοιες αηδίες τραγουδάκια μετά από 182 σφηνάκια. Αχ αφελείς νεαροί μου εραστές, ακόμη και σεις δεν θα την γλιτώσετε, θα παίζει αυτό το κομμάτι εις τον αιώνα τον άπαντα. Όχι, όχι δηλαδή πείτε μου έναν που προσπάθησε να κάνει σεξ στην καυτή άμμο και τα κατάφερε. Ίσως ο Ντικάπριος στο ‘The beach’ δεν ξέρω δεν το ‘χω δει αρνούμαι, απλά επειδή περνούσε η μπογιά του τότε όλο και κάποια από το συνεργείο θα κουτούπωσε. Ευχή και κατάρα σας δίνω, βρείτε τα μάστερ tapes και κάψτε τα, ίσως τουλάχιστον έτσι γλιτώσουμε από την όποια επανέκδοση των Φατμέ σε limited edition βινύλιο.