Περί δισκολογίας και γύρω-γύρω αυτής
Ξέρετε μουσικές κριτικές που να απευθύνονται στα πρωινάδικα; Που να τις δίνουν δώρο με κουπόνια; Που να τις λένε οι χαρτορίχτρες; Αναθεωρήστε, έχετε μείνει πίσω... Του Πάνου Πανότα
Η μουσική είναι συναναστροφή, ανταλλαγή σε χρόνο πρώτο δηλαδή, κι αν δεν μπορεί να είναι έτσι, και μάλιστα άνευ όρων, δεν μπορεί να είναι τίποτα. Το μουσικό νόημα πάλι είναι πάντοτε απόρροια συσχετισμών, όπως και συμβαίνει ιδίως με τα τυπικώς σύνθετα νοήματα.
Από ποια στάθμη επομένως ποιας κινητήριας παιδείας άρχεται η γραφή, η ανάγνωση κι η όποια σε κατοπινό χρόνο αναπτυχή της κριτικής σκέψης, άρα και της απορρέουσας απ’ αυτήν φιλολογίας, για ένα μουσικό τεκταινόμενο ή αποτέλεσμα;
Ως άνθρωποι που εξαιτίας της μάθαμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά το περιεχόμενο της ζωής, ήδη το γνωρίζουμε όσο το δυνατόν πιο καλά και σίγουρα καλύτερα απ’ όλους τους άλλους: Η μουσική συνιστά μοναδική αισθητική κι όχι μόνον εμπειρία, η εκκίνηση της οποίας παραμένει στον χρόνο το ίδιο σκοτεινή και μυστηριώδης. Κάθε που ανοίγουμε τον κειμενογράφο για να αδειάσουμε το κεφάλι μας σε λέξεις και προτάσεις, μιλώντας κατεξοχήν για τραγούδια, δίσκους και συγκροτήματα, αναμετρούμαστε εκ νέου με τον εαυτό μας και μαζί της. Έκβαση που τέμνει εγκάρσια τον αυτοτελή, δικό μας κόσμο και δεν θα αλλάξει τώρα. Αντιθέτως.
Βάζοντας δε απ’ το σημείο τούτο την παρούσα εξιστόρηση στις πραγματικές της διαστάσεις, ο μουσικογραφιάς είναι τίποτα περισσότερο από ένας φανατικός μουσικόφιλος. Εν πρώτοις. Κατόπιν γίνεται και συλλέκτης, σκαπανέας, ειδικός κι οπωσδήποτε διαπρεπής εργάτης στη σημασιοδότηση ακόμη και της αποτυχίας (του).
Στη μουσική προκύπτουν εύκολα πράματα και καταστάσεις, στις περιγραφές για τη μουσική το ίδιο. Θέλουμε να έχουν άπαντα λογική εξήγηση; Όχι. Είναι θεμιτό κι απαραίτητο το να μην έχουν τα περισσότερα, και κάνουμε ευχή να παύσουν να έχουν το ταχύτερο όταν κάποια έχουν. Στα επιγεννήματα της μουσικής, ως ενεργειακής δυνατότητας τότε –τι μπορεί και μέχρι πού να γίνει με κορμό την ευρύτητα στους χειρισμούς των ήχων– τα απόλυτα όρια σβήνουν το ένα μετά το άλλο, και καλώς σβήνουν. Ειδάλλως θα χρειαζόταν να βρεθεί μία ειδικού τύπου λύση που πάντως θα περιελάμβανε και πάλι την αποτίναξή τους.
Η μουσική κριτική (ή ορθότερα κριτική περί μουσικής; αμφιταλαντεύομαι επί καιρό…) είναι ευθύ κι άρρηκτο παράγωγο της ερμηνευτικής (άλλοτε με το ε κεφαλαίο). Στο σινάφι μας επέχει θέσης απόλυτα κανονιστικής, εύλογο, κι ιδανικά προέρχεται από μια α πριόρι ουδέτερη κατάσταση άρα για τη συγγραφή της δεν υπάρχει απόλυτο, δεν υπάρχει συμπάθεια, δεν υπάρχει εμπάθεια, δεν υπάρχει δόγμα. Το πώς δύναται κανείς, και με ποιους τρόπους, να τηρήσει τα συγκεκριμένα «δεν» στη μετάβασή του απ’ τον ισχυρισμό στο πειστήριο κι απ’ την ένδειξη στον αποσαφηνισμό είναι κι η ακανθώδης πτυχή που ξεχωρίζει τις γνώμες σε αξιόλογες, αδιάφορες, λοιπές έως και σαχλαμάρες.
Ανήκουμε στους εμπειρικούς μουσικοσυντάκτες, για να δανειστώ το αγαπημένο επίθετο απ’ τους παλιούς χειροτεχνίτες, μολοντούτο στο διαδίκτυο έχει κιόλας τοποθετηθεί σχετικός οδηγός για αρχάριους όπως και για τόσα άλλα εξάλλου. Πώς κι ασχοληθήκαμε κάποτε; Υποθετικά αλλά βάσιμα, από καθαρή αποστροφή της τύχης κατά την παιδική μας ηλικία. Ωστόσο μετρώντας πλέον ατελείωτες ώρες ακροάσεων, σταχυολογήματος και καταγραφής έχουμε εξασκηθεί στην ανυπολόγιστη διαφορετικότητα των ήχων καθαυτών, στις ιδέες, στα υλικά σχηματισμού και μορφοποίησης, στις πρακτικές και στις ενορχηστρώσεις τους, μα και στις προθέσεις του εκάστοτε συνθέτη, όταν στις πλείστες των περιπτώσεων τα προαναφερθέντα αποτελούν μεταξύ τους συγκοινωνούντα καρέ που συνεχώς επιδρούν βραχέως, ενεργούν ταυτόχρονα και στο φινάλε αλληλεξαρτώνται συνολικά ώστε δύσκολα γίνεται να απομονωθεί το καθένα στη λεπτομέρειά του.
Το οποιοδήποτε μουσικό έργο συλλαμβάνεται, κυοφορείται και γεννιέται σιαμαίο, με δύο αδιαχώριστες φύσεις: την πραγματιστική και τη συναισθηματική. Η πρώτη εμπίπτει στην μηχανική μελέτη κι επεξήγηση, κι ουσιαστικά αποτελεί για τον μουσικογραφιά χώρο αποτίμησης γνώσεων περί παιξιμάτων, εφέ, χειρισμών, τεχνικών ηχογράφησης, πειραματισμών κ.ά. Μα είναι στη δεύτερη που αυτός εισέρχεται σοβαρά στη βιωματική δοκιμασία των εγγενών τάσεων του ανθρώπου (αντανακλαστικά, διαίσθηση κ.λπ.), με ασαφές κι ενίοτε αφηρημένο περίγραμμα δράσης που καλείται ευτυχώς απλά να επιτηρήσει.
Τα δημιουργήματα τέχνης έχουν βαθμούς. Π.χ. ένας μουσικός δίσκος είναι δημιούργημα πρώτου βαθμού. Κάθε δοκίμιο κριτικής στον εν λόγω δίσκο είναι δευτέρου (προϋποθέτει δηλαδή την ύπαρξη του αντικειμένου αναφοράς κι αποκτά υπόσταση μόνον συνεπακόλουθη και παράλληλη αυτού). Κάθε αναπαραγωγή μιας ή περισσότερων εκ των προηγούμενων κριτικών, ή επιπλέον η όποια διαμετρική διαφωνία σε κάποια εξ αυτών, τρίτου. Και συνεχίζει.
Ο μουσικός μελετητής (ή κι αναλυτής) στραγγαλίζεται –νωρίς, αμέσως με το που στρώνεται στη δουλειά– απ’ το μαξιμαλιστικό της προσπάθειάς του. Για να φτάσει στις τελικές του διαπιστώσεις και στο να διαμορφώσει συμπεράσματα, περνάει, πιο πολύ απ’ τους υπόλοιπους ακροατές (διότι προπάντων ακροατής είναι και του λόγου του) από αμέτρητους συνυπολογισμούς σκέψεων για το θέμα που έχει καταπιαστεί. Ειδικά τρεις ξεχωρίζουν επειδή χρησιμεύουν και σαν μηχανισμοί αποκρυπτογράφησης, τεκμηρίωσης κι απόδοσης αξίας:
Ο πρώτος: η μουσική αναδύεται μεν από τις συνθήκες ζωής, την κοινωνία και την εποχή γενικότερα αλλά είναι δε και μορφή αντίδρασης προς εκείνες σε πραγματικό χρόνο, αποτυπώνοντας δεικτικά πως δεν είναι όλα ρόδινα κι ας φαίνονται έτσι. Βλ. Τέοντορ Αντόρνο.
Ο δεύτερος: καμία μέση οδός δεν οδηγεί στην Ρώμη. Κοινώς, όσο ωραία κι αν περνάμε με τη διπλωματία πρέπει τα πάντα να λέγονται με το όνομά τους μέχρι και τα αυτονόητα, διότι ουδέν αυτονόητο. Βλ. Αντόρνο, ξανά.
Κι ο τρίτος: το δίδαγμα απ’ το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στη φωνή μεταξύ του αηδονιού και του κούκου, όταν νικητής αναδείχτηκε ο δεύτερος αφού κριτής ήταν ο γάιδαρος, συνιστά κομψή διατύπωση της ασχετοσύνης. Αν δεν κατέχεις, δεν μπορείς να καταλάβεις –η αντιληπτικότητα είναι πλαστική και διαστρωματική, καθώς και το σκέπτεσθαι, αυτά κατά τον Βάλτερ Πούχνερ– και θα αποφανθείς ανοησίες. Βλ. (μην τον ξαναλέμε).
Η βιβλιοθήκη του μουσικογραφιά είναι ισότιμη της δισκοθήκης του κι ασήκωτη σε βάρος, πώς αλλιώς; Εκεί τα μόλις 99 γραμμάρια μάζας που ζυγίζει η «Θεωρία Της Ημιμόρφωσης» δεν ξεχνιούνται, ούτε παραβλέπονται. «Διότι συχνά το διαδιδόμενο αλλάζει με τη διάδοση εκείνο ακριβώς το νόημα, το οποίο περηφανεύεται κανείς πως διαδίδει.» Απορίες; Αντιρρήσεις;
Ο συγγραφέας κριτικών μοιραία κρίνεται πιο σκληρά απ’ ό,τι κρίνει. Αρκεί μονάχα η σκέψη τού να καταφέρει να ελέγξει ελάχιστα κείνα για τα οποία μεριμνεί περισσότερο: την υποκειμενικότητά του και την φύσει και παραφύσει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και λούζεται στον κρύο ιδρώτα. Ωστόσο μη γνωρίζοντας εντελώς τα κενά του πέφτει εκτεθειμένος σε παρασύρσεις που αυτά του στήνουν. Ενδέχεται να μην ξεχωρίσει εγκαίρως λ.χ. ότι οι προκύπτουσες εντυπώσεις απ’ τις ακροάσεις για αρκετό χρόνο μετά δεν είναι οριστικές, μα συνεχώς διαμορφούμενες, γνωμοδοτώντας πριν αυτές να αποκρυσταλλωθούν. Η αστοχία αποτελεί το κρυφό του ζόρι, το πουργκατόριο του. Κι ένας που να μην βρει να χρεώσει στον εαυτό του αστοχίες, δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Συγγραφείς δε που δεν είναι ανοιχτοί στο ακούσιο λάθος και στην αλλαγή της γνώμης δεν μπορούν να εξελιχθούν και δεν εξελίσσονται.
Κάθε κείμενο γνώμης όταν έρχεται στη ζωή πιέζει αφόρητα, ιδιαζόντως πιο επώδυνα από κείμενα άλλης κατηγορίας. Η λειτουργία του στέκει εξαρχής, ή γίνεται γρήγορα στην πορεία, παραθετική. Ώστε να βγουν συμπεράσματα που ως προτάσεις και νοήματα θα δύνανται να επαληθευτούν χωρίς δυσκολία απ’ τις εμπειρίες του εκάστοτε αναγνώστη. Διαφορετικά το κείμενο δεν παγιώνεται ως αληθινό, ίσον έγκυρο, κι είναι σαν να μην γράφτηκε ποτέ.
Η μουσικοφιλία είναι ερωτική σχέση πάθους (πλήρης, με δολοφονίες κι αίματα). Κι όπως κάθε άλλη τέτοια στηρίζεται στον συγχρονισμό πλήθους αισθήσεων κι όχι μόνον της μιας, ανταποκρίνονται αφή, όραση, όσφρηση κι ακοή. Τα αρχεία υπολογιστή δεν τα αγγίζεις, δεν τα περιεργάζεσαι, δεν τα χαϊδεύεις, δεν τα μυρίζεις, δεν θα καταφέρεις να τα δεις στο φυσικό φως, η άυλη ύπαρξή τους αρχίζει στην αναμμένη οθόνη και τελειώνει στην σβηστή. Ανήκουμε στους εμμονικούς; Εν μέρει ναι. Εν μέρει όχι. Αλλά ας παραδεχτούμε το ναι, αφού τα αυτοτροφοδοτούμενα πάθη, πανίσχυρα στους μεσήλικες, μάς έχουν κυριεύσει. Στην καρδιά μας λοιπόν, η κάποτε ευρηματική ψηφιακή κόπια δίσκων μουσικής δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει σε υπόληψη τις φυσικές. Λέγεται πως η καθολική χρήση του κομπιούτερ επέφερε στις σύγχρονες γενιές γενικώς την απομάκρυνση απ’ το χειροποίητο αντικείμενο κι ειδικώς την αποφετιχοποίηση της μουσικής. Ίσως να πρόκειται για λόγια μεθυσμένων.
Ο χρήσιμος συγγραφέας κριτικών, που εσκεμμένα εδώ δεν αναφέρεται ως κριτικός αν και προφανέστατα είναι εκ του αποδεχόμενου από όλους μας ρόλου του, ο θεωρούμενος έτσι (χρήσιμος) με βάση τις γνώμες των αναγνωστών του, τουτέστιν των άλλων κι όχι του ιδίου, ελάχιστα έχει καταφέρει να μετακινηθεί απ’ τον επαρκή μέσο όρο της συναντούμενης μουσικογραφίας κι ας πιστεύει κάποιες φορές το αντίθετο ή οτιδήποτε άλλο. Διότι από μόνος του ο επαρκής μέσος όρος είναι διαρκές ζητούμενο και σχεδόν ποτέ βεβαιότητα. Επίσης, επί το πλείστον δρα (ο συγγραφέας) ως μεσολαβητής μεταξύ μιας αρχικής δραστηριότητας με χαρακτηριστικά σημειολογικής αφετηρίας –δίσκος, λάιβ κ.λπ.– και πολλούς παραλήπτες που ψάχνουν να πληροφορηθούν σχετικά. Η μουσική βιομηχανία γνωρίζει να μην υποτιμάει τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εμπλεκομένων, κι επιτρεπόντων των συνθηκών ευχαρίστως να τις (εξ)αγοράζει. Αναγνώστης κριτικών σημαίνει υποψήφιος καταναλωτής.
Αν υπάρχει το υπόβαθρο, το λάθος, τεχνικό ή συναγόμενο, στη μουσική κριτική το καταλαβαίνεις σύντομα. Αν δεν υπάρχει, χρειάζεσαι τον χρόνο για να στο δείξει. Έχω διαβάσει κριτικές που σαν κείμενα ήταν κλάσης ανώτερες απ’ τον δίσκο που καθεμιά πραγματευόταν, σαν διατύπωση γλώσσας και λειτουργία ροής, μα ακριβώς λόγω αυτού χρύσωναν τη μετριότητα και παραπληροφορούσαν. Τι συνέβη και πώς προέκυψαν; Από έναν συγγραφέα που διέθετε ταλέντο στο γράψιμο, ό,τι απαιτεί η δοκιμιακή καλλιτεχνία εν ολίγοις, όμως η κατανόηση της μουσικής που άκουσε για χι, ψι, ωμέγα λόγους, περιστασιακούς ή και μόνιμους (επάρκειας και κατοχής γνώσεων) κινήθηκε χαμηλότερα του αναγκαίου. Επιπρόσθετα, έχω συναντήσει αμέτρητες φορές και το ανάποδο, να υπολείπεται πλήρως (η κριτική) του δίσκου ή άλλου μουσικού ζητήματος. Είναι καθοριστική προϋπόθεση το να βρίσκεται ανά πάσα στιγμή ευθύς συσχετισμός μεταξύ κειμένου και ακροάματος.
Σε ενδιέφερε το καινούργιο άλμπουμ των Α και θέλοντας να μαζέψεις γνώμες, βρέθηκες να διαβάζεις στο προσφιλές σου κινητό ανοικονόμητο κατεβατό (το είπαν κριτική) που πλάτειαζε και φλυαρούσε σε κάθε παράγραφο, ήταν γεμάτο από κατά βούληση παραδοχές του υπογράφοντα, επί το πλείστον αυθαίρετες, μπας και κατάφερνε να αποκτήσει τις απαραίτητες συνδέσεις προς μία αποδεχτή έστω κίνηση κειμένου, ενώ τα όσα λέγονταν κατάλαβες πως έχουν χαλαρή σχέση με την υπό κρίση μουσική και μοιάζουν σαν μηχάνευμα; Περαστικά σου αλλά μην ανησυχείς. Μόλις εξασκήθηκες στην περί πολλού γραφή δια της τεχνητής συρραφής και τις αιτίες για να μην της ξαναδώσεις από δω και μπρος την παραμικρή σημασία. Στις σχολικές αίθουσες ακούγαμε για εκτός θέματος εκθέσεις, έκτοτε μεγαλώσαμε και τώρα που ο χρόνος μας είναι νισάφι μιλάμε για καφρίλες.
Εν γένει η κριτική θέση συμμετέχει στη δημιουργία προσανατολισμών και σαφώς δεν περιορίζεται από το (και στο) προσωπικό γούστο. Μολονότι η πολυχρησιμοποιημένη είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο δήλωση «μου αρέσει» ή «δεν μου αρέσει», αναφερόμενη φυσικά σε δίσκους, συναυλίες κ.λπ., μέσα στην ανεπίτρεπτη απλοποίησή της, είναι εγκληματικά κενή ουσίας και περιεχομένου. Συνήθως συνοδεύεται προς ώρας από αναλογίες μεροληψίας, ισχυρογνωμοσύνης, έπαρσης κ.ά. τινών προσόντων, μέχρις ότου να τελειώσει κι αυτόματα να μην αφορά πλέον κανέναν.
Υπάρχει κώδικας, μεθοδολογία ή μοντέλο για το πώς να αναδεικνύεται το ξεχωριστό μέσα στο κοινότυπο; Όχι ακριβώς. Για το πώς να καταγράφονται τα ευρήματα όπως τους αξίζει; Μπα. Για το πώς να θεμελιώνονται φρέσκες απόψεις αντί να ακολουθούνται οι περιρρέουσες; Ούτε. Οι συνηθισμένες γνώμες είναι τετριμμένες και βαρετές όντως. Απαιτούν να ξέρεις λίγα, βασικά να ξέρεις από συνηθισμένες γνώμες. Η δημιουργική γνώμη που κινείται από επιλογή εκτός της εν λόγω συλλογιστικής αξίζει κύρια για την σπανιότητά της στον ωκεανό κοπιαρίσματος που έγινε πια το ίντερνετ. Κάποτε την χειρογράφαμε με μολύβι στο πλαϊνό λευκό των σελίδων σε βιβλία και περιοδικά, ως σημαντική προέκταση του ό,τι διαβάζαμε, σήμερα που καίμε τα μάτια μας στην οθόνη, την αφήνουμε να περάσει και να χαθεί. Θυμηθείτε, το μπλοκ θα επιστρέψει δριμύτατα απ’ τον τάφο του.
Εν κατακλείδι, η απάντηση στο ερώτημα-κορμό της 2ης παραγράφου για το άρθρο που διαβάσατε δεν θα διευκρινιστεί περαιτέρω, τουλάχιστον με τον τρόπο που επιθυμούμε να λαμβάνουμε τις απαντήσεις. Ή μάλλον καλύτερα, θα αφεθεί ως έχει, ατημέλητα ανεξακρίβωτη. Αν και νιώθω να μου διαφεύγει για το τέλος κάποια πιο εξυπηρετική διατύπωση. Περίπου στη θέση μου, μισόν αιώνα νωρίτερα και λίγο παραπάνω, ο Κουρτ Στόουν, όντας εξεταστικός και σαφής την κατάλληλη στιγμή –φτάνοντας στο σημείο να ορίσει προαπαιτούμενα, όπως κι έγινε– έθεσε για τίτλο σε γραπτό του το “The Art Of Reviewing Music”. Εκείνος ξεμπέρδεψε εφάπαξ χάρη στην ιδέα του. Τώρα μπορεί να χαμογελάει από ψηλά βλέποντας εμάς να την έχουμε ανάγει λανθασμένα σε φιλοδοξία κι ώρες-ώρες να την παίρνουμε τόσο, μα τόσο πολύ στα σοβαρά. Ξεχνώντας ενίοτε το πιο θεμελιώδες, ότι οι εφευρέτες δεν φτιάχνουν απομιμήσεις. Ποτέ όμως.