Μια αυτοηδονιζόμενη αμερικάνικη παρακμή
O Στυλιανός Τζιρίτας αναλύει τις ηχητικές και πολιτισμικές συμπαραδηλώσεις ενός τραγουδιού τόσο πολυακουσμένου που είναι σχεδόν …άγνωστο.
Ελάχιστα τραγούδια του αμερικάνικου pop/rock songbook έχουν χαράξει στα αυτιά του οποιουδήποτε ακροατή μουσικής την πορεία του «Hotel California» ως τοτέμ μίας φθίνουσας πορείας του rock’n’roll. Και την ίδια στιγμή την αναγκαστική παραδοχή μίας καλοστημένης, έξυπνα ενορχηστρωμένης και στα σίγουρα καλοπαιγμένης μελωδίας και σύνθεσης.
Το πλέον εμβληματικό και γνωστότερο τραγούδι του ομότιτλου δίσκου των Eagles από το 1977 φέρει τα χαρακτηριστικά ενός αριστοτεχνικού συντηρητικού κομψοτεχνήματος του soft rock. Σύνθεση δηλαδή που δύσκολα αντιστέκεσαι στην αναντίρρητη μελωδικότητα της, μα αναλόγως σε ποια όχθη στέκεσαι μπορεί να εκφέρει από …σύσπαση εντέρων έως ευφορία.
Μπορεί λοιπόν η εξάλεπτη σύνθεση που ξεκινούσε την Α’ πλευρά του δίσκου να κατέκτησε την Αμερική και μετά ολόκληρη την πίπτουσα στα πόδια της υφήλιο σε επίπεδο πολιτιστικής σφαίρας επιρροής, όμως την ίδια στιγμή ήταν από τις συνθέσεις που πιστοποιούσαν το σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, του οποίου τον θώκο διεκδικούσε εκείνη την εποχή, τόσο δίκαια αλλά και (α)συνείδητα μηδενιστικά, η παρέα της αμερικάνικης Ανατολική Ακτής και της λονδρέζικης down in the street νομενκλατούρας.
Μπορεί πολλοί να το χόρεψαν στην Ελλάδα, για να εστιάσουμε και στον εντός των συνόρων επισπαστικό ρόλο του, σε «μπλουζ» στα οικιακά πάρτυ των τελών των 70s και αρχών των 80s, αλλά επειδή τα πράγματα άλλαξαν στα ελληνικά Γυμνάσια και Λύκεια (φωλέες του ροκ τότε) με την εκ των υστέρων ανακάλυψη των Pistols/Clash και την ταυτόχρονη ανακάλυψη του (με σειρά εμφανίσεως) τριδύμου Joy Division/Cure/Smiths, το «Hotel California» πολύ γρήγορα μπορούσε να κρατήσει τη διαχρονικότητα μόνο ένεκα του άλλου πόλου: παλαιοροκάδες/χαρντροκάδες/μέταλλα. Ακόμα και οι τελευταίοι (εντελώς διαφορετικής χροιάς από τον κλασσικό σημερινό μεταλλά) είχαν στην καρδιά τους το soft rock, διότι ήταν απλά rock. Το soft rock (μαζί με το AOR) όμως πολύ γρήγορα και εύκολα λοιδορήθηκε στη χώρα μας εξαιτίας του (πραγματικά) συντηρητικού σκέλους της rock κοινότητας που οστεοποιούσαν μαζί με τους Eagles επίσης οι E.L.O. ή/και ο Steve Miller.
Το αστείο ήταν ότι όλοι είχαν δίκιο. Οι δε πάνκηδες καλώς έβλεπαν ένα σημείο καμπής του rock’n’roll ήθους, διότι ήταν φανερό ότι το κόλπο παιζόταν πια στην ατομικιστική ευδαιμονία και απομακρυνόταν από αξίες τις οποίες οι ίδιοι θεωρούσαν ότι είχαν καθήκον να συνεχίσουν ως ένα Πιστεύω των πιο δραστικών ομάδων πόλης που αρτύθηκαν σε Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη. Μόνο τυχαίο δεν είναι ότι οι αδελφοί Κοέν στον Μεγάλο Λεμπόφσκι τους κατακεραυνώνουν τους Eagles στην αναπάντεχη και αξέχαστη σκηνή στο ταξί. Το σκηνικό δεν είναι τυχαία βαλμένο σε αυτό το σημείο. Ο Λεμπόφσκι έχει ξεγελαστεί από την βιομηχανία του πορνό, έχει φάει κωλόχερο από την τοπική αστυνομία και έρχεται αντιμέτωπος με έναν ταξιτζή (και μάλιστα μαύρο). Όλα δηλαδή όσα αντιπροσώπευαν την συντηρητική Αμερική των 70s: την ανατολή της ατομικιστικής τάσης στον έρωτα και απόλυτη αποδοχή του ως εργαλείο ανόδου στην κοινωνία, την αστυνομία μετά την ήττα των 60s τελικά να παίρνει την εκδίκηση της, την ντρόγκα από την Κολομβία να οδηγεί στη νεύρωση μία ολόκληρη κοινωνία, και τέλος, μία λαϊκή τάξη λευκών η οποία έχει αποδεχθεί τη μοίρα της και μία μαύρη κοινότητα η οποία βρίσκεται στο μέσο της λευκοπύρωσης της (η οποία θα ολοκληρωθεί με το «Thriller» λίγα χρόνια αργότερα). Ο Λεμπόφσκι προβάλλει πάνω στους Eagles όλα τα παραπάνω, ο Λεμπόφσκι είναι άλλωστε τέτοιος, σύμφωνα με το σενάριο έχει συμμετάσχει σε αριστερή ομάδα που έχει καταθέσει πολιτικό μανιφέστο στα 60s, και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε παρά να μισεί τους Eagles*. Και αυτός και οι πάνκηδες έχουν δίκιο.
Το επίσης αστείο ήταν πως τελικά rock’n’roll ενυπήρχε στο «Hotel California». Ο μύθος ο οποίος δημιουργήθηκε γύρω από αυτό το τραγούδι (και ο οποίος, σημειωτέον, στην Ελλάδα μαθεύτηκε και συζητήθηκε πάρα πολλά χρόνια αργότερα) ξεπέρασε ακόμα και το ίδιο το γεγονός της απίστευτης εμπορικότητας όλου του LP, η οποία φτάνει στις ημέρες μας το απίστευτο νούμερο των 42.000.000 αντιτύπων ανά την υφήλιο. Το μυστήριο είχε να κάνει με κάτι που διέφυγε στην Ελλάδα. Η απόλυτα occult διάσταση που έπλεξε έναν αριστοτεχνικό ιστό γοητείας, εκμεταλλευόμενη όχι μόνο την θαυμάσια φωτογραφία του David Alexander η οποία κοσμεί το εξώφυλλο αλλά και τον εντοπισμό της περίφημης φιγούρας του μάγιστρου στο άνω διάζωμα του αιθρίου του ξενοδοχείου στο εσωτερικό της gatefold έκδοσης, η σημειολογία των στίχων που ενώνει τις ταραχές στα πανεπιστήμια (ειρωνεία, σωστά;) στην infamous ρήση περί οινοπνευματωδών στην αναφορά στον Walt Whitman, τη σεξουαλική πράξη με την υπονοούμενη λαβκραφτική διάσταση και φυσικά … ναρκωτικά. Αυτά που είχαν οδηγήσει την ίδια ακριβώς εποχή τις τρεις μεγάλες λευκές (όχι πως οι ανάλογες μαύρες δεν είχαν τα ίδια ζητήματα, απλά ήταν για άλλους λόγους) μπάντες της Αμερικής, τους Beach Boys, τους Chicago και τους Eagles σε έναν άκρατο και με απώλεια της όποιας πνευματικότητας πανηδονισμό.
Η rock’n’roll συνιστώσα στο «Hotel California» πιστοποιήθηκε επίσης, κάνοντας μάλιστα πολλούς να (ανασ)κουμπωθούν, όταν η ψηφοφορία των αναγνωστών του περιοδικού Guitarist στα τέλη των 90s έβαλε το solo (τη δισολία για την ακρίβεια) του τραγουδιού στην κορυφή, και μάλιστα σε μια εποχή που δεν υπήρχε γκελ, πέρα από την επανασύνδεση τους μερικά χρόνια πριν. Χρειάστηκαν να έρθουν τα καινούργια mastering για να καταλάβουμε. Είναι από τις φορές που μία λαθεμένη λογική φέρνει στο φως μία όμορφη αλήθεια. Γιατί αν ακούσει κάποιος τα 3 remasters του «Hotel California» θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μία κοινή οδός. Είναι μεν remasters φτιαγμένα από καλούς μάστορες, ωστόσο εξυπηρετούν μία εμπορική λογική η οποία θέλει τα τραγούδια του κλασσικού ρεπερτορίου να ενισχύονται για να χτυπάνε στα ίσια τις σημερινές δημιουργίες. Η ενοχλητική ακρόαση των remasters των Eagles με οδήγησε πίσω στο πρωτότυπο, μην μπορώντας να ακούσω ενοχλητικές μεσαίες και το κυριότερο, μία παχυλή ένεση στις χαμηλές συχνότητες. Και είναι κομματάκι άδικο αυτό, διότι η δουλειά του Don Henley στα τύμπανα, ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής, δημιουργώντας ουσιαστικά σχολή, με τον τρόπο που τα έκανε να ακούγονται τόσο πολυεπίπεδα, και ιδιαίτερα εκείνο τα απόκοσμα ακριβές hi hat πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η μίξη. Σε συνδυασμό δε με τις post-western (προσοχή, όχι country!) καθαρές κιθάρες της εισαγωγής που μεταδίδουν ακριβώς την ερεβώδη έρημο που περιγράφουν οι δύο πρώτοι στίχοι, τα φωνητικά του Henley απηχούν μια απίστευτη μοναχικότητα όταν δηλώνει ως ήρωας του τραγουδιού ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από τον «δαίμονα εαυτού», λίγο πριν ξεσπάσει ο γοερός τριποδισμός των Walsh και Felder που σφραγίζει ορχηστρικά το πένθος για τη μοίρα του ήρωα ο οποίος στέκει μόνος και τρομοκρατημένος στο lobby. Ήταν ένα exodus φορτισμένο συναισθηματικά και το οποίο αντανακλούσε την ήττα. Του ήρωα, της γενιάς του και του έθνους ολόκληρου. Γι’ αυτό ο λευκός Αμερικάνος λάτρεψε το «Hotel California». Ήταν η επισφράγιση του τέλους του αμερικάνικου ονείρου.
Αυτό που ανακαλύπτει κανείς στην κλασσική μίξη και βινυλιακή έκδοση με το πρωτότυπο master είναι η μία παραγωγή και μίξη που ενεργοποιεί με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο τον χώρο του στούντιο. Υπάρχει μία σαφής δήλωση αρτιπαιξίας και όχι μία προσπάθεια στησίματος ατμόσφαιρας. Κανένα περιττό και αχρείαστο εφέ ούτε πλήκτρα παραπανίσια, πέραν εκείνων που χρησιμοποιούσε η μπάντα εκείνη την εποχή στα live της, και το κυριότερο: μία εμμονή στα τύμπανα σε ρόλο διεύθυνσης. Δεν ήταν συνηθισμένο, όσο συνηθισμένη δεν ήταν και αυτή η πολύ περιορισμένη χρήση των πιατινιών. Επειδή ο Henley τραγουδούσε παράλληλα με το να χτυπά τα τύμπανα, στα live δεν θα έπρεπε να υπάρχουν συχνότητες οι οποίες να μπερδεύονται και να κρύβουν συλλαβές. Η παραγωγή του Bill Szymezyk όμως δεν θα επέτρεπε ποτέ κάτι τέτοιο. Λάτρης της καθαρότητας στον ήχο, αυτός ο άγνωστος σε πολύ κόσμο, είναι μία λίαν ιδιάζουσα περίπτωση. Ξεκίνησε ως χειριστής sonar για το Αμερικάνικο Ναυτικό, κάτι που αυτόματα σημαίνει ισχυρότατο αυτί, ενώ την ίδια στιγμή ήταν από τους λίγους παραγωγούς που δεν ήταν μουσικός. Όπως δήλωνε και ο ίδιος, δεν ήταν ο άνθρωπος που θα έφερνε τις νέες μουσικές ιδέες σε μία μπάντα, αλλά μόνο τις ηχητικές. Επικέντρωνε απόλυτα και αποκλειστικά στον ήχο διότι αυτό είχε μάθει να κάνει (ο τύπος θεωρείται κορυφή αναφορικά με την ηχογράφηση και μίξη των τυμπάνων αλλά και για τον κρυστάλλινο ήχο των κιθάρων). Να σημειωθεί ότι αυτός ο άνθρωπος κατάφερε στα τέλη των ‘60s τον B.B. King να του αναθέσει την παραγωγή των ηχογραφήσεων του, αναλαμβάνοντας για τέσσερις κυκλοφορίες την θέση του υπεύθυνου κονσόλας και μάλιστα (μεταξύ άλλων) για το πλέον δημοφιλές τραγούδι του πληθωρικού μπλουζίστα, το αειθαλές «The Thrill is Gone». Ο χειριστής σόναρ λοιπόν επέλεξε να ακουστούν οι στίχοι του προ ολίγων χρόνων φευγάτου από τα εγκόσμια Glen Frey με μία καθάρια ηχοπλασία, χωρίς δημιουργία επιπλέον χώρου με διάφορα τρυκάζ.
Και ακριβώς επειδή τα παιξίματα, ακόμα και από αριστοτέχνες μουσικούς, καθορίζονται από την κοινωνική τους διάσταση κάθε φορά που ερμηνεύουν την παρτιτούρα μιας σύνθεσης, γι’ αυτό και το «Hotel California» ακούγεται σωστό και ωραίο από τους Eagles στα σημερινά τους live, όχι όμως πλέον γοητευτικό. Γιατί αυτή η Καλιφόρνια υπάρχει πια μόνο στο μνημονικό κοινού και εκτελεστή. Από εκεί ανακαλείται και από εκεί εκτελείται, και ως εκ τούτου υπάρχουν απώλειες αλλά και εξιδανικεύσεις, ήχων και ιδεών. Η τόσο εδεμική όσο και κολασμένη Καλιφόρνια είχε σβήσει και έχει απομείνει μόνο το ηχητικό της ίχνος.
* Αρκετά χρόνια μετά την ταινία ο Τζεφ Μπρίτζες ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Glen Frey και αφηγούμενος τη συνάντηση είπε χαρακτηριστικά: «Δεν θυμάμαι τι ακριβώς μου είπε, αλλά θυμάμαι ότι ένιωσα το παχύ μου έντερο να παγώνει».