Η Αντοχή της Τραγουδοποιίας του Ντίνου Σαδίκη
Ο Σαδίκης είναι από τους λίγους έλληνες συνθέτες που έχει ολότελα δικό του στυλ. Τον αναγνωρίζεις πάντα, από τις πρώτες νότες. Του Γιάννη Πολύζου
Ο Λάζαρος ρολάρει στο σνερ, ο Πάνος τού φωνάζει “Άιντε ρεεε” κι όλη η μπάντα πηδά στον αέρα, αρχινώντας το ‘Είχα Έρωτες’. Κι όταν ο Ντίνος τραγουδά “Μες στο βυθό του ονείρου σου θα ’ρθώ/ με το μυαλό μου το υγρό να λιώνει”, ανατριχιάζω σα ν’ ακούω το τραγούδι για πρώτη φορά. Προμηνύεται κορυφαίο λάιβ.
Βέβαια. Έπρεπε να μείνει μόνο ένας. Χαϊλάντερ φάση. Οι Τρύπες ξεχάσαμε πότε διαλύθηκαν, τα Μωρά ξεχάσαμε πότε ξαναφτιάχτηκαν, οι πανκς τα κάνουν όλα και στην ουσία τίποτα, το γκαράζ αντικατέστησε τη ρέγγε, κυκλοφοριακόν χάος. Το υλικό του Ντίνου θα εξακολουθούσε να μας απασχολεί ακόμα κι αν δε δίναμε τακτικά ραντεβού στα συναυλιάδικα της πόλης. Μα ευτυχώς υπάρχει στο πλάι του αυτή η εξαιρετική μπάντα για να μας χαρίζει, σε κάθε συνάντηση, ανεπανάληπτες στιγμές. Ο Πάνος Παπάζογλου, ο Λάζαρος Πλιάμπας και ο Χρήστος Παππάς παίζουνε με τον Ντίνο Σαδίκη από το φθινόπωρο του 2000 (ο Sonny Touch μπήκε στο σχήμα το ’11). Όλα αυτά τα χρόνια δε θα μπορούσα ν’ απαριθμήσω πόσες φορές τους έχω δει ζωντανά. Και δίχως υπερβολή, θυμάμαι μόνο μια βραδιά να μην πέρασα καλά. Το πιθανότερο γιατί η διάθεσή μου ήτανε τόσο χάλια που ούτε οι Beastie Boys δε θα μου φτιάχνανε το κέφι.
Πραγματικά, είναι το πιο δυνατό ροκ σχήμα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή. Ξεχάστε όσα νομίζετε ότι ξέρετε για το Σαδίκη. Δηλαδή το ‘Απαισιόδοξο Τραγουδάκι’, τις εμφανίσεις με το Γιάννη Αγγελάκα ή τις συνεντεύξεις όπου επιμένει πως ο μπαγλαμάς είναι ροκ, και κάνει ορισμένους ψαγμένους κι ακατάδεκτους ανάμεσά σας να στραβομουτσουνιάζουν. Η μπάντα του Ντίνου παίζει ροκ. Θα το γράψω και στη γλώσσα σας για να συνεννοηθούμε: RAAWWWK! Ροκάρει, γκρουβάρει, τα σπάει.
Ο Πάνος οργώνει τη σκηνή χωρίς να χάνει νότα, φορτίζει την ατμόσφαιρα μόνο με την παρουσία του, μέσα σ’ όλο το χαμό προφταίνει να κάνει μια τζούρα, να πιει μια γουλιά. Σκέφτομαι το κλισέ περί κιθάρας που τελικά γίνεται προέκταση του χεριού. Ε εδώ, χωρίς πλάκα, πρόκειται για τον άνθρωπο-ηλεκτρική κιθάρα. Στην άλλη γωνία ο Sonny μπορεί να μην προσφέρει ανάλογο θέαμα, αλλά στην πραγματικότητα κι αυτός παραδίδει μαθήματα. Συχνά έχεις την εντύπωση ότι διαφοροποιώντας λίγο ή περισσότερο τις αρμονίες βαθαίνει τα σχήματα που παίζει ο Πάνος. Όπως οι κιθαρίστες της Motown που έπαιζαν τα ίδια θέματα με πλήθος φωνών, αποχρώσεων κτλ. ή εκείνοι των Television και των Sonic Youth που αποσυναρμολογούσαν τις συγχορδίες και τραβούσε ο καθένας το δρόμο του. Από κει και πέρα η συνολική προσέγγιση δεν είναι έτσι κι αλλιώς συμβατική: τα ηλεκτρονικά παίζονται με κιθάρες, η ελληνική μουσική, τα ρεμπέτικα, τα παραδοσιακά, συναντούν την ψυχεδέλεια, το θόρυβο, το ποστ πανκ (όλο το βράδυ στο μεταξύ σπάω το κεφάλι μου και τελικά βρίσκω ποιον μου θυμίζει ο Sonny: το Γιώργο Μπαντούκ!).
Τη ραχοκοκαλιά της μπάντας έχει αναλάβει ο Χρήστος ο οποίος όχι, (κρυάδα αλέρτ) δεν είναι μασέρ, μπάσο παίζει, και γνωρίζει καλά τι σημαίνει μπασογραμμή καθώς και τι αποτέλεσμα έχει η επανάληψή της. Στα περισσότερα κομμάτια δημιουργεί έναν ξεχωριστό κύκλο, ένα τραγούδι μες στο τραγούδι ας πούμε, ιδέα που οι Εν Πλω μπορεί να μην επινόησαν αλλά που σίγουρα τελειοποίησαν, ήδη στα τέλη του ’80. Όσο για το Λάζαρο, επιδίδεται σ’ ένα γραμμικό παίξιμο που κάνει τα τομ και το βαθύ ν’ αναστενάζουν. Ευρηματικός μα και δεινός εκτελεστής, πολλές φορές σπάει το ρυθμό για να τον ξαναβρεί στη μέση του επόμενου μέτρου, παίρνοντας ρίσκα που θα κόβανε την ανάσα και του πιο τρελαμένου τζαζίστα. Επιπλέον, έχει κουρδίσει τα τύμπανά του τα οποία (ΟΚ, τελευταία γι’ απόψε) έγιναν...χε χε, τούμπανα.
Για Χαϊλάντερ φάση στο μεταξύ ετοιμάζομαι κι εγώ αφού οι μαλάκες οι φίλοι μου απ’ ό,τι φαίνεται δε θά ’ρθουν, πάνω όμως που η εσωτερική λατέρνα αρχίζει το χαβά της δέχομαι ελαφρύ χτύπημα στον ώμο και - έι, είναι ο Σπύρος, παρέα με τον Μπίλη και τον Ζόελ. Το ‘Είχα Έρωτες’ δεν έχει τελειώσει και τώρα το λάιβ προμηνύεται ακόμα καλύτερο. Γιατί νιώθεις δυνατός όταν μοιράζεσαι τη λύπη σου, μα γίνεσαι στ’ αλήθεια αθάνατος όταν μοιράζεσαι τη χαρά. Και καμιά μπύρα. Ή πέντ’ έξι, τέλος πάντων.
Στις ‘Λαμαρίνες’ γίνεται χαμός, ο Λάζαρος τσακίζει τα πιατίνια κι ο Πάνος παίζει ένα κακόφωνο, στριγκό, τσίγκινο θέμα στο ρεφραίν. Ναι, πρόκειται για την περίφημη αντιστοιχία στίχου και ήχου που τελευταία μοιάζει ολοένα πιο σπάνια - άραγε αληθεύει πως το τραγούδι είναι εμπνευσμένο από τις λαμαρίνες (τα ρολά) που κατεβάζαν οι καταστηματάρχες κατά τη διάρκεια των μαζικών απεργιακών κινητοποιήσεων στα μέσα του ’80; Γύρω μου πληθαίνουν τα εγκώμια, το κοινό παρακολουθεί προσηλωμένο, στις πρώτες σειρές όλοι χορεύουν, κι όλοι οι υπόλοιποι τραγουδάνε. Κι ο Ντίνος στη σκηνή, ένα παιδί που του λες μπράβο και το πιάνουν οι ντροπές. Στο ‘Modus Vivendi’ άλλωστε κάνει πάσα το μικρόφωνο στην Αγνή Ζαχαρή, τη φωνή-αποκάλυψη των Regressverbot. Ο Πάνος συνεχίζει τα μαγικά με μια κουφωτή, κι εγώ μαζεύω σκόρπιους στίχους:
“Η φαντασία μου γυρνάει και μου καίει το κρεβάτι/ Χτες βράδυ βυθίστηκα στο θαμπό το φως των μαλλιών σου/ Δε μού ’χεις πει τόσα χρόνια αν μ’ έχεις νιώσει/ Φοβούνται μην το σπίτι τους βρεθεί πάνω σ’ αρχαία/ Με ζεστασιά του αλκοόλ ψεκάζω τα όνειρά μου/ Κι έτσι όπως νιώθω να σε σέρνω και να σέρνομαι/ Μια ζωή να ετοιμάζω την απόδραση των άλλων/ Ζαλάδα πρόστυχη να τρέχω μέσα στη βροχή/ Πρέπει ίσως κάποτε μπορεί και να μπορέσω/ Για των παιδικών μου χρόνων τους θεούς/ Μήπως ξέρεις κάνα μέρος που να φοβάμαι λιγότερο;/ Και λοιπόν τι, που ξάπλωσα στον ήλιο σα μωρό σα μωρό”.
Δεν έχουν παλιώσει αυτοί οι στίχοι. Καθόλου. Μπορεί να γράφτηκαν το ’85, το ’90 ή το 2000 όμως ο χρόνος δεν τους έχει φθείρει. Ίσα ίσα, το πέρασμά του φαίνεται να τους στερέωσε πιο γερά στη μνήμη της καρδιάς. Χρειάζεται σπουδαίο ταλέντο ώστε να επαναλαμβάνεις ένα στίχο εικοσαετίας και να μην ακούγεται ξεθυμασμένος. Ο Ντίνος διαθέτει αυτό το χάρισμα. Γιατί στη μουσική, στίχος φυσικά σημαίνει φωνή. Δεν ξέρω για ποιο λόγο η ερμηνεία του, και η παρουσία του κάπου εκεί έξω, είναι τόσο ανακουφιστική. Είναι αυτό το μυστήριο που παίζει με τη φωνή - γιατί ας πούμε μια φωνή μάς συγκινεί και κάποια άλλη όχι; Εξάλλου ο Ντίνος είναι από τους λίγους έλληνες συνθέτες που έχει ολότελα δικό του στυλ. Τον αναγνωρίζεις πάντα, από τις πρώτες νότες. Μού ’ρχεται στο μυαλό μια κουβέντα του Νίκου Καρούζου: “Αυτό που μου δίδαξε ο Σολωμός είναι ο στίχος-ποίημα”. Ο Σαδίκης υιοθέτησε τη συγκεκριμένη αισθητική αρχή απ’ το ξεκίνημα. Αν από τη μια τραγουδάει στίχους-ποιήματα, από την άλλη γράφει ριφ-τραγούδια. Θέματα που θα μπορούσανε να σταθούν αυτόνομα, έξω απ’ τα συμφραζόμενα του εκάστοτε κομματιού και, ταυτόχρονα, θέματα μέσα σ’ αυτά τα θέματα (ό,τι σημείωσα πριν περί μπασογραμμής) τα οποία δημιουργούν άλλα κομμάτια που κατά κάποιον τρόπο δεν έχουνε γραφτεί (το ‘Παγωμένο’ ίσως είναι το κατεξοχήν παράδειγμα).
Αναφέρθηκα πρωτύτερα στις εμφανίσεις του Ντίνου στο πλευρό του Γιάννη Αγγελάκα. Υπάρχει εδώ πέρα μια μικρή παρεξήγηση - έχω ακούσει επανειλημμένα το σχόλιο “τό ’ριξε κι αυτός στο έντεχνο” κτλ. Ο Σαδίκης δε βρέθηκε να παίζει μ’ αυτό το ύφος και μ’ αυτό τον ήχο επειδή το ευνοεί κάποιου είδους συγκυρία. Η επιτυχία του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ας πούμε, ή του Γιάννη Χαρούλη ή και του ίδιου του Αγγελάκα. Για τον απλό λόγο ότι ο Σαδίκης ήταν ο πρώτος που παρέα με το Δήμο Ζαμάνο άντλησε στοιχεία και από την ελληνική μουσική και από το ροκ για να φτιάξει κάτι τελείως προσωπικό (ωραίο παράδοξο: οι νεωτερισμοί που εισήγαγαν με τους Εν Πλω στηρίχτηκαν σε πατροπαράδοτες, παγιωμένες φόρμες). Κι αυτό δεν έγινε κατόπιν σχεδίου. Ακόμα κι ένα ελάχιστα πεπαιδευμένο αυτί μπορεί ν’ αναγνωρίσει ότι στα τραγούδια του Σαδίκη, τόσο στους Εν Πλω όσο και σόλο, υπάρχει φυσικότητα, πράγμα που προϋποθέτει πως υπάρχει αλήθεια. Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον είδα λάιβ, το χειμώνα του ’98 αν δεν κάνω λάθος, μόνο του, με μια ακουστική. Με το τίποτα, με τη φωνή του και μια κιθάρα, όσο πιο μίνιμαλ γίνεται, δηλαδή... ΟΚ, είχε καλεσμένους τον Φώτη Σιώτα στο βιολί και τον Μπαντούκ στη φυσαρμόνικα. Όμως το λάιβ στην ουσία ήταν εκείνος. Και μας είχε συνεπάρει, και μας είχε ξεσηκώσει. Παρακολουθώντας τον είχα την αίσθηση ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να γράφει και να παίζει μουσική, χρησιμοποιώντας τη φωνή του και μια κιθάρα.
Ο Ντίνος μάς πληροφορεί πως αυτή είναι η τελευταία συναυλία με τον Sonny που φεύγει στο εξωτερικό για μια καλύτερη τύχη. Κρίμα. Δηλαδή μακάρι να βρει αυτό που ψάχνει. Αλλά κρίμα που το σχήμα θα πρέπει να αλλάξει. Του ευχόμαστε εν χορώ καλό ταξίδι ενώ η μπάντα ξεκινά ένα μακρύ επίλογο με το ‘Αντιλαλούν οι Φυλακές’. Άλλος ένας στίχος-ποίημα: “Έλα πριν με δικάσουνε”. Αυτή τη φοβερή στιγμή. Τώρα που προλαβαίνεις. Βέβαια ο στίχος εδώ είναι του Βαμβακάρη. Όμως ο Ντίνος τον έχει οικειοποιηθεί με τέτοια ανιδιοτέλεια που έχει γίνει προ πολλού δικός του. Ο κόσμος τραγουδά με μια φωνή, οι κιθάρες δεν μπορώ να καταλάβω πια τι κάνουν, σολάρουν και οι δύο, δηλαδή σολάρουν και τα τύμπανα, σολάρει και το μπάσο, μέχρι που η μπάντα δεν μπορεί ν’ ανέβει πιο ψηλά, αρχίζει να ρίχνει το κομμάτι, παίζει τις τελευταίες νότες αργά, συρτά, πετώντας ράκη μελωδίας εδώ και κει, ακόμα κι οι ίδιοι φαίνεται να μην αντέχουν πια την ένταση που απελευθέρωσαν, τη συγκίνηση που μας παρέσυρε σαν κύμα, τελευταίοι μικροφωνισμοί, τελευταία χτυπήματα στο βαθύ, χμ, ενάμιση χρόνο απ’ την οριστική επιστροφή μου απόψε νιώθω ότι βρίσκομαι πραγματικά στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα στα γήινα βλέπουν τα ουράνια
Φωτογραφίες: Ηλίας Αντωνίου